Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ ἐπικείμενου θανάτου - Βίος καί Λόγοι Ἁγ. Πορφυρίου, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου


«Ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων αὐτός εἶναι ὁ διδούς καί ὁ δίδων ζωή τῷ κόσμῳ»[1]. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωή, ἡ ὄντως Ζωή καί ἡ αὐτοζωή. Καί ἑπομένως, διά τοῦ Κυρίου, διά τοῦ Χριστοῦ, καταργεῖται ὁ θάνατος. «Κάποτε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶχα φτάσει στόν θάνατο. Εἶχα πάθει σοβαρή γαστρορραγία, ὅταν ἔκανα ἐγχείρηση στό μάτι, τό ὅποιο τελικά ἔχασα ἀπό τήν κορτιζόνη πού μοῦ βάλανε στό νοσοκομεῖο. Τότε», διηγεῖται ὁ Ἅγιος, «ἔμενα σ' ἕνα καλυβάκι». Δέν εἶχε ἀκόμη χτιστεῖ τό μοναστήρι. «Ἀπ' τήν ἐξάντληση δέν καταλάβαινα ἄν εἶναι μέρα ἤ νύχτα. Ἔφτασα στόν θάνατο κι ὅμως ἔζησα. Ἀδυνάτισα πολύ. Μοῦ κόπηκε ἤ ὄρεξη. Ἐπί τρεῖς μῆνες ζοῦσα μέ τρεῖς κουταλιές γάλα τήν ἡμέρα. Σώθηκα ἀπό μία κατσίκα! Ζοῦσα μέ τήν σκέψη τῆς ἀναχωρήσεως. Ἔνιωθα μεγάλη χαρά μέ τήν σκέψη ὅτι θά συναντοῦσα τόν Κύριο. Εἶχα βαθιά μέσα μου τό αἴσθημα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Κι ό Θεός θέλησε τότε νά μ' ἐνισχύσει καί νά μέ παρηγορήσει μέ κάτι πολύ εὐλογημένο. Κάθε τόσο πού αἰσθανόμουνα ὅτι θά βγεῖ ἤ ψυχή μου, ἔβλεπα στόν οὐρανό ἕνα ἄστρο πού ἔκανε λαμπυρισμούς. Ἔριχνε γύρω-γύρω γλυκύτατες ἀκτίνες. Ἦταν λαμπρό καί πολύ γλυκό. Ἦταν πολύ ὡραῖο! Τό φῶς του εἶχε πολύ γλυκύτητα. Εἶχε χρῶμα μαρινέ, ἀνοιχτό σιέλ, σάν διαμάντι, σάν πολύτιμος λίθος. Ὅσες φορές τό ἔβλεπα, μέ γέμιζε παρηγοριά καί χαρά, γιατί μέσα σ' αὐτό τό ἄστρο ἔνιωθα ὅτι ἦταν ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ό Τριαδικός Θεός, ἡ Παναγία, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἅγιοι. Εἶχα τό συναίσθημα ὅτι ἐκεῖ ἦταν ὅλοι οἱ δικοί μου, οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀγαπητῶν μου, τῶν γεροντάδων μου. Πίστευα ὅτι, ὅταν θά ἔφευγα ἀπ' αὐτή τή ζωή, ἐκεῖ, στό ἄστρο αὐτό, θά πήγαινα κι ἐγώ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀπό τίς ἀρετές μου. Ἤθελα νά πιστεύω ὅτι ὁ Θεός, πού μ' ἀγαπάει, μοῦ τό ἐμφανίζει, γιά νά μοῦ πεῖ: «Σέ περιμένω!».

