π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
1. Έληξε για την έρευνα η παλαιά προβληματική
Η συζήτηση για το αν υπάρχουν δυτικές, ρωμαιοκαθολικές κυρίως, επιδράσεις στα συγγράμματα και στη διδασκαλία του Αγίου Νικοδήμου απασχολεί τους ερευνητάς εδώ και ένα αιώνα περίπου. Στο κέντρο αυτής της προβληματικής βρίσκονται βασικά δύο συγγράμματα του Αγίου, τα «Πνευματικά Γυμνάσματα» και ο «Αόρατος Πόλεμος»1. Όταν αποκαλύφθηκε ότι υπάρχουν στην Δύση όμοια έργα με τον ίδιο τίτλο και το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, από την σύγκριση δε που έγινε προέκυψε ότι τα έργα του Αγίου αποτελούν κατά μεγάλο μέρος επί λέξει μετάφραση των δυτικών, τότε θα λέγαμε ότι οι Νικοδημόφιλοι ερευνηταί βρέθηκαν στριμωγμένοι στη γωνιά, γιατί δεν μπορούσαν να παραβλέψουν όσα η σύγκριση οφθαλμοφανώς παρουσιάζει και να αρνηθούν το γεγονός.
Πολύ περισσότερο μάλιστα καθ’ όσον ήδη επί της εποχής του Αγίου είχε εκτοξευθή εναντίον του η ίδια κατηγορία, στα πλαίσια της αντιπαλότητος που είχε δημιουργήσει, η Κολλυβαδική έρις, από τον αντικολλυβά λόγιο Θεοδώρητο, ο οποίος είχε πικράνει πολύ τον Άγιο, ιδιαίτερα με την νόθευση των ερμηνευτικών σημειώσεων και σχολίων του «Πηδαλίου».
Ο Θεοδώρητος λοιπόν είχε αποκαλύψει τότε ότι τα «Πνευματικά Γυμνάσματα» δεν είναι πρωτότυπο έργο του Νικοδήμου, αλλά απλή μετάφραση ξένου έργου, που κυκλοφορούσε τότε ανωνύμως: «Τούτο μετέφρασεν εις την ημετέραν διάλεκτον ανώνυμος, όπερ ευρών ο Νικόδημος, προσθέσας και αυτός όσα έδοξεν αυτώ περί ανατροφής του Κυρίου, εξέδωκεν εις τύπον»2.
Τί συνέβαινε λοιπόν; Βρισκόμαστε μπροστά σε μία κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας εκ μέρους του Ναξίου μοναχού; Διατυπώθηκε με πολύ σκληρό τρόπο αυτή η άποψη από τον L. Gillet, ο οποίος χαρακτήρισε το πράγμα ως «φιλολογική και πνευματική πειρατεία» έργων της Ρωμαιοκαθολικής γραμματείας3. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να δικαιολογηθεί η εξάρτηση των δύο αυτών έργων από αντίστοιχα έργα δυτικών συγγραφέων των οποίων τώρα η έρευνα έχει υποδείξει και τους συγγραφείς; Θεωρείται πράγματι ως συγγραφεύς του «Αοράτου Πολέμου» ο μοναχός Lorenzo Scupoli, του τάγματος των Θηατίνων, γεννημένος το 1530 στο Οτράντο του Βασιλείου της Νεαπολέως με τίτλο στα ιταλικά «Combattimento Spirituale», ενώ τα «Πνευματικά Γυμνάσματα» είναι έργο του Ιταλού επίσης J. P. Pinamonti, με τίτλο «Exercizi Spirituali», και όχι του Ιγνατίου Loyola, όπως επίστευαν πολλοί4.
Δεν έλειψαν βέβαια επιχειρήματα τα οποία δικαιολογούν επαρκώς αυτήν την εξάρτηση, τα σπουδαιότερα από τα οποία μνημονεύω. Ο Άγιος Νικόδημος δεν ενδιαφερόταν να προβληθεί ως συγγραφεύς και μάλιστα ξένων έργων, ως γνήσιος μοναχός, ταπεινός και αποκρυπτόμενος. Υπάρχουν ιδικά του έργα, στα οποία δεν έθεσε καθόλου το όνομά του, και άλλα τα οποία κυκλοφορούν υπό το όνομα άλλου συγγραφέως. Δεν διεκδικούσε λοιπόν συγγραφικές δάφνες.
