Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Με πιστι στο Θεο κι αγαπη στην πατριδα!

Χριστος & ψυχη μικρ Τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου
Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου

«Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου
Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. 19,8)

Καὶ πέρυσι καὶ ἄλλοτε μιλή­σαμε, ἀγαπητοί μου, στὴν ἑορτὴ αὐτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης. Θυμᾶται ἆραγε κανεὶς νὰ πῇ τί ἄκουσε; Ἄλ­λο­τε οἱ Χριστιανοὶ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια τοῦ κηρύγματος καὶ τὰ τύπωναν στὴν καρδιά, ὅ­πως π.χ. τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Σήμερα νέοι καιροί· τὸ μυα­λὸ δὲν εἶνε στὸ Θεό, εἶνε σὲ δαιμονικὰ πράγματα.

Ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε δώσει λόγο στὸ Θεό, ὅ­σο ζοῦμε στὸ μάταιο τοῦτο κό­­σμο, νὰ κηρύττου­με τὸ λόγο του. Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν ὅλοι, κάποιοι θ᾽ ἀκούσουν. Καὶ ἕνας μόνο ἂν ἀκού­σῃ καὶ ἐφαρμόσῃ, φτάνει. Καὶ ἂν καν­ένας δὲν ἀ­κούσῃ, ἐγὼ τὸ χρέος τὸ ἔκανα.

Τὸ εἶπε ἡ Γραφή· θὰ ἔρ­θουν χρόνια ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν τ᾽ αὐτιὰ καὶ δὲν θ᾽ ἀκοῦ­νε (βλ. Ἠσ. 6,9-10. Πράξ. 7,57. ῾Ρωμ. 11,8. Β΄ Τιμ. 4,4). Ἀλλοῦ τώρα προσ­ηλώνονται, σὲ φω­νὲς ψεύδους· ποτέ ἄλλοτε διπλωμάτες, πο­λιτικοί, «ἐπιστήμονες», δημοσιογρά­φοι δὲν ἔ­χουν τόσο ψευ­σθῆ στὸν προδομένο λαό, ὅπως στὸν αἰῶνα μας. Καὶ ὅμως αὐ­τοὺς ἐμπιστεύεται. Τό ᾽πε τὸ ῥάδιο, σοῦ λέει, τὸ εἴδαμε στὴν τηλεόρασι, ἄρα εἶνε ἀληθινό!
Ἐμεῖς ἂς ποῦμε πάλι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέμα μας εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης.

* * *

Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἔχει διπλῆ σημασία· ὑπενθυ­μίζει δύο γεγονότα τῆς ἱστορίας μας.

⃝   Τὸ ἕνα εἶνε παλαιό, συνέβη στὴν Βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν Πόλι τῶν ὀνείρων μας, ποὺ ὅ­σο κι ἂν δὲν θέλουν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας, πά­λι στὸν τροῦλλο τῆς Ἁ­για-Σοφιᾶς –τὸ πιστεύω– θὰ ὑψωθῇ μιὰ μέρα ὁ σταυρός.
Ἐκεῖ λοιπὸν τὸ 870 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-912), ἡ Πόλις γιὰ μία ἀκόμη φορὰ περικυκλώθηκε ἀπὸ βαρ­βάρους, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν κυ­ριεύσουν. Ἡ θέ­­σι της δεινή, οἱ ὑπερασπισταί της λίγοι. Ὁ λαὸς εἶ­χε σχε­­δὸν ἀπελπιστῆ· ὑπῆρχε κίνδυνος ἀ­πὸ ὥρα σὲ ὥρα οἱ ἐχθροὶ νὰ εἰσβάλουν. Καὶ ὅμως σώθηκε! Ποιός τὴν ἔσωσε; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ἡ Ἱ­στορία βοᾷ καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα θὰ τὸ φωνάξουν· τὴν ἔσωσε ἡ πίστις, τὴν ἔσωσε ἡ Παναγία Θεοτόκος. Ἂς μὴν πιστεύ­ουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἀλλὰ καὶ δικαίωμα δικό μας εἶνε νὰ μὴν ἀρνούμεθα ἱστορικὰ γεγονότα. Καὶ γεγονὸς ἀναμφισβήτητο εἶνε, ὅτι τὴ νύχτα ἐ­κείνη στὴν Πόλι (σὲ ὥρα ποὺ τώρα πολλοὶ γλεντοῦν), γινόταν ἀγρυπνία στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν.
