Κυριακή 16 Απριλίου 2023

Βίος ἁγίου Ἀμφιλοχίου τῆς Πάτμου

Ἀπό τό βιβλίο: Ἀρχιμ. Παύλου Νικηταρᾶ, Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, Ἕκτη Ἔκδοσις
Τό ἔτος 1888 στό νησί τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, τήν Πάτμο, εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς ὁ μικρός Ἀθανάσιος. Τά ἔξοδα τῆς βαπτίσεώς του ἀνέλαβε ὁ Πηλουσίου Ἀμφιλόχιος καί γι’ αὐτό τόν ἔλεγε νονό του. Μεγάλωνε μέ τόν ἀδελφό του Νικόλαο, πού πέθανε στό ἄνοιγμα τῆς νεανικῆς ζωῆς του φυματικός, καί μέ τίς δύο ἀδελφές του Καλλιόπη καί Κατερινιώ. Μία ἄλλη ἀδελφή μέ τό ὄνομα Κατερινιώ πέθανε σέ μικρή ἡλικία. Ἡ Κατερινιώ ἔγινε μοναχή καί πῆρε τό ὄνομα Μαγδαληνή. Κοιμήθηκε στό μοναστήρι τῆς μετανοίας της, τόν Εὐαγγελισμό, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη καί ἡ Καλλιόπη παίρνοντας τό ὄνομα Μάρθα.
Στήν Πάτμο ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα καί τελείωσε τό Σχολαρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Τήν μόρφωσή του ὁλοκλήρωσε στήν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς γιατί εἶχε μεγάλη ἔφεση γιά μάθηση καί τόν βοηθοῦσε πολύ ἡ μνήμη. Εἶχε ἀκούσει σοφούς διδασκάλους, ὅπως τόν Μιχαήλ Μαλανδράκη καί ἄλλους, πού δίδασκαν στό Ἱεροδιδασκαλεῖο τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὅσο μεγάλωνε, τόσο ηὔξανε ὁ πόθος του νά μονάση στό μεγάλο μοναστήρι τοῦ Θεολόγου. Σέ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι χρονῶν κατατάσσεται στήν ἀδελφότητα τοῦ Θεολόγου ὡς δόκιμος μοναχός. Κοντά στόν ἅγιο Πηλουσίου καί τόν πνευματικό ἀδελφό τοῦ Δεσπότη, Νικόδημο Κάππο, πῆρε τά πρῶτα μαθήματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ζῆ ἀσκητικά μέ προσευχές ὁλονύκτιες καί νηστεῖες, πού νεκρώνουν τά πάθη.
Γι’ αὐτό ἡ ἀδελφότης, πού εἶδε τόν μοναχικό του βίο, πρίν τελειώσει ἡ τριετής δοκιμασία, σέ ἡλικία 18 χρονῶν, τοῦ δίδει τό μικρό σχῆμα τοῦ μοναχοῦ καί λαμβάνει τό ὄνομα Ἀμφιλόχιος. Μελετᾶ καί προσεύχεται καί ὑπηρετεῖ μέ προθυμία σέ ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἰδιαίτερο σύνδεσμο εἶχε μέ δύο ἀδελφούς, τόν πατέρα Θεοφάνη Κρικρῆ καί τόν πατέρα Ἀντίπα Κάππο, μέ τούς ὁποίους μελετᾶ τήν Φιλοκαλία, τόν Εὐεργετινό καί τά ἔργα τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου. Δέν ἄφησε βιβλίο ἀδιάβαστο στήν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς. Μόνος του ἔμαθε τήν Παλαιογραφία καί διάβαζε κώδικες τοῦ Θ΄ καί ΙΑ΄ αἰῶνος μέ μεγάλη εὐχέρεια. Εἶχε τήν συνήθεια νά ἀντιγράφη λόγους τῶν Πατέρων καί νά τούς στέλνη σέ πρόσωπα γνωστά του. Μέσα σέ τέτοιο πνευματικό ἀνθοκήπιο ἔζησε ἀπό νεαρή ἡλικία καί καλλιέργησε τήν κλίσι του.
