«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Σήμερα εἴχαμε ἀγρυπνία πρός τιμήν τοῦ ἀετοῦ
τῆς θεολογίας, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἤμουν καί ὁ ψάλτης τῆς ἀγρυπνίας
μέ τόν νεαρόν καί χαρισματοῦχον μοναχόν π. Ἐπιφάνιον Δημητρόπουλον τό ἐπώνυμον,
ὡς δεύτερον ἱεροψάλτην.
Ἀσπασθήκαμεν οἱ πάντες τό ἄφθαρτον
δεξιόν χέρι τοῦ Ἁγίου καί ἐλάβαμε μίαν ἰδιαιτέραν χαράν, σκεπτόμενοι μέ τό ἁγιασμένο
αὐτό χέρι του πόσους ἀγῶνες ἔκαμε! Πόσα συγγράμματα κατά τῶν αἱρέσεων ἔγραψε.
Πόσους θεολογικούς λόγους ἔγραψε ἐμπνεόμενος ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα καί μᾶς τούς ἄφησε
ὡς μίαν αἰώνια καί ἀπαραχάρακτη παρακαταθήκη γιά ὅλες τίς γενεές τῶν ἀνθρώπων!
Αὐτός ὁ Ἅγιος ἦτο κατ᾿ ἀρχήν μέγας ἀσκητής στόν Πόντο μέ τόν ἅγιο Βασίλειο. Ἀνέλαβε τήν πηδαλιουχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ περίοδο πού δοκιμαζόταν σκληρά ἀπό πάμπολλες θεολογικές αἱρέσεις. Καί εὑρῆκεν μόνον μίαν ἐκκλησία, τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου οἱ πιστοί ἀκολουθοῦσαν τό ὀρθόδοξο δόγμα, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες ἐνορίες τῆς Πόλεως ἦταν μέ τούς αἱρετικούς. Καί ἰδού τό θαῦμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Γρηγορίου. Μέ τά πύρινα κηρύγματά του ἐπανέφερε ὅλες τίς ἐνορίες μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα καί φρόνημα καί μόνο μία παρέμεινε μέ τούς αἱρετικούς!
Ἔγραψε καί ὡμίλησε διά τήν Ἁγίαν Τριάδα, διότι εἶχε πεφωτισμένον καί ἁγιασμένον νοῦν, ἀπό τόν ὁποῖον ἐξήρχοντο σάν ἀκτῖνες θείου φωτός τά βαθειά του θεολογικά νοήματα καί διδάγματα. Συνεδύασε τήν θεολογίαν μέ τόν ἁγιασμόν τῆς ψυχῆς του. Δέν θά ἠμποροῦσεν νά θεολογήσει, ἐάν πρῶτα δέν εἶχεν ἁγιασθῆ, δηλαδή δέν εἶχε πλήρως καθαρισθῆ ἀπό τίς κηλίδες τῶν παθῶν του.
Αὐτός εἶναι καί ὁ ἰδικός μας σκοπός, ἀφ᾿ ὅτου ἤλθαμε στήν Μονή καθοδηγούμενοι ἀπό τήν ἄπειρον φιλανθρωπίαν τοῦ Χριστοῦ μας. Δέν ὡδηγήθημεν στήν Μονή μας διά νά σωθοῦμε. Ἀλλά διά νά ἁγιασθοῦμε. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀπαίτησις τοῦ Χριστοῦ μας. «Γίνεσθε ἅγιοι ὅτι Ἐγώ ἅγιος εἰμι».
Ὁ ἁγιασμός ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἰδική μας προαίρεσι καί τό ἀγωνιστικό μας φρόνημα. Σώζομαι σημαίνει εἶμαι ὀρθόδοξος χριστιανός, ἐξομολογοῦμαι καί ὑπακούω σέ ὅλα στόν Πνευματικό μου, κοινωνῶ ὁσάκις ὑπάρχει ἡ εὐλογία του, συγχωρῶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τούς θεωρῶ ἀνωτέρους μου καί παραμένω μέχρι τοῦ θανάτου μου στήν Ὀρθοδοξία.
Ἁγιάζομαι σημαίνει ὅτι κρατῶ καί ἐφαρμόζω ὅλα τά ἀνωτέρω, ἀλλά ἀγωνίζομαι περισσότερο μέ τήν μετάνοια καί τήν ἔκχυσι δακρύων μέχρις ὅτου, μετά ἀπό πολυχρονίους ἀγῶνες, καθαρισθῶ ἀπό ὅλα τά πάθη μου. Τότε γίνομαι καί ἐγώ δοχεῖον τῶν δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ.
