«καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς κηρύσσειν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἰᾶσθαι τοὺς ἀσθενοῦντας,» (Λουκ. 9, 2). (: Καὶ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύττουν τὸ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ κήρυγμα καὶ νὰ ἰατρεύουν τοὺς ἀρρώστους, ἐπιβεβαιοῦντες διὰ τῶν θαυματουργικῶν θεραπειῶν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀξιοπιστίαν τοῦ κηρύγματός των).
Γνωρίζει ὁ Κύριος γιατὶ παραχωρεῖ κάποια ἀρρώστια.
- Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ μᾶς συμβουλεύει:
«Ἄν ὑπομένης τὴν ἀρρώστια μὲ εὐχαριστία, θὰ ἀμειφθῆς μὲ οὐράνια στεφάνια.
Ἕνας γέροντας, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ ὑδρωπικία, ἔλεγε στοὺς ἀδελφούς, ὅταν αὐτοὶ πήγαιναν, γιὰ νὰ τὸν περιποιηθοῦν: «Προσεύχεσθε πατέρες, νὰ μὴ προσβάλη παρόμοια ἀρρώστια τὴν ψυχή μου. Ὅσο γιὰ τὴ σωματικὴ ἀρρώστια, παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μὴ μὲ θεραπεύση σύντομα, γιατί «μολονότι ὁ ἐξωτερικός μας ἄνθρωπος (στὸ σῶμα μας) φθείρεται, ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος (: ἡ ψυχή μας) ἀνανεώνεται.» (Β΄ Κορ. 4:16)».
- Ἐπίσης ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα μᾶς παροτρύνει: «Μὴ θλίβεσαι, γιατί τὸ σῶμα σου ἀρρώστησε. Σ’ ἕνα ἄρρωστο σῶμα μποροῦν νὰ κατοικήσουν ἡ χάρη καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπεναντίας, στὴ θαλερὴ σάρκα φωλιάζουν βατράχια καὶ βδέλλες».
Ὅμως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ γιατρεύει τὴν κάθε ἀρρώστια. Ἀκόμη ἁγιάζει καὶ τὴν σκόνη (Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός, Ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης) καὶ τὶς κολῶνες μέσα στὴν Ἐκκλησία (Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης). Ἐπίσης μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου οἱ Ἀπόστολοι μὲ τὸν ἴσκιο τους γιάτρευαν τὶς ἀσθένειες, ἀκόμη καὶ τὰ λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου γιατρεύουν ἀρρώστους.
- Στὸ Περιοδικὸ ὁ «ΣΩΤΗΡ» ἀριθ. 2267 περιγράφεται ἕνα θαῦμα μὲ τὰ λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου.
Δυνατὴ γυναίκα ἡ Ἀσημίνα, Μικρασιάτισσα. Ἔχασε τὸν ἄντρα της, ἔμεινε μόνη μ’ ἕνα κορίτσι μικρό.
Δύο γυναῖκες μόνες μέσα στὶς χιλιάδες τῶν προσφύγων. Μὲ τοὺς συγγενεῖς της δὲν ἀντάμωσε ξανά. Μὲ τοὺς γείτονές της χάθηκε γιὰ πάντα.
Καὶ τώρα, στὸν προσφυγικὸ συνοικισμὸ τῶν Πατρῶν μονάχη μὲ τὴν κόρη της.
Στήριγμά της, ὅπως καὶ ὅλων τῶν προσφύγων, ὁ ἅγιος γέροντας τῶν Πατρῶν, ὁ π. Γερβάσιος. Τὰ κυνηγημένα πουλιὰ ἀπάγκιασαν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ παππούλη. Στὸ πετραχήλι του ἔβρισκαν ἀνάπαυση, καταφυγή, παρηγοριὰ ὅλοι οἱ πρόσφυγες. Ἦταν τὸ φῶς στὸ σκοτάδι τῆς προσφυγιᾶς τους. Ἐκεῖνος ὁ σύμβουλός τους, ἐκεῖνος τὸ ἀποκούμπι τους στὸ δύσκολο ξεκίνημα τῆς νέας τους ζωῆς. Στὰ κηρύγματα τοῦ παππούλη κάθε Κυριακὴ πρώτη ἡ κυρὰ-Ἀσημίνα, στὰ δὲ κατηχητικά του μαθήματα ἀνελλιπῶς παρακολουθοῦσε ἡ κόρη της, ἡ Μαρίτσα. Μὲ αὐτὴ τὴν πίστη ἦλθε ἀπὸ τὴ Σμύρνη, μὲ αὐτὴ τὴν πίστη συνεχίζει τὴ ζωή της στὴν πρωτεύουσα τῆς Πελοποννήσου.
Τὴ θαύμαζαν ὅλοι, ἀκόμη καὶ ὁ π. Γερβάσιος.
Ἡ κόρη της, ἡ Μαρίτσα, θυμᾶται πολλὰ ἀπὸ τὰ θαυμαστὰ ποὺ εἶχε ζήσει κοντὰ στὴ μάνα της, καὶ τὰ διηγόταν ἀργότερα στὰ δικά της παιδιὰ καὶ ἐγγόνια.
Μιὰ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ κυρὰ-Ἀσημίνα, μετὰ τὸν Ἐπιτάφιο, ζήτησε ἀπὸ τὸν σεβάσμιο Γέροντα νὰ τῆς ἐπιτρέψη νὰ πάρη λίγα ἀπὸ τὰ ἄνθη τοῦ Ἐπιταφίου.
