Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου
«Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο…. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Λουκ. 19,9-10)
Θὰ μιλήσω, ἀδελφοί, ἁπλᾶ καὶ παραβολικά. Εἶνε χειμώνας, πέφτει χιόνι, τὰ βουνὰ ἀσπρίζουν. Ἐκεῖ οἱ λύκοι, ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν τροφή, κατεβαίνουν κάτω· καὶ ἀλλοίμονο ἂν βροῦν κανένα πρόβατο ἔξω ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ ἢ κανένα μαντρὶ χωρὶς σκυλιὰ καὶ τσοπᾶνο νὰ τὸ φυλάῃ. Καταλάβατε τί θέλω νὰ πῶ;
Λύκοι ὅμως εἶνε καὶ ἄνθρωποι ἄτιμοι, ποὺ καταπατοῦν ἀναίσχυντα
τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Λύκος εἶνε ὁ κλέφτης ποὺ ἁρπάζει ξένα πράγματα.
Ἄλλος λύκος χειρότερος εἶνε ὁ μοιχός, αὐτὸς ποὺ κλέβει κάτι πιὸ ἀκριβό· τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄντρας εἶνε
μακριὰ καὶ δουλεύει γιὰ τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του, αὐτὸς ὁ ἄτιμος,
μπαίνει νύχτα στὸ ξένο σπίτι καὶ κλέβει τὴν τιμὴ τῆς γυναίκας ἢ τῆς
κόρης. Κλοπὴ εἶνε κι αὐτή, λύκος εἶνε κι αὐτός. Προτιμότερο ἕνας
λύκος νὰ φάῃ πρόβατα καὶ γίδια, παρὰ τέτοια καθάρματα νὰ ξεγελάσουν τὸ
κορίτσι τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Κλαίει ἡ ψυχή μου· κάθε μέρα
ἔρχονται στὴ μητρόπολι γονεῖς ποὺ κλαῖνε γιὰ τὰ κορίτσια τους καὶ
ἄντρες ποὺ κλαῖνε γιὰ τὶς γυναῖκες τους. Αὐτοὺς ἔπρεπε ἡ πολιτεία
νὰ τοὺς στέλνῃ ἐξορία· αὐτοὶ καὶ ὄχι ἄλλοι ἔπρεπε νὰ πᾶνε στὴ
Μακρόνησο, στὸ ξερονήσι. Λύκος ἀκόμα εἶνε ὁ φιλάργυρος καὶ πλεονέκτης,
ποὺ «νομίμως» ἁρπάζει ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ.
Καὶ τώρα προχωρῶ καὶ σᾶς λέω κάτι παράξενο. Ἂν ἀκούσετε, ὅτι
ἕνας λύκος πάνω ἀπὸ τὸ Βίτσι ἔγινε ἀρνί, θὰ τὸ πιστέψετε; Μπᾶ, θὰ πῆτε,
αὐτὸ εἶνε ἀδύνατον· «ὁ λύκος μαλλὶ ἀλλάζει, γνώμη δὲν ἀλλάζει». Νά
ὅμως ποὺ ἕνας λύκος ἔγινε ἀρνί! Πῶς ἔγινε αὐτό; ποιός τὸ λέει; Τὸ
σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 19,1-10).
* * *
Ποιός ἦταν ὁ λύκος; Σύμφωνα μ᾽
αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἦταν ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ ὄνομά του «Ζακχαῖος» (Λουκ.
19,1). Τί ἦταν αὐτός; Πλούσιος. Ποῦ βρῆκε τὰ λεφτά; τί ἔκανε, ἔσκαβε,
ἔβοσκε γίδια – πρόβατα; Μπᾶ· ἐκεῖνοι ποὺ σκάβουν τὴ γῆ καὶ ζυμώνουν τὸ
χῶμα μὲ τὸν ἱδρῶτα τους ἢ βόσκουν πρόβατα, δὲν γίνονται πλούσιοι κ᾽
ἑκατομμυριοῦχοι· εἶνε φτωχαδάκισ εὐλογημένα. Αὐτὸς ἐδῶ πῶς ἔγινε
πλούσιος; Τὸ ἀκούσαμε. Βλέπεις τὸ Εὐαγγέλιο; Δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ
ἔρθουν οἱ μαρξισταὶ καὶ κομμουνισταὶ νὰ μᾶς τὰ ποῦν· μᾶς τά ᾽πε ὁ
Χριστὸς ὅλα. Ὅποιος ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε πλήρης.
