Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Τὸ θαῦμα τῆς Θείας Μεταλήψεως, Παπα-Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης

Γράφει ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,

Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Ἐκεῖ ποὺ σταμάει ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἐκεῖ ἀρχίζει τὸ θαῦμα. Γιὰ τὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία μας πηγαίνουμε στοὺς γιατροὺς καὶ παίρνουμε φάρμακα. Μᾶς λέγει ὁ Σοφὸς Σειραχίδης: «Ἰατρὸν ἔκτισε Κύριος» (Σοφ. Σειρ. 38,1) καὶ «Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα» (Σοφ. Σειρ. 38, 4). Ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ προοδεύει καὶ ἀνακαλύπτει φάρμακα, γιὰ νὰ παρέχει τὴν ὑγεία στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν καταφέρνει, ὅμως, ἡ ἐπιστήμη νὰ θεραπεύσει ὅλες τὶς ἀσθένειες. Καὶ ὅμως ὑπάρχουν ἀσθενεῖς μὲ διαβεβαιωμένες ἀνίατες ἀσθένειες ποὺ θεραπεύονται. Ἐδῶ ἔχουμε τὸ θαῦ­μα. Καὶ τὸ θαῦμα σχετίζεται ἀπόλυτα μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας γίνεται σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ἕνα θαῦμα. Τὸ θαῦ­μα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. 

Τὸ θαῦμα τῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸ θαῦ­μα ὁ Χριστός μας ἔδωσε σὲ κάθε ἀσθενῆ πιστὸ φάρμακο ἰάσεως, φάρμακο ζωῆς. Ὅσοι αἰσθανόμεθα ἀσθενεῖς σπεύδουμε στὸν Χριστό μας, στὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, γιὰ νὰ θεραπευθοῦμε γενόμενοι χριστοφόροι. «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Μᾶρκ. β΄ 17), θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Δὲν ἔχουν ἀνάγκη οἱ ὑγιεῖς ἀπὸ γιατρό, ἀλλὰ οἱ ἄρρωστοι. Μεταλαμβάνοντας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων λαμβάνουμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας «εἰς ἴασιν ψυχῆς καὶ σώματος». Στὸ Ἅγιο Ποτήριο, στὸ ποτήριο τῆς ζωῆς κάθε ἀσθένεια ὑποχωρεῖ, κάθε πρόβλημα λύνεται «πνευματικῷ τῷ τρόπῳ». Τὸν ἰατρό μας, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μας, ἂν καὶ δὲν τὸν βλέπουμε, τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ μᾶς δίνει, ἀπὸ τὴν δύναμη ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν γεύση τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματός Του. Κάθε ἀνίατη ἀσθένεια, κάθε πανδημία ὑποχωρεῖ μπροστά Του. Ἀντίδοτο σὲ κάθε ἀνίατο νόσημα εἶναι ἕνα καὶ μόνον. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας.

Ὁ ἁπλοϊκὸς ἱερομόναχος τῆς Κρήτης, ὁ Παπα-Χρύσανθος γνώριζε καλὰ αὐτὸ τὸ ἀντίδοτο, γνώριζε αὐτὸ τὸ ἰαματικὸ  φάρμακο, τὴν «Θεία Κοινωνία». Τὸ πίστευε πραγματικὰ καὶ ὄχι γιὰ τὸ «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. κγ΄5), καὶ τὸ ὁμολογοῦσε λέγοντας: «Εὔσπλαγχνε Κύριε, τὸ σῶμά Σου τὸ ἅγιον καὶ τὸ τίμιον αἷμά Σου, εἶναι νόσων πολυτρόπων ἀλεξιτήριον». Πίστευε ἀκράδαντα, ὅτι ἐξολοθρευτὴς ὅλων τῶν νοσημάτων καὶ πανδημιῶν εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας:  «Κύριε, Σὺ εἶσαι, ὁ τὴν ἁμαρτίαν αἴρων τοῦ κόσμου καὶ τὰς ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων ἰώμενος».