Τώρα γίνονται κυρίως ἀγρυπνίες διαβόλου. Ἂν εἴ­χαμε ἐπίσημα στοιχεῖα, θὰ βλέπαμε πόσες χιλιάδες ἄντρες καὶ γυναῖκες διανυκτερεύ­ουν σὲ κέντρα διαφθορᾶς, ὅπου νυχτερίδες τῆς ἡδονῆς ῥουφοῦν τὸ αἷ­μα καὶ τὸ χρῆ­μα τοῦ ταλαίπωρου ἀλλὰ ἀφελοῦς λαοῦ μας. Ἀγρυπνία γιὰ τὸν διάβολο· ἀλλὰ γιὰ τὸ Θεό;
Θὰ κηρύξω κάποια νύχτα ἀγρυπνία, ὡς δι­α­­μαρτυρία γιὰ τὰ τόσα νυχτερινὰ κέντρα, ποὺ ξεφυτρώ­νουν στὴν κοινωνία μας σὰν τὰ μανι­τάρια στὴν κοπριά· νὰ χτυπήσουν οἱ καμ­πάνες γιὰ προσευχὴ στὸν Κύριο μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες. Θὰ εἶνε μιὰ φωνὴ ἔντονη τοῦ εὐ­­σε­­βοῦς καὶ φιλοπάτριδος λαοῦ πρὸς ἐκείνους ποὺ τείνουν ν᾽ ἀφανίσουν κάθε τι τὸ ἑλληνι­κὸ καὶ χριστιανικό. Ξέρω ὅτι ὡρισμένοι θὰ ἀν­τιδράσουν μὲ εἰρωνεῖες. Ἂς ποῦν ὅ,τι θέλουν· ἐμεῖς μὲ πίστι στὸ Θεὸ θὰ ἀγνοήσου­με σχόλια ἀνθρώπων ποὺ δουλεύουν στὸ κακό.
Ἀγρυπνία, λοιπόν, γινόταν τότε στὴν Πόλι. Καὶ τὴ νύχτα συνέβη σημεῖον μέγα. Ἕνας ἀ­σκη­­τής, ὁ ἅγιος Ἀν­δρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός (ἑ­ορτάζει 28 Μαΐου), ἐνῷ προσευχόταν μαζὶ μὲ τὸ ἐναγώ­νιο πλῆθος, εἶδε τὴν ὑπερ­­αγία Θεοτό­κο νὰ ἔχῃ κατεβῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια, νὰ εἶνε στὴν πύλη τοῦ νάρθηκα συνοδείᾳ πλήθους ἀγ­γέλων καὶ νὰ τὴν κρατοῦν ἀπὸ τὰ χέρια ὁ Ἰ­ωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἔ­φτασε στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἦ­ταν ὁ ἄμβωνας, ἐ­κεῖ γονάτισε καὶ προσευχή­­θη­­κε ἀρκετὴ ὥρα γιὰ τὴ σω­τηρία τοῦ κόσμου. Ἔ­πειτα μπῆκε στὸ ἅγιο βῆμα καὶ ἄνοιξε τὴν ἁ­γία σορὸ ὅπου φυλασσόταν τὸ μαφό­ριο, δηλα­δὴ ἡ ἁγία μανδήλα της. – Μία παρένθεσι ἐδῶ.