Για τα δύο επίμαχα βιβλία φαίνεται από τον τίτλο τους ότι δεν διεκδικεί εξ ολοκλήρου την πατρότητα τους. Ο τίτλος του ενός είναι: «Βιβλίον ψυχωφελέστατον, καλούμενον Αόρατος Πόλεμος, συντεθέν μεν πριν παρά τινος σοφού ανδρός, καλλωπισθέν δε και διορθωθέν μετά πολλής επιμελείας παρά του Οσιωτάτου εν Μοναχοίς Κυρίου Νικοδήμου». Παρόμοιος είναι ο τίτλος και του άλλου έργου: «Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος του Ενός Θεού, “Γυμνάσματα Πνευματικά”, διαμοιρασμένα εις Μελέτας, Εξετάσεις και Αναγνώσεις. Άπερ προσθήκαις ότι πλείσταις και σημειώσεσι διαφόροις καταγλαϊσθέντα παρά του Οσιολογιωτάτου εν μοναχοίς Κυρίου Νικοδήμου του Αγιορείτου». Δεν σφετερίζεται, λοιπόν τίποτε ξένο προς άγραν κενής δόξης5.
Υπάρχει και στα δύο έργα σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση Νικοδημικό υλικό. Ήδη ο Κ. Παπουλίδης έχει κάμει ενδιαφέρουσα συγκριτική έρευνα για τον «Αόρατο Πόλεμο», όπου φαίνεται η συμβολή και η προσφορά του Νικοδήμου, σε υποσημειώσεις, σχόλια, παραπομπές κ.ά.6 Ως προς τα «Πνευματικά Γυμνάσματα» υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου, ώστε να μη γίνεται πλέον λόγος για εξάρτηση. Ένα μικρό τευχίδιο των 30 σελίδων μεταμορφώνεται από τον Άγιο Νικόδημο σε ογκώδες σύγγραμμα των 650 σελίδων. Αυτό σημαίνει το «προσθήκαις ότι πλείσταις» του τίτλου7.
Παρά ταύτα όμως και παρά την κατά μέγα μέρος Νικοδημική προέλευση του υλικού δικαιολογείται το να παίρνει κανείς έργα ξένης πνευματικότητος και να στηρίζει σ’ αυτά την Ορθόδοξη πνευματική ζωή; Ο Θεοδώρητος παρατηρεί ότι «αδύνατον όμως είναι οπού να μη ευρίσκεται συμπεφυρμένος και ο ιός της εκείνων κακοδοξίας, διότι ου δύναται δένδρον άκαρπον ποιήσαι σύκα, ουδέ εκ βάτου τρυγώσι σταφυλήν κατά την φωνήν του Κυρίου»8.
Εις αυτά θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι ο ορθοδοξότατος Άγιος Νικόδημος μετέτρεψε με τις προσθαφαιρέσεις και βελτιώσεις τα έργα σε ορθόδοξα,
ότι τα εμβολίασε στην Ορθοδοξία και κυκλοφορεί πλέον μέσα τους όχι ο
ιός της κακοδοξίας, αλλά ο γλυκύς χυμός της ορθοδόξου πίστεως και ζωής.
Στην συνείδηση άλλωστε του Αγίου Νικοδήμου η υιοθέτηση από τους
Ορθοδόξους συγγραφείς ιδεών της δυτικής θεολογίας δεν συνιστά επιλήψιμη
πράξη, αρκεί τα δάνεια να είναι απηλλαγμένα από αιρετικές κακοδοξίες. Αυτήν την άποψη εκφράζει στο «Εξομολογητάριο» λέγοντας: «Και
το να διαλέγη τινάς τα καλά και ορθά από τους εναντίους, τούτο δεν
κατηγορείται· αλλ’ όχι και το να δανείζεται τα σαθρά και κακόδοξα». Στο «Εορτοδρόμιο» επίσης γράφει: «Τα κακόδοξα φρονήματα και τα παράνομα έθη των Λατίνων και των άλλων Αιρετικών πρέπει να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα· ει τι δε ευρίσκεται εν αυτοίς ορθώς έχον και υπό των Κανόνων των Ιερών Συνόδων βεβαιούμενον, τούτο δεν πρέπει να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα»9.
