Ἐθνικὴ ἑορτὴ ἐθνικῆς παλιγγενεσίας
«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυν. θ΄ ᾠδ.)
Μεγάλη
ἡμέρα σήμερα, ἀγαπητοί μου. Μεγάλη βέβαια γιὰ ὅσους πιστεύουν, γιὰ
τοὺς ἄλλους δὲν σημαίνει τίποτα. Ὅσοι ἔχουν ἀγάπη στὴν πατρίδα καὶ
πρὸ παντὸς ἀγάπη καὶ πίστι στὸ Χριστὸ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου, αὐτοὶ
αἰσθάνονται βαθειὰ συγκίνησι.
«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν
δόξαν» (μεγαλυν. θ΄ ᾠδ.). Νὰ χαρῇ ἡ γῆ, ὅλος ὁ πλανήτης. Γιατὶ τί ἦταν
πρὶν τούτη ἡ Γῆ; Ἦταν βουτηγμένη μέσα στὴν ἁμαρτία· τὴν εἰδωλολατρία,
τὴν ἀσέβεια, τὸ ψέμα, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία… Θά ᾽πρεπε ὁ δίκαιος
Θεὸς νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸ τὸν κόσμο· ν᾽ ἀνοίξουν πάλι οἱ καταρρᾶκτες τοῦ
οὐρανοῦ καὶ νὰ πνιγοῦν οἱ βλάσφημοι, νὰ βρέξῃ πάλι φωτιὰ καὶ θειάφι νὰ
καοῦν οἱ ἀσελγεῖς, νὰ πλημμυρίσουν τὰ ποτάμια, νὰ πέσουν τ᾽ ἀστέρια στὰ
κεφάλια τῶν ἁμαρτωλῶν… Μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ κάνῃ τὴ Γῆ σκόνη· γιατὶ τὴ
μόλυνε ὁ ἄνθρωπος. Τὰ ἔκανε αὐτὰ ὁ Μεγαλοδύναμος; Ὄχι. Δόξα τῇ
μακροθυμίᾳ σου, Κύριε! Ἔδειξε ἀγάπη ἀνέκφραστη.
«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν
μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν». «Σήμερον», τὴν ἡμέρα
αὐτὴ ὅπως λέμε στὸ ἀπολυτίκιο, εἶνε «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ
κεφάλαιον», ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. Καὶ ὅπως ἀπὸ ἕνα σπόρο βγαίνει
ὁλόκληρο πλατάνι, ἔτσι ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ βγῆκε ὅλο τὸ δέντρο τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ καλύπτει Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, Βορρᾶ καὶ Νότο. Κανένα
τσεκούρι τοῦ διαβόλου δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὸ ξερριζώσῃ· μπορεῖ νὰ κόψῃ
κλαδιά, νὰ ῥημάξῃ φύλλα, ἀλλὰ οἱ ῥίζες του μένουν στὴν καρδιὰ τῆς
ἀνθρωπότητος· ματαίως οἱ ἐχθροὶ προφητεύουν ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος τοῦ
Χριστιανισμοῦ.
«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν
δόξαν». Εἶνε ἡμέρα χαρᾶς γιὰ ὅλη τὴ Γῆ, ἰδιαιτέρως ὅμως γιὰ τὸ κομμάτι
τοῦτο, ποὺ κατοικοῦμε ἐμεῖς. Ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ
Βαλκάνια· ὅλοι οἱ λαοὶ τῶν Βαλκανίων ἑορτάζουν. Διότι στὶς ἀρχὲς τοῦ
19ου αἰῶνος καὶ ἡ Ἀλβάνια καὶ ἡ Σερβία καὶ ἡ Βουλγαρία καὶ ἡ ῾Ρουμανία
ἦταν Χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Καὶ παρ᾽ ὅλο ποὺ ἔπεσε κατόπιν ὁ κόκκινος
σπόρος καὶ μᾶς χώρισε, πάλι μία πίστι ἔχουμε μαζί τους, ἕνα Θεὸ
λατρεύουμε. Ἦταν λοιπὸν σκλάβοι, ὅπως ἐμεῖς, τοὺς πλάκωνε κι αὐτοὺς ἡ
σκλαβιὰ τῆς Τουρκιᾶς, ἡ ὁποία τότε ἦταν πανίσχυρη. Κι ὅταν ἄκουσαν,
ὅτι σήμερα οἱ Ἕλληνες ξυπόλητοι – ἄοπλοι ἐπαναστάτησαν, πῆραν θάρρος.