Εἶνα ἀδύνατον νά στείλει ὁ Θεός τά πνευματικά του χαρίσματα σέ ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους. Εἶναι ἀδύνατον νά ζοῦν μαζί τά πάθη καί ἡ Θεία Χάρις. Τέτοιου εἴδους προσμίξεις, ἀναμείξεις καί συμμείξεις δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν. Ἀλλά, ὅσο ἀδειάζει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν σαπίλα τῶν παθῶν του, ἄλλο τόσο γεμίζει καί καταλαμβάνεται ὁ χῶρος τῆς ψυχῆς του ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας μέ τελευταῖον τῆς γενεᾶς μας, τόν Ὅσιο Γέροντα Παΐσιον ὅτι ἡ κάθαρσις οὐσιαστικά ἐπιτυγχάνεται μέ τήν αὐτομεμψίαν. Ἀπ’αὐτήν ἐκχέονται ἀφθόνως τά δάκρυα, τά ὁποῖα εἶναι καθαρτικά καί ταυτόχρονα φωτιστικά. Φυσικά στόν ἀγῶνα αὐτόν συμπορεύονται καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἐξομολόγησις καί ἡ Θεία Κοινωνία καί οἱ λοιπές ἱεροπραξίες, ὅπως μέ σοφία ἔχουν καθιερωθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία μας.
Ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔφθασε σέ μέτρα ἁγιάσμοῦ; Καί βέβαια τό ἀντιλαμβάνεται. Μέ ποιο τρόπο;
Πρῶτον: Δέν ἠμπορεῖ νά μισήσει κανέναν ἄνθρωπο. Ἀγαπᾶ καί τούς ἐχθρούς του, δηλαδή αὐτούς πού τόν μισοῦν, διότι οὐσιαστικά δέν ἔχει ἐχθρούς, πλήν τοῦ διαβόλου. Ἔχει πάντοτε νά εὑρίσκει ἕνα καλόν λόγον καί δι᾿ αὐτούς τούς κακοπροαιρέτους, διά τούς παραστρατημένους, διά τούς ἐπιρρεπεῖς στήν ἁμαρτία. Τούς θεωρεῖ καθ᾿ ὅλα ἀνωτέρους του. Τούς θεωρεῖ ἀξίους κάθε θείας δωρεᾶς καί τοῦ παραδείσου καί τόν ἑαυτόν του ἄξιον πάσης τιμωρίας καί αἰωνίου κολάσεως.
Τούς συγχωρεῖ ἔστω καί ἄν τόν ἐξευτέλισαν ἐνώπιον ἄλλων, ἔστω καί νά τόν κατηγόρησαν ἤ νά τόν ἀδίκησαν ἤ τόν ἔκλεψαν. Τούς θεωρεῖ ὅλους ἀδελφούς του ἐν Χριστῶ ἤ ἀδελφούς μέ τῆς ἔννοια τῆς μιᾶς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τῆς σχέσεως πού ἔχουμε ὅλοι μας ὡς πλάσματα τοῦ Ἑνός Θεοῦ.
Αὐτή τήν καλωσύνη ἔδειξε καί ὁ ἅγιος Διονύσιος Ζακύνθου, ὅταν ζοῦσε ὡς ἀσκητής στήν Ἱερά Μονή Παναγίας τῆς Ἀναφωνήτριας τῆς Ζακύνθου. Μία ἡμέρα ἦλθε στήν μονή του ὁ δολοφόνος τοῦ ἀδελφοῦ του Κωνσταντίνου Σιγούρου, καταδιωκόμενος ἀπό τούς συγγενεῖς τοῦ θύματος. Ἐζήτησε προστασία καί καταφυγή, χωρίς νά γνωρίζει ὅτι ἡγούμενος τῆς Μονῆς αὐτῆς ἦτο ὁ ἀδελφός τοῦ θύματος. Καί, ὅταν τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ δολοφόνος ποιόν ἐσκότωσε, ἐκύλισαν δάκρυα ἀπό τά μάτια τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου. Ὅμως τόν καλοδέχθηκε, τόν φιλοξένησε καί τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωΐ μέ πλοιάριο τόν κατευώδωσε στήν ἄλλη νῆσο Κεφαλληνία. Καί ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή, λέγει ἡ βιογραφία του, ἔλαβε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας ἀπό τόν Χριστόν μας.