Ὁ Ζακχαῖος ἦταν κλέφτης, τὰ πλούτη τὰ ἔκανε κλέβοντας. Δηλαδή;
Ἦταν δημόσιος ὑπάλληλος, εἰσπράκτορας διωρισμένος ἀπὸ τὸ κράτος.
Καί, ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἔπρεπε νὰ πληρώσῃ στὸ κράτος π.χ. 100 δραχμές,
αὐτὸς εἰσέπραττε ἀπ᾽ αὐτὸν 200· τὶς 100 τὶς ἔδινε στὸ δημόσιο καὶ τὶς
100 τὶς ἔβαζε στὴν τσέπη του. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρόγραμμά του· ἔτσι
ἔφτειαξε τεράστια περιουσία. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ζακχαῖος· λύκος πραγματικὸς
μέσ᾽ στὴν κοινωνία.
–Ἆραγε αὐτός, ποὺ ἔγινε πλούσιος μὲ τέτοιο τρόπο, ἦταν εὐτυχισμένος;
Ἐμένα ῥωτᾶτε; ῾Ρωτῆστε ἕναν ἄλλο πλούσιο, ῥωτῆστε ἂς ποῦμε τὸν
Ὠνάση, ποὺ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους στὸν κόσμο. Εἶνε λοιπὸν
εὐτυχισμένος; Δὲν χαιρόμαστε, λυπόμαστε γιὰ τὴ θλῖψι του. Εἶχε ἕνα
μοναχογυιό. Ποιός; Αὐτός, ποὺ μὲ τὰ χρήματά του μποροῦσε νὰ ἔχῃ
πολλὰ παιδιά. Αὐτὴ ὅμως εἶνε ἡ καταραμένη μόδα. Ἀλλὰ ἕνας γυιὸς ἴσον
κανένας. Ἔκανε ἕνα γυιό, μὰ τὸν πῆρε ὁ Θεός. Πάνω στὴ θλῖψι του, θὰ
ἔδινε ὅλα τὰ πλούτη του ἂν βρισκόταν τρόπος νὰ γίνῃ καλά, νὰ σωθῇ καὶ νὰ
ζήσῃ τὸ παιδί του.
Βλέπετε ποιός εἶνε πλούσιος; Ἐσὺ μάνα, ποὺ ἔχεις ἕνα κοριτσάκι,
εἶσαι πλούσια. Ἐσὺ πατέρα, ποὺ ἔχεις ἕνα ἀγοράκι, εἶσαι πλούσιος. Ἐσὺ
σύζυγε, ποὺ ἔχεις μιὰ καλὴ γυναῖκα, νά ὁ πλοῦτος σου, καὶ μὴ ζηλεύεις τὰ
μάρκα καὶ τὰ δολλάρια. Ἄντε τώρα, ἅμα πεθάνῃ τὸ παιδάκι σου ἢ ἡ
γυναίκα σου, βράσε τὰ δολλάρια καὶ κά᾽ν τα ζουμὶ νὰ τὸ πιῇς. Φαρμάκι
εἶνε.
Δὲν ἦταν εὐτυχισμένος ὁ Ζακχαῖος. Ὅταν περνοῦσε στὸ δρόμο, τὸν
φασκέλωναν βρίζοντας· Τὸν κλέφτη, τὸ λωποδύτη, τὸν ἀπατεῶνα, τὸν
κακοῦργο!… Δὲν εἶχε καμμιά ὑπόληψι, καμμία ἐκτίμησι, καμμία χαρά.
Καὶ τώρα αὐτός, ἐκεῖ ποὺ ἦταν καὶ μετροῦσε τὶς λίρες, ἀκούει –
τί; Χιλιάδες λαὸς φωνάζουν· Ζήτω, ζήτω!… Φωνάζουν καὶ σκορπᾶνε
λουλούδια. Μὰ ποιός ἦρθε στὴν Ἰεριχώ; περίεργο πρᾶγμα, τέτοια ὑποδοχὴ
δὲν ξανάγινε. Ἄφησαν τὰ παιδιὰ τὰ μαθήματα, οἱ γυναῖκες τοὺς
ἀργαλειούς, οἱ γεωργοὶ τ᾽ ἀλέτρια· καὶ ὅλοι, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς
ὑποχρεώνῃ, βγῆκαν στὸ δρόμο νὰ ὑποδεχτοῦν – ποιόν; Κανένα βασιλιᾶ; Ὤ,
αὐτός εἶνε ὁ Βασιλιᾶς – σκῦψτε νὰ τὸν προσκυνήσετε· εἶνε ὁ βασιλεὺς
Χριστός! Αὐτὸς διέσχιζε τὴν Ἰεριχώ.