[Κάνω ἐδῶ μία παρέκβασι. Ἐὰν καὶ τὸ 1955, ὅταν οἱ Τοῦρκοι στὴν
Κωσταντινούπολι ἀνέσκαψαν τάφους πατέρων μας καὶ ἀσέβησαν στὶς
κολυμβῆθρες μας, ὑπῆρχε ἕνας Πλαστήρας – ἕνας Κοντύλης, δὲν θὰ τὸ
ἀνέχονταν. Δὲν εἴχαμε δυστυχῶς τότε ἄντρες μὲ ὑψηλὸ φρόνημα καὶ
δεχτήκαμε ῥαπίσματα ταπεινώσεως. Ὄχι, δὲν αἰσθάνομαι μῖσος ἐναντίον
τῶν τέκνων τῆς Ἄγαρ, ἄνθρωποι εἶνε κι αὐτοί· ἀλλ᾽ ὑπάρχει Θεός,
δίκαιο, ἀνταπόδοσις].
Ἦταν λοιπὸν ἡ Τουρκιὰ κράτος τεράστιο· ἔφτανε πρὸς ἀνατολὰς
μέχρι Περσικὸ κόλπο καὶ Ἰνδίες, πρὸς δυσμὰς μέχρι Ἰταλία, πρὸς νότον
μέχρι τὸ Νεῖλο, καὶ πρὸς βορρᾶν μέχρι Δούναβι καὶ Βιέννη. Ποιός
τολμοῦσε νὰ τὴν πειράξῃ; Κλαρῖνο στέκονταν μπρὸς στὸ σουλτᾶνο οἱ
πρεσβευταὶ Ἀγγλίας, Γαλλίας καὶ ῾Ρωσίας. Μὰ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα του.
Πῶς τὸ ἔκανε; Διὰ μέσου ἀνθρώπων, πιστῶν Ἑλλήνων δούλων του. Μετά
σηκώθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι λαοί. Τὸ ἔθνος ποὺ ἔγινε ἐδῶ πρωτοπόρο στὴν
ἐλευθερία τῶν Χριστιανῶν ἦταν οἱ Ἕλληνες. Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι ἡ ἑορτὴ
αὐτὴ εἶνε ἑορτὴ ὅλων τῶν Βαλκανίων. Εἴμαστε ὀρθόδοξοι· καὶ ἂν ὑπῆρχε
καλὴ πνευματικὴ ἡγεσία, οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ θὰ ἦταν ἑνωμένοι ὑπὸ τὸν
Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
«Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην· αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν
δόξαν». Πάντοτε ὁ Θεὸς κάνει θαύματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ βρεθοῦν καὶ τὰ
κατάλληλα ὄργανα, Καὶ τὸ 1821 βρέθηκαν οἱ ἥρωες, αὐτοὶ ποὺ τὶς μορφές
τους βλέπουμε στὰ σχολεῖα. Ἂν τοὺς δείξετε καὶ ῥωτήσετε τώρα τὰ παιδιὰ
ποιοί εἶν᾽ αὐτοί; δὲν τοὺς ἀναγνωρίζουν. Τί ἦταν αὐτοὶ οἱ ἥρωες;
ἄγγελοι, ἅγιοι ἦταν; Ὄχι· ἦταν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί, μὲ ἐλαττώματα
καὶ κακίες· εἶχαν ὅμως δύο γνωρίσματα ποὺ σ᾽ ἐμᾶς τώρα σπανίζουν.
* * *
⃝ Τὸ πρῶτο ποὺ τοὺς χαρακτήριζε
ἦταν ἡ πίστι στὸ Χριστό. • Φαινόταν καθαρὰ ἡ πίστι στὶς ἐπιστολές
τους. Ἀρχίζοντας νὰ γράψουν χάραζαν σταυρὸ μὲ τὰ λόγια «Ἰησοῦς Χριστὸς
νικᾷ». Σῴζονται σὲ μουσεῖα γράμματά τους.
