«ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλµὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίµασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β, 9). (: Ἀλλὰ συνέβη σύµφωνα µὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφθῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα· Ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα µάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν φαντάσθηκε, τὰ ὁποῖα ἑτοίµασε ὁ Θεὸς δι’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν. Αὐτὰ ἦσαν τὰ µυστηριώδη καὶ κρυµµένα).
- Μᾶς βεβαιώνει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι κάτι τὸ ἀφάνταστο, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ διανοηθοῦμε. Γι’ αὐτὸ ὁ μακαριστὸς π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος λέγει:
«Χαρῆτε λοιπὸν ὅσοι εἶσθε Χριστιανοί, Ὀρθόδοξοι, γι’ αὐτά, ποὺ μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Πατέρας μας ὁ Θεὸς καὶ τὰ ὁποῖα ἐπισήμως θὰ μᾶς δοθοῦν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἀφῆστε αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς ἀπερισκέπτους, ποὺ προτιμοῦν αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, ἀπὸ τὴν ζωὴν ἐκείνην. Ἀφῆστε αὐτούς, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἄσβεστον πόθον τῆς ζωῆς, μὲ τὰ ξυλοκέρατα τῆς παρούσης ζωῆς. Ἐμεῖς ἔχομεν νὰ εἰσέλθωμεν εἰς ζωὴν αἰώνιον. Ὄχι ἐπίγειον, προσωρινήν, ὑλικήν, βασανισμένην. Εἶναι αἰώνιος. Δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ θάνατος, κραυγή, πόνος, πένθος, δάκρυ. Ἀλλὰ χαρὰ καὶ μόνον χαρά. Χαρὰ καὶ εὐτυχία καὶ ἀνάπαυσις καὶ μακαριότης ἐν μέσῳ ἀγαπητῶν προσώπων καὶ φίλων καὶ ἀγγέλων καὶ ἁγίων καὶ τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Ποιὸς ἀπ’ ἐδῶ μπορεῖ νὰ ἐννοήσῃ τὴν τρισευτυχισμένην ἐκείνην ζωήν; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μηνιάτης ἔλεγεν: «Παράδεισε! δὲν ἠμπορῶ νὰ σ’ ἐννοήσω, ἀλλ’ ἠμπορῶ νὰ σὲ κερδίσω. Πανευτυχεῖς ὅσοι τὴν κερδίσουν.
Πόσοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς μίλησαν γιὰ τὸν Παράδεισο.
- Στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Εὐφροσύνου 11/9 βλέπουμε τὸν Ἅγιο ὡς ὀλιγογράμματο, ἄσημο καὶ ὡς ὑπηρέτη, οἱ ἄλλοι Μοναχοὶ τὸν καταφρονοῦσαν καὶ τὸν περιέπαιζαν. Αὐτὸς ὅμως μὲ γεναιότητα καρδίας καὶ σύνεση ὑπέφερε ὅλες τὶς καταφρονήσεις.
Στὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο ὑπῆρχε καὶ κάπιος ἱερέας, φίλος τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερώση τὰ ἀγαθά, ποὺ μέλλουν νὰ ἀπολαύσουν ὅσοι Τὸν ἀγαποῦν.
Ἐνῶ λοιπὸν ὁ ἱερέας κοιμόταν εἶδε στὸν ὕπνο του ὅτι βρέθηκε μὲ θαυμαστὸ καὶ ἔκσταση σὲ κάποιο κῆπο πανέμορφο μὲ πανευφρόσυνα ἀγαθά. Μέσα στὸν κῆπο βλέπει τὸν μάγειρα Εὐφρόσυνο νὰ στέκεται στὸ μέσο τοῦ κήπου καὶ νὰ ἀπολαμβάνη τὰ διάφορα ἀγαθά. Πλησίασε λοιπὸν τὸν Εὐφρόσυνο καὶ τὸν ρώτησε.
– Ποιὸς εἶναι ὁ κῆπος αὐτός.
– Ὁ κῆπος αὐτὸς, ἀπάντησε ὁ Εὐφρόσυνος, εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐμένα γιὰ τὴν πολλὴ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μοῦ ἐπετράπη νὰ εὑρίσκωμαι ἐδῶ.
– Καί τί κάνεις σὲ αὐτὸν τὸν κῆπο;
– Ἐγὼ ἐξουσιάζω ὅλα ὅσα βλέπεις ἐδῶ, χαίρομαι καὶ εὐφραίνομαι βλέποντας αὐτὰ καὶ τὰ ἀπολαμβάνω νοερά.
– Μπορεῖς νὰ μοῦ δώσης κάτι ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ αὐτά; τοῦ λέγει ὁ Ἱερεύς.
– Ναί θὰ λάβης ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μου.
Τότε ὁ Ἱερέας ζήτησε ἀπὸ τὸν Εὐφρόσυνο μῆλα, τὰ ὁποῖα ὁ Εὐφρόσυνος τοῦ τὰ ἔδωσε. Ἐκείνη τὴν ὥρα κτύπησε τὸ σήμαντρο τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ξύπνησε ὁ Ἱερέας. Τότε εἶδε στὸ ἐπανωφόρι του πράγματι τὰ μῆλα ποὺ τοῦ ἔδωσε. Ἔπειτα πηγαίνοντας στὴν Ἐκκλησία εἶδε τὸν Εὐφρόσυνο καὶ τὸν ὅρκισε νὰ τοῦ πῆ ποῦ ἦταν αὐτὴ τὴν νύκτα.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς πιέσεις τοῦ εἶπε ὁ Εὐφρόσυνος: «Ἐκεῖ πάτερ, ἤμουν ὅπου εἶναι τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα πρὸ πολλῶν ἐτῶν ζητοῦσες νὰ δῆς. Εἶδες καὶ ἐμένα νὰ ἀπολαμβάνω τὰ ἀγαθὰ ἐκείνου τοῦ κήπου. Διότι θέλοντας ὁ Κύριος νὰ πληροφορήση τὴν ἁγιοσύνη σου ἐνήργησε μέσῳ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ τέτοιο θαῦμα». «Καὶ τί μοῦ ἔδωσες Εὐφρόσυνε ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κήπου;». Ὁ Εὐφρόσυνος τοῦ ἀπάντησε. «Τὰ ὡραῖα καὶ εὐωδέστατα μῆλα, τὰ ὁποῖα τώρα ἔβαλες στὸ κελλί σου. Ὅμως συγχώρεσέ με Πάτερ, διότι σκουλήκι εἶμαι ἐγὼ καὶ ὄχι ἄνθρωπος». Τότε ὁ ἱερέας φανέρωσε σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τὴν ὀπτασία. Ὁ μακάριος ὅμως Εὐφρόσυνος ἀποφεύγοντας τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἔμεινε κατόπιν τελείως ἄγνωστος. Πολλοὶ δὲ ἀσθενεῖς ποὺ ἔφαγαν ἀπὸ τὰ μῆλα αὐτὰ γιατρεύτηκαν ἀπὸ τὶς ἀσθένειές τους.