Πάντως
όλη αυτή η προβληματολογία και η προσπάθεια να βρεθούν επιχειρήματα,
ώστε να δικαιολογήσουν την εξάρτηση του Αγίου Νικόδημου από τα δύο αυτά
ξένα βιβλία δεν έχουν πλέον νόημα μετά τα νέα στοιχεία που προσεκόμισε η έρευνα, βάσει των οποίων ο Άγιος Νικόδημος δικαιώνεται απολύτως. Τα νέα αυτά στοιχεία οφείλουμε στην μελέτη του Εμμ. Φραγκίσκου
που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ερανιστής» με τίτλο «”Αόρατος Πόλεμος”
(1796) “Γυμνάσματα Πνευματικά” (1800). H πατρότητα των “μεταφράσεων” του
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη». Στη
μελέτη αυτή αποδεικνύεται με πειστικότητα ότι δεν ισχύει πλέον ως
αυτονόητο δεδομένο η άμεση εξάρτηση των εκδόσεων του Αγίου Νικοδήμου από
τα ιταλικά πρωτότυπα. Ο Άγιος Νικόδημος δεν βρήκε τα
έργα αυτά μόνος του. Δεν προέκυψε η χρήση τους από γνωριμίες του δήθεν
με το «καθολικό περιβάλλον» των νησιών, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, και
από προσωπικές του αναζητήσεις. Η σχέση του με τα έργα αυτά
είναι έμμεση. Του τα προμήθευσε ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου, ο οποίος
δανείσθηκε τα σχετικά χειρόγραφα από την Βιβλιοθήκη της Ι. Μ. Πάτμου,
όπου υπήρχαν καταχωρισμένα ανωνύμως. Έφθασαν στα χέρια του μεταφρασμένα
στην κοινή γλώσσα, και αυτός έπαιξε απλώς τον ρόλο του αποδέκτη και του
εκδοτικού διεκπεραιωτή, χωρίς να γνωρίζει την προέλευσή τους ούτε τους
συγγραφείς τους10.
Ακούσαμε
χθες στην αναγνωσθείσα εισήγηση του π. Θεοκλήτου ότι μετά από αυτές τις
επιστημονικές εξελίξεις αναθεωρεί και αυτός όσα είχε γράψει για την
άμεση σχέση του Αγίου Νικόδημου, με τα εν λόγω έργα. Ο Άγιος
Νικόδημος δεν εγνώριζε την προέλευση των έργων. Έκανε υπακοή στον Άγιο
Μακάριο, ο οποίος επίσης τα εβρήκε ανώνυμα στην Βιβλιοθήκη της Πάτμου.
2. Οι νέες κατηγορίες του καθηγητού Χρ. Γιανναρά
Ας μου επιτραπεί τώρα να ανοίξω εδώ ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Θα έπρεπε κανονικά μετά από αυτές τις επιστημονικές εξελίξεις το θέμα των δυτικών επιρροών στα έργα του Αγίου Νικόδημου να θεωρείται λήξαν. Δυστυχώς όμως δεν έκλεισε. Ο γνωστός καθηγητής Χρ. Γιανναράς επαναλαμβάνει στις ημέρες μας την περίπτωση του Θεοδωρήτου, ο οποίος ως αντικολλυβάς θέλησε να πλήξει τον Άγιο Νικόδημο λέγοντας, όπως είδαμε, ότι δανείζεται ιδέες από ξένα έργα. Ο καθηγητής Γιανναράς επεκτείνει τώρα τις δυτικές επιρροές και σε άλλα έργα του Αγίου Νικοδήμου στο «Εξομολογητάριο» και στο «Πηδάλιο» αλλά και γενικώς στην διδασκαλία του11. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε παρόμοιος προβληματισμός, ο οποίος περιοριζόταν στα δύο έργα με τα οποία ασχοληθήκαμε. Τώρα ευρύνεται και γενικεύεται ο προβληματισμός. Αυτό όμως είναι πολύ επικίνδυνο, διότι στηριζόμενοι στον Γιανναρά αναμασούν τα ίδια και νεώτεροι ερευνηταί και επιστήμονες. Οι θέσεις αυτές δεν είναι άσχετες προς όσα οι «Νεορθόδοξοι» ισχυρίζονται για τις προγαμιαίες σχέσεις και την ελευθερία στον έρωτα, τα οποία βρίσκουν θεόρατα εμπόδια εις όσα το «Πηδάλιο» και το «Εξομολογητάριο» προβλέπουν. Γι’ αυτό και επιχειρούν να τα αποδυναμώσουν και να τα συκοφαντήσουν.