Ἡ Παναγία φοροῦσε μαντήλι! Ποιά γυναίκα σήμερα φοράει μαντήλι; Μπᾶ, δὲν φορᾶνε ὅ­πως συνήθιζαν οἱ ἅγιες γυναῖκες κι ὅπως γίνε­ται ἀκόμα σὲ ὡρισμένα μέρη τῆς πατρίδος μας, στὴν ὕπαιθρο, στὰ νησιά, στὰ ψηλὰ βουνά, στὴν Πίνδο, στὴν Ἤπειρο, στὴ Θεσσαλία καὶ ἀλλοῦ.
Βγῆκε λοιπὸν ἡ Παναγία μπροστὰ ἀ­πὸ τὰ βημόθυρα, ἅπλωσε τὴ μανδήλα της πάνω ἀπὸ τὸν προσ­ευχόμενο λαό, καὶ ἡ μανδήλα μεγάλωσε, πλάτυνε, ἔγινε μιὰ πελώρια ὀμ­πρέλλα κ᾽ ἔ­μεινε ἔτσι σκεπάζοντας ὅλους· τὴν κρατοῦ­σε ἡ θεία δύναμι. Ὁ λαὸς δὲν ἀντιλήφθηκε τίποτα· τὸ εἶδαν μόνο ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καὶ ὁ μαθητής του Ἐπιφάνιος ποὺ τὸ ἐπιβε­βαίωσε. Τέλος, μετὰ ἀπὸ ὥρα, ἡ Παναγία ἄρχισε νὰ ὑ­ψώνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ μέσα σὲ λαμπρὸ φῶς μέχρι ποὺ ἔγινε ἄ­φαντη· ἄφησε ὅμως τὸ μαφόριό της στὸ λαό, νὰ τὸν προστατεύῃ.
Τὴν ἄλλη μέρα –διαβάστε Ἱστορία–, ἡ πολι­ορ­κία λύθηκε. Φύσηξε θύελλα, σκόρπισε σὰν ἄ­χυρα τὰ ἐ­χθρικὰ στρατεύματα καὶ ἡ Πόλις ἐ­λευθερώθηκε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἑωρταζόταν ἀρχικὰ τὴν 1η Ὀκτωβρίου καὶ τέλος, μετὰ τὸ ἄλλο γεγονός, ποὺ ἀκο­λουθεῖ στὴ συνέχεια, ὡ­ρίστηκε νὰ ἑορτάζεται σήμερα 28 Ὀκτωβρίου.
⃝   Τὸ δεύτερο γεγονὸς εἶνε νεώτερο, τὸ ἔχου­με ζήσει. Συν­έβη τὸ 1940. Ὑπάρχουν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι. Ὅσοι εἶνε μεγαλύτεροι τὸ θυμοῦνται.
Ἡ πατρίδα μας, μικρὸ ἔθνος ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπουλώσῃ πληγὲς τῆς Μικρασι­ατι­κῆς καταστροφῆς, στὶς 27 Ὀκτωβρίου κοι­μήθη­κε ἥσυχη σὰν ἀθῷο νήπιο. Τὰ μεσάνυχτα, ὥρα τοῦ σκότους, κάποιος τῆς χτύ­πησε τὴν πόρτα καὶ τῆς ζήτησε νὰ παραδοθῇ. Καὶ τότε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ (ποὺ ὅσο καὶ ἂν κάποιοι σήμερα θέλουν νὰ μειώσουν τὴ δό­ξα του –δὲν ἀνήκω σὲ κανένα κόμμα ἢ ἰδεολογία· πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ἡ πατρίδα καὶ πάνω ἀπ᾽ τὴν πατρίδα ὁ Χριστός– ἀκούστηκε τὸ ΟΧΙ· καὶ τὸ ΟΧΙ τοῦ πρωθυπουργοῦ ἔγινε ΟΧΙ ὅ­λου τοῦ λαοῦ. Ἀκούστηκε βρον­τόφωνα, ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀντιστέκεται.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἡ ἀστυνομία τοιχ­οκολλοῦ­σε τὶς προσκλήσεις ἐπιστρατεύσεως, οἱ καμπάνες χτυ­ποῦσαν, οἱ σειρῆνες βούιζαν, Ἰταλικὰ ἀεροπλάνα βομβάρδισαν τὴν Πάτρα… Ἡμέρες τρομερές, ἡμέρες ὅμως μεγάλες.
Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, στρατιῶτες, δεκανεῖς, λοχίες, ὑπαξιωματικοί, καὶ ἀξιωματικοί, ἔφεδροι καὶ μόνιμοι, μόλις ἄκουσαν τὴ σάλπιγγα ἀνέβηκαν στὰ ψηλὰ βουνά. Ἡρωικὰ συν­­­τάγματα Πτολεμαΐ­δος, Κοζάνης, Ἀμυν­ταίου καὶ Φλωρίνης, πρῶτα αὐ­τά, ἔσπευσαν καὶ κατέ­λαβαν τὸ Μοράβα, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ μπῆκαν στὴν Κορυτσά. Τέτοιες δόξες ἔζησε ἡ πατρίδα.
Πολέμησαν τὸν ἐχθρὸ ἀ­πὸ πίστι στὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη στὴν πα­τρίδα. Πολ­λοὶ ὅμως, ποὺ ­ὑ­πέ­μειναν τὸν φοβερὸ χειμῶνα τῆς Τρε­μπεσίνας μὲ 20 ὑπὸ τὸ μηδέν, ἔπαθαν κρυοπα­­γήματα καὶ ἀκρωτηριάστηκαν. Μόνο στὸ Μεσο­λόγγι, ποὺ ἔ­τυχε νὰ εἶμαι, ἔκοψαν σὲ μιὰ νύχτα μὲ πριόνια πεντακόσα πόδια! τὰ ὁποῖα μὲ πόνο ψυχῆς θάψαμε στὸ νεκροταφεῖο τῆς πό­λεως. Στὴν πρώτη γραμμὴ οἱ μάχιμοι, καὶ στὰ μετόπισθεν γυναῖκες, μανάδες, ἀδελφές, σύζυγοι, παιδιά, ποὺ γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν.
Τώρα δὲν προσευχόμαστε· ψυχροὶ καὶ ἀδι­άφοροι χασμουριόμαστε. Τότε οἱ καρδιὲς ἦ­ταν θερμὲς καὶ στοὺς ναοὺς τὰ δάκρυα ἔπεφταν καυτὰ στὶς πλάκες τοῦ δαπέδου· προσ­εύχονταν στὴν Παναγιὰ γιὰ τὸ γυιό, τὸ σύζυ­γο, τὸν ἀδελφό! Καὶ οἱ προσευχές τους ἔκαναν θαύματα. Μικρὰ παιδιὰ 5 – 6 ἐτῶν τότε, ἄν­τρες σήμερα, θυμοῦνται ζωηρὰ τὰ γεγονότα.