Δεύτερον: Χάρις στούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὁ μοναχός ὑποτίθεται ὅτι προέβη στήν σταδιακή κάθαρσι τοῦ συρφετοῦ τῶν παθῶν του καί τῶν κακῶν ἐφέσεων τῆς ψυχῆς του. Δηλαδή ἔκαμε τήν ὑπακοή του ἔκλαυσε διά τάς ἁμαρτίας του, ἔκοψε τά θελήματά του καί συνεχίζει νά ὑποτάσσεται στόν Γέροντά του μόνο μέ ἕνα καί μοναδικό σκοπό: Νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τόν παλαιόν ἄνθρωπον τῆς ἁμαρτίας.
Ὅλα αὐτά τά μοναχικά του παλαίσματα ὀφείλει νά τά ἐπιτελεῖ μέ συναίσθησι καί ὄχι μέ ἀδιαφορίαν. Νά κάνει τήν ὑπακοή του ὄχι μόνον διά τήν διεκπεραίωσιν τοῦ διακονήματός του, ἀλλά ὅτι ἐργάζεται ἐν φόβῳ Θεοῦ τήν σωτηρίαν του. Ὅτι, χωρίς ὑπακοή, ὄχι μόνον δέν ὑπάρχει εἰρήνη μέσα του, ἀλλά οὔτε καί πρόοδος στήν ἀρετή καί στήν ἀποβολή τῶν παθῶν του.
Ἐπίσης εἶναι ἀδιανόητον σήμερα ὁ μοναχός νά εἶναι πρόθυμος στήν ὑπακοή του καί αὔριον νά κυριεύεται ἀπό τήν ἀκηδίαν. Νά προβάλει λόγους ὑγείας ἤ καί σωματικῆς κοπώσεως διά νά μή κατέρχεται εἰς τήν ἐκκλησίαν, νά μήν συμμετέχει στό διακόνημά του, νά μή θέλει νά ψάλλει καί εὑρίσκει ἄλλους ἁπλοϊκούς καί προθύμους στήν ὑπακοή. Καί ὁ ἴδιος κρύβεται εὐσχημόνως στό κελλί του. Καί δηλώνει εὐκαίρως ἀκαίρως ὅτι εἶναι ἀσθενής μέ πονοκέφαλο…..στήν φτέρνα, ἄς ποῦμε.
Ὅταν πρό 70 ἐτῶν ἦτο Γέροντας στήν Μονή μας ὁ ἀσκητικός π. Ἀθανάσιος, ἐκάλεσε τόν παρηγουμενιάρη του νά εἰδοποιήσει κάποιον μοναχόν, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε κατέβει στήν πρωϊνή ἀκολουθία. Καί ἔλαβε τήν ἀπάντησι ὅτι εἶχε πονοκέφαλο.
Μετά τήν Θείαν Λειτουργίαν ἐπῆγε ὁ Γέροντας, ὅπως ἦταν ἱεροφορεμένος μέ ἄλλους δύο ἱερεῖς του στό κελλί τοῦ ρηθέντος ἀδελφοῦ διά παράκλησιν, λόγῳ……τοῦ πονοκεφάλου του. Μπῆκαν μέσα καί ἄρχισαν τήν Παράκλησιν της Παναγίας. Ὁ κατάκοιτος ἀδελφός ὑπέφερε τώρα ὄχι ἀπό τόν πονοκέφαλον, ἀλλά ἀπό τίς τύψεις τῆς συνειδήσεώς του. Εἶχε εἴπει τό πρωΐ ψέμματα στόν βοηθό τοῦ Γέροντος, ὅτι εἶναι ἀσθενής, ἐνῶ ἔπασχε ἀπό τήν φιλαυτίαν του.
Ὁ ἀδελφός δῆθεν ἀσθενής, κουκουλωμένος στό κρεββάτι του, ἐπερίμενε μέ ἀγωνία νά φύγουν οἱ ἀνεπιθύμητοι ἐπισκέπτες του. Ἐτελείωσε ἡ Παράκλησις καί θεραπεύθηκε ὁ ἀσθενής; Ὄχι, ἀσθένησε μέ βαρείας μορφῆς πονοκέφαλον. Καί ἔμεινεν ἀληθινά ἄρρωστος ἐπί δύο ἑβδομάδες στό κρεββάτι του. Ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Ὅσιο Γέροντά του, ἀλλά τόλμησε νά ζητήσει καί συγγνώμη καί ἀπό τόν Θεόν, πού προσπάθησε νά τόν ξεγελάσει;
Ὁ μοναχός πού δέν ἔχει πιάσει τό τιμόνι τοῦ καραβιοῦ τῆς ψυχῆς του στά χέρια του μέ σκοπό νά σαλπάρει ἀνάμεσα στά τρικυμισμένα νερά τῆς ἀνθρωπίνης ματαιότητος, ἁπλῶς περνᾶ τήν ζωή του στήν μονή. Δέν ἐνδιαφέρει σέ κάτι ἡ μονή του γι᾿ αὐτόν ἀπό ἕνα οἰκοτροφεῖο, ἤ μία ἀγροτική φυλακή ἤ μία παιδική χαρά!
