Τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου
Του Μητροπολίτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου
Καὶ πέρυσι καὶ ἄλλοτε μιλήσαμε, ἀγαπητοί μου, στὴν ἑορτὴ αὐτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης. Θυμᾶται ἆραγε κανεὶς νὰ πῇ τί ἄκουσε; Ἄλλοτε οἱ Χριστιανοὶ ῥουφοῦσαν τὰ λόγια τοῦ κηρύγματος καὶ τὰ τύπωναν στὴν καρδιά, ὅπως π.χ. τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Σήμερα νέοι καιροί· τὸ μυαλὸ δὲν εἶνε στὸ Θεό, εἶνε σὲ δαιμονικὰ πράγματα.
Τὸ εἶπε ἡ Γραφή· θὰ ἔρθουν χρόνια ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν
τ᾽ αὐτιὰ καὶ δὲν θ᾽ ἀκοῦνε (βλ. Ἠσ. 6,9-10. Πράξ. 7,57. ῾Ρωμ. 11,8. Β΄
Τιμ. 4,4). Ἀλλοῦ τώρα προσηλώνονται, σὲ φωνὲς ψεύδους· ποτέ ἄλλοτε
διπλωμάτες, πολιτικοί, «ἐπιστήμονες», δημοσιογράφοι δὲν ἔχουν τόσο
ψευσθῆ στὸν προδομένο λαό, ὅπως στὸν αἰῶνα μας. Καὶ ὅμως αὐτοὺς
ἐμπιστεύεται. Τό ᾽πε τὸ ῥάδιο, σοῦ λέει, τὸ εἴδαμε στὴν τηλεόρασι, ἄρα
εἶνε ἀληθινό!
Ἐμεῖς ἂς ποῦμε πάλι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέμα μας εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης.
* * *
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἔχει διπλῆ σημασία· ὑπενθυμίζει δύο γεγονότα τῆς ἱστορίας μας.
⃝ Τὸ ἕνα εἶνε παλαιό, συνέβη
στὴν Βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν Πόλι τῶν ὀνείρων μας, ποὺ ὅσο κι ἂν δὲν
θέλουν οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας, πάλι στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς –τὸ
πιστεύω– θὰ ὑψωθῇ μιὰ μέρα ὁ σταυρός.
Ἐκεῖ λοιπὸν τὸ 870 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Λέοντος τοῦ Σοφοῦ
(886-912), ἡ Πόλις γιὰ μία ἀκόμη φορὰ περικυκλώθηκε ἀπὸ βαρβάρους, ποὺ
προσπαθοῦσαν νὰ τὴν κυριεύσουν. Ἡ θέσι της δεινή, οἱ ὑπερασπισταί της
λίγοι. Ὁ λαὸς εἶχε σχεδὸν ἀπελπιστῆ· ὑπῆρχε κίνδυνος ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα
οἱ ἐχθροὶ νὰ εἰσβάλουν. Καὶ ὅμως σώθηκε! Ποιός τὴν ἔσωσε; Ἐμένα ῥωτᾶτε;
Ἡ Ἱστορία βοᾷ καὶ οἱ πέτρες ἀκόμα θὰ τὸ φωνάξουν· τὴν ἔσωσε ἡ πίστις,
τὴν ἔσωσε ἡ Παναγία Θεοτόκος. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά
τους· ἀλλὰ καὶ δικαίωμα δικό μας εἶνε νὰ μὴν ἀρνούμεθα ἱστορικὰ
γεγονότα. Καὶ γεγονὸς ἀναμφισβήτητο εἶνε, ὅτι τὴ νύχτα ἐκείνη στὴν Πόλι
(σὲ ὥρα ποὺ τώρα πολλοὶ γλεντοῦν), γινόταν ἀγρυπνία στὸ ναὸ τῆς
Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν.