Ἡ ἀρετή του καί ἡ ὅλη του ἀναστροφή μεταξύ τῶν ἀδελφῶν ἐκτιμήθηκαν ἰδιαίτερα ἀπό τήν ὁλομέλεια τῶν Πατέρων καί πρίν ἀκόμα συμπληρώσει τό ὅριο τῆς ἡλικίας, δηλ. τά 25 χρόνια πού προβλέπουν οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποφασίστηκε ἡ χειροτονία του σέ Διάκονο. Ὁ μοναχός Ἀμφιλόχιος ὅμως δέν δέχθηκε νά παραβῆ τόν κανόνα, κι ἔτσι χειροτονήθηκε μόνο ὅταν συμπλήρωσε τά 25 χρόνια, ὡς Διάκονος, ἀκολούθως δέ ὡς Πρεσβύτερος σέ ἡλικία 30 χρονῶν ἀπό τόν Μητροπολίτη Σάμου Κωνσταντῖνο Βουτζαλίδη, στόν Ἱερό Ναό τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στό Βαθύ τῆς Σάμου. Ὑπηρετεῖ στό Καθολικό τῆς Μονῆς μέ βαθειά συναίσθηση τῆς ὑψηλῆς διακονίας του· ὅταν λίγο ἀργότερα λαμβάνη τήν πνευματική πατρότητα, ὁ μεγάλος ζῆλος του τόν κάνει νά μήν ὑπολογίζη κόπους καί δαπάνες προκειμένου νά ἐκτελέση τό ἔργο του. Περιέρχεται σχεδόν ὅλα τά Δωδεκάνησα -Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Ἀστυπάλαια, Σύμη- μέ ἕνα καί μοναδικό σκοπό: νά εὕρη καί νά σώση τό ἀπολωλός.
Κατά τό ἔτος 1925 ἡ ἀδελφότητα τοῦ ἀνέθεσε τό προσκύνημα τοῦ ἱεροῦ Σπηλαίου τῆς Ἀποκαλύψεως πού ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἀναδείχτηκε ὄχι μόνο πνευματικό κέντρο ἀλλά καί λιμάνι σωτηρίας πολλῶν ναυαγῶν τῆς ζωῆς. Ἡ φιλοξενία εἶναι ἀρετή τῶν Ἑλλήνων· γιά τόν Γέροντα ἦταν καθῆκον ἀπαράβατο. Ποιός προσκυνητής τοῦ ἱ. Σπηλαίου δέν βρίσκει ὑποδοχή καί περιποίηση στόν ἱερό τοῦτο χῶρο; Ἀσφαλῶς δέν διέθετε τά μέσα καί τήν οἰκονομική εὐχέρεια γιά κατάλληλη φιλοξενία, διέθετε ὅμως πλούσια αἰσθήματα ἀγάπης καί καλωσύνης πού ἐκάλυπταν κάθε ἔλλειψη ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἐπιπλέον ἐπιδίδεται στόν ἐξωραϊσμό τοῦ ἱεροῦ Σπηλαίου. Τίς ἐφθαρμένες πλάκες τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Ἄννης ἀντικατέστησε μέ μωσαϊκό καί οἱ τοῖχοι ἁγιογραφήθηκαν μέ παραστάσεις ἀπό τήν Ἱερά Ἀποκάλυψη -οἱ ὁποῖες δυστυχῶς κατεστράφησαν ἀπό τήν ὑγρασία τοῦ ἱ. Σπηλαίου- καί γενικά πῆρε νέα ὄψη ὁ ἱερός τοῦτος χῶρος.
Στά κτήρια τῆς Ἀποκαλύψεως λειτουργοῦσε τό ἑλληνικό Σχολαρχεῖο, καί οἱ μαθητές ἐκτός ἀπό τίς γραμματικές γνώσεις ἐνισχύοντο καί μέ τήν πνευματική τροφή πού ἐδέχοντο ἀπό τόν προϊστάμενο τοῦ ἱεροῦ προσκυνήματος.
Ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς σέ δύσκολους καιρούς. Οἱ Ἰταλοί, ἔχοντας πλήρη κυριαρχία στά νησιά, ἦσαν ἀποφασισμένοι νά ἐπιβάλουν τό αὐτοκέφαλον στήν Ἐκκλησία τῆς Δωδεκανήσου καί νά πραγματοποιήσουν τά σχέδιά τους: νά ἐξιταλίσουν τόν λαόν καί νά τόν ὁδηγήσουν στήν Οὐνίαν. Ὅταν συμπληρώθηκε ἡ διετία τῆς ἡγουμενικῆς περιόδου καί ἐπρόκειτο νά γίνουν νέες ἀρχαιρεσίες ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Μονῆς, ἡ ἀδελφότητα γιά νά μήν πάρη ἄδεια ἀπό τίς Ἰταλικές ἀρχές, πού τό ἀπαιτοῦσαν χωρίς νά τό προβλέπει ὁ κανονισμός τῆς Μονῆς, ἀπεφάσισε σιωπηρῶς νά παρατείνη γιά μία ἀκόμη διετία τήν ἡγουμενία τοῦ Γέροντος. Αὐτό ἐθεώρησαν οἱ Ἰταλοί ὡς περιφρόνηση τῆς ἀδελφότητας πρός τίς πολιτικές ἀρχές.