Δέν ἔχει βάλει στόχο καί προορισμό του τήν ἀνάβασί του προς τόν οὐράνιο πόλο. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι σέ ὅλα ἀκατάστατος. Δέν προβληματίζεται διά τό αὔριον οὔτε καί γιά τήν αἰωνιότητα. Θεωρεῖ τήν ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας του βιώσιμη πορεία, μόνο μέ μία ἐξομολόγησι. Ναί, ἔτσι λύνονται τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας καί παρέχεται ἡ συγχώρησις καί ἡ ἄφθονη παρουσία τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ἀλλά, διά τόν μοναχόν δέν ἐτελείωσε ἡ ἀποστολή του, ἐπειδή ἔλαβε συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν του. Αὐτό εἶναι μόνον τό ξεκκίνημα, οὕτως ὥστε μέ ἀσπίδα τήν ἐσωτερική μας εἰρήνη, νά προχωρήσουμε στήν ἀκράτητη ἀρπαγή τοῦ Χριστοῦ διά ἐντόνου ἐρωτικῆς ἀγάπης.
Τρίτον: Μέ τούς καθημερινούς του ἀγῶνες ὁ μοναχός ὀφείλει, ἐάν ἐργάζεται μέ φιλότιμο καί συνείδησι, νά ὁδηγηθῆ στήν κατάληψι τῶν δύο κάστρων, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Καί αὐτά εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐσωτερική κατάκρισι καί ἀπό τήν ἐσωτερική κενοδοξία.
Μέ ὑπακοή πηγαίνω νά ψάλλω καί δέν γλυτώνω ἀπό τήν πονηρή φωνή τῆς κενοδοξίας, ἡ ὁποία ἐσωτερικά μέ ἐγκωμιάζει καί μοῦ χαμογελᾶ. Ἕνα φαγητό ἔκαμα παλαιότερα σάν μάγειρας καί ἐπερίμενα τόν καλό λόγο τοῦ Γέροντος ἤ τῶν Ἀδελφῶν μου διά νά ἀπαντήσω στήν κενοδοξία μου, ἡ ὁποία μέ ἔτρωγε μέ τίς φωνές της: «Καλά δέν τούς ἄρεσε τό φαγητό σου; Κανείς δέν βρέθηκε νά σοῦ εἴπει ἕνα καλό λόγο;»
Πρέπει ὁ μοναχός νά χύσει ποτάμια δάκρυα μετανοίας, ἄν θέλει νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν κενοδοξία καί τήν κατάκρισι διά τῶν λογισμῶν του. Ἀλλιῶς παραμένει θνητός!
Ὁ μοναχός εἶναι θεῖος καί σεβάσμιος στούς ἀγγέλους, ἐάν ἀγωνίζεται καθημερινά μέ φιλότιμο καί πλήρη ἀνταπόκρισι στά μοναχικά του καθήκοντα, χωρίς νά νικᾶται ἀπό τούς λογισμούς τῆς φιλαυτίας του. Οὔτε νά δικαιολογεῖται μέ τό παραμικρό διά νά ἐξέλθη ἀπό τόν δίαυλο στόν ὁποῖον τόν ἔβαλε ὁ Θεός νά προχωρήσει.
Ὅταν ὁ μοναχός ζητεῖ τήν οἰκονομία τοῦ Γέροντός του, διά ἀνύπαρκτα οὐσιαστικά θέματα πού δῆθεν τόν ἀπασχολοῦν, θά εὕρη τήν στοργή καί τήν οἰκονομία του, ἀλλά μόνος του θά ἐξέλθη ἀπό τήν ἀσκητική του μοναχική πορεία, νικώμενος προφανῶς ἀπό τά θελήματα τῆς σαρκός καί τίς ψυχικές του ἀδυναμίες.
Εἶναι κρῖμα στόν μοναχό, ὁ ὁποῖος ἐκλήθη νά γίνει ἀετός τῆς ἐν Χριστῶ ἀπαθοῦς πολιτείας, νά σέρνεται σάν τήν χελῶνα μέσα στό χαντάκι τῶν ἐμπαθῶν παθημάτων καί ἐπιθυμιῶν του!
Τέταρτον: Τό ἐσημειώσαμε καί ἄλλοῦ, ὅτι ἁγιασμός τῆς ψυχῆς σημαίνει βαθειά συναίσθησις ὅτι εἴμεθα ἄξιοι αἰωνίου κολάσεως. Τό πάθημα τοῦ Ὁσίου Γέροντος Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου εἶναι πολύ διδακτικόν νά μᾶς συνετίζει καί νά μᾶς ἐμπνέει καθημερινά.