Τώρα γίνονται κυρίως ἀγρυπνίες διαβόλου. Ἂν εἴχαμε ἐπίσημα
στοιχεῖα, θὰ βλέπαμε πόσες χιλιάδες ἄντρες καὶ γυναῖκες διανυκτερεύουν
σὲ κέντρα διαφθορᾶς, ὅπου νυχτερίδες τῆς ἡδονῆς ῥουφοῦν τὸ αἷμα καὶ τὸ
χρῆμα τοῦ ταλαίπωρου ἀλλὰ ἀφελοῦς λαοῦ μας. Ἀγρυπνία γιὰ τὸν διάβολο·
ἀλλὰ γιὰ τὸ Θεό;
Θὰ κηρύξω κάποια νύχτα ἀγρυπνία, ὡς διαμαρτυρία γιὰ τὰ τόσα
νυχτερινὰ κέντρα, ποὺ ξεφυτρώνουν στὴν κοινωνία μας σὰν τὰ μανιτάρια
στὴν κοπριά· νὰ χτυπήσουν οἱ καμπάνες γιὰ προσευχὴ στὸν Κύριο μέχρι τὶς
πρωινὲς ὧρες. Θὰ εἶνε μιὰ φωνὴ ἔντονη τοῦ εὐσεβοῦς καὶ φιλοπάτριδος
λαοῦ πρὸς ἐκείνους ποὺ τείνουν ν᾽ ἀφανίσουν κάθε τι τὸ ἑλληνικὸ καὶ
χριστιανικό. Ξέρω ὅτι ὡρισμένοι θὰ ἀντιδράσουν μὲ εἰρωνεῖες. Ἂς ποῦν
ὅ,τι θέλουν· ἐμεῖς μὲ πίστι στὸ Θεὸ θὰ ἀγνοήσουμε σχόλια ἀνθρώπων ποὺ
δουλεύουν στὸ κακό.
Ἀγρυπνία, λοιπόν, γινόταν τότε στὴν Πόλι. Καὶ τὴ νύχτα συνέβη
σημεῖον μέγα. Ἕνας ἀσκητής, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός
(ἑορτάζει 28 Μαΐου), ἐνῷ προσευχόταν μαζὶ μὲ τὸ ἐναγώνιο πλῆθος, εἶδε
τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ ἔχῃ κατεβῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια, νὰ εἶνε στὴν πύλη
τοῦ νάρθηκα συνοδείᾳ πλήθους ἀγγέλων καὶ νὰ τὴν κρατοῦν ἀπὸ τὰ χέρια ὁ
Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἔφτασε στὸ μέσον τοῦ
ναοῦ, ὅπου ἦταν ὁ ἄμβωνας, ἐκεῖ γονάτισε καὶ προσευχήθηκε ἀρκετὴ
ὥρα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔπειτα μπῆκε στὸ ἅγιο βῆμα καὶ ἄνοιξε
τὴν ἁγία σορὸ ὅπου φυλασσόταν τὸ μαφόριο, δηλαδὴ ἡ ἁγία μανδήλα της. –
Μία παρένθεσι ἐδῶ.
Ἡ Παναγία φοροῦσε μαντήλι! Ποιά γυναίκα σήμερα φοράει μαντήλι;
Μπᾶ, δὲν φορᾶνε ὅπως συνήθιζαν οἱ ἅγιες γυναῖκες κι ὅπως γίνεται ἀκόμα
σὲ ὡρισμένα μέρη τῆς πατρίδος μας, στὴν ὕπαιθρο, στὰ νησιά, στὰ ψηλὰ
βουνά, στὴν Πίνδο, στὴν Ἤπειρο, στὴ Θεσσαλία καὶ ἀλλοῦ.
Βγῆκε λοιπὸν ἡ Παναγία μπροστὰ ἀπὸ τὰ βημόθυρα, ἅπλωσε τὴ
μανδήλα της πάνω ἀπὸ τὸν προσευχόμενο λαό, καὶ ἡ μανδήλα μεγάλωσε,
πλάτυνε, ἔγινε μιὰ πελώρια ὀμπρέλλα κ᾽ ἔμεινε ἔτσι σκεπάζοντας ὅλους·
τὴν κρατοῦσε ἡ θεία δύναμι. Ὁ λαὸς δὲν ἀντιλήφθηκε τίποτα· τὸ εἶδαν
μόνο ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καὶ ὁ μαθητής του Ἐπιφάνιος ποὺ τὸ ἐπιβεβαίωσε.
Τέλος, μετὰ ἀπὸ ὥρα, ἡ Παναγία ἄρχισε νὰ ὑψώνεται πρὸς τὸν οὐρανὸ μέσα
σὲ λαμπρὸ φῶς μέχρι ποὺ ἔγινε ἄφαντη· ἄφησε ὅμως τὸ μαφόριό της στὸ
λαό, νὰ τὸν προστατεύῃ.
Τὴν ἄλλη μέρα –διαβάστε Ἱστορία–, ἡ πολιορκία λύθηκε. Φύσηξε
θύελλα, σκόρπισε σὰν ἄχυρα τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα καὶ ἡ Πόλις
ἐλευθερώθηκε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἑωρταζόταν ἀρχικὰ τὴν 1η
Ὀκτωβρίου καὶ τέλος, μετὰ τὸ ἄλλο γεγονός, ποὺ ἀκολουθεῖ στὴ συνέχεια,
ὡρίστηκε νὰ ἑορτάζεται σήμερα 28 Ὀκτωβρίου.