«Δέν ἤθελα νά σκέπτομαι τήν κόλαση, τά τελώνια. Δέν θυμόμουν τίς ἁμαρτίες μου, ἐνῶ εἶχα πολλές. Τίς ἄφησα. Θυμόμουν μόνο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί χαιρόμουν. Καί παρακαλοῦσα: «Γιά τήν ἀγάπη Σου, Θεέ μου, νά εἶμαι κι ἐγώ ἐκεῖ. Ἄν, ὅμως, γιά τίς ἁμαρτίες μου πρέπει νά πάω στήν κόλαση, ἡ ἀγάπη Σου ἄς μέ βάλει ὅπου θέλει. Ἀρκεῖ νά εἶμαι μαζί Σου». Τόσα χρόνια ἔζησα στήν ἔρημο μέ ἀγάπη στόν Χριστό. Ἔλεγα στόν ἑαυτό μου: «Ἄν πάεις πάνω στόν οὐρανό κι ό Θεός σοῦ πεῖ «ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε, μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;[2] Τί θέλεις ἐσύ ἐδῶ;", θά Τοῦ πῶ: "Ὅτι θέλεις, Κύριέ μου, ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Σου, ὅπου θέλει ἡ ἀγάπη, ἄς μέ βάλει. Παραδίδομαι εἰς τήν ἀγάπη Σου. Ἄν θέλεις καί στήν κόλαση νά μέ βάλεις, βάλε με∙ ἀρκεῖ νά μή χάσω τήν ἀγάπη Σου»[3]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος εἶχε ὑπερβεῖ τόν φόβο τοῦ θανάτου, ἐξαιτίας μάλιστα καί τῆς ἀσθενείας πού περνοῦσε. Εἶχε ἀφεθεῖ τελείως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί γνώριζε ὅτι ὅ,τι δίνει ὁ Θεός εἶναι γιά τό καλό του. Καί τό ἴδιο πρέπει νά πιστεύουμε κι ἐμεῖς.

«Ὅσο περισσότερο παθαίνει τό σῶμα», λέει κι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «τόσο καί πιό ἀγαθές ἐλπίδες ἔχει ἡ ψυχή, καί γίνεται λαμπρότερη, ὅπως ἀκριβῶς τό χρυσάφι πού παραμένει περισσότερο στήν φωτιά»[4]. Κι ὅπως βλέπουμε καί στήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, πού τοῦ ἐμφάνισε αὐτό τό λαμπρό ἀστέρι, ὁ Θεός σέ κάθε δοκιμασία δίνει παράλληλα καί παρηγορία, δίνει καί δύναμη, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑπομείνει τήν δοκιμασία καί νά μήν ἁμαρτήσει.

«Ἄς μήν δυσανασχετοῦμε», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «οὔτε νά δειλιάζουμε, ὅταν μᾶς συμβεῖ κάτι ἀπροσδόκητο (ἀρρώστια), ἀλλά ἄς ἀφήνουμε Αὐτόν πού τά γνωρίζει καλά αὐτά τά πράγματα νά δοκιμάζει στήν φωτιά στήν ψυχή μας ὅσο καιρό θέλει, γιατί αὐτό τό κάνει γιά τό συμφέρον καί τήν ὠφέλεια τῶν δοκιμαζομένων. Ἕνας γιατρός εἶναι γιατρός, ὄχι μόνο ὅταν λούζει καί τρέφει τόν ἄρρωστο, ἀλλά καί ὅταν καυτηριάζει καί κόβει. Γνωρίζοντας λοιπόν ὅτι ὁ Θεός εἶναι περισσότερο φιλόστοργος ἀπό ὅλους τούς γιατρούς, μήν ἐξετάζεις», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «μέ περιέργεια, οὔτε νά ζητᾶς ἀπό Αὐτόν λόγο γιά τήν θεραπεία». Νά ἀφηνόμαστε τελείως, στήν θεραπεία πού μᾶς παρέχει ὁ Θεός. «Νά μήν σκανδαλιζόμαστε», ἔλεγε πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ὅταν βλέπουμε σπουδαίους καί ἐνάρετους ἀνθρώπους νά εἶναι ἄρρωστοι, γιατί κάτι τέτοιο συμβαίνει γιά τό συμφέρον τους. Εἶναι προτιμότερο νά μείνουμε ἄρρωστοι παρά νά πέσουμε στήν ἀσέβεια μέ τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τήν ἀρρώστια. Νά προτιμήσεις πολύ περισσότερο νά ὑποφέρεις τήν ἀρρώστια, παρά νά χάσεις τήν πίστη καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Δέν σέ ἀφήνει ὁ Θεός ὅταν ἐπιτρέπει νά σέ βρίσκουν στήν ζωή πολλές ἀρρώστιες, ἀλλά αὐτό τό κάνει γιατί θέλεις νά γίνεις λαμπρότερος». Δέν εἶναι ἐγκατάλειψη Θεοῦ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσθενεῖ, ἀλλά ἀντίθετα ἐπίσκεψη Θεοῦ. «Νά ὑπομένεις, λοιπόν, μέ καρτερία καί ὑπομονή»[5], συμπεραίνει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.

Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι «καί ἡ ἀρρώστια εἶναι ὠφέλιμη, ὅταν πρόκειται νά συνετίσει τόν ἁμαρτωλό, ἀλλά καί ἡ ὑγεία εἶναι βλαβερή, ὅταν γίνεται ἀφορμή γιά νά ἁμαρτήσει ἐκεῖνος πού τήν ἔχει.

Ὅπως δέν πρέπει νά ἀποφεύγουμε τήν ἰατρική ἐπιστήμη, ἔτσι καί δέν πρέπει νά ἐναποθέτουμε σέ αὐτή ὅλες μας τίς ἐλπίδες. Κι ὅπως ἀσκοῦμε βέβαια τήν γεωργία, ζητοῦμε ὅμως τούς καρπούς ἀπό τόν Θεό, κι ὅπως δίνουμε τό πηδάλιο στόν καπετάνιο, προσευχόμαστε ὅμως στόν Θεό νά σωθοῦμε ἀπό τό πέλαγος, ἔτσι ἀκριβῶς βάζουμε στό σπίτι μας τόν γιατρό νά μᾶς κάνει καλά, χωρίς νά ἐγκαταλείψουμε τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό»[6].

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη, ἀλλά μέ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία ἀποκτᾶ ἀσθένειες σωματικές καί ψυχικές», λέει πάλι ὁ Ὅσιος Πορφύριος. «Οἱ ἀσθένειες μᾶς βγάζουν σέ καλό, ὅταν τίς ὑπομένουμε ἀγόγγυστα, παρακαλώντας τόν Θεό νά μᾶς συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες καί δοξάζοντας τό ὄνομά Του. Μέ τήν ἁγιότητα ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος καί φεύγουν τά ψυχικά τραύματα»[7].

Ὅταν ἦταν ἀσθενής ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι εἶχε συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του, γι' αὐτό καί συνέχεια ἔλεγε μέσα του «τήν προσευχή τοῦ 'Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου: «Οἴδα, Σῶτερ, ὅτι ἄλλος ὡς ἐγώ οὐκ ἔπταισέ Σοι, οὐδέ ἔπραξε τάς πράξεις, ἄς ἐγώ κατειργασάμην. Ἀλλά τοῦτο πάλιν οἴδα, ὡς οὐ μέγεθος πταισμάτων, οὐχ ἁμαρτημάτων πλῆθος, ὑπερβαίνει τοῦ Θεοῦ μοῦ τήν πολλήν μακροθυμίαν, καί φιλανθρωπίαν ἄκραν». Ἐμεῖς», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «δέν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε καί νά ἐκφράσουμε τέτοια λόγια. Τά ἔγραψαν ἅγιοι. Ἀλλ' αὐτά πού ἔγραψαν οἱ ἅγιοι, νά τά ἐνστερνίζεται ἡ ψυχή μας καί νά τά αἰσθάνεται καί νά τά ζεῖ». Καί λέγει καί τήν συνέχεια τῆς εὐχῆς. ««Οὐ λανθάνει Σε, Θεέ μου, ποιητά μου, λυτρωτά μου, οὐδέ σταλαγμός δακρύων, οὐδέ σταλαγμοῦ τι μέρος. Τό μέν ἀκατέργαστον μοῦ ἔγνωσαν οἱ ὀφθαλμοί σου, ἐπί τό βιβλίον δέ Σου καί τά μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα Σοί τυγχάνει. Ἴδε τήν ταπείνωσίν μου, ἴδε μου τόν κόπον, ὅσος! Καί τάς ἁμαρτίας πάσας ἄφες μοι, Θεέ τῶν ὅλων...»[8].