Χθές ἦλθε στήν Μονή μας ἕνας ρουμᾶνος μοναχός, ὁ π. Ἀρτέμιος ἀπό τήν μονή τοῦ Πέτρου Βόδα. Εἶναι ἡλικίας 83 ἐτῶν καί εἶναι ἡ ἕκτη φορά πού ἔρχεται στό Ἅγιον Ὄρος τό ὁποῖον τό ἁλωνίζει ὅλο μέ τά πόδια ἐπί ἕνα μῆνα κάθε φορά. Καί γιατί τό κάνεις αὐτό; Τόν ἐρώτησα καί μοῦ εἶπε «γιά νά πάρω μισθό ἀπό τήν Παναγία, ἀφοῦ δέν ζῶ γιά πάντα ἐδῶ στό Περιβόλι της». Τί ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀκόμη στόν κόσμο μας!!!
Ἔγραψε καί ὡμίλησε διά τήν Ἁγίαν Τριάδα, διότι εἶχε πεφωτισμένον καί ἁγιασμένον νοῦν, ἀπό τόν ὁποῖον ἐξήρχοντο σάν ἀκτῖνες θείου φωτός τά βαθειά του θεολογικά νοήματα καί διδάγματα. Συνεδύασε τήν θεολογίαν μέ τόν ἁγιασμόν τῆς ψυχῆς του. Δέν θά ἠμποροῦσεν νά θεολογήσει, ἐάν πρῶτα δέν εἶχεν ἁγιασθῆ, δηλαδή δέν εἶχε πλήρως καθαρισθῆ ἀπό τίς κηλίδες τῶν παθῶν του.
Αὐτός εἶναι καί ὁ ἰδικός μας σκοπός, ἀφ᾿ ὅτου ἤλθαμε στήν Μονή καθοδηγούμενοι ἀπό τήν ἄπειρον φιλανθρωπίαν τοῦ Χριστοῦ μας. Δέν ὡδηγήθημεν στήν Μονή μας διά νά σωθοῦμε. Ἀλλά διά νά ἁγιασθοῦμε. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀπαίτησις τοῦ Χριστοῦ μας. «Γίνεσθε ἅγιοι ὅτι Ἐγώ ἅγιος εἰμι».
Ὁ ἁγιασμός ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἰδική μας προαίρεσι καί τό ἀγωνιστικό μας φρόνημα. Σώζομαι σημαίνει εἶμαι ὀρθόδοξος χριστιανός, ἐξομολογοῦμαι καί ὑπακούω σέ ὅλα στόν Πνευματικό μου, κοινωνῶ ὁσάκις ὑπάρχει ἡ εὐλογία του, συγχωρῶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τούς θεωρῶ ἀνωτέρους μου καί παραμένω μέχρι τοῦ θανάτου μου στήν Ὀρθοδοξία.
Ἁγιάζομαι σημαίνει ὅτι κρατῶ καί ἐφαρμόζω ὅλα τά ἀνωτέρω, ἀλλά ἀγωνίζομαι περισσότερο μέ τήν μετάνοια καί τήν ἔκχυσι δακρύων μέχρις ὅτου, μετά ἀπό πολυχρονίους ἀγῶνες, καθαρισθῶ ἀπό ὅλα τά πάθη μου. Τότε γίνομαι καί ἐγώ δοχεῖον τῶν δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ.
Εἶνα ἀδύνατον νά στείλει ὁ Θεός τά πνευματικά του χαρίσματα σέ ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους. Εἶναι ἀδύνατον νά ζοῦν μαζί τά πάθη καί ἡ Θεία Χάρις. Τέτοιου εἴδους προσμίξεις, ἀναμείξεις καί συμμείξεις δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν. Ἀλλά, ὅσο ἀδειάζει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν σαπίλα τῶν παθῶν του, ἄλλο τόσο γεμίζει καί καταλαμβάνεται ὁ χῶρος τῆς ψυχῆς του ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας μέ τελευταῖον τῆς γενεᾶς μας, τόν Ὅσιο Γέροντα Παΐσιον ὅτι ἡ κάθαρσις οὐσιαστικά ἐπιτυγχάνεται μέ τήν αὐτομεμψίαν. Ἀπ’αὐτήν ἐκχέονται ἀφθόνως τά δάκρυα, τά ὁποῖα εἶναι καθαρτικά καί ταυτόχρονα φωτιστικά. Φυσικά στόν ἀγῶνα αὐτόν συμπορεύονται καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἐξομολόγησις καί ἡ Θεία Κοινωνία καί οἱ λοιπές ἱεροπραξίες, ὅπως μέ σοφία ἔχουν καθιερωθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία μας.
Ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔφθασε σέ μέτρα ἁγιάσμοῦ; Καί βέβαια τό ἀντιλαμβάνεται. Μέ ποιο τρόπο;
Πρῶτον: Δέν ἠμπορεῖ νά μισήσει κανέναν ἄνθρωπο. Ἀγαπᾶ καί τούς ἐχθρούς του, δηλαδή αὐτούς πού τόν μισοῦν, διότι οὐσιαστικά δέν ἔχει ἐχθρούς, πλήν τοῦ διαβόλου. Ἔχει πάντοτε νά εὑρίσκει ἕνα καλόν λόγον καί δι᾿ αὐτούς τούς κακοπροαιρέτους, διά τούς παραστρατημένους, διά τούς ἐπιρρεπεῖς στήν ἁμαρτία. Τούς θεωρεῖ καθ᾿ ὅλα ἀνωτέρους του. Τούς θεωρεῖ ἀξίους κάθε θείας δωρεᾶς καί τοῦ παραδείσου καί τόν ἑαυτόν του ἄξιον πάσης τιμωρίας καί αἰωνίου κολάσεως.
Τούς συγχωρεῖ ἔστω καί ἄν τόν ἐξευτέλισαν ἐνώπιον ἄλλων, ἔστω καί νά τόν κατηγόρησαν ἤ νά τόν ἀδίκησαν ἤ τόν ἔκλεψαν. Τούς θεωρεῖ ὅλους ἀδελφούς του ἐν Χριστῶ ἤ ἀδελφούς μέ τῆς ἔννοια τῆς μιᾶς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τῆς σχέσεως πού ἔχουμε ὅλοι μας ὡς πλάσματα τοῦ Ἑνός Θεοῦ.
Αὐτή τήν καλωσύνη ἔδειξε καί ὁ ἅγιος Διονύσιος Ζακύνθου, ὅταν ζοῦσε ὡς ἀσκητής στήν Ἱερά Μονή Παναγίας τῆς Ἀναφωνήτριας τῆς Ζακύνθου. Μία ἡμέρα ἦλθε στήν μονή του ὁ δολοφόνος τοῦ ἀδελφοῦ του Κωνσταντίνου Σιγούρου, καταδιωκόμενος ἀπό τούς συγγενεῖς τοῦ θύματος. Ἐζήτησε προστασία καί καταφυγή, χωρίς νά γνωρίζει ὅτι ἡγούμενος τῆς Μονῆς αὐτῆς ἦτο ὁ ἀδελφός τοῦ θύματος. Καί, ὅταν τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ δολοφόνος ποιόν ἐσκότωσε, ἐκύλισαν δάκρυα ἀπό τά μάτια τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου. Ὅμως τόν καλοδέχθηκε, τόν φιλοξένησε καί τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωΐ μέ πλοιάριο τόν κατευώδωσε στήν ἄλλη νῆσο Κεφαλληνία. Καί ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή, λέγει ἡ βιογραφία του, ἔλαβε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας ἀπό τόν Χριστόν μας.
Δεύτερον: Χάρις στούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὁ μοναχός ὑποτίθεται ὅτι προέβη στήν σταδιακή κάθαρσι τοῦ συρφετοῦ τῶν παθῶν του καί τῶν κακῶν ἐφέσεων τῆς ψυχῆς του. Δηλαδή ἔκαμε τήν ὑπακοή του ἔκλαυσε διά τάς ἁμαρτίας του, ἔκοψε τά θελήματά του καί συνεχίζει νά ὑποτάσσεται στόν Γέροντά του μόνο μέ ἕνα καί μοναδικό σκοπό: Νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τόν παλαιόν ἄνθρωπον τῆς ἁμαρτίας.
Ὅλα αὐτά τά μοναχικά του παλαίσματα ὀφείλει νά τά ἐπιτελεῖ μέ συναίσθησι καί ὄχι μέ ἀδιαφορίαν. Νά κάνει τήν ὑπακοή του ὄχι μόνον διά τήν διεκπεραίωσιν τοῦ διακονήματός του, ἀλλά ὅτι ἐργάζεται ἐν φόβῳ Θεοῦ τήν σωτηρίαν του. Ὅτι, χωρίς ὑπακοή, ὄχι μόνον δέν ὑπάρχει εἰρήνη μέσα του, ἀλλά οὔτε καί πρόοδος στήν ἀρετή καί στήν ἀποβολή τῶν παθῶν του.