Έπραξε
άριστα ο π. Θεόκλητος, ο οποίος με σειρά ακαταμαχήτων επιχειρημάτων σε
πολλά δημοσιεύματα παρουσίασε την αγιοπατερική αλήθεια γύρω από τον
έρωτα και τον γάμο, προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσει τους πνευματικούς
και τους θεολόγους, ώστε να παύσουν να επηρεάζονται από τέτοιου είδους
επικίνδυνες θέσεις12. Λυπούμαι μερικές φορές, όταν διαπιστώνω ότι η
διένεξη Θεοκλήτου – Γιανναρά, εκλαμβάνεται και ερμηνεύεται ως προσωπική
διένεξη, και τίθενται έτσι στην ίδια μοίρα ο υποστηρικτής της αλήθειας
της ορθοδόξου πίστεως, π. Θεόκλητος, με τον παραχαράσσοντα και
κακοποιούντα την ορθόδοξη διδασκαλία καθηγητή Γιανναρά.
Συνέχεια των «νεονικολαϊτικών»
λοιπόν θέσεων που αναπτύχθηκαν στους κύκλους των «Νεορθοδόξων» είναι
και όσα έγραψε ο καθηγητής Γιανναράς για τις δυτικές επιρροές στα έργα
και στη διδασκαλία του Αγίου Νικοδήμου. Και ό,τι έκανε ο π. Θεόκλητος
για τα ερωτικά του Γιανναρά, έκανε και ο π. Βασίλειος Βολουδάκης για τα
αντινικοδημικά13. Την συγκροτημένη μελέτη του π. Βασιλείου υιοθέτησε η
Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους, η οποία εξέδωσε ένα αυστηρό, αλλά γεμάτο
αγάπη, κείμενο, με το οποίο εκφράζει την λύπη της για την επίθεση
εναντίον του Αγιορείτου Πατρός και την διαστρέβλωση της διδασκαλίας του.
Το κείμενο της Ιεράς Κοινότητος αρχίζει ως εξής: «Η
καθ’ ημάς Ιερά Κοινότης μετ’ αφάτου θλίψεως και συνοχής καρδίας έλαβε
γνώσιν των κατά του Αγίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Νικοδήμου του
Αγιορείτου γραφέντων υπό του καθηγητού κ. Χρήστου Γιανναρά εις το
βιβλίον του “Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα” διά του οποίου τον
μέγαν τούτον και απλανή διδάσκαλον της Εκκλησίας παρουσιάζει ως
πλανηθέντα, εμφορούμενον από το δυτικόν πνεύμα, υπεύθυνον της “ραγδαίας
αλλοτρίωσης της εκκλησιαστικής ευσεβείας” και εκκοσμικεύσεως του λαού
μας εξ αντιδράσεως προς την κατ’ αυτόν δικανικήν νοοτροπίαν του
Εξομολογηταρίου και του Πηδαλίου που “απλώθηκε ταχύτατα σα λοιμική νόσος
στην ποιμαντική πρακτική της Ελλαδικής Εκκλησίας”»14.