⃝ Τὸ δεύτερο γεγονὸς εἶνε νεώτερο, τὸ ἔχουμε ζήσει. Συνέβη τὸ
1940. Ὑπάρχουν αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι. Ὅσοι εἶνε μεγαλύτεροι τὸ
θυμοῦνται.
Ἡ πατρίδα μας, μικρὸ ἔθνος ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπουλώσῃ πληγὲς
τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, στὶς 27 Ὀκτωβρίου κοιμήθηκε ἥσυχη σὰν
ἀθῷο νήπιο. Τὰ μεσάνυχτα, ὥρα τοῦ σκότους, κάποιος τῆς χτύπησε τὴν
πόρτα καὶ τῆς ζήτησε νὰ παραδοθῇ. Καὶ τότε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ τότε
πρωθυπουργοῦ (ποὺ ὅσο καὶ ἂν κάποιοι σήμερα θέλουν νὰ μειώσουν τὴ δόξα
του –δὲν ἀνήκω σὲ κανένα κόμμα ἢ ἰδεολογία· πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ἡ πατρίδα
καὶ πάνω ἀπ᾽ τὴν πατρίδα ὁ Χριστός– ἀκούστηκε τὸ ΟΧΙ· καὶ τὸ ΟΧΙ τοῦ
πρωθυπουργοῦ ἔγινε ΟΧΙ ὅλου τοῦ λαοῦ. Ἀκούστηκε βροντόφωνα, ὅτι ἡ
Ἑλλάδα ἀντιστέκεται.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἡ ἀστυνομία τοιχοκολλοῦσε τὶς
προσκλήσεις ἐπιστρατεύσεως, οἱ καμπάνες χτυποῦσαν, οἱ σειρῆνες βούιζαν,
Ἰταλικὰ ἀεροπλάνα βομβάρδισαν τὴν Πάτρα… Ἡμέρες τρομερές, ἡμέρες ὅμως
μεγάλες.
Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, στρατιῶτες, δεκανεῖς, λοχίες,
ὑπαξιωματικοί, καὶ ἀξιωματικοί, ἔφεδροι καὶ μόνιμοι, μόλις ἄκουσαν τὴ
σάλπιγγα ἀνέβηκαν στὰ ψηλὰ βουνά. Ἡρωικὰ συντάγματα Πτολεμαΐδος,
Κοζάνης, Ἀμυνταίου καὶ Φλωρίνης, πρῶτα αὐτά, ἔσπευσαν καὶ κατέλαβαν
τὸ Μοράβα, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ μπῆκαν στὴν Κορυτσά. Τέτοιες δόξες ἔζησε ἡ
πατρίδα.
Πολέμησαν τὸν ἐχθρὸ ἀπὸ πίστι στὸ Θεὸ καὶ ἀγάπη στὴν πατρίδα.
Πολλοὶ ὅμως, ποὺ ὑπέμειναν τὸν φοβερὸ χειμῶνα τῆς Τρεμπεσίνας μὲ
20 ὑπὸ τὸ μηδέν, ἔπαθαν κρυοπαγήματα καὶ ἀκρωτηριάστηκαν. Μόνο στὸ
Μεσολόγγι, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶμαι, ἔκοψαν σὲ μιὰ νύχτα μὲ πριόνια
πεντακόσα πόδια! τὰ ὁποῖα μὲ πόνο ψυχῆς θάψαμε στὸ νεκροταφεῖο τῆς
πόλεως. Στὴν πρώτη γραμμὴ οἱ μάχιμοι, καὶ στὰ μετόπισθεν γυναῖκες,
μανάδες, ἀδελφές, σύζυγοι, παιδιά, ποὺ γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν.
Τώρα δὲν προσευχόμαστε· ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι χασμουριόμαστε.
Τότε οἱ καρδιὲς ἦταν θερμὲς καὶ στοὺς ναοὺς τὰ δάκρυα ἔπεφταν καυτὰ
στὶς πλάκες τοῦ δαπέδου· προσεύχονταν στὴν Παναγιὰ γιὰ τὸ γυιό, τὸ
σύζυγο, τὸν ἀδελφό! Καὶ οἱ προσευχές τους ἔκαναν θαύματα. Μικρὰ παιδιὰ 5
– 6 ἐτῶν τότε, ἄντρες σήμερα, θυμοῦνται ζωηρὰ τὰ γεγονότα.