«Αὐτή τήν προσευχή», διηγεῖται ὁ Ἅγιος, «ἐπαναλάμβανα συνεχῶς μέ λαχτάρα», τόν καιρό πού ἦταν ἀσθενής. «Τήν ἐπαναλάμβανε -ἔλεγε- γιά νά φύγω μ' αὐτούς τούς λογισμούς. Ὅσο τήν ἐπαναλάμβανα, τόσο ἀπό κεῖ πάνω ἐμφανιζόταν στό ἄπειρο τό ἄστρο, ἡ παρηγοριά μου. Ἐρχόταν ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες πού πονοῦσα. Κι ὅταν ἐρχόταν, πετοῦσε ἡ ψυχή μου κι ἔλεγα μέσα μου: «Ἦλθε τό ἄστρο μου!». Αἰσθανόμουν νά μέ τραβάει νά πάω σ' αὐτό φεύγοντας ἀπό τή γῆ. Ἔνιωθα μεγάλη χαρά, ὅταν τό ἔβλεπα. Δέν ἤθελα νά σκέπτομαι τίς ἁμαρτίες μου, γιατί αὐτές θά μ' ἔβγαζαν ἀπ' αὐτό τό μυστήριο. Μόνο μιά φορά τό αἰσθάνθηκα ἄδειο, δέν ἦταν γεμάτο. Κατάλαβα. Ἦταν ἀπ' τόν ἀντίθετο. Τό περιφρόνησα, στράφηκα ἄλλου, μίλησα στήν ἀδελφή μου γιά δουλειές. Μετά ἀπό λίγο τό εἶδα πάλι νά λαμπυρίζει πολύ. Ἡ χαρά πάλι ἦλθε πιό ζωηρά μέσα μου.

Ὅλο αὐτό τόν καιρό εἶχα φρικτούς πόνους σ' ὅλο μου τό σῶμα. Οἱ ἄλλοι ἔβλεπαν νά πεθαίνω. Ἐγώ εἶχα παραδοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δέν προσευχόμουνα νά μέ ἀπαλλάξει ἀπ' τούς πόνους. Ό πόθος μου ἦταν νά μέ ἐλεήσει. Εἶχα ἀκουμπήσει σ' Αὐτόν, περίμενα νά ἐνεργήσει ἡ Χάρις Του. Δέν φοβόμουνα το θάνατο. Στόν Χριστό θά πήγαινα»[9]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος ἀντιμετώπιζε τό ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου ἐξαιτίας τῆς ἀσθένειας τοῦ, καί τό ἀντιμετώπιζε μέ ἐλπίδα καί μέ πίστη στόν Θεό. Εἶχα ἀκουμπήσει λέει σ' Αὐτόν καί περίμενα νά ἐνεργήσει Ἐκεῖνος. Δέν εἶχε δικό του θέλημα. Ἄν ὁ Θεός ἐπέτρεπε νά πεθάνει, θά τό δεχόταν μέ χαρά.

«Στόν Χριστό θά πήγαινα. Ἔλεγα συνεχῶς τήν εὐχή, τήν προσευχή τοῦ 'Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ἀλλά ὄχι μέ ἰδιοτέλεια, ὄχι γιά νά μοῦ δώσει τήν ὑγεία μου. Τήν αἰσθανόμουνα μία-μία λέξη»[10]. Αὐτή εἶναι καί ἡ σωστή ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειας καί τοῦ θανάτου, ἡ ἐλπίδα καί ἡ πίστη στόν Θεό. Νά μήν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς δίνει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἀσθένεια, ἀλλά νά μᾶς δίνει ὑπομονή, ἔτσι ὥστε καί μέσα στήν ἀσθένεια νά μήν ἁμαρτάνουμε, ἀλλά νά δοξάζουμε τόν Θεό καί νά ἀφηνόμαστε στό δικό Του θέλημα, εἴτε Ἐκεῖνος θέλει νά θεραπευτοῦμε εἴτε νά ὁδηγηθοῦμε στήν αἰώνια ζωή καί Βασιλεία.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἰωάν. 6, 33.

[2] Ματθ. 22, 12.

[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).




[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[8] Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως.

[9] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[10] Ὅ.π.