Μιὰ μικρὴ καὶ ἀδύνατη χώρα, ποὺ ὑστεροῦ­σε σὲ ὅ­πλα, ἀπέναντι σὲ ἀντίπαλο, ποὺ ἦταν πάνοπλος καὶ ὑπερήφανος σὰν τὸν ἀρχαῖο Ξέρξη. Ὁ νέος Ξέρξης, ὄ­χι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ Δύσι τώρα, ἔλεγε· Ἔ­χω τόσα ἀεροπλάνα, ποὺ θὰ σκιάσω τὸν οὐρανὸ τῆς Ἑλ­λάδος! Καὶ ἦταν τόσο βέβαιος γιὰ τὴ νίκη ὥστε, πρὶν ἀπὸ τὴ σύγ­κρουσι, εἶχε κόψει σὲ ἐργοστάσιο τοῦ Μιλάνου μετάλλια, ποὺ εἰκόνιζαν ἕναν Ἰταλὸ στρατι­ώ­­τη, φρα­τέλλο ἀλπινιστή, νὰ γονατίζῃ στὴ γῆ τὸν Ἕλ­ληνα φαν­τάρο καὶ μὲ τὴ λόγχη νὰ τὸν χτυπάῃ στὰ πλευ­ρά, μὲ τὰ λόγια· Στοὺς νικητὰς τῆς Ἑλλάδος. Βρῆκαν οἱ στρατιῶτες μας τὰ μετάλλια αὐτὰ στὴν Κορυτσὰ μέ­σα σὲ κιβώτια καὶ τὰ κρέμασαν αὐτοὶ στὰ στήθη τους…

* * *

Πῶς νίκησε, ἀδελφοί μου, ἡ Ἑλλάδα;
Νίκησε πρῶτον, διότι τὸ ἔθνος βρέθηκε ἑ­νωμένο, κάτι ποὺ σπανίως ἐπιτυγχάνεται· ὅ­ταν ἡ πατρίδα εἶνε ἑνωμένη, παίρνει τὶς κορυ­φὲς τῆς Πίνδου καὶ τὶς ἑ­νώνει μὲ τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ· ὅταν ὅμως ἔχῃ διχόνοια, τότε…
Νίκησε δεύτερον, διότι ἔδρασαν δύο ἀόρατοι παράγοντες· ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα, καὶ κυρίως ἡ πίστις στὸ Θεό. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἱ­στορικοῦ ὑλισμοῦ ἀ­κοῦνε «πίστι» καὶ κοροϊδεύουν. Πιστεύουν, ὅτι τὰ πάν­τα κινεῖ ὁ ὑλι­κὸς – οἰκονομικὸς παράγων· χρῆμα, ἀπόλαυσι, ἰσχύς· «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀ­­­πο­θνῄ­σκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32)· μόνο λεφτὰ καὶ ἅρ­ματα.
Ἀλλ᾽ ὄχι. Πέρα ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς αὐτούς, ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο, κι αὐ­τὸ εἶ­νε ἡ πίστι, ποὺ μετα­κινεῖ βουνά. Κάποιος, ποὺ χρη­μάτισε καὶ ὑπουργός, ἔ­γραψε βιβλίο πολλῶν σε­λίδων. Εἶπε, εἶπε, μὰ γιὰ τὴν πίστι τίποτα. Τὸ ὑ­πέβαλε καὶ στὴν Ἀ­καδημία Ἀθη­νῶν νὰ βραβευ­θῇ. Καὶ ἡ Ἀκαδημία, μολονότι ἦταν τότε δικτα­τορία, –πρὸς τιμήν της– δὲν τὸ βράβευσε. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε· Κύριε, ἀγνόησες τὸν σπουδαιότε­ρο παρά­γοντα, ἔγραψες ἱστορία χωρὶς ψυχή. Ἡ ψυχὴ τῆς Ἑλ­λάδος εἶνε ἡ πίστι στὸ Θεό.
Ὑπάρχουν λοιπὸν αὐτόπτες. Ἂς βεβαιώ­σουν οἱ μα­χηταί μας. Πίστευαν. Εἶδα λόχους ὁλόκληρους, προτοῦ νὰ ξεκινήσουν, νὰ μπαίνουν σὲ ἐξωκκλήσια καὶ νὰ προσεύχωνται. Ἐ­κεῖ στὰ ψηλὰ βουνὰ τραγούδι αἰ­σχρὸ δὲν ἄ­κουγες. Ὅσοι ὑπηρετήσαμε στρατιωτικοὶ ἱερεῖς τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες μαρτυροῦμε, ὅτι τραγουδοῦ­σαν τραγούδια λευτεριᾶς. Κι ὅταν ἔστη­ναν σὲ νέα κορφὴ ἑλληνικὴ σημαία, χόρευαν ὅπως τὰ παλληκάρια τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ ἔ­ψελναν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Φτωχὰ παιδιά, στὶς τσέπες τους φράγ­κο δὲν εἶχαν, κουραμάνα ἔτρωγαν· στὰ πορτοφόλια τους εἶχαν φωτογραφίες μόνο τῆς μάνας, τῆς συζύγου, τῶν παιδιῶν τους. Στὸν κόρφο τους ὅλοι εἶχαν τὴν εἰκονίτσα τῆς Παν­αγίας καὶ στὸ λαιμό τους κρεμασμένο τὸν τίμιο σταυρό. Ἡ πίστι τους φαινόταν καὶ στὰ γράμματα ποὺ ἔστελναν στὰ σπίτια τους.