Ἐπίσης εἶναι ἀδιανόητον σήμερα ὁ μοναχός νά εἶναι πρόθυμος στήν ὑπακοή του καί αὔριον νά κυριεύεται ἀπό τήν ἀκηδίαν. Νά προβάλει λόγους ὑγείας ἤ καί σωματικῆς κοπώσεως διά νά μή κατέρχεται εἰς τήν ἐκκλησίαν, νά μήν συμμετέχει στό διακόνημά του, νά μή θέλει νά ψάλλει καί εὑρίσκει ἄλλους ἁπλοϊκούς καί προθύμους στήν ὑπακοή. Καί ὁ ἴδιος κρύβεται εὐσχημόνως στό κελλί του. Καί δηλώνει εὐκαίρως ἀκαίρως ὅτι εἶναι ἀσθενής μέ πονοκέφαλο…..στήν φτέρνα, ἄς ποῦμε.
Ὅταν πρό 70 ἐτῶν ἦτο Γέροντας στήν Μονή μας ὁ ἀσκητικός π. Ἀθανάσιος, ἐκάλεσε τόν παρηγουμενιάρη του νά εἰδοποιήσει κάποιον μοναχόν, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε κατέβει στήν πρωϊνή ἀκολουθία. Καί ἔλαβε τήν ἀπάντησι ὅτι εἶχε πονοκέφαλο.
Μετά τήν Θείαν Λειτουργίαν ἐπῆγε ὁ Γέροντας, ὅπως ἦταν ἱεροφορεμένος μέ ἄλλους δύο ἱερεῖς του στό κελλί τοῦ ρηθέντος ἀδελφοῦ διά παράκλησιν, λόγῳ……τοῦ πονοκεφάλου του. Μπῆκαν μέσα καί ἄρχισαν τήν Παράκλησιν της Παναγίας. Ὁ κατάκοιτος ἀδελφός ὑπέφερε τώρα ὄχι ἀπό τόν πονοκέφαλον, ἀλλά ἀπό τίς τύψεις τῆς συνειδήσεώς του. Εἶχε εἴπει τό πρωΐ ψέμματα στόν βοηθό τοῦ Γέροντος, ὅτι εἶναι ἀσθενής, ἐνῶ ἔπασχε ἀπό τήν φιλαυτίαν του.
Ὁ ἀδελφός δῆθεν ἀσθενής, κουκουλωμένος στό κρεββάτι του, ἐπερίμενε μέ ἀγωνία νά φύγουν οἱ ἀνεπιθύμητοι ἐπισκέπτες του. Ἐτελείωσε ἡ Παράκλησις καί θεραπεύθηκε ὁ ἀσθενής; Ὄχι, ἀσθένησε μέ βαρείας μορφῆς πονοκέφαλον. Καί ἔμεινεν ἀληθινά ἄρρωστος ἐπί δύο ἑβδομάδες στό κρεββάτι του. Ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Ὅσιο Γέροντά του, ἀλλά τόλμησε νά ζητήσει καί συγγνώμη καί ἀπό τόν Θεόν, πού προσπάθησε νά τόν ξεγελάσει;
Ὁ μοναχός πού δέν ἔχει πιάσει τό τιμόνι τοῦ καραβιοῦ τῆς ψυχῆς του στά χέρια του μέ σκοπό νά σαλπάρει ἀνάμεσα στά τρικυμισμένα νερά τῆς ἀνθρωπίνης ματαιότητος, ἁπλῶς περνᾶ τήν ζωή του στήν μονή. Δέν ἐνδιαφέρει σέ κάτι ἡ μονή του γι᾿ αὐτόν ἀπό ἕνα οἰκοτροφεῖο, ἤ μία ἀγροτική φυλακή ἤ μία παιδική χαρά!
Δέν ἔχει βάλει στόχο καί προορισμό του τήν ἀνάβασί του προς τόν οὐράνιο πόλο. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι σέ ὅλα ἀκατάστατος. Δέν προβληματίζεται διά τό αὔριον οὔτε καί γιά τήν αἰωνιότητα. Θεωρεῖ τήν ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας του βιώσιμη πορεία, μόνο μέ μία ἐξομολόγησι. Ναί, ἔτσι λύνονται τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας μας καί παρέχεται ἡ συγχώρησις καί ἡ ἄφθονη παρουσία τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ἀλλά, διά τόν μοναχόν δέν ἐτελείωσε ἡ ἀποστολή του, ἐπειδή ἔλαβε συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν του. Αὐτό εἶναι μόνον τό ξεκκίνημα, οὕτως ὥστε μέ ἀσπίδα τήν ἐσωτερική μας εἰρήνη, νά προχωρήσουμε στήν ἀκράτητη ἀρπαγή τοῦ Χριστοῦ διά ἐντόνου ἐρωτικῆς ἀγάπης.