• Φαινόταν ἐπίσης στὶς σημαῖες τους. Δὲν εἶχε ἀκόμη τότε
καθιερωθῆ ὡρισμένη σημαία· ἄλλος ζωγράφιζε στὴ σημαία του τὸν ἅγιο
Γεώργιο, ἄλλος τὸν ἅγιο Δημήτριο, ἄλλος τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ἄλλος τὸν
ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἄλλος τὴν Παναγία, ἄλλος τὸ Χριστό. Καὶ στὸ κοντάρι
ψηλὰ εἶχαν τὸν τίμιο σταυρό.
• Στὰ καράβια τους. Στὴ ναυαρχίδα του ὁ Μιαούλης, στὸ κατάρτι
τῆς πλώρης, εἶχε πάντα ἕνα μεγάλο μαῦρο σταυρὸ καὶ γύρω – γύρω μὲ
λευκὰ γράμματα ἔγραφε· ἐπάνω «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ», κάτω «Σταυροῦ τόπος
ἐχθρῶν τρόμος», καὶ στὰ πλάγια «Σταυρὸς πιστῶν τὸ στήριγμα». Ὁ
ἐπίσκοπος Ὕδρας Ἱερόθεος (1967-2000) ἔφειαξε ὁμοιώματά του, μικροὺς
σταυρούς· τοὺς ἔδινε εὐλογία, ἔστειλε ἕνα καὶ σ᾽ ἐμένα. Στὰ χρόνια μας ἡ
μασονία –ποῦ καταντήσαμε, τὸ καταγγέλλω ἐπισήμως– ἐπιχείρησε νὰ βγάλῃ
τὸ σταυρὸ ἀπὸ τὸ κοντάρι τῆς σημαίας καὶ στὴ θέσι του νὰ μπῇ μία
…σφαῖρα.
• Οἱ ἥρωες τοῦ ᾽21 πίστευαν καὶ τό ᾽δειχναν στὶς προσευχές
τους. Οἱ Τοῦρκοι ἔσφαξαν στὴ Χίο 20 χιλιάδες γυναικόπαιδα, κοκκίνισε ἡ
θάλασσα ἀπ᾽ τὸ αἷμα, καὶ μετὰ γιώρταζαν τὸ ῥαμαζάνι τους. Τότε ὁ
Κανάρης προσευχήθηκε, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε· Θεέ μου, βοήθησέ
μας νὰ τοὺς τιμωρήσουμε. Ἔτσι μ᾽ ἕνα μικρὸ πυρπολικὸ τίναξε στὸν ἀέρα τὴ
ναυαρχίδα τους. Κι ὅταν γύρισε, πῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν στὸν Ἅγιο Νικόλαο νὰ
εὐχαριστήσῃ τὸ Θεό.
• Ἕνας ἄλλος ἀγωνιστής, ὁ Μακρυγιάννης, μὲ κορμὶ κόσκινο ἀπὸ
σφαῖρες, βαστοῦσε τὴ Σύνοψι, τιμοῦσε τὴν Παναγία, δὲν καθόταν στὸ
τραπέζι χωρὶς σταυρό. Μιὰ φορὰ λοιπὸν φιλοξενοῦσε ἕναν ξένο ἀπ᾽ τὸ
Παρίσι. Πρὶν καθήσουν ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ ξένος γέλασε εἰρωνικὰ καὶ χαρακτήρισε τὶς συνήθειες αὐτὲς
πράγματα «μπόσικα», δηλαδὴ ἀνόητα. Ὁ Μακρυγιάννης δὲν τὸ ἀνέχθηκε· τὸν
ἔδιωξε. Αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι, εἶχαν πίστι στὸ Θεό.
⃝ Ἡ πίστι τους ὅμως δὲν ἦταν μόνο λόγια· ζοῦσαν καὶ ζωὴ
ἐνάρετη. • Ἐκκλησιάζονταν τακτικά· καὶ πήγαιναν πρωί, ἀπὸ τὸν ὄρθρο
παρακαλῶ. Ὅποιος δὲν τὸ πιστεύει, στὴν Κυψέλη – Ἀθηνῶν σῴζεται ἡ
ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου πήγαινε ὁ Κανάρης· ὑπῆρχε μάλιστα
καὶ τὸ στασίδι του. Ἂν σήμερα δῆτε κανένα ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους
νωρὶς στὴν ἐκκλησία, «νὰ μοῦ τρυπήσετε τὴ μύτη».