Μιὰ μικρὴ καὶ ἀδύνατη χώρα, ποὺ ὑστεροῦσε σὲ ὅπλα, ἀπέναντι
σὲ ἀντίπαλο, ποὺ ἦταν πάνοπλος καὶ ὑπερήφανος σὰν τὸν ἀρχαῖο Ξέρξη. Ὁ
νέος Ξέρξης, ὄχι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ Δύσι τώρα, ἔλεγε· Ἔχω
τόσα ἀεροπλάνα, ποὺ θὰ σκιάσω τὸν οὐρανὸ τῆς Ἑλλάδος! Καὶ ἦταν τόσο
βέβαιος γιὰ τὴ νίκη ὥστε, πρὶν ἀπὸ τὴ σύγκρουσι, εἶχε κόψει σὲ
ἐργοστάσιο τοῦ Μιλάνου μετάλλια, ποὺ εἰκόνιζαν ἕναν Ἰταλὸ στρατιώτη,
φρατέλλο ἀλπινιστή, νὰ γονατίζῃ στὴ γῆ τὸν Ἕλληνα φαντάρο καὶ μὲ τὴ
λόγχη νὰ τὸν χτυπάῃ στὰ πλευρά, μὲ τὰ λόγια· Στοὺς νικητὰς τῆς Ἑλλάδος.
Βρῆκαν οἱ στρατιῶτες μας τὰ μετάλλια αὐτὰ στὴν Κορυτσὰ μέσα σὲ κιβώτια
καὶ τὰ κρέμασαν αὐτοὶ στὰ στήθη τους…
* * *
Πῶς νίκησε, ἀδελφοί μου, ἡ Ἑλλάδα;
Νίκησε πρῶτον, διότι τὸ ἔθνος βρέθηκε ἑνωμένο, κάτι ποὺ
σπανίως ἐπιτυγχάνεται· ὅταν ἡ πατρίδα εἶνε ἑνωμένη, παίρνει τὶς
κορυφὲς τῆς Πίνδου καὶ τὶς ἑνώνει μὲ τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ· ὅταν ὅμως
ἔχῃ διχόνοια, τότε…
Νίκησε δεύτερον, διότι ἔδρασαν δύο ἀόρατοι παράγοντες· ἡ ἀγάπη
πρὸς τὴν πατρίδα, καὶ κυρίως ἡ πίστις στὸ Θεό. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἱστορικοῦ
ὑλισμοῦ ἀκοῦνε «πίστι» καὶ κοροϊδεύουν. Πιστεύουν, ὅτι τὰ πάντα κινεῖ ὁ
ὑλικὸς – οἰκονομικὸς παράγων· χρῆμα, ἀπόλαυσι, ἰσχύς· «Φάγωμεν καὶ
πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32)· μόνο
λεφτὰ καὶ ἅρματα.
Ἀλλ᾽ ὄχι. Πέρα ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς αὐτούς, ὑπάρχει κάτι
ἀνώτερο, κι αὐτὸ εἶνε ἡ πίστι, ποὺ μετακινεῖ βουνά. Κάποιος, ποὺ
χρημάτισε καὶ ὑπουργός, ἔγραψε βιβλίο πολλῶν σελίδων. Εἶπε, εἶπε, μὰ
γιὰ τὴν πίστι τίποτα. Τὸ ὑπέβαλε καὶ στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν νὰ
βραβευθῇ. Καὶ ἡ Ἀκαδημία, μολονότι ἦταν τότε δικτατορία, –πρὸς τιμήν
της– δὲν τὸ βράβευσε. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε· Κύριε, ἀγνόησες τὸν
σπουδαιότερο παράγοντα, ἔγραψες ἱστορία χωρὶς ψυχή. Ἡ ψυχὴ τῆς
Ἑλλάδος εἶνε ἡ πίστι στὸ Θεό.
Ὑπάρχουν λοιπὸν αὐτόπτες. Ἂς βεβαιώσουν οἱ μαχηταί μας.
