Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Οἱ ἥρωες παραδειγματα πιστεως και ἀρετης

AG. SKEPH- ΕΛΛΑΣ

Ἐθνικὴ ἑορτὴ ἐθνικῆς παλιγγενεσίας

«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυν. θ΄ ᾠδ.)

Μεγάλη ἡμέρα σήμερα, ἀγαπητοί μου. Με­γάλη βέ­βαια γιὰ ὅσους πιστεύουν, γιὰ τοὺς ἄλ­λους δὲν σημαίνει τίποτα. Ὅσοι ἔ­χουν ἀγάπη στὴν πατρί­δα καὶ πρὸ παντὸς ἀ­γάπη καὶ πίστι στὸ Χριστὸ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου, αὐτοὶ αἰσθάνονται βαθειὰ συγκίνησι.
«Εὐαγγε­λίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρα­νοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυν. θ΄ ᾠδ.). Νὰ χαρῇ ἡ γῆ, ὅλος ὁ πλανήτης. Γιατὶ τί ἦταν πρὶν τούτη ἡ Γῆ; Ἦταν βουτηγμένη μέσα στὴν ἁμαρτία· τὴν εἰδωλολατρία, τὴν ἀσέβεια, τὸ ψέμα, τὴν πορ­νεία, τὴ μοιχεία… Θά ᾽πρε­πε ὁ δίκαιος Θεὸς νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸ τὸν κόσμο· ν᾽ ἀνοίξουν πάλι οἱ καταρρᾶκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ πνιγοῦν οἱ βλάσφημοι, νὰ βρέξῃ πάλι φωτιὰ καὶ θειάφι νὰ καοῦν οἱ ἀσελγεῖς, νὰ πλημμυρί­σουν τὰ ποτάμια, νὰ πέσουν τ᾽ ἀστέρια στὰ κε­φάλια τῶν ἁμαρτωλῶν… Μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ κάνῃ τὴ Γῆ σκόνη· γιατὶ τὴ μόλυνε ὁ ἄνθρωπος. Τὰ ἔκανε αὐ­τὰ ὁ Μεγαλοδύναμος; Ὄχι. Δόξα τῇ μακρο­θυμίᾳ σου, Κύριε! Ἔδειξε ἀγάπη ἀνέκφραστη.