Ὅπως ὁ Δαυῒδ γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ μικροῦ λαοῦ του ἔλεγε «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗ­τοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. 19,8), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ποῦμε· «Γνῶτε, ἔ­θνη, καὶ ἡτ­τᾶσθε, ὅτι μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἠσ. 8,8-9 & Μέγ. Ἀπόδ.). Καὶ ὅπως στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος λέει ὅτι «πίστει» (=διὰ τῆς πίστεως) ἔγιναν ὅ­λα τὰ μεγάλα γεγονότα (βλ. Ἑβρ. κεφ. 11ο), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς μὲ τὴν πίστι νικήσαμε.
* * *
Ἀδέρφια μου, ἀλλοίμονο ἐὰν δὲν κρατήσου­με τὴν πίστι! Σβήνουν τὰ ἔθνη – τί νομίζετε; Ἃς τραγουδᾶμε «Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πεθαίνει…». Εἶμαι γέρος, πεθαί­νω, θὰ μὲ πᾶνε στὰ κυπαρίσσια. Προβλέπω ὅμως, ὅτι σὲ πενήντα χρόνια Ἑλλάδα δὲν θὰ ὑπάρχῃ. Κάν­­τε μιὰ τραγικὴ ὑπόθεσι· Ἂν οἱ τριακόσες χιλιάδες πρόγονοί μας ποὺ πολέμησαν τὸ ᾽40 ἦταν ἰεχω­βῖτες· δὲν πίστευ­αν στὴν Ὀρθοδοξία, στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία, δὲν προσεύχονταν, δὲν κοινωνοῦσαν, ἐρω­τῶ, θὰ ὑπῆρχε ἀντίστα­­σι; Τίποτα· θά ᾽ρριχναν τὰ ὅπλα καὶ οἱ Ἰταλοὶ θὰ περνοῦσαν. Πολέμησαν, γιατὶ πίστευαν.
Λοιπὸν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς ὑπάρχουν καὶ ἐσωτερικοὶ ἐχθροί· καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ ἄπιστοι, ἄθεοι, οἱ χιλιασταὶ τῶν ἡμερῶν μας.
«Στῶμεν καλῶς!». Λιγοστεύουμε, ἀλλὰ «ὅσοι πιστοί», ἂς φυλάξουμε τὶς νέες Θερμοπύλες. Μὲ καρδιὰ γεμάτη πίστι στὸν ἐν Τριάδι Θεὸν ἂς συνεχίσουμε τὴν πορεία μας. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι· ὅσο ἡ Ἑλλάδα πιστεύει, θὰ εἶνε ἀήττητη. Ὅπως ὁ μυθολογικὸς Ἀνταῖ­ος τῶν ἀρχαίων, ὅσο ἄγγιζε τὴ γῆ ἦταν ἀήττη­τος, ἔτσι καὶ ἡ μικρὴ Ἑλλάδα μας, ὅσο πατάει στὸ ἔ­δαφος τῆς πίστεως, θὰ εἶνε ἀήττητη. Καὶ ἡ Κορυτσὰ καὶ τὸ Ἀργυρόκαστρο καὶ ἡ Τρεμπεσίνα καὶ τὸ Τεπελένι, καὶ οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ ἄστρα θὰ ψάλλουν καὶ θὰ ὑμνοῦν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σκέπης Πτολεμαΐδος τὴν Δευτέρα 27-10-1975 ἑσπέρας. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις μὲ νέο τώρα τίτλο 4-9-2022.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=98666#more-98666