Τρίτον: Μέ τούς καθημερινούς του ἀγῶνες ὁ μοναχός ὀφείλει, ἐάν ἐργάζεται μέ φιλότιμο καί συνείδησι, νά ὁδηγηθῆ στήν κατάληψι τῶν δύο κάστρων, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Καί αὐτά εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐσωτερική κατάκρισι καί ἀπό τήν ἐσωτερική κενοδοξία.
Μέ ὑπακοή πηγαίνω νά ψάλλω καί δέν γλυτώνω ἀπό τήν πονηρή φωνή τῆς κενοδοξίας, ἡ ὁποία ἐσωτερικά μέ ἐγκωμιάζει καί μοῦ χαμογελᾶ. Ἕνα φαγητό ἔκαμα παλαιότερα σάν μάγειρας καί ἐπερίμενα τόν καλό λόγο τοῦ Γέροντος ἤ τῶν Ἀδελφῶν μου διά νά ἀπαντήσω στήν κενοδοξία μου, ἡ ὁποία μέ ἔτρωγε μέ τίς φωνές της: «Καλά δέν τούς ἄρεσε τό φαγητό σου; Κανείς δέν βρέθηκε νά σοῦ εἴπει ἕνα καλό λόγο;»
Πρέπει ὁ μοναχός νά χύσει ποτάμια δάκρυα μετανοίας, ἄν θέλει νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν κενοδοξία καί τήν κατάκρισι διά τῶν λογισμῶν του. Ἀλλιῶς παραμένει θνητός!
Ὁ μοναχός εἶναι θεῖος καί σεβάσμιος στούς ἀγγέλους, ἐάν ἀγωνίζεται καθημερινά μέ φιλότιμο καί πλήρη ἀνταπόκρισι στά μοναχικά του καθήκοντα, χωρίς νά νικᾶται ἀπό τούς λογισμούς τῆς φιλαυτίας του. Οὔτε νά δικαιολογεῖται μέ τό παραμικρό διά νά ἐξέλθη ἀπό τόν δίαυλο στόν ὁποῖον τόν ἔβαλε ὁ Θεός νά προχωρήσει.
Ὅταν ὁ μοναχός ζητεῖ τήν οἰκονομία τοῦ Γέροντός του, διά ἀνύπαρκτα οὐσιαστικά θέματα πού δῆθεν τόν ἀπασχολοῦν, θά εὕρη τήν στοργή καί τήν οἰκονομία του, ἀλλά μόνος του θά ἐξέλθη ἀπό τήν ἀσκητική του μοναχική πορεία, νικώμενος προφανῶς ἀπό τά θελήματα τῆς σαρκός καί τίς ψυχικές του ἀδυναμίες.
Εἶναι κρῖμα στόν μοναχό, ὁ ὁποῖος ἐκλήθη νά γίνει ἀετός τῆς ἐν Χριστῶ ἀπαθοῦς πολιτείας, νά σέρνεται σάν τήν χελῶνα μέσα στό χαντάκι τῶν ἐμπαθῶν παθημάτων καί ἐπιθυμιῶν του!
Τέταρτον: Τό ἐσημειώσαμε καί ἄλλοῦ, ὅτι ἁγιασμός τῆς ψυχῆς σημαίνει βαθειά συναίσθησις ὅτι εἴμεθα ἄξιοι αἰωνίου κολάσεως. Τό πάθημα τοῦ Ὁσίου Γέροντος Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου εἶναι πολύ διδακτικόν νά μᾶς συνετίζει καί νά μᾶς ἐμπνέει καθημερινά.
Χθές ἦλθε στήν Μονή μας ἕνας ρουμᾶνος μοναχός, ὁ π. Ἀρτέμιος ἀπό τήν μονή τοῦ Πέτρου Βόδα. Εἶναι ἡλικίας 83 ἐτῶν καί εἶναι ἡ ἕκτη φορά πού ἔρχεται στό Ἅγιον Ὄρος τό ὁποῖον τό ἁλωνίζει ὅλο μέ τά πόδια ἐπί ἕνα μῆνα κάθε φορά. Καί γιατί τό κάνεις αὐτό; Τόν ἐρώτησα καί μοῦ εἶπε «γιά νά πάρω μισθό ἀπό τήν Παναγία, ἀφοῦ δέν ζῶ γιά πάντα ἐδῶ στό Περιβόλι της». Τί ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀκόμη στόν κόσμο μας!!!
Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης. 25-1-2019
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου