Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

«Τὸ πρόσφορο πού ἔστειλε ὁ Χριστὸς»

 

«ἐν ᾧ θελήματι ἡγιασμένοι ἐσμὲν διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐφάπαξ». (:Καὶ μ’ αὐτὸ ποὺ θέλησε ὁ Θεός, δηλαδὴ μὲ τὴν προσφορὰ καὶ θυσία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔγινε μία γιὰ πάντα, ἔχουμε ἁγιασθῆ) (Ἑβρ. 10,10).

Ὁ Κύριος θυσιάσθηκε καὶ ἔδωσε τὸ ἴδιο του τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα, γιὰ νὰ μᾶς σώση καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν βασίλεια τῶν οὐρανῶν. Γιὰ νὰ γίνη ἡ Θεία Λειτουργία χρειάζεται ἄρτος καὶ οἶνος, δηλαδὴ πρόσφορο καὶ κρασί.

Τὸ πρόσφορο μαζὶ μὲ τὸ κρασὶ τὰ προσφέρουμε, γιὰ νὰ τελεσθῆ ἡ Θεία Εὐχαριστία.

Τὸ στρογγυλὸ σχέδιο τοῦ Προσφόρου συμβολίζει τὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀπ’ ὅπου προῆλθε (γεννήθηκε) ὁ μονογενὴς Υἱός της. Πάνω στὸ Πρόσφορο ὑπάρχει ἀνάγλυφο σχέδιο, ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ σφραγῖδα.

Ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ Προσφόρου βγαίνει ὁ Ἀμνός, δηλ. τὸ κεντρικὸ τετράγωνο τοῦ σχεδίου μὲ τὰ γράμματα: ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ). Τὰ γράμματα αὐτὰ πρέπει νὰ εἶναι εὐδιάκριτα καὶ νὰ φαίνωνται καθαρά. Λέγεται Ἀμνὸς (ἀρνάκι), γιατί ὁ προφήτης Ἡσαΐας προφήτευσε ὅτι ὁ Μεσσίας σὰν ἕνα ἄκακο ἀρνάκι θὰ ὁδηγηθῆ στὴ θυσία. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἐπιβεβαίωσε αὐτὴ τὴν προφητεία, ὅταν ἔδειξε στοὺς μαθητὲς του τὸν Μεσσία καὶ εἶπε: “Νὰ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ” (Ἰωάν.1α’, 29). Ἐπίσης ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Α΄ Ἐπιστολὴ (1α, 18-19) γράφει:”Ἐλυτρώθητε ἐκ τῆς ματαίας ὑμῶν ἀναστροφῆς… τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ”.

Ἡ σφραγίδα τοῦ προσφόρου περιέχει τὴν μερίδα τῆς Παναγίας μας μὲ τὰ γράμματα Μ καὶ Θ δηλ. Μήτηρ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ ἐννέα τριγωνάκια δεξιὰ τοῦ προσφόρου ἐξάγονται οἱ μερίδες τῶν ἀγγέλων καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, ἐνῷ ἀπὸ ἄλλα τμήματα τοῦ Προσφόρου οἱ μερίδες ὑπὲρ τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων μόνο Ὀρθοδόξων.

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ ἀντιγράφουμε ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς μὲ τὸ πρόσφορο:

Κάποια μέρα, λοιπόν, ποὺ ὁ Ἅγιος αὐτός, βρισκόταν σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα του ἐξωκκλήσια, γιὰ νὰ λειτουργήση, παρατήρησε πὼς δὲν ὑπῆρχε κανένα πρόσφορο. Ἔτσι, χωρὶς πρόσφορο δὲν μποροῦσε νὰ γίνη ἡ Θεία Λειτουργία.

Ὅμως ἐκεῖνος δὲν ταράχτηκε. Ξεκίνησε τὴ Θεία Λειτουργία καὶ περίμενε μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι σύντομα κάποιο πρόσφορο θὰ βρισκόταν. Ἄλλωστε τόσα χρόνια, ὅσες φορὲς εἶχε συμβῆ νὰ μὴν ἔχη πρόσφορο, πάντα τὴν κατάλληλη στιγμή, κάποιος θὰ ἔφερνε, ἢ πήγαινε κάποιος στὸν κοντινὸ φοῦρνο καὶ ἀγόραζε ἕνα. Ἐκείνη τὴ μέρα ὅμως τὰ πράγματα δυσκόλευαν…

Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ κανένας δὲν ἔφερνε πρόσφορο. Ἔψαξε καλὰ στὰ ράφια τοῦ ἱεροῦ μήπως καὶ ὑπῆρχε κάποιο ἀπὸ προηγούμενη φορά, μὰ δὲ βρῆκε τίποτα. Τότε εἶπε σὲ δύο Χριστιανοὺς ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἐκκλησία, νὰ πᾶνε γρήγορα στὸ φοῦρνο καὶ νὰ ἀγοράσουν ἕνα πρόσφορο. Κι ἂν ἔβρισκαν νὰ ζητοῦσαν ἀπὸ κάποιες γυναῖκες ποὺ πάντα φρόντιζαν καὶ εἶχαν.

Ἔφυγαν βιαστικὰ ἐκεῖνοι, ἀλλὰ μάταιος ὁ κόπος τους.  Ὁ Ἅγιος τούς εὐχαρίστησε γιὰ τὸν κόπο τους καὶ ἔμεινε μόνος του στὸ ἱερό.

Στενοχωρήθηκε πολὺ καὶ τὰ μάτια του γέμισαν μὲ δάκρυα. Ἡ ὥρα εἶχε περάσει. Ὁ Ὄρθρος ἔφτανε στὸ τέλος καὶ ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἱερέας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προχωρήση στὴ Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινὰ λειτουργοῦσε, μὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα μὲ θλίψη θὰ ἔπρεπε νὰ διακόψη. Μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα κοιτοῦσε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ δυνατὴ προσευχὴ Τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴ τοῦ στερήση τὴ Θεία Λειτουργία.

Τότε, ξαφνικά, βλέπει πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα ἕνα μικρὸ πρόσφορο ποὺ ἄχνιζε. Ἦταν ὁλόφρεσκο καὶ τοποθετημένο στὴ μέση. Μόλις τὸ εἶδε ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ σήκωσε τὰ δακρυσμένα του μάτια στὸν οὐρανὸ εὐχαριστώντας τὸ Θεό. Τὸ θαῦμα εἶχε γίνει! Κάποιος ἄγγελος σταλμένος ἀπὸ τὸ Χριστὸ εἶχε τοποθετήσει τὸ μικρὸ πρόσφορο πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα!

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος σκέφτηκε πὼς ἕνα τέτοιο θαυμαστὸ γεγονὸς δὲν ἔπρεπε νὰ μείνη κρυφό. Κρατώντας, λοιπόν, τὸ θεόσταλτο δῶρο βγῆκε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη καὶ διακόπτοντας τοὺς ψάλτες ἔδειξε τὸ πρόσφορο στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶπε συγκινημένος: «Κοιτάξτε παιδιά μου τί σημεῖο μᾶς ἔκανε σήμερα ὁ Θεός! Τί δῶρο μᾶς ἔστειλε!».

Ὁ κόσμος σάστισε! Χωρὶς πολλὰ λόγια ὁ Ἅγιος ἐξήγησε τί εἶχε προηγηθῆ καὶ ἀμέσως προχώρησε πάλι μέσα στὸ ἱερὸ καὶ σάν νὰ εἶχε συμβῆ κάτι ἁπλὸ καὶ συνηθισμένο συνέχισε τὴν ἀκολουθία.

Στὸ μεταξύ, βαθιὰ συγκίνηση κατέλαβε τοὺς παρευρισκόμενους, ὅταν συνειδητοποίησαν πὼς ἕνα μεγάλο θαῦμα εἶχε συμβῆ ἐκείνη τὴν ὥρα. Ὅλων τὰ μάτια βούρκωσαν καὶ στράφηκαν μὲ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὴ φώτιζε ἀμυδρὰ ἕνα μικρό καντήλι. Εὐχαριστοῦσαν τὸν Κύριο γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα. Ἐπιπλέον Τὸν εὐχαριστοῦσαν ποὺ εἶχαν ἀνάμεσά τους ἕνα τέτοιο ἅγιο ἱερέα.

Ὅλοι τους μέχρι τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν συγκλονισμένοι καὶ μὲ δυσκολία κρατοῦσαν τὰ δάκρυά τους. Μόνο ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς ἔμοιαζε νὰ μὴν ἔχει συναίσθηση τοῦ θαύματος ποὺ εἶχε γίνει. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος συνέχεια ζοῦσε ἕνα σωρὸ θαύματα. Γι’ αὐτὸν πλέον τὰ θαύματα ἦταν φυσιολογικά, ὅπως φυσιολογικὴ ἦταν καὶ ἡ ἀστείρευτη πίστη καὶ ἡ ἀγάπη του στὸν Θεό.

* * *

Διαβάζουμε στὸ βίο τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ Σαμάκου τὸ ἑξῆς θαυμαστό:

«Πλησίαζε ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ οἱ Χριστιανοὶ πρόσφεραν στὴν Ἐκκλησία πολὺ κερὶ καὶ λιβάνι, ἀλλὰ κανένας δὲν ἔδωσε πρόσφορο. Ἔφτασε λοιπὸν ἡ ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ἐνημέρωσε  ὁ διακονητὴς τὸν Ἅγιο ὅτι δὲν ὑπάρχει πρόσφορο καὶ τὸν ρώτησε τί πρέπει νὰ κάνη. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε μὲ σίγουρη φωνή: «Ὁ Θεὸς θὰ προνοήση γιὰ πρόσφορο γιὰ τὴν θυσία Του». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τοῦ λέει: «Μπὲς στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ θὰ βρῆς στὰ δεξιὰ αὐτὸ ποὺ ζήτησες, μὲ τὴ χάρη Τοῦ Κυρίου».  Μόλις μπῆκε ὁ διακονητὴς στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ κοίταξε δεξιὰ βλέπει κατάπληκτος ὄχι ἕνα ἀλλά πολλὰ καὶ μεγάλα πρόσφορα, τοποθετημένα μὲ τάξη καὶ ἄρχισε νὰ μαρτυρῆ σὲ ὅλους τὸ θαῦμα μὲ δυνατὴ φωνή, ὁ Ἅγιος ὅμως τὸν διέταξε νὰ σιωπήση. Στὴ συνέχεια τέλεσε κανονικὰ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ μοίρασε ἐκεῖνα τὰ πρόσφορα στοὺς πτωχούς, ὅπως συνήθιζε».