• Νήστευαν ἐκεῖνοι. Ὅταν κατέλαβαν τὴν Τριπολιτσὰ ἦταν ἡμέρα
Παρασκευή· κι αὐτοὶ πεινασμένοι, ἐξαντλημένοι. Ἀλλὰ ὁ Κολοκοτρώνης
φώναξε· Μὴ μαγαρίσετε τὴν ἡμέρα· νὰ νηστέψετε, ὁ Χριστὸς μᾶς
ἐλευθέρωσε!… Καὶ στὰ καράβια τοῦ Μιαούλη Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἔτρωγαν
ἐλιὲς καὶ κρεμμύδι. Ἄντε σήμερα σὲ μονάδες τοῦ στρατοῦ μας νὰ δῇς τὸ
συσσίτιο…
• Ἔκαναν προσευχή. Ὅταν ἄκουσαν στὸ Παρίσι, ὅτι αὐτοὶ οἱ
ξυπόλητοι ἐπαναστάτησαν, εἶπαν· Ἂς πᾶμε νὰ δοῦμε τί ἄνθρωποι εἶν᾽ αὐτοί.
Περιοδεύοντας στὸ Μοριά, νύχτωσαν κάπου καὶ ζήτησαν κατάλυμα σὲ μιὰ
καλύβα. Τί νὰ δοῦν· φτώχεια! ἑφτὰ παιδάκια καὶ μωρὸ σὲ αἰώρα κρεμασμένη
ἀπὸ τὴν ὀροφή· στὸ τραπέζι κάτι χορταράκια καὶ ψωμὶ κριθαρένιο. Μετὰ τὸ
φαγητὸ καὶ προτοῦ νὰ πέσουν γιὰ ὕπνο, προσευχήθηκαν· τὰ παιδάκια εἶπαν
κάτι τὸ καθένα, ἔκαναν μετάνοιες στρωτὲς καὶ ἔψαλαν τὸ «Κύριε τῶν
δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ…». Καὶ οἱ ξένοι εἶπαν μεταξύ τους· Νά γιατί
νικοῦν αὐτοὶ οἱ ξυπόλητοι! Κι ὅταν γύρισαν στὸ Παρίσι, τὰ ἔγραψαν αὐτὰ
νὰ τὰ μάθουν ὅλοι.
• Ἀκόμα, ζοῦσαν ἁπλᾶ, πολὺ ἁπλᾶ. Ὁ Κολοκοτρώνης ἔκανε τραπέζι
στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ὑψηλάντη κατὰ γῆς στὸ ὕπαιθρο, ἐπάνω σὲ κλαδιὰ
σκηνιᾶς, καὶ τὸν κέρασε κρασὶ μέσα σὲ κούπα ἀπὸ ξερὴ φλούδα κολοκύθας.
Ἕνας Ἄγγλος, πάλι, πῆγε στὸ Ναύπλιο καὶ βρέθηκε σὲ σπιτάκι φτωχικό,
ὅπου τὸν δέχτηκε ἕνα ζεῦγος νεονύμφων. Ὁ πατέρας τους εἶχε σκοτωθῆ, μὰ
αὐτοὶ δὲν δίστασαν νὰ κάνουν γάμο, ἂς τοὺς ἔλειπαν καὶ τὰ στοιχειώδη.
Δὲν εἶχαν οὔτε καρέκλα, κάθονταν νὰ φᾶνε πάνω σ᾽ ἕνα τσούλι, καὶ τὸ
φαγητό τους ἦταν τελείως λιτό· ἔνιωθαν ὅμως εὐτυχισμένοι.
• Οἱ ἥρωες τοῦ ᾽21 πίστευαν στὸ Χριστό, ἦταν ἐνάρετοι,
προσεύχονταν, ἐκκλησιάζονταν, νήστευαν, ζοῦσαν ζωὴ ἁπλῆ, καὶ τέλος
εἶχαν ἀγάπη. Στὶς μάχες ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος ἦταν λιοντάρια, ἀλλὰ
μέσα τους εἶχαν καρδιὰ παιδιοῦ. Ἕνα μόνο προσθέτω καὶ τελειώνω.
Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ ἀγαποῦσε. Κάποιος ὅμως τὸ σκότωσε·
καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ ἤξερε τὸ φονιᾶ. Ἂν πᾶτε στὴν Ἀθήνα στὸ μουσεῖο,
ὐπάρχει τὸ κρανίο τοῦ παιδιοῦ τρυπημένο ἀπὸ σφαῖρα. Ἀφοῦ πέρασαν λίγα
χρόνια, ὁ Κολοκοτρώνης πῆγε, τὸν βρῆκε καὶ τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του! Ἡ
μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη διαμαρτυρήθηκε· –Βρὲ παιδί μου, τὸ φονιᾶ τοῦ
παιδιοῦ σου κ᾽ ἐγγονοῦ μου μᾶς κουβάλησες ἐδῶ; Κ᾽ ἐκεῖνος τῆς
ἀπάντησε· –Σώπα, μάνα· αὐτὸ ποὺ κάνουμε σήμερα, νὰ καθήσῃ αὐτὸς στὸ
τραπέζι μας, εἶνε τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ νεκροῦ!… Ἐλᾶτε τώρα ὅλοι,
παπᾶδες, δεσποτάδες, πατριάρχες, νομάρχες, δικαστές, εἰσαγγελεῖς· πάρτε
ζυγαριὰ καὶ ζυγίστε αὐτὸ τὸ λόγο ποὺ εἶπε.
Ξυπόλητοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ στὴν καρδιὰ εἶχαν τὸ Χριστό· καὶ
ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα. Τώρα ποῦ εἶνε ἡ πίστις καὶ ποῦ ἡ ἐνάρετη ζωή; Ποῦ ἡ
συγχώρησις, ἡ συμφιλίωσις, ἡ ἀγάπη;… Ὁ Κολοκοτρώνης τὰ βρῆκε μὲ τὸ
φονιᾶ, ἐμεῖς; Ἕνας δεσπότης στὴ σύνοδο εἶπε στὸν πρῶτο· –Ἐδῶ τέλος
πάντων τσακωθήκαμε, ἔλα τώρα νὰ συχωρηθοῦμε. –Ὄχι!… Οἱ ἥρωες ἐκεῖνοι
ἦταν ὑπὲρ τῆς ἀγάπης, ἐμεῖς κατὰ τῆς ἀγάπης. Μόνο παρελάσεις καὶ
τίποτε ἄλλο.
* * *
Θὰ πῆτε τώρα, ἀγαπητοί μου· Πῶς ἐμεῖς ἀλλάξαμε τόσο; Νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω, ἀδελφοί μου.
Ἐκεῖνος ὁ Μακρυγιάννης! ἀγράμματος μὰ τετραπέρατος. Στὸ σπίτι
του εἶχε ὅλο εἰκόνες. Ἔκανε κι αὐτὸς μία, μὰ τὴν κατέσχεσε ἡ
ἀστυνομία. Τί παρίστανε; Ζωγράφισε σὲ χαρτόνι μιὰ κοπέλλα μ᾽ ἕνα
σταυρό, ντυμένη ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, καὶ στὸ κεφάλι εἶχε στεφάνι. Ἕνα
μαῦρο χέρι ὅμως βγῆκε ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι, πλησίασε, τὴν ἔσχισε στὸ στέρνο,
τῆς ξερρίζωσε τὴν καρδιά, κι αὐτὴ ἔπεσε νεκρή. Δηλαδή; Γυναίκα εἶνε
ἡ Ἑλλάδα, μαῦρο χέρι εἶνε οἱ ξένοι (Ἄγγλοι, Γάλλοι, ῾Ρῶσοι,
Ἀμερικᾶνοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως· ὁ ψεύτικος πολιτισμὸς τῆς Δύσεως).
Μπῆκαν ἐδῶ καὶ ἔβγαλαν τὴν καρδιὰ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ καρδιά της ποιά
εἶνε· ὁ Χριστός, ἡ Ὀρθοδοξία. Δὲν ζῇ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς καρδιά· κ᾽ ἐμεῖς
χωρὶς τὴν Ὀρθοδοξία πεθαίνουμε.
Μπρός, ἀδέρφια μου, νὰ παλέψουμε ν᾽ ἀναστηθῇ ἡ πατρίδα μας,
νὰ γίνῃ πάλι χριστιανική, ὀρθόδοξη, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας
Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων.
Αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα νὰ τὰ πῆτε παντοῦ, νὰ δοῦμε καλύτερες ἡμέρες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος [ὑπόγειο τοῦ ὑπὸ ἀνέγερσιν νέου ναοῦ] Φλωρίνης τὴν 24-3-1973 Σάββατο ἑσπέρας, μὲ τίτλο τώρα λίγο συντομώτερο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 11-2-2022.