του Μακεδονομάχου ιερέως, Πέτρου Παπαναστασίου
Από τα ατελείωτα εγκλήματα των βουργάρων στην Μακεδονία
Σεπτέμβριος 1902. Το καλαμπόκι έχει μαζευτεί και καθαρισμένο σπυρί – σπυρί βρίσκονταν τώρα απλωμένο στις αυλές των σπιτιών. Ο ήλιος σε λίγο θα το ετοιμάσει για το αμπάρι.
Ο παπά – Γιάννης είχε απλώσει κι αυτός το δικό του για στέγνωμα και κάθονταν τώρα στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Η Βεύη όπως και το χωριό μας έχει μία εκκλησία αν και έπρεπε να έχει κτίστηκε δεύτερη.
Κοντεύει μεσημέρι. Να ξαποστάσει λίγο το κορμί του και θα τραβήξει για το σπίτι. Η παπαδιά του κάτι θα τού ‘χει ετοιμάσει για μεσημεριανό. Πάνω σ’ αυτή του τη σκέψη, μπαίνει στον αυλόγυρο της εκκλησίας ένας χωρικός.
– Καλημέρα, παππούλη, κι έσκυψε να ασπαστεί το χέρι.
– Καλημέρα παιδί μου. Του απαντά όλος αγάπη ο παπά – Γιάννης.
– Παππούλη, στο χωριό μας πέθανε ο Τάλε και πρέπει να τον θάψουμε. Όπως ξέρεις, ακόμη η μητρόπολη δεν μας έστειλε παπά.
– Από που είσαι παιδί μου;
– Από την Σιτάρια, παππούλη. Με έστειλαν να σε φωνάξω. Όλα είναι έτοιμα και τον πεθαμένο τον βάλαμε στο εκκλησάκι του νεκροταφείου γιατί πήρε να μυρίζει.
– Πήγαινε και πες τους πως έρχομαι τώρα δα. Και ανύποπτος φορά το ράσο του, παίρνει τα χρειαζούμενα για την νεκρώσιμο και τραβά τον κατήφορο προς το δημόσιο δρόμο. Ούτε καν σκέφτηκε να ειδοποιήσει την παπαδιά που τον περίμενε για μεσημέρι.
Η Σιταριά θα έχει κοντά μισή ώρα δρόμο. Πάνω σ’ όλη του την κούραση με το μάζεμα του καλαμποκιού του ήρθε και αυτό. Μα τι να κάνει. Έπρεπε να πάει.
Φτάνει κοντά στο νεκροταφείο της Σιταριάς και δεν βλέπει κίνηση κηδείας. Σαν κάτι να υποπτεύθηκε. Μα συνέχισε. Δύο τρία άτομα συζητούνε εκεί κοντά στο εκκλησάκι του νεκροταφείου και έχουν γυρισμένες τις πλάτες τους προς τον κάμπο. Ο ένας απ’ αυτούς έχει ακουμπισμένο στο δεξί του πόδι πάνω στο χώμα ενός φρεσκοσκαμμένου τάφου.
Μπαίνει στον περίβολο του νεκροταφείου και προχωρεί προς το εκκλησάκι. Η πόρτα είναι ανοικτή, μα κόσμο δεν βλέπει. Τι να συμβαίνει άραγε; Αναρωτιέται. Μήπως δεν πρόλαβε και τον έθαψε παππάς άλλου χωριού; Μπαίνει στο εκκλησάκι και να· βρίσκεται αντιμέτωπος με τον συγχωριανό του κομιτατζή Τζόρλε.
Μία βρισιά βγαίνει από το στόμα του απαίσιου κομιτατζή, ενώ κάποιος άλλος, κρυμμένος πίσω από την πόρτα, χτυπά με ένα βαρύ ξύλο τον παπά στο κεφάλι. Το σκοτάδι απλώνεται στα μάτια του. Ένα μαχαίρι μπήγιεται στην πλάτη του και το κορμί μισοξεψυχισμένο σωριάζεται στο χώμα. Τώρα τον έχουν πιάσει από τα πόδια και τον σέρνουν έξω προς τον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Το καλυμμαύκι του παπά έχει μείνει στο εκκλησάκι και το ράσο του όπως σέρνεται το άψυχο κορμί έχει σκεπάσει το κεφάλι του. Τον πετούν στον λάκκο και γρήγορα – γρήγορα προσπαθούν να τον σκεπάσουν. Το χώμα το ρίχνουν με χέρια και με πόδια.
Κάποιο μάτι τους είδε και έφερε τα μαντάτα στην Βεύη. Ο παπά – Γιάννης Κωτσόπουλος δολοφονημένος από χέρι συγχωριανού του, αναπαύεται στο νεκροταφείο της Σιταριάς.
Πηγή: Το έργο του Μακεδονομάχου ιερέως, Πέτρου Παπαναστασίου, από τις εκδόσεις ‘’Ελεύθερη Σκέψις’’, «Θυσίες και αγώνες στην Μακεδονία».
* Τόσο οι τοπικοί κάτοικοι, Μακεδόνες και θράκες, αλλά και αργότερα οι Έλληνες πρόσφυγες που τους έζησαν το ’40, τους αποκαλούσαν βούργαρους και όχι βούλγαρους. Είς μνήμην των θυμάτων διατηρήσαμε την ορθογραφία και την προφορά τους.
ΠΗΓΗ: Ἑλληνοϊστορεῖν-Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο | Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο-Ἑλληνοϊστορεῖν (ellinoistorin.gr)