῾Ρωτάει ὁ Ζακχαῖος· –Ποιός εἶνε; –Ὁ Χριστός, τοῦ λένε. –Καὶ τί
εἶνε αὐτός, ἕνας φτωχὸς ποὺ δραχμή δὲν ἔχει πάνω του; –Κι ὅμως αὐτός
γιατρεύει τὸν κόσμο!… Τοῦ γεννήθηκε λοιπὸν περιέργεια, θέλει νὰ τὸν
δῇ ποιός εἶνε. Ἐπειδὴ ὅμως εἶνε κοντὸς τρέχει πιὸ μπροστά, σκαρφαλώνει
σὰν τὸ γατὶ σ᾽ ἕνα δέντρο, κι ἀπὸ ᾽κεῖ περιμένει νὰ τὸν δῇ. Φτάνοντας
ἐκεῖ ὁ Χριστὸς σηκώνει τὰ μάτια, τὸν βλέπει καὶ τοῦ φωνάζει· «Ζακχαῖε…».
Τά ᾽χασε αὐτός. –Ποῦ μὲ ξέρει; σκέπτεται. –Σὲ γνωρίζει ὁ Χριστός!
(ἀκούει μέσα του μιὰ φωνή), ἐκεῖνος ὅλα τὰ γνωρίζει. –«Ζακχαῖε», τοῦ
λέει, κατέβα γρήγορα· σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου. –Στὸ σπίτι μου;
συλλογίζεται, σ᾽ ἐμένα τὸν κλέφτη, τὸν ἁμαρτωλό; μὰ δὲν εἶμαι ἄξιος
γι᾽ αὐτό (νά ἡ συναίσθησι). Καὶ φτάνουν μαζὶ στὸ σπίτι του.
Ὅλοι ὅμως σκέπτονται μέσα τους· Μπᾶ σπίτι ποὺ διάλεξε νὰ πάῃ!
Δὲν ἔχουμε ἐδῶ παπᾶδες καὶ τόσους ἄλλους; στὸ λωποδύτη, στὸν κλέφτη,
στὸν ἀπατεῶνα ἦρθε;… Τότε ὁ Ζακχαῖος, μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ μετρώντας τὰ
λόγια του, λέει στὸν Ἰησοῦ· –Κύριέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ· ἤμουν στὸ σκοτάδι
καὶ τώρα βλέπω φῶς. Τὰ λεφτὰ λάτρευα, τίποτ᾽ ἄλλο στὸν κόσμο. Ἀλλὰ νά
τώρα· τὰ μισὰ ἀπὸ τὴν περιουσία μου τὰ μοιράζω στοὺς φτωχούς. Καὶ
ὅποιον ἀδίκησα σὲ κάτι, ἀπ᾽ ὅσα τοῦ ἔκλεψα τοῦ ἐπιστρέφω τετραπλάσια· 1
ἔκλεψα, 4 θὰ δώσω· 100 φράγκα ἔκλεψα, 400 θὰ ἐπιστρέψω (νά ἡ ἔμπρακτη
μετάνοια). Καὶ τότε ὁ Χριστός, ὅταν ὅλοι εἶδαν τὴν ἀλλαγή, εἶπε·
–Σήμερα στὸ σπίτι ἐτοῦτο ἔγινε σωτηρία, σώθηκε ἀληθινὰ τὸ σπίτι αὐτό
(Λουκ. 19,9).
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, μᾶς λέει
σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Σᾶς τά ᾽πα ἁπλᾶ. Νά λοιπὸν ἕνας λύκος ποὺ ἔγινε
ἀρνί. Ποιός τὸν ἄλλαξε; Ὁ Χριστός. Ἀλλὰ σήμερα τὰ ἴδια λέει καὶ σ᾽ ἐμᾶς·
τὴν ἴδια ἀπόφασι πρέπει νὰ πάρουμε κ᾽ ἐμεῖς.
Ποιός ὅμως τὰ κάνει αὐτά; βρέθηκε κανένας πλούσιος νὰ πῇ, Δίνω
τὰ μισὰ ἀπ᾽ ὅσα ἔχω γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη κ᾽ εἶνε ἀβοήθητοι; Οὔτε
ἕνας. Γιὰ γλέντια, διασκεδάσεις, χαρτοπαίγνια; σπαταλοῦν ἑκατομμύρια.
