Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

«ΟΛΒΙΟΣ ΤΑΦΟΣ!» (45)

ταν μεσημέρι. Εἶχε ἑτοιμάσει ἕνα ποίημα γιὰ τὰ «Ἐνοριακὰ Νέα». Γιατί τὸ ἔργο τοῦ Γέροντα πρέπει νὰ συνεχιστεῖ. Γιατί ἔφυγε μόνο σωματικά. Ψυχικὰ εἶναι παρὼν καὶ εὐλογεῖ ἀπὸ ψηλὰ κάθε προσπάθεια. Οἱ δραστηριότητες τῆς Ἐνοριακῆς Δράσης δὲ σταμάτησαν: -Συνεχίζουμε τὸ ἔργο τοῦ παππούλη μὲ τὴν εὐλογία του, λένε οἱ κυρίες τῆς ὁμάδας τῶν φυλακῶν. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ κυρίες γιὰ τὰ νοσοκομεῖα. Συνεχίζουν ἀκόμη τὸ ἐργαστήρι παιδικῆς ζωγραφικῆς, ἁγιογραφίας, ἱερορραπτικῆς καὶ ὅλες οἱ ἄλλες δραστηριότητες. Ἡ «ἐξ ἀντανακλάσεως» ἀγάπη, ποὺ μεταγγίστηκε ἀπὸ τὸν ποιμένα στὰ λογικὰ πρόβατα λειτουργεῖ καλὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Καθαρόγραψε, λοιπὸν τὸ ποίημα, τὸ ἔβαλε σὲ ἕνα φάκελο, ὅπως συνήθιζε κι ἔτρεξε στὸν ἅγιο Γιώργη. Τέτοια ὥρα ὁ ναὸς εἶναι κλειστός. Ἀσπάστηκε στὴν εἴσοδο τὴ μικρὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου καὶ προχώρησε ἕνα δύο - βήματα δεξιά. Ἐδῶ κάνει μιά στάση μπροστὰ στὸν τάφο καὶ διαβάζει στὴ μαρμάρινη πλάκα: «Ἀρχιμανδρίτης Μᾶρκος Κ. Μανώλης. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τῇ 16ῃ Ἀπριλίου 2010». Καὶ ἀπὸ κάτω ἕνα χωρίο τῆς Ἀποκάλυψης: «Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ’ ἄρτι. Ναί, λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν. Τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ’ αὐτῶν».

* * *

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ γραφίδα γλιστράει καὶ κάνει παρέκβαση. Καὶ ἡ μνήμη ἀνακαλεῖ περιστατικὸ ἀξιομνημόνευτο. Πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ παπα-Μάρκου δούλευε ἀποκλειστικὴ νοσοκόμος. Δὲν εὕρισκε χρόνο νὰ ἐξομολογηθῆ. Παραπονέθηκε λοιπὸν στὸν Γέροντα: -Πατέρα Μάρκο, κάθε μέρα ἐξομολογεῖτε ἀλλοῦ. Μιὰ στὴν Ἄνοιξη, μιὰ στὴ Νέα Μάκρη, πότε ἀπὸ ἐδῶ πότε ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐγὼ πῶς θὰ βρῶ χρόνο νὰ ἐξομολογηθῶ;

-Μὴν ἀνησυχεῖτε, ἀπάντησε ἥρεμα ὁ παππούλης. Σὲ λίγο θὰ κάνω τὸ γραφεῖο μου μόνιμα ἐδῶ, δεξιὰ καθὼς μπαίνουμε στὴν πόρτα τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ θὰ ἔρχεσθε νὰ λέτε τὸ πρόβλημά σας!

Ἐκείνη δὲν κατάλαβε τὶ ἐννοοῦσε. Γέμισε πάντως χαρά, γιατὶ θὰ τὸν εὕρισκε εὔκολα. Ἐκεῖνος ὅμως διέβλεπε τὸν τόπο τῆς μόνιμης ἐγκατάστασης τοῦ σώματός του σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, σὲ αὐτὸ τὸ μνημεῖο. Ἰδανικὸς τόπος ταφῆς γιὰ τὸν παπα– Μᾶρκο! Αὐτὸ τὸ σημεῖο ὑπέδειξε ὁ πατὴρ Βασίλειος Βολουδάκης, ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ … μὲ πράξη. Πῆρε ἕνα καρβουνάκι ἀπὸ τὸ Ἱερὸ καὶ χάραξε στὸ ἔδαφος τὸν τόπο ταφῆς τοῦ Γέροντα. Ἐδῶ κοιμᾶται γαλήνιος, μέσα στὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, στὸ ναὸ ποὺ τοποθετήθηκε μὲ δυσμενῆ τοποθέτηση, στὸν ναό ποὺ τὸν ἀνέδειξε μητρόπολη Ὀρθοδοξίας, στὸν ναὸ ποὺ ὑπηρέτησε μὲ συνέπεια

μέχρι τὴν τελευταία του πνοή. Κοιμᾶται ἥσυχα ἀνάμεσα στὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ στὸ Ἱερὸ ἐξομολογητήριο, ὅπου ξαπόστασαν, ὅπου τράφηκαν, ὅπου ἀναγεννήθηκαν χιλιάδες ψυχές.