«Εὐαγγε­λίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρα­νοί, Θεοῦ τὴν δόξαν». «Σήμερον», τὴν ἡ­­­μέ­ρα αὐτὴ ὅ­­πως λέ­με στὸ ἀπολυτίκιο, εἶνε «τῆς σω­τη­ρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον», ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. Καὶ ὅ­πως ἀπὸ ἕνα σπόρο βγαίνει ὁλόκληρο πλατάνι, ἔτσι ἀπὸ τὴ σημερι­νὴ ἑορτὴ βγῆκε ὅλο τὸ δέντρο τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ καλύπτει Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, Βορρᾶ καὶ Νό­το. Κανένα τσεκούρι τοῦ δι­αβόλου δὲν θὰ μπο­ρέ­σῃ νὰ τὸ ξερριζώσῃ· μπορεῖ νὰ κόψῃ κλαδιά, νὰ ῥημάξῃ φύλλα, ἀλλὰ οἱ ῥίζες του μένουν στὴν καρδιὰ τῆς ἀνθρωπότητος· ματαίως οἱ ἐχθροὶ προφητεύουν ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος τοῦ Χριστιανισμοῦ.
«Εὐαγγε­λίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρα­νοί, Θεοῦ τὴν δόξαν». Εἶνε ἡμέρα χαρᾶς γιὰ ὅλη τὴ Γῆ, ἰδιαιτέρως ὅμως γιὰ τὸ κομμάτι τοῦτο, ποὺ κατοικοῦμε ἐμεῖς. Ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ Βαλκάνια· ὅλοι οἱ λαοὶ τῶν Βαλκανίων ἑορτάζουν. Διότι στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ ἡ Ἀλβάνια καὶ ἡ Σερβία καὶ ἡ Βουλγαρία καὶ ἡ ῾Ρουμανία ἦταν Χριστι­ανοὶ ὀρθόδοξοι. Καὶ παρ᾽ ὅ­λο ποὺ ἔπεσε κατόπιν ὁ κόκκινος σπόρος καὶ μᾶς χώρισε, πάλι μία πίστι ἔχουμε μαζί τους, ἕνα Θεὸ λατρεύουμε. Ἦταν λοιπὸν σκλάβοι, ὅ­πως ἐ­μεῖς, τοὺς πλάκωνε κι αὐτοὺς ἡ σκλαβιὰ τῆς Τουρκιᾶς, ἡ ὁ­ποία τότε ἦταν πανίσχυρη. Κι ὅ­ταν ἄ­κουσαν, ὅτι σήμερα οἱ Ἕλληνες ξυπόλη­τοι – ἄοπλοι ἐ­παναστάτησαν, πῆραν θάρρος.
[Κάνω ἐδῶ μία παρέκβασι. Ἐὰν καὶ τὸ 1955, ὅταν οἱ Τοῦρ­κοι στὴν Κωσταντινούπολι ἀνέσκαψαν τάφους πατέρων μας καὶ ἀσέβη­σαν στὶς κολυμβῆθρες μας, ὑπῆρχε ἕνας Πλα­στήρας – ἕνας Κοντύλης, δὲν θὰ τὸ ἀνέχονταν. Δὲν εἴχαμε δυσ­τυχῶς τότε ἄν­τρες μὲ ὑ­ψηλὸ φρόνημα καὶ δεχτήκαμε ῥαπί­σματα ταπει­νώσε­ως. Ὄχι, δὲν αἰ­σθάνομαι μῖ­σος ἐναντίον τῶν τέκνων τῆς Ἄγαρ, ἄν­θρωποι εἶνε κι αὐτοί· ἀλ­λ᾽ ὑπάρχει Θεός, δίκαιο, ἀνταπόδοσις].
Ἦταν λοιπὸν ἡ Τουρκιὰ κρά­τος τεράστιο· ἔ­φτανε πρὸς ἀνατολὰς μέχρι Περσικὸ κόλπο καὶ Ἰνδίες, πρὸς δυσμὰς μέχρι Ἰταλία, πρὸς νό­τον μέχρι τὸ Νεῖλο, καὶ πρὸς βορρᾶν μέχρι Δού­ναβι καὶ Βιέννη. Ποιός τολμοῦσε νὰ τὴν πει­ρά­ξῃ; Κλαρῖνο στέ­κον­ταν μπρὸς στὸ σουλτᾶνο οἱ πρεσβευταὶ Ἀγγλίας, Γαλλίας καὶ ῾Ρωσίας. Μὰ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα του. Πῶς τὸ ἔ­­κανε; Διὰ μέσου ἀνθρώπων, πιστῶν Ἑλλήνων δούλων του. Μετά σηκώθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι λαοί. Τὸ ἔ­θνος ποὺ ἔγινε ἐδῶ πρωτοπόρο στὴν ἐ­λευθε­ρία τῶν Χριστιανῶν ἦ­ταν οἱ Ἕλληνες. Γι᾽ αὐ­τὸ λέω, ὅτι ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶνε ἑορτὴ ὅλων τῶν Βαλκανίων. Εἴμαστε ὀρθόδοξοι· καὶ ἂν ὑπῆρ­χε καλὴ πνευματικὴ ἡγεσία, οἱ ὀρ­­θόδοξοι λαοὶ θὰ ἦταν ἑνω­μένοι ὑπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
«Εὐαγγε­λίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρα­νοί, Θεοῦ τὴν δόξαν». Πάντοτε ὁ Θεὸς κάνει θαύματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ βρεθοῦν καὶ τὰ κατάλληλα ὄργανα, Καὶ τὸ 1821 βρέθηκαν οἱ ἥ­ρωες, αὐτοὶ ποὺ τὶς μορφές τους βλέπουμε στὰ σχολεῖα. Ἂν τοὺς δείξετε καὶ ῥωτήσετε τώρα τὰ παιδιὰ ποιοί εἶν᾽ αὐτοί; δὲν τοὺς ἀναγνωρίζουν. Τί ἦ­ταν αὐτοὶ οἱ ἥρωες; ἄγγελοι, ἅ­­γιοι ἦ­ταν; Ὄχι· ἦ­ταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί, μὲ ἐλαττώμα­τα καὶ κακίες· εἶχαν ὅμως δύο γνω­ρίσματα ποὺ σ᾽ ἐμᾶς τώρα σπανίζουν.