Ἡ δυσμένεια ἐναντίον τοῦ Γέροντα φουντώνει καί πάλι, ὥστε μαζί μέ ἄλλες ἀφορμές νά προκαλέσουν τό ἔτος 1937 τήν πτώση του ἀπό τήν ἡγουμενία καί τήν ἐξορία του ἀπό τήν Πάτμο.
Στό διάστημα τῆς ἐξορίας του περιοδεύει σχεδόν ὅλη τήν Ἑλλάδα. Κηρύττει καί ἐξομολογεῖ διαρκῶς· βοηθεῖ χιλιάδες ψυχῶν νά βροῦν τόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Στήν Κρήτη ἡ ῾Ι. Σύνοδος τόν ἔκανε γενικό πνευματικό τῆς Μεγαλονήσου, καί ἀπό τό Ἡράκλειο ἔγραφε: «ἡ προσέλευσις τῶν κατοίκων τοῦ χριστιανικοῦ Ἡρακλείου εἶναι ἀπερίγραπτη· περισσοτέρους ἀπό 200 ἀνθρώπους ἐξομολογῶ τήν ἡμέρα καί αὐτό εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἠθική ἱκανοποίησή μου».
Κατά τό 1939 ὁ Γέρων Ἀμφιλόχιος ἀνακαλεῖται ἀπό τήν ἐξορία του καί σέ λίγο χρονικό διάστημα καί ἡ Γερόντισσα Εὐστοχία ἀπό τήν Ἀθήνα, πού μέ τίς ὑπόλοιπες ἀδελφές πλαισιώνουν τό ἱερό Κοινόβιο τῆς Πάτμου, ὀργανώνουν ἐκ νέου τήν Μονή καί συνεχίζουν τά μοναχικά τους καθήκοντα.
Τό 1939, τό ἱερό προσκύνημα, ἡ Παναγία Διασώζουσα, γίνεται νέα κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ πού θεραπεύει τούς πιστούς ἀπό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ψυχικῆς παραλύσεως. Ἀξιοποιεῖται τό ἱερό τοῦτο τῆς Πάτμου προσκύνημα, καί μάλιστα στά χρόνια ἐκεῖνα τῆς μεγάλης ἀνεργίας τροφοδοτεῖ ὄχι μονάχα πνευματικά τούς χριστιανούς, ἀλλά καί ὑλικά.
Τό 1940 μέ τήν κήρυξη τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου ὁ Γέροντας ἀναπτύσσει νέα δράση στό νησί τοῦ Ἠγαπημένου· ἀναλαμβάνει τήν πνευματική πατρότητα ἀλλά καί τήν εὐθύνη γιά τόσες ζωές, πού κινδυνεύουν ἀπό τόν ἐκ πείνης θάνατο.
Τό 1948 ἡ ἐνσωμάτωση τῆς Δωδεκανήσου στή μητέρα Ἑλλάδα δημιουργεῖ νέους ὁρίζοντες στά ἀκριτικά νησιά, πού ἀναπνέουν ἐπιτέλους τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας. Συνεχίζει τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, συγκεντρώνει τήν ὁμάδα τῶν μοναζουσῶν, καταρτίζει τόν ἐσωτερικό κανονισμό καί φροντίζει γιά τή νομική ὑπόσταση τοῦ Κοινοβίου.
Τήν ἴδια ἐποχή, τό 1948, διορίζεται Γεν. Διοικητής Δωδεκανήσου ὁ Ναύαρχος Ἰωαννίδης. Ἡ προσοχή του στρέφεται στήν λειτουργία τοῦ Ὀρφανοτροφείου Θηλέων Ρόδου, τό ὁποῖο ἐξυπηρετοῦσαν ὥς τότε οἱ καθολικές μοναχές καί ὅπως ἦταν φυσικό προκαλοῦσαν τήν ἀντιπάθεια τῶν Ἑλλήνων πλέον νησιωτῶν. Ἀπό πολλούς ὁ Γεν. Διοικητής εἶχε ἀκούσει γιά τήν δράση τοῦ Γέροντος στό Μοναστήρι
τῆς Πάτμου καί γιά τίς μοναχές του. Καλεῖ ἐπειγόντως τόν ἀείμνηστο στή Ρόδο καί τοῦ ἀναθέτει τήν λειτουργία τοῦ Ὀρφανοτροφείου Θηλέων Ρόδου «Ἡ Βασιλόπαις Μαρία».
