«Διὰ τοῦτο κἀγώ, ἀκούσας τὴν καθ’ ὑµᾶς πίστιν ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην τὴν εἰς πάντας τοὺς ἁγίους, οὐ παύοµαι εὐχαριστῶν ὑπὲρ ὑµῶν µνείαν ὑµῶν ποιούµενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου» (Ἐφεσ. α΄, 15-16). (: 15 Ἐπειδὴ δὲ καὶ σεῖς συγκαταλέγεσθε εἰς τὸν λαὸν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ σὰν ἤκουσα τὴν πίστιν, ποὺ ἔχετε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν, καὶ τὴν ἀγάπην ποὺ δεικνύετε χωρὶς ἐξαιρέσεις εἰς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, δὲν παύω νὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεόν διὰ σᾶς, καὶ νὰ µνηµονεύω τὰ ὀνόµατά σας εἰς τὰς προσευχάς µου).
- Οἱ Ἅγιοί μας μᾶς ἀγαποῦν πολὺ καὶ εἶναι πάντα πρόθυμοι νὰ μᾶς βοηθήσουν. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε νὰ ἐπικαλεῖσθε καὶ τοὺς μικροὺς Ἁγίους. Νὰ ξέρετε πόσο χαίρονται νὰ σᾶς βοηθοῦν.
- Στὸ βιβλίο «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις» τοῦ Μοναχοῦ Λαζάρου Διονυσιάτου, ἀναφέρεται ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο:
«Μία ἡμέρα δύο χωριάτες ἦλθαν στὰ παζάρια καὶ ὁ ἕνας ἀγόρασε τὴν φοράδα τοῦ ἄλλου. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἀγόρασε, ἐπῆγε εἰς τὴν ἐκκλησία καὶ ἐπροσκύνησε. Ἄφησε δὲ ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ μερικὰ χρήματα καὶ μοῦ εἶπε νὰ ἀνάψω ἕνα κερί.
Ἐγὼ ἄναψα τὸ κερί, εἶδα τὰ χρήματα, ἦσαν ἀρκετά, δὲν πῆρα τὰ χρήματα, τ’ ἄφησα ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα. Κατὰ τὸ βράδυ, ἐπῆγα νὰ ἀνάψω τὰ καντήλια καὶ βλέπω νὰ λείπουν τὰ χρήματα. Μὰ δὲν ξέρεις πόση στενοχώρια μοῦ ἦλθε. Ὁ πειρασμὸς μὲ ἐσκλήρυνε καὶ ἐμένα καί, ὅπως κουβεντιάζουμε μαζί, ἐπῆγα ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ λέγω:
– Ἅγιε Πρόδρομε, δὲν εἶσαι ἐδῶ; Γιατί ἀφήνεις καὶ σοῦ παίρνουν τὰ χρήματα ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν εἰκόνα σου; Ἄαα, δὲν σοῦ ἀνάβω τὸ καντήλι.
Ἔτσι, γέρο-Λάζαρε, ἄναψα μόνο τῆς Παναγίας τὸ καντήλι καὶ ἔφυγα. Ναί, ἀλλὰ μέσα μου ὅμως ἡ καρδιά μου κτυποῦσε λιγάκι. Ἐπῆγα στὸν μύλο, ἀνέβηκα ἐπάνω στὸ σπίτι, ἔφαγα λίγο ψωμί, ἀλλὰ συγχυσμένος. Θυμόμουνα ὅτι τὸ καντήλι τοῦ Ἁγίου τὸ εἶχα σβηστό, ἀλλὰ ὁ κοτσονούρης [ὁ διάβολος] δὲν μὲ ἄφηνε, πολὺ μὲ ἐσκλήρυνε. Ἔλεγα μέσα μου:
– Ἄϊ νὰ δοῦμε τί θὰ γίνη. Δὲν τὸ ἀνάβω τὸ καντήλι ἀπόψε.
Ἐκοιμήθηκα λοιπόν, ἀδελφέ μου, μὲ τὴν σύγχυσιν ὅπου εἶχα, ὅμως ἐπέμενα στὴν γνώμη μου. Ἔτυχε νὰ εἶναι πανσέληνος, τὸ φεγγάρι σὰν ἥλιος καὶ ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ μου ἔμπαινε μέσα τὸ φῶς.