* * *

⃝    Τὸ πρῶτο ποὺ τοὺς χαρακτήριζε ἦταν ἡ πίστι στὸ Χριστό. • Φαινόταν καθαρὰ ἡ πίστι στὶς ἐπιστο­λές τους. Ἀρχίζοντας νὰ γράψουν χάραζαν σταυρὸ μὲ τὰ λόγια «Ἰησοῦς Χριστὸς νι­κᾷ». Σῴζονται σὲ μουσεῖα γράμμα­τά τους.
• Φαινόταν ἐπίσης στὶς σημαῖες τους. Δὲν εἶ­χε ἀκόμη τότε καθιερωθῆ ὡρισμένη ση­­μαία· ἄλλος ζωγράφιζε στὴ σημαία του τὸν ἅ­γιο Γεώργιο, ἄλλος τὸν ἅγιο Δημήτριο, ἄλλος τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ἄλ­λος τὸν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἄλλος τὴν Παναγία, ἄλλος τὸ Χριστό. Καὶ στὸ κοντάρι ψηλὰ εἶχαν τὸν τίμιο σταυρό.
• Στὰ καράβια τους. Στὴ ναυαρχίδα του ὁ Μιαούλης, στὸ κατάρτι τῆς πλώρης, εἶχε πάν­­τα ἕνα μεγάλο μαῦρο σταυρὸ καὶ γύρω – γύρω μὲ λευκὰ γράμ­ματα ἔγραφε· ἐπάνω «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ», κάτω «Σταυροῦ τόπος ἐ­χθρῶν τρόμος», καὶ στὰ πλάγια «Σταυρὸς πιστῶν τὸ στήριγμα». Ὁ ἐπίσκοπος Ὕ­δρας Ἱερό­θεος (1967-2000) ἔφειαξε ὁμοιώματά του, μικροὺς σταυρούς· τοὺς ἔδινε εὐλογία, ἔστειλε ἕνα καὶ σ᾽ ἐμένα. Στὰ χρόνια μας ἡ μασονία –ποῦ καταντήσαμε, τὸ καταγγέλλω ἐπισήμως– ἐ­πι­χείρησε νὰ βγάλῃ τὸ σταυρὸ ἀπὸ τὸ κοντάρι τῆς σημαίας καὶ στὴ θέσι του νὰ μπῇ μία …σφαῖρα.
• Οἱ ἥρωες τοῦ ᾽21 πίστευαν καὶ τό ᾽δειχναν στὶς προσευχές τους. Οἱ Τοῦρκοι ἔ­σφαξαν στὴ Χίο 20 χιλιάδες γυναικόπαιδα, κοκκίνισε ἡ θάλασσα ἀπ᾽ τὸ αἷμα, καὶ μετὰ γιώρταζαν τὸ ῥαμαζάνι τους. Τό­τε ὁ Κανάρης προσευχήθη­κε, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε· Θεέ μου, βοήθησέ μας νὰ τοὺς τιμωρήσουμε. Ἔτσι μ᾽ ἕνα μικρὸ πυρπολικὸ τίναξε στὸν ἀέρα τὴ ναυαρχίδα τους. Κι ὅταν γύρισε, πῆγε κατ᾽ εὐ­θεῖαν στὸν Ἅγιο Νικόλαο νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό.
• Ἕνας ἄλλος ἀγωνιστής, ὁ Μακρυγιάννης, μὲ κορμὶ κόσκινο ἀπὸ σφαῖρες, βαστοῦσε τὴ Σύνοψι, τιμοῦσε τὴν Παναγία, δὲν καθόταν στὸ τραπέζι χω­ρὶς σταυρό. Μιὰ φορὰ λοιπὸν φιλοξενοῦσε ἕναν ξένο ἀπ᾽ τὸ Παρίσι. Πρὶν κα­θήσουν ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ξένος γέλασε εἰρωνικὰ καὶ χαρακτήρισε τὶς συνήθειες αὐ­τὲς πράγματα «μπόσικα», δηλαδὴ ἀνόητα. Ὁ Μακρυγιάννης δὲν τὸ ἀνέχθηκε· τὸν ἔδιωξε. Αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι, εἶχαν πίστι στὸ Θεό.
⃝    Ἡ πίστι τους ὅμως δὲν ἦταν μόνο λόγια· ζοῦ­σαν καὶ ζωὴ ἐνάρετη. • Ἐκκλησιάζονταν τα­κτι­κά· καὶ πήγαιναν πρωί, ἀπὸ τὸν ὄρθρο πα­ρα­κα­λῶ. Ὅποιος δὲν τὸ πιστεύει, στὴν Κυψέ­λη – Ἀθηνῶν σῴζεται ἡ ἐκ­κλησία τῶν Ἁγί­ων Ἀ­ποστόλων, ὅπου πήγαινε ὁ Κανάρης· ὑ­πῆρχε μάλιστα καὶ τὸ στασίδι του. Ἂν σήμερα δῆτε κανένα ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους νωρὶς στὴν ἐκκλησία, «νὰ μοῦ τρυπήσετε τὴ μύτη».
• Νήστευαν ἐκεῖνοι. Ὅταν κατέλαβαν τὴν Τρι­πο­λιτσὰ ἦταν ἡμέρα Παρασκευή· κι αὐτοὶ πεινασμένοι, ἐξαντλημένοι. Ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης φώναξε· Μὴ μαγαρίσετε τὴν ἡμέρα· νὰ νηστέψετε, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε!… Καὶ στὰ καράβια τοῦ Μιαούλη Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἔτρωγαν ἐλιὲς καὶ κρεμμύδι. Ἄντε σήμερα σὲ μονάδες τοῦ στρατοῦ μας νὰ δῇς τὸ συσσίτιο…