Πίστευαν. Εἶδα λόχους ὁλόκληρους, προτοῦ νὰ ξεκινήσουν, νὰ μπαίνουν σὲ
ἐξωκκλήσια καὶ νὰ προσεύχωνται. Ἐκεῖ στὰ ψηλὰ βουνὰ τραγούδι αἰσχρὸ
δὲν ἄκουγες. Ὅσοι ὑπηρετήσαμε στρατιωτικοὶ ἱερεῖς τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες
μαρτυροῦμε, ὅτι τραγουδοῦσαν τραγούδια λευτεριᾶς. Κι ὅταν ἔστηναν σὲ
νέα κορφὴ ἑλληνικὴ σημαία, χόρευαν ὅπως τὰ παλληκάρια τοῦ Κολοκοτρώνη
καὶ ἔψελναν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Φτωχὰ παιδιά, στὶς
τσέπες τους φράγκο δὲν εἶχαν, κουραμάνα ἔτρωγαν· στὰ πορτοφόλια τους
εἶχαν φωτογραφίες μόνο τῆς μάνας, τῆς συζύγου, τῶν παιδιῶν τους. Στὸν
κόρφο τους ὅλοι εἶχαν τὴν εἰκονίτσα τῆς Παναγίας καὶ στὸ λαιμό τους
κρεμασμένο τὸν τίμιο σταυρό. Ἡ πίστι τους φαινόταν καὶ στὰ γράμματα ποὺ
ἔστελναν στὰ σπίτια τους.
Ὅπως ὁ Δαυῒδ γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ μικροῦ λαοῦ του ἔλεγε «Οὗτοι
ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν
μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. 19,8), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ποῦμε· «Γνῶτε,
ἔθνη, καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἠσ. 8,8-9 & Μέγ. Ἀπόδ.).
Καὶ ὅπως στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι
«πίστει» (=διὰ τῆς πίστεως) ἔγιναν ὅλα τὰ μεγάλα γεγονότα (βλ. Ἑβρ.
κεφ. 11ο), ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς μὲ τὴν πίστι νικήσαμε.
* * *
Ἀδέρφια μου, ἀλλοίμονο ἐὰν δὲν κρατήσουμε τὴν πίστι! Σβήνουν
τὰ ἔθνη – τί νομίζετε; Ἃς τραγουδᾶμε «Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δὲν πεθαίνει…».
Εἶμαι γέρος, πεθαίνω, θὰ μὲ πᾶνε στὰ κυπαρίσσια. Προβλέπω ὅμως, ὅτι σὲ
πενήντα χρόνια Ἑλλάδα δὲν θὰ ὑπάρχῃ. Κάντε μιὰ τραγικὴ ὑπόθεσι· Ἂν οἱ
τριακόσες χιλιάδες πρόγονοί μας ποὺ πολέμησαν τὸ ᾽40 ἦταν ἰεχωβῖτες·
δὲν πίστευαν στὴν Ὀρθοδοξία, στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία, δὲν
προσεύχονταν, δὲν κοινωνοῦσαν, ἐρωτῶ, θὰ ὑπῆρχε ἀντίστασι; Τίποτα· θά
᾽ρριχναν τὰ ὅπλα καὶ οἱ Ἰταλοὶ θὰ περνοῦσαν. Πολέμησαν, γιατὶ πίστευαν.
Λοιπὸν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς ὑπάρχουν καὶ ἐσωτερικοὶ
ἐχθροί· καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ ἄπιστοι, ἄθεοι, οἱ χιλιασταὶ τῶν ἡμερῶν μας.
«Στῶμεν καλῶς!». Λιγοστεύουμε, ἀλλὰ «ὅσοι πιστοί», ἂς φυλάξουμε
τὶς νέες Θερμοπύλες. Μὲ καρδιὰ γεμάτη πίστι στὸν ἐν Τριάδι Θεὸν ἂς
συνεχίσουμε τὴν πορεία μας. Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι· ὅσο ἡ Ἑλλάδα πιστεύει,
θὰ εἶνε ἀήττητη. Ὅπως ὁ μυθολογικὸς Ἀνταῖος τῶν ἀρχαίων, ὅσο ἄγγιζε τὴ
γῆ ἦταν ἀήττητος, ἔτσι καὶ ἡ μικρὴ Ἑλλάδα μας, ὅσο πατάει στὸ ἔδαφος
τῆς πίστεως, θὰ εἶνε ἀήττητη. Καὶ ἡ Κορυτσὰ καὶ τὸ Ἀργυρόκαστρο καὶ ἡ
Τρεμπεσίνα καὶ τὸ Τεπελένι, καὶ οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ
καὶ τὰ ἄστρα θὰ ψάλλουν καὶ θὰ ὑμνοῦν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Ναζωραῖον· ὅν,
παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Σκέπης Πτολεμαΐδος τὴν Δευτέρα 27-10-1975 ἑσπέρας. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις μὲ νέο τώρα τίτλο 4-9-2022.