Τά συνεχῆ ταξίδια του καί οἱ κόποι του νά ἐξομολογῆ τά πνευματικά του τέκνα δέν εἶναι εὔκολο νά καταγραφοῦν. Ἔτρεχε μέ ὅλη τήν ἱεραποστολική διάθεση γιά νά βρῆ καί νά σώση τό ἀπολωλός. Τό ἐνδιαφέρον του γιά τούς ἁμαρτωλούς γενικά τόν ἀναδεικνύει καλό ποιμένα, μιμητήν τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ.
Ὅλη του τή ζωή ἐβασανίζετο ἀπό ἀρρώστιες, ἦταν εὐαίσθητος στά κρυολογήματα καί κάθε χρόνο τόν ἐπεσκέπτετο ἡ γρίππη. Ἐδέχετο, βέβαια, τίς δοκιμασίες αὐτές σάν μηνύματα τῆς Οὐρανίας Πατρίδας καί μέ στωική ἐγκαρτέρηση ὁμολογοῦσε: «Οὐκ ἄξια τὰ νῦν παθήματα πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς· ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως, τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται...» (Ρωμ. η΄, 18-19).
Ἔτσι στάθηκε καί στήν τελευταία του ἀρρώστεια. Τέλη Μαρτίου 1970, προσεβλήθη ἀπό πνευμονία· ἦταν Μ. Τεσσαρακοστή καί μέ δυσκολία δέχθηκε νά πάρη λίγο γάλα.
Ἔδωσε σέ ὅλους τίς συμβουλές πού ὁ καθένας εἶχε ἀνάγκη. Εἶχε τό προορατικό χάρισμα. Στήν προσπάθεια τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν νά τόν κρατήσουν μέ ὀρούς λίγες μέρες στήν ζωή, παρακαλοῦσε κι ἔλεγε: ἀφῆστε με καλά μου παιδιά νά φύγω, ἦρθε ἡ ὥρα μου. Γιατί, Γέροντα, τοὔλεγα, δέν μένεις μαζί μας τοῦτο τό Πάσχα; Δίσταζε νά μοῦ ἀπαντήση, καί δεύτερη καί τρίτη φορά τόν παρακάλεσα νά μοῦ πῆ πῶς ξέρει ὅτι θά μᾶς φύγη σύντομα, κι ἐκεῖνος μέ δυσκολία μοῦ ἀπεκάλυψε: εὐλογημένε, εἶδα τήν Παναγία καί τόν Θεολόγο πρό ὀλίγου καί τούς παρεκάλεσα νά μείνω κοντά στά παιδιά μου κι’ αὐτό τό Πάσχα, ἀλλά μοῦ εἶπαν «Δέν γίνεται ἄλλο, ἐλήφθη ἡ ἀπόφασις, Πάσχα θά κάμης στούς Οὐρανούς μαζί μας» κι αὐτό τό λέγω σάν ἐξομολόγηση, ἐπειδή μέ βιάζεις, μή τό εἰπεῖς σέ ἄλλους.
Κι ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο τῆς ματαιότητος, ἀφοῦ ἔδωσε τήν ζωή του γιά τούς ἄλλους, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ὡς καλός ἐργάτης στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀρίστευσε στίς ἐξετάσεις του στό σχέδιο τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων, ἀφοῦ ὑπηρέτησε καί Ἐκκλησία καί Πατρίδα ὡς καλός χριστιανός καί ἀκέραιος Ἕλληνας. Κοιμήθηκε στίς 16 Ἀπριλίου 1970 σέ πλήρη διαύγεια τῶν αἰσθήσεών του. Τό λείψανό του πῆρε μορφή οὐράνια, ὄψι χαρούμενη κι εἰρηνική, ἀπέραντη γαλήνη βασίλευε στό ἀσκητικό του πρόσωπο, πράγματι ἁγιασμένου ἀνθρώπου ἔκφραση πού ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Ἡ ἄλλη μέρα ξημέρωνε Παρασκευή, παραμονή τοῦ ἁγ. Λαζάρου, καί θά ἐψάλλετο ἡ κηδεία του μετά τό μεσημέρι, γιά νά παρευρεθοῦν ὁ Μητροπολίτης Καλύμνου καί ἄλλα πνευματικά του τέκνα ἀπό Κάλυμνο καί Λέρο.
 «Η ΟΔΟΣ», ΤETΡAΜΗΝΙΑΙΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΡΟΔΟΥ, ΦΥΛΛΟ 43 ΕΤΟΣ 13ο • 2018, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