Νά γιατί ὁ κόσμος «πάει κατὰ δια᾽όλου». Ἂν ἀνοίγαμε τ᾽ αὐτιά μας κι
ἀκούγαμε τὸ Εὐαγγέλιο!… Δεξιοὶ – ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦροι καὶ ὅλων τῶν
χρωμάτων, Κινέζοι καὶ Γιαπωνέζοι, ῾Ρῶσοι καὶ Ἀμερικᾶνοι, ὅλοι τὸ
Εὐαγγέλιο ἔχουμε ἀνάγκη· τὰ ἄλλα εἶνε χάπια ποὺ δὲν θεραπεύουν. Ἕνα
εἶνε τὸ φάρμακο – πιστέψτε το, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας.
–Μὰ ἐμᾶς, θὰ πῆτε, τί μᾶς ἀνακατεύεις μὲ ἑκατομμυριούχους; ἐμεῖς εἴμαστε φτωχοί.
Εἶστε εὐλογημένοι. Ὅπου πέσουν λεφτά, ὁ ἄνθρωπος χαλάει. Τὸ
χρῆμα εἶνε διάβολος. Εἶνε ἄλογο ποὺ δύσκολα τὸ κυβερνᾷς· τὸ
γαϊδουράκι πειθαρχεῖ, τὸ ἀτίθασο ἄλογο σὲ ῥίχνει κάτω, τσακίζεις τὰ
πλευρά σου. Εἶνε ἁμάξι ποὺ τρέχει καὶ χάνεις τὸν ἔλεγχό του.
Ἐσεῖς τὰ φτωχαδάκια, μιμηθῆτε τοὺς πρώτους Χριστιανούς· τὰ
χέρια σας μακριά ἀπὸ κλεψιά. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Ἔχεις 100
πρόβατα· θέλεις νὰ μὴ σοῦ μείνῃ οὔτε ἕνα; κλέψε 1 ξένο, βάλ᾽ το ἀνάμεσά
τους, καὶ θὰ τὰ χάσῃς ὅλα (βλ. ἡμέτ. βιβλ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, διδ. Δ΄,
σσ. 166-7). Φωτιὰ εἶνε στὸ σπίτι τὸ ξένο πρᾶγμα. Μακριά ἀπ᾽ αὐτό· οὔτε
βελόνα! Νὰ κοπιάζῃς μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, καὶ τότε τὸ ψωμάκι ποὺ τρῶς εἶνε
εὐλογημένο· κόψε ἕνα κομμάτι ἀπ᾽ αὐτό, δῶσε καὶ στὸ φτωχό, νὰ πᾷς στὸν
παράδεισο.
Σᾶς ἐξήγησα· μαντρὶ ἡ Ἐκκλησία, πρόβατα ἐμεῖς, λύκοι οἱ
ἄνθρωποι τοῦ κακοῦ, τσοπᾶνος ὁ Χριστός μας. Ἔρχονται χρόνια ἄσχημα.
Θ᾽ ἀδειάσῃ ἡ ἐκκλησία, πολλοὶ θὰ πᾶνε στὰ διάφορα συστήματα. Τὸ εἶπε ὁ
Κύριος, θά ᾽ρθουν «ψευδοπροφῆται» (Ματθ. 24,11). «Ὅσοι πιστοί» (θ.
Λειτ.) λοιπόν, κοντὰ στὸ Χριστό! μόνο αὐτὸς παίρνει λύκο καὶ τὸν κάνει
ἀρνί, παίρνει κοράκι καὶ τὸ κάνει περιστέρι. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἅγια Ἐκκλησία
μας νὰ μείνουμε ἀφωσιωμένοι. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ
πρεσβειῶν πάντων τῶν ἁγίων νὰ εἶνε μαζί μας.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Περάσματος – Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 28-1-1973 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 1-12-2022.
Μαντρι ειναι η Εκκλησία, προβατα ἐμεις, λυκοι οἱ ανθρωποι του κακου, τσοπανος ὁ Χριστος μας. Ἔρχονται χρονια ασχημα. Θ᾽ ἀδειαση ἡ ἐκκλησία, πολλοι θα πανε στα διαφορα συστηματα. «Ὅσοι πιστοι», κοντα στο Χριστο! μόνο ο ΧΡΙΣΤΟΣ σωζει