Πιστεύει,
δηλαδή, ο καθηγητής Γιανναράς ότι το «Εξομολογητάριο» και το «Πηδάλιο»
με την νοοτροπία που επιβάλλουν είναι λοιμική νόσος, μεταδοτική
ασθένεια, η οποία έχει εξαπλωθή ταχύτατα, ώστε τώρα η Ελλαδική Εκκλησία
είναι άρρωστη εξ αιτίας του ιού, που της μετέδωσε ο Άγιος Νικόδημος. Γνωρίζουμε πάντως οι ασχολούμενοι με τον Άγιο Νικόδημο ότι ιδιαιτέρως τα δύο αυτά έργα υπέστησαν εξονυχιστικό έλεγχο από αγίους και δοκιμασμένους στα ορθόδοξα φρονήματα Γέροντες. Ο
ίδιος ο Άγιος Νικόδημος, με σύσταση του Πατριαρχείου, παρέδιδε τα
κείμενά του και ηλέγχοντο από λογίους και ορθοδόξων φρονημάτων Γέροντες,
μήπως και διαφύγει κάτι ατυχές και αντίθετο προς την Ορθόδοξη Παράδοση.
Μακάρι να έπρατταν και σήμερα τα ίδια πολλοί θεολόγοι, υπερφίαλοι και
μεγάλαυχοι για τα πρωτότυπα έργα τους, μακάρι να έκανε το ίδιο και ο
καθηγητής Γιανναράς. Θα αποφεύγαμε αυτήν την πολυφωνία και την σύγχυση
του διασπασμένου και κατασπαραγμένου από τις ιδιοτέλειες θεολογικού
λόγου, ο οποίος θεωρείται νόμιμος και υγιής, ακόμη και όταν περνάει τα
όρια και εισέρχεται στον χώρο της πλάνης και της αιρέσεως. Τώρα όχι
μόνον δεν ζητούμε την γνώμη καταξιωμένων Γερόντων, αλλά και όταν αυτοί
από αγάπη και ανησυχία την εκφράζουν, τους υβρίζουμε και τους
κακολογούμε ως εμπαθείς. Σχεδόν όλα τα έργα του Αγίου Νικοδήμου,
αλλά ιδιαιτέρως το «Πηδάλιο» και το «Εξομολογητάριο» διαθέτουν
βεβαιωτικά έγγραφα περί του ότι δεν έχουν τίποτε που να αντίκειται στην
ορθόδοξη διδασκαλία. Ποιος έχει επικυρώσει την «Ορθοδοξία» των έργων του Γιανναρά, αλλά και όλων των άλλων θεολόγων;
Πάντως επί τη βάσει αυτών των έργων, των «λοιμικών», κατά τον Γιανναρά, εξομολόγησαν τον κόσμο επί πολλούς αιώνες οι πνευματικοί, μεταξύ δε αυτών και πολλοί Άγιοι, όπως ο Άγιος Νεκτάριος. Ο π. Βασίλειος Βολουδάκης επισημαίνει εκφράσεις θεωρούμενες δικανικές και νομικές, πολύ πιο αυστηρές, στα έργα του Αγίου Νεκταρίου. Λέγει μάλιστα πως θα έπρεπε ο καθηγητής Γιανναράς να στραφεί και εναντίον του Αγίου Νεκταρίου. Δεν το αποτολμά όμως, γιατί γνωρίζει ότι ο Άγιος Νεκτάριος είναι πολύ γνωστός στο ορθόδοξο πλήρωμα, που τον τιμά και τον σέβεται ιδιαζόντως· γι’ αυτό επιτίθεται εναντίον του αφανούς, ταπεινού και ολιγώτερον γνωστού Αγίου Νικοδήμου, νομίζοντας ότι εδώ θα περάσει η κριτική του15.
Υπάρχει
πάντως σε όλους τους Πατέρες πλήθος χωρίων που ομιλούν για την
δικαιοσύνη του Θεού, για την οργή του Θεού και τον φόβο του Θεού. Δεν ομιλούν οι Πατέρες μόνον για την αγάπη, αλλά και για την δικαιοσύνη του Θεού.
Ο π. Βολουδάκης έχει παρουσιάσει αρκετές παρόμοιες θέσεις των Πατέρων.
Όσα σχετικά λέγουν δεν έχουν καμμία σχέση με την δικανική ορολογία και
νοοτροπία των Δυτικών και ίσως πρέπει, όπως ελέχθη, να υπάρχει μία
εισαγωγή στις εκδόσεις του «Πηδαλίου», η οποία θα αναφέρεται στα θέματα
αυτά και θα τα ξεκαθαρίζει. Ο Θεός τιμωρών και η Εκκλησία, επιβάλλουσα
διά των πνευματικών επιτίμια, δεν συμπεριφέρονται ως δικασταί, αλλά ως
ιατροί. δεν δικάζουν, αλλά θεραπεύουν.