• Ἔκαναν προσευχή. Ὅταν ἄκουσαν στὸ Παρίσι, ὅτι αὐτοὶ οἱ ξυπόλητοι ἐπαναστάτησαν, εἶπαν· Ἂς πᾶμε νὰ δοῦμε τί ἄνθρωποι εἶν᾽ αὐτοί. Περιοδεύον­τας στὸ Μοριά, νύχτωσαν κάπου καὶ ζήτησαν κατάλυμα σὲ μιὰ καλύβα. Τί νὰ δοῦν· φτώχεια! ἑφτὰ παιδάκια καὶ μωρὸ σὲ αἰώρα κρεμασμένη ἀπὸ τὴν ὀροφή· στὸ τραπέζι κάτι χορταράκια καὶ ψωμὶ κριθαρένιο. Μετὰ τὸ φαγητὸ καὶ προτοῦ νὰ πέσουν γιὰ ὕ­πνο, προσευχήθηκαν· τὰ παιδάκια εἶπαν κάτι τὸ καθένα, ἔκαναν μετάνοιες στρωτὲς καὶ ἔ­ψαλαν τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ…». Καὶ οἱ ξένοι εἶπαν μεταξύ τους· Νά γιατί νικοῦν αὐ­τοὶ οἱ ξυπόλητοι! Κι ὅταν γύρισαν στὸ Παρίσι, τὰ ἔγραψαν αὐτὰ νὰ τὰ μάθουν ὅλοι.
• Ἀκόμα, ζοῦσαν ἁπλᾶ, πολὺ ἁπλᾶ. Ὁ Κολο­κοτρώνης ἔκανε τραπέζι στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ὑ­ψηλάντη κατὰ γῆς στὸ ὕπαιθρο, ἐ­πάνω σὲ κλαδιὰ σκηνιᾶς, καὶ τὸν κέρασε κρα­σὶ μέσα σὲ κούπα ἀπὸ ξερὴ φλούδα κολοκύθας. Ἕνας Ἄγγλος, πάλι, πῆ­γε στὸ Ναύπλιο καὶ βρέθηκε σὲ σπιτάκι φτωχικό, ὅ­που τὸν δέ­χτηκε ἕνα ζεῦγος νεονύμφων. Ὁ πατέρας τους εἶχε σκοτωθῆ, μὰ αὐτοὶ δὲν δίστα­σαν νὰ κάνουν γάμο, ἂς τοὺς ἔλειπαν καὶ τὰ στοιχειώδη. Δὲν εἶχαν οὔτε καρέκλα, κάθονταν νὰ φᾶνε πάνω σ᾽ ἕ­να τσούλι, καὶ τὸ φαγητό τους ἦταν τελείως λιτό· ἔνιωθαν ὅμως εὐτυχισμένοι.
• Οἱ ἥρωες τοῦ ᾽21 πίστευαν στὸ Χριστό, ἦ­ταν ἐνάρετοι, προσ­εύχονταν, ἐκκλησιάζον­ταν, νήστευαν, ζοῦσαν ζωὴ ἁπλῆ, καὶ τέλος εἶχαν ἀγάπη. Στὶς μάχες ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος ἦταν λιοντάρια, ἀλλὰ μέσα τους εἶχαν καρδιὰ παιδιοῦ. Ἕνα μόνο προσθέτω καὶ τελειώνω. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ ἀγαποῦσε. Κάποιος ὅμως τὸ σκότωσε· καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ ἤξερε τὸ φονιᾶ. Ἂν πᾶ­τε στὴν Ἀθήνα στὸ μουσεῖο, ὐπάρχει τὸ κρανίο τοῦ παιδιοῦ τρυπημένο ἀπὸ σφαῖρα. Ἀφοῦ πέρασαν λίγα χρόνια, ὁ Κολοκοτρώνης πῆγε, τὸν βρῆκε καὶ τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του! Ἡ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη διαμαρτυρήθηκε· –Βρὲ παιδί μου, τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ σου κ᾽ ἐγ­γονοῦ μου μᾶς κουβάλησες ἐδῶ; Κ᾽ ἐκεῖνος τῆς ἀ­πάντησε· –Σώπα, μάνα· αὐτὸ ποὺ κάνουμε σήμερα, νὰ καθήσῃ αὐτὸς στὸ τραπέζι μας, εἶνε τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ νεκροῦ!… Ἐλᾶτε τώρα ὅλοι, παπᾶδες, δεσποτάδες, πα­τριάρχες, νομάρχες, δικαστές, εἰσαγγελεῖς· πάρτε ζυγαριὰ καὶ ζυγίστε αὐτὸ τὸ λόγο ποὺ εἶπε.
Ξυπόλητοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ εἶ­χ­αν τὸ Χριστό· καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα. Τώρα ποῦ εἶνε ἡ πίστις καὶ ποῦ ἡ ἐνάρετη ζωή; Ποῦ ἡ συγχώρησις, ἡ συμφιλίωσις, ἡ ἀγάπη;… Ὁ Κολοκοτρώνης τὰ βρῆκε μὲ τὸ φο­νιᾶ, ἐμεῖς; Ἕνας δεσπότης στὴ σύν­οδο εἶπε στὸν πρῶ­το· –Ἐδῶ τέλος πάντων τσακωθή­κα­με, ἔλα τώρα νὰ συχωρηθοῦμε. –Ὄχι!… Οἱ ἥ­ρωες ἐ­κεῖνοι ἦταν ὑ­πὲρ τῆς ἀγάπης, ἐμεῖς κατὰ τῆς ἀγάπης. Μόνο παρελάσεις καὶ τίποτε ἄλλο.