Κοίταξε τὴ φωτογραφία, ὅπου εἶναι ἀποτυπωμένο τὸ ἀθῶο βλέμμα, τὸ παιδικὸ χαμόγελο, ἐνῶ τὸ ἁγιασμένο χέρι κρατάει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸ ποὺ ἐφάρμοσε καὶ ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἐφαρμόσουμε. Καὶ γύρω λουλούδια, πολλὰ λουλούδια φρέσκα κι ὀμορφοστολισμένα. Στάθηκε μὲ εὐλάβεια, ψιθύρισε δύο λόγια κι ἀσπάστηκε τὸν λευκὸ μαρμάρινο σταυρό. Αὐτὸ ἔγινε ἀγαπημένη συνήθεια γιὰ ὅλους. Σὲ κάθε ἀκολουθία, σὲ κάθε εὐκαιρία οἱ πιστοὶ πρὶν μποῦν στὸν ναό, παρεκκλίνουν λίγο ἀπὸ τὴν εἴσοδο προσκυνοῦν μὲ συγκίνηση κι εὐγνωμοσύνη τὸν μακάριο τάφο κι ὕστερα μπαίνουν στὴν ἐκκλησία.

Ἔπειτα πῆρε τὸν διάδρομο γιὰ τὸ ἐξομολογητήρι, ἔσκυψε μπροστὰ στὴ μεταλλικὴ πορτούλα κι ἔσπρωξε στὸ δάπεδο τὸν φάκελο ἀπ’ τὴ χαραμάδα. Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντας τοῦ ἔδινε τὸ φάκελο μὲ τὸ ποίημα στὰ χέρια του. Τώρα βρίσκει ἄλλους τρόπους. Φεύγοντας βλέπει νὰ παρκάρει μπροστὰ ἀπὸ τὸν ναὸ ἕνα αὐτοκίνητο.

-Μπά, σκέφτηκε, τί γυρεύουν τέτοια ὥρα;

Ἔμεινε ἀπορημένη, ὅταν εἶδε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἁμάξι ἡ μητέρα μιᾶς μαθήτριάς της, ποὺ ἔμενε στὶς Ἀδάμες. Χαιρετήθηκαν ἐγκάρδια.

-Τέτοια ὥρα ὁ ναὸς εἶναι κλειστός, εἶπε.

-Τὸ ξέρω. Ἀλλὰ τώρα εὐκαιρήσαμε. Πῆρα τὴ φίλη μου (κι ἔδειξε τὴν κυρία ποὺ τὴ συνόδευε) καὶ ἤρθαμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν τάφο τοῦ παππούλη.

Καὶ τρεμούλιασε ἡ φωνή της. Δὲν εἶναι οἱ μόνες. Μόνο ποὺ ἡ πλειοψηφία τῶν προσκυνητῶν συνδυάζει τὸ προσκύνημα καὶ μὲ ἐκκλησιασμό. Κῆπος ὁλάνθιστος ὁ τάφος του. Ἀνοιξιάτικη πινελιὰ στὴν καλοκαιριὰ ἢ τὸ ξεροβόρι. Χαμόγελα τοῦ Μαγιοῦ τὰ λουλούδια ποὺ τὸν πλαισιώνουν πιστά, πάντα φρέσκα, πάντα διαλεγμένα ὅλες τὶς ὧρες, ὅλες τὶς μέρες. Κι ἀνάμεσα στὰ λουλούδια κάποια κρυφὰ τάματα, ποὺ ἐναπόθεσε ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν εὐεργετημένων. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴ φωτογραφία διπλωμένα κάποια συγκινητικὰ γράμματα μὲ πολλὲς εὐχαριστίες. Ἔφυγε σωματικά, ἀλλὰ ψυχικὰ εἶναι παρὼν καὶ ἀκούει τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν. Ἡ πατρική του καρδιὰ συμπάσχει, ὅπως πάντα, καὶ πρεσβεύει γιὰ ὅλους. Ἤδη ἔχουν ἀναφερθεῖ περιπτώσεις θεραπείας μὲ τὴ μεσιτεία του. Δόξα τῷ Θεῷ!

Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἱστορία μιᾶς ἄτεκνης γυναίκας. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ὁ γέροντας, τῆς εἶχε πεῖ ὅτι θὰ κάνει παιδί. Ἐκεῖνος ἀποδήμησε γιὰ τοὺς Οὐρανούς, ἀλλὰ ἡ γυναίκα παρέμενε ἄτεκνη. Πήγαινε λοιπὸν συχνὰ στὸν τάφο καὶ τοῦ μιλοῦσε: «Μοῦ ὑποσχέθηκες ὅτι θὰ κάνω παιδί». Τὸν παρακαλοῦσε νὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεσή του. Καὶ ἡ ὑπόσχεση τηρήθηκε! Ἡ παρρησία τοῦ παππούλη φάνηκε περίτρανα! Ἡ πίστη τῆς γυναίκας ἐπιβραβεύτηκε καὶ γνώρισε τὴν ποθητὴ χαρὰ τῆς μητρότητας.

Ὁ τάφος τοῦ παπα– Μάρκου εἶναι καθημερινὰ πόλος ἕλξης γιὰ εὐλαβικὸ προσκύνημα ἀπὸ πολλὲς ψυχὲς ποὺ τὸν γνώρισαν, τὸν ἔζησαν καὶ δέχτηκαν τὴν εὐεργετική του ἐπίδραση.

ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019