«… Ὁ τοὺς κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους πρὸς σεαυτὸν καλῶν καὶ ἀναπαύων καθάρισόν με ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος» καὶ μεταλάμβανε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον· εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ρώμην καὶ ἴασιν καὶ ὑγείαν ψυχῆς τε καὶ σώματος».

Γιὰ τὴν πίστη του αὐτὴ ὁ Παπα-Χρύσανθος ζοῦσε τὸ θαῦμα. Δέκα χρόνια μεταλάμβανε τοὺς λεπροὺς τῆς Σπιναλόγκας καί, ἐνῶ μοίραζε δύναμη καὶ παρηγοριά, ὁ ἴδιος δὲν ἔπαθε τίποτα. Τὸν ἔβλεπαν μὲ δάκρυα οἱ λεπροὶ νὰ καταλύει τὸ Ἅγιο Ποτήριο χωρὶς φόβο καὶ ἀποροῦσαν γιὰ τὴν πίστη του. Τὸν θαύμαζαν ὡς ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἑνωμένο μαζί Του μέσα ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔβλεπαν ζωντανά, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μεταφέρει θάνατο. Ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης μᾶς προτρέπει νὰ κοινωνοῦμε λέγοντας: «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς (Ἰωάν στ΄ 53).

Στὸ νησὶ τῶν λεπρῶν, στὴν Σπιναλόγκα, βρίσκονταν στὴν ἀπομόνωση οἱ ἀσθενεῖς καὶ κανεὶς δὲν τοὺς ἔδινε σημασία. Ἦταν ἀποξενωμένοι, περιθωριοποιημένοι. Ὅμως γι’ αὐτούς, ὅπως γιὰ τὸν καθένα μας, ἐνδιαφερόταν ὁ Θεός μας, ὁ ὁποῖος δὲν ἀφήνει κανένα παιδί του ἀπροστάτευτο, παραπονεμένο, χωρὶς νὰ τοῦ ἁπλώσει χεῖρα βοηθείας, χωρὶς νὰ τὸ στηρίξει. Ἔτσι, στὰ 1947 ἔστειλε σὲ αὐτὸ τὸν λειτουργό Του, τὸν ἱερομόναχο Χρύσανθο Κουτσουλογιαννάκη, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Του, γιὰ νὰ παρηγορήσει ψυχές, νὰ ἐνισχύσει τοὺς ὀλιγόπιστους, νὰ δώσει ἐλπίδα. Ἦταν ἕνας ἱερομόναχος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Φανερωμένης, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὰ Ἔξω Μουλιανὰ τῆς Σητείας, ὅπου εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τὸ 1893. Ἦταν ἐγκάρδιος, καλωσυνᾶτος, ἁπλός, βραχύσωμος μὲ ἄσπρη γενειάδα. Εἶχε ἕνα ράσο φτωχικό, ξεθωριασμένο καὶ ὅμοιο σὲ ποιότητα σκοῦφο. Μέσα του, ὅμως, φοροῦσε βασιλικὸ ἔνδυμα, ἀφοῦ εἶχε ντυθεῖ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, τὸν βασιλιά τῶν βασιλευόντων καὶ κύριο τῶν κυριευόντων. Ἦταν χειροτονημένος διάκος καὶ ἱερέας ἀπὸ τὸ 1920 καὶ εἶχε καταλύσει ἄπειρες φορὲς τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Στὶς κατὰ Χριστὸν ἀρετές του συμπεριλαμβάνονταν ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ μακροθυμία, ἡ εὐσπλαγχνία καὶ ἡ ἀνεξικακία. Γνωριζόταν ὡς προστάτης τῶν πονεμένων, παρηγοριὰ τῶν θλιβομένων, βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων. Ἀγαποῦσε τὸν Χριστό μας «ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης καρδίας καὶ ἐξ ὅλης διανοίας» (Μᾶρκ. ιβ΄ 30) καὶ ὅλους τοὺς συνανθρώπους του, στὸ πρόσωπο τῶν ὁποίων ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ μᾶς εἶπε: «Εἰ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40).