Καθὼς λοιπὸν ἐκοιμόμουν μόνος μου -διότι ἄλλον συνοδεία τότε δὲν εἶχα [βρισκόταν στὸ μετόχι τῆς Μονῆς Διονυσίου στὰ Μαριανὰ Χαλκιδικῆς]- κατὰ τὰ μεσάνυκτα αἰσθάνομαι μία σκουντιά. Ξυπνῶ καὶ βλέπω ἕναν γίγαντα μπροστά μου, μὲ τὰ μαλλιὰ ξέπλεκα. Ἀπὸ τὸν φόβο μου ἄρχισα νὰ τρέμω καὶ μόλις ἐμπόρεσα νὰ τοῦ εἰπῶ:
– Πῶς ἦλθες ἐδῶ;
Εἰς ἀπάντησιν μοῦ λέει μὲ ὕφος σοβαρόν:
– Τὸ πῶς ἦλθα μὴ ἐρωτᾶς, ἀλλὰ εἰπές μου, γιατί δὲν ἀνάβεις τὸ καντήλι;
Καὶ ἀμέσως μὲ πολὺν φόβον, μὲ τρέμουσαν φωνήν, μὲ δάκρυα στοὺς ὀφθαλμοὺς λέγω:
-Νὰ μὲ σχωρέσης, Ἅγιε, ἔσφαλα.
Τότε τοῦ ἔβαλα τρεῖς μετάνοιες κλαίγοντας εἰς τὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσα νὰ μὲ συγχωρέση.
Τότε ἀκούω, ἀδελφέ, τὸν Τίμιον Πρόδρομον μὲ γλυκεῖαν καὶ ἥμερον φωνὴν καὶ μοῦ λέει:
– Παιδί μου, Βησσαρίων, λέγεις ὅτι δὲν εἶμαι ἐδῶ; Καὶ ἂν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἐδῶ, τότε ποιὸς σὲ φυλάγει ἐδῶ τόσα χρόνια, σ’ αὐτὴν τὴν ἐρημιὰ ἀπὸ τοὺς λῃστὲς καὶ τὰ ἄλλα κακοποιὰ στοιχεῖα; (Καὶ πάλιν ἄρχισε νὰ κλαίη ὁ π. Βησσαρίων ἐκ συγκινήσεως καὶ εὐλαβείας του πρὸς τὸν Τίμιον Πρόδρομον).
– Ἅγιέ μου, τοῦ λέγω, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρέσης, δὲν τὸ ξανακάνω.
– Πήγαινε ν’ ἀνάψης τὸ καντήλι στὴν Εἰκόνα μου, καὶ νὰ τὸ κηρύττης καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ὅτι κάνουν θαύματα οἱ εἰκόνες, διότι πολλοὶ ἐδῶ ἄρχισαν νὰ λέγουν ὅτι δὲν θαυματουργοῦν οἱ εἰκόνες.
Αὐτὰ μοῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος καὶ ἔγινε ἄφαντος. Ἐγὼ ἐκείνη τὴν ὥρα ἐπῆγα στὴν ἐκκλησία καί, ὢ τοῦ θαύματος! βλέπω ὅλα τὰ χρήματα στὸν ἴδιο τόπο, ὅπως ἦσαν, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου! Ποιὸς νὰ ξέρη τί λαχτάρα νὰ ἐτράβηξε ἐκεῖνος ὁ κλέφτης καὶ τὰ ἔφερε αὐτὴν τὴν ἴδια νύκτα τὰ χρήματα στὴν εἰκόνα.
Τέλος τὸν ρώτησα:
– Τί ἐνδύματα φοροῦσε ὁ Τίμιος Πρόδρομος;
– Νά, ὅπως τὸν βλέπεις στὴν Εἰκόνα μὲ τὴν προβιά. Ἀλλὰ τέτοιον ὑψηλὸν ἄνθρωπο δὲν εἶδα ἄλλον στὴ ζωή μου. Μὰ τί νὰ σοῦ εἰπῶ! Ἄνδρας πελώριος, γίγαντας.
– Σὲ πιστεύω, τοῦ λέγω, διότι καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ», ἀγκαλὰ [ἂν καὶ] πρωτίστως ὑπονοεῖται διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀρετῶν του καὶ τὴν μεγάλη του ἁγιωσύνην. Ὅμως ἰσχύει αὐτὸ καὶ διὰ τὴ σωματικήν του διάπλασιν, διότι τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ τὰ δύο περιλαμβάνουν».