Υπάρχουν
λοιπόν του κόσμου τα χωρία μέσα στην πατερική γραμματεία, στα οποία
βρίσκει κανείς παρόμοια ορολογία και αντιμετώπιση. Ήταν ποτέ δυνατόν ο
πατερικώτατος Άγιος Νικόδημος, ο οποίος παιδιόθεν είχε ανατραφή και είχε
ζυμωθή με την πατερική παράδοση, την οποία εγνώριζε όσο κανείς άλλος
στην εποχή του, απέξω και ανακατωτά, από μνήμης, είχε
γίνει ο εαυτός του, η ταυτότητά του, ήταν λοιπόν ποτέ δυνατόν να
υιοθετήσει γραμμή διαφορετική από την γραμμή των Πατέρων της Εκκλησίας, η
οποία θα απέβαινε “λοιμική νόσος” για τους Ορθοδόξους πιστούς;
Εχάρηκα, διότι και ο π. Θεόκλητος στην αναγνωσθείσα εισήγησή του, και ο παριστάμενος Άγιος Καθηγούμενος, ο π. Γεώργιος Καψάνης, είπαν ότι το θέμα της παρεξηγήσεως της διδασκαλίας του Αγίου Νικόδημου είναι πολύ σοβαρό, και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο στο συνέδριο αυτό που συνεκλήθη προς τιμήν του Αγίου Νικοδήμου, από την Ιερά Μονή που φέρει το όνομά του και τον τιμά ως απλανή Άγιο και Πατέρα της Εκκλησίας. Με την εισήγησή μου θέλησα να δείξω ότι ο Άγιος Νικόδημος δικαιώθηκε στην πρώτη φάση, όταν παρουσιαζόταν από τον Θεοδώρητο και άλλους ως αντιγραφεύς ξένων έργων. Δικαιώνεται και τώρα στην δεύτερη φάση, που κατηγορήθηκε άδικα από τον καθηγητή Γιανναρά. Αν ζούσε ο ίδιος θα έκανε αυτό που έκανε όταν τον κατηγόρησαν ότι υπερβάλλει στην απόδοση τιμών στο πρόσωπο της Παναγίας. παρέπεμψε στους προ αυτού Αγίους Πατέρες λέγοντας πως εκείνους πρέπει να κατηγορήσουν. Το ίδιο ισχύει και για όσα λέγονται περί δικανικού και νομικού πνεύματος· θα πρέπει να κατηγορήσουμε και τους προ αυτού Αγίους Πατέρες. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης δεν έχει ανάγκη συνηγορίας· είναι στύλος ακλόνητος της ορθοδόξου πίστεως, και μόνον επαινετικά και υμνητικά πρέπει να αναφερόμαστε στο όνομά του.
1.
Βλ. σχετικώς Εμμ. Φραγκίσκου, «”Αόρατος Πόλεμος” (1796), “Γυμνάσματα
Πνευματικά” (1800). Η πατρότητα των “μεταφράσεων” του Νικοδήμου
Αγιορείτη», Ο Ερανιστής, έτος ΚΕ-ΛΑ, τόμος 19(1993)104.
2.
Βλ. Ευλογίου Κουρίλα, «Κατάλογος αγιορειτικών χειρογράφων», Θεολογία 16
(1938) 351. Κ. Παπουλίδη, «Η συγγένεια του βιβλίου “Γυμνάσματα
Πνευματικά” του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου με το “Exercicios
Spirituales” του Αγίου Ιγνατίου de Loyola», εν Κ. Παπουλίδη,
Αγιορειτικά, έκδ. Πανσέληνος, Άγιον Όρος 1993, σελ. 125-127.
3.
Βλ. Sobornost 12 (1952) 586, όπου υπάρχει κριτική του L. Gillet, για
την εισαγωγή του Η. Α. Hodges στην αγγλική μετάφραση του «Αοράτου
Πολέμου». Εμμ. Φραγκίσκου, όπ.π., σελ. 127-128.
4.
Βλ. σχετικώς Κ. Παπουλίδη, «Η συγγένεια του βιβλίου Αόρατος Πόλεμος”
του Νικοδήμου Αγιορείτου με το “Combattimento Spirituale” του Lorenzo
Scupoli)), εν Κ. Παπουλίδη, Αγιορειτικά, σελ. 107ε. και 123.
5.
Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος
και τα έργα του (1749-1809), εκδ. «Αστέρος», Αθήνα 1959, εκδ. ά.τ.χ.,
σελ. 191.
6. Κ. Παπουλίδη, «Η συγγένεια του βιβλίου “Αόρατος Πόλεμος”… », όπ.π., σελ. 111ε.
7. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, όπ.π., σελ. 198.
8. Το κείμενο εις Κ. Παπουλίδη, όπ.π., σελ. 126.
9. Εμμ. Φραγκίσκου, όπ.π., σελ. 128. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, όπ.π., σελ. 192.
10. Εμμ. Φραγκίσκου, όπ.π., σελ. 127 και 131.
11.
Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα
1993. Ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης στο έργο του Ο Άγιος
Νικόδημος ο Αγιορείτης και το λειτουργικό του έργο, έκδ. “Ακρίτα”, Αθήνα
1998, στο οποίο έχει ειδικό κεφάλαιο για τον «Ισχυρισμό ύπαρξης δυτικής
επίδρασης στο έργο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου», σελ. 235ε.
συνοψίζει ως εξής τις κατηγορίες του Χρ. Γιανναρά, εναντίον του Αγίου
Νικοδήμου: α) «αλλοτρίωση της εκκλησιαστικής ευσέβειας», β) «προβολή
ενός Θεού σαδιστή και τρομοκράτη με ατέλειωτες απαιτήσεις από τον
ανήμπορο να ανταποκριθεί άνθρωπο», γ) «εφιαλτικό νομικισμό στο βιβλίο
του Εξομολογητάριο και Πηδάλιο», δ) «μανιχαϊστικές διακρίσεις καθαρών
και ακαθάρτων ανθρώπων» κ.ά. (σελ. 251 -252).
12.
Τις θέσεις αυτές του π. Θεοκλήτου ευρίσκει κανείς τώρα συγκεντρωμένες
στο νέο βιβλίο που εξέδωσε το Ιερό Κοινόβιο του Οσίου Νικοδήμου. Βλ.
Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η
Νεονικολαϊτική Σχολή, έκδ. Ι. Κοινοβίου Οσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα
2002.
13. Βασιλείου Βολουδάκη, Πρεσβυτέρου, Ορθοδοξία και Χρ. Γανναράς, έκδ. «Υπακοή», Αθήνα 1993.
14.
Το κείμενο της Ιεράς Κοινότητος φέρει τον τίτλο «Αναίρεσις των
πεπλανημένων θέσεων του Χρ. Γιανναρά περί του εν Αγίοις Πατρός ημών
Νικοδήμου του Αγιορείτου», με ημερομηνίαν 13/26 Μαρτίου 1993.
Δημοσιεύεται περικεκομμένο στην μνημονευθείσα μελέτη του π. Βασιλείου
Βολουδάκη (σελ. 264-269) και ολόκληρο στο μνημονευθέν βιβλίο του π.
Θεοκλήτου που εξέδωσε το Ιερό Κοινόβιο του Οσίου Νικοδήμου (σελ.
198-214). Στο ίδιο βιβλίο ο π. Θεόκλητος μεταξύ των εξεγερθέντων και
γραψάντων εναντίον των αιρετικών φρονημάτων του Χρ. Γιανναρά αναφέρει
τον Κύπριο Θεολόγο Παναγιώτη Τελεβάντο, ο οποίος έγραψε σχεδόν ολόκληρη
πραγματεία περί του θέματος εκ 50 σελίδων, και αλληλογράφησε επίσης με
το περιοδικό «Σύναξη» που ανέλαβε την υπεράσπιση των θέσεων του Χρ.
Γιανναρά (όπ.π., σελ. 216-233. Επίσης σελ. 58, 214).
15. Βασιλείου Βολουδάκη, όπ.π., σελ. 63-65.
“ΚΟΛΛΥΒΑΔΙΚΑ
Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης
Άγιος Αθανάσιος Πάριος”
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: “Βρυέννιος”