Ἡ ἀγάπη τοῦ Παπα-Χρύσανθου, ἡ ἀγάπη ποὺ «ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 18) ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸ νησὶ τοῦ πόνου, ὅπου «ὡς καλὸς ποιμὴν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκεν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. ι΄ 11). Ἐκεῖ, γιὰ δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἔγινε ἡ παρηγοριὰ τῶν λεπρῶν. Τοὺς εὐλογοῦσε καὶ κοινωνοῦσε τοὺς ἀρρώστους ἁπλώνοντας τὸ χέρι καὶ μεταλαμβάνοντας τὴν Θεία Κοινωνία ἀπὸ τὸ ἴδιο κουτάλι, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τὴν μεταδοτικότητα τῆς ἀσθενείας  καὶ τὶς συνέπειές της. Χαιρετοῦσε ὅλους μὲ χειραψία, ἂν καὶ ἀπαγορευόταν αὐτὴ στοὺς λεπρούς, μοίραζε τὸ ἀντίδωρο μὲ τὸ χέρι, καὶ ὄχι μέσα σὲ καλάθι, καὶ μάλιστα ἔτεινε τὸ χέρι του, γιὰ νὰ τὸ ἀσπασθοῦν οἱ λεπροί πλησιάζοντάς το στὸ στόμα τους. Λειτουργοῦσε στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, τὸν Ναὸ τοῦ νησιοῦ, καὶ κατέλυε τὸ Ἅγιο Ποτήριο ἐνώπιον πάντων. Ὅλα αὐτὰ τὰ δέκα χρόνια ποὺ ἔμεινε μαζὶ μὲ τοὺς λεπροὺς ἐκδήλωνε μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀγάπη του. Ἐπισκεπτόταν τὰ σπίτια τῶν ἀσθενῶν, τοὺς καθοδηγοῦσε καὶ ἐνίσχυε μὲ τὰ λίγα χρήματα ποὺ εἶχε τοὺς πτωχότερους τηρῶντας τό: «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ΄ 3).

Βεβαιώνοντας τοὺς πάντες ὅτι καμία ἀρρώστια δὲν μεταδίδεται μὲ τὴν Θεία Κοινωνία, μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Παπα-Χρύσανθος ἔμεινε στὸ νησὶ καὶ μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ φαρμάκου τῆς λέπρας καὶ τὴν ἀπομάκρυση τῶν λεπρῶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ 1957. Ἔμεινε γιὰ νὰ  περιποιεῖται τοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων καὶ νὰ τοὺς κάνει τρισάγια. Ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸ τὸ 1959, ὅταν κλονίσθηκε ἡ ὑγεία του καὶ πῆγε στὴν Μονὴ Τοπλοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ἀρκετὰ χρόνια μετά, εἰρηνικά, στὶς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1972 καὶ ἐνταφιάσθηκε ἐκεῖ προσδοκῶντας τὴν κοινὴν ἀνάστασιν.

Ταπεινοῦ Ἱερέως τῶν λεπρῶν

Χρυσάνθου τοὐπίκλην Κουτσουλογιαννάκη

Ἡ μνήμη του τελεῖται τῇ 3ῃ Ἀπριλίου.

Τροπάριον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Λειτουργὸν Μυστηρίων Ἀχράντων μέλψωμεν,

αὐτῶν λεπροὺς κοινωνοῦντα ἀφόβως ὕμνοις τερπνοῖς

καὶ αὐτὰ τὸν καταλύοντα ἐνώπιον πάντων νοσούντων ἀλγεινῶς,

θεῖον Χρύσανθον, πιστῶς βοῶντα·  Χριστὸς ὑπάρχει

ψυχῶν ἡμῶν καὶ σωμάτων ὁ ἰατήρ, ζωῆς ὁ πάροχος.