-Γέροντα, θὰ τὰ βάλω στὸ εἰκονοστάσι, σὲ ἱερὴ θέση, τοῦ εἶπε. Ἔτσι τὸ κάναμε καὶ στὴν Πατρίδα, στὴ γῆ τῆς Ἰωνίας. Τὰ φυλᾶμε ὁλοχρονὶς γιὰ εὐλογία ἢ γιὰ κάποια ἀνάγκη, ἂν παραστῆ.
Κι ἐκεῖνος συγκινημένος τῆς τὸ ἐπέτρεψε.
Ἔπειτα ἀπὸ κάποιους μῆνες ἡ Μαρίτσα, μικρὴ νοικοκυρά, ἔκανε καθαριότητα στὸ φτωχικὸ σπιτάκι ποὺ τοὺς εἶχαν παραχωρήσει στὸν συνοικισμό. Δὲν πρόσεξε ὅμως καὶ μὲ μιὰ ἀπότομη κίνησή της τὸ ὀξὺ καθαριστικό, μὲ τὸ ὁποῖο καθάριζε, πετά-χθηκε στὰ μάτια της.
-Μάνααα, τρέχα… Χάνω τὸ φῶς μου… Μανούλα μου, φώναζε δυνατὰ ἡ Μαρίτσα. Τσούζουν τὰ ματάκια μου… Καίγονται… Μάνααα… κάνε κάτι…
Ἀπὸ τὸν φόβο κιτρίνισε ἡ μικρή, μισολιπόθυμη πέφτει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας της.
-Παναγία μου, βόηθα τὸ παιδάκι μου! φώναξε ἡ κυρὰ-Ἀσημίνα.
Πόνος ἀπίστευτος γιὰ τὴ μικρή, διπλὸς πόνος γιὰ τὴ μάνα.
Ἀλλὰ τὸ σημαντικότερο, κινδύνευε νὰ χάση τὸ φῶς της ἡ Μαρίτσα. Δύσκολο νὰ βροῦν γιατρό. Ἡ κυρὰ-Ἀσημίνα προσπαθοῦσε νὰ ρίξη πολὺ νερὸ στὰ μάτια τῆς μικρῆς, ποὺ δὲν βοηθοῦσε μὲ τὶς τσιριχτὲς φωνές της. Συνάμα ἔκανε θερμὴ προσευχή.
-Ἁγία μου Παρασκευή, ἐσὺ εἶσαι ἡ προστάτιδα τῶν ματιῶν βόηθα νὰ μὴ χάση τὸ φῶς ἡ Μαρίτσα μου…
Μαζεύθηκαν καὶ οἱ ἄλλες Μικρασιάτισσες γειτόνισσες. Ἡ καθεμιὰ γινόταν γιατρὸς μὲ τὴ δική της συνταγὴ καὶ τὰ γιατροσόφια.
Σὰν φωτισμὸς ἦλθαν στὸ μυαλὸ τῆς κυρὰ-Ἀσημίνας τὰ λουλούδια ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο. Ναί! Ἔτρεξε στὸ εἰκονοστάσι. Τὰ πῆρε καὶ τὰ ’βαλε στὸ νερό, τὰ ’βρασε καὶ μὲ τὸ ζεστὸ ἔκανε πλύσεις στὰ μάτια τῆς κόρης της.
Προσευχὴ θερμὴ καὶ πλύσεις συνεχῶς μὲ τὸ μεῖγμα ἀπ’ τὰ λουλούδια τοῦ Ἐπιταφίου. Ἔπειτα ἀπὸ λίγη ὥρα ὁ πόνος ὑποχωροῦσε. Ἡ μικρὴ Μαρία σταμάτησε τὶς φωνὲς καὶ τὰ κλάματα καὶ τὰ μάτια της ἄρχισαν νὰ καθαρίζουν.
Ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ νὰ διακρίνη φῶς καὶ πρόσωπα. Εἶχε πολὺ φοβηθῆ.
-Δοξασμένος νὰ ’σαι Κύριε! μονολογοῦσε ἡ κυρὰ-Ἀσημίνα. Ἁγία μου Παρασκευή, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες!
Δὲν παρέλειψε νὰ ἀναφέρει στὸν Πνευματικό της αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ ἔζησε. Τοῦ ζήτησε τὴν εὐλογία σὰν ἀντίδωρο εὐγνωμοσύνης κάθε Παρασκευὴ νὰ νηστεύη τὸ λάδι. Δὲν τῆς τὸ ἀρνήθηκε ὁ Πνευματικός. Τὸ τήρησε ὅλα τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς της ἡ κυρὰ-Ἀσημίνα.
Λίγες μέρες πρὶν πεθάνη, ἄφησε παρακαταθήκη στὴν κόρη της Μαρίτσα, γιὰ νὰ θυμᾶται τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή της, τὸ ἴδιο νὰ κάνη: νὰ συνεχίση κι ἐκείνη νὰ νηστεύη αὐστηρὰ τὴν ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς. Τὸ ἄκουσε ἡ Μαρίτσα καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ κράτησε τὴν ὑπόσχεσή της μέχρι τὰ 92 χρόνια τῆς ζωῆς της.
Αὐτὲς ἦταν οἱ Μικρασιάτισσες γυναῖκες, μὲ τέτοια βαθιά, δυνατὴ πίστη!