* * *

Θὰ πῆτε τώρα, ἀγαπητοί μου· Πῶς ἐμεῖς ἀλλάξαμε τόσο; Νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω, ἀδελφοί μου.
Ἐκεῖνος ὁ Μακρυγιάννης! ἀγράμματος μὰ τετραπέρατος. Στὸ σπίτι του εἶχε ὅλο εἰκόνες. Ἔκανε κι αὐτὸς μία, μὰ τὴν κατέσχεσε ἡ ἀ­στυ­νομία. Τί παρίστανε; Ζωγράφισε σὲ χαρτόνι μιὰ κοπέλλα μ᾽ ἕνα σταυρό, ντυμένη ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, καὶ στὸ κεφάλι εἶχε στεφάνι. Ἕνα μαῦρο χέρι ὅμως βγῆκε ἀπ᾽ τὸ σκο­τάδι, πλησίασε, τὴν ἔσχισε στὸ στέρνο, τῆς ξερ­ρί­­ζωσε τὴν καρδιά, κι αὐτὴ ἔπεσε νεκρή. Δηλαδή; Γυναίκα εἶ­νε ἡ Ἑλλάδα, μαῦρο χέρι εἶνε οἱ ξένοι (Ἄγ­γλοι, Γάλλοι, ῾Ρῶσοι, Ἀμερι­κᾶνοι, ὅλοι ἀνεξ­αιρέτως· ὁ ψεύτικος πολιτισμὸς τῆς Δύσεως). Μπῆκαν ἐ­δῶ καὶ ἔβγαλαν τὴν καρδιὰ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ καρδιά της ποιά εἶνε· ὁ Χριστός, ἡ Ὀρθοδοξία. Δὲν ζῇ ὁ ἄν­θρωπος χωρὶς καρδιά· κ᾽ ἐμεῖς χωρὶς τὴν Ὀρθοδοξία πεθαίνουμε.
Μπρός, ἀδέρφια μου, νὰ παλέψουμε ν᾽ ἀ­ναστη­θῇ ἡ πατρίδα μας, νὰ γίνῃ πάλι χριστιανική, ὀρθόδοξη, διὰ πρεσβει­ῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων.
Αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα νὰ τὰ πῆτε παντοῦ, νὰ δοῦμε καλύτερες ἡμέρες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος [ὑπόγειο τοῦ ὑπὸ ἀνέγερσιν νέου ναοῦ] Φλωρίνης τὴν 24-3-1973 Σάββατο ἑσπέρας, μὲ τίτλο τώρα λίγο συντομώτερο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-2-2022.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=101726