Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Περιστατικα της κλησεως

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λκ. 5,1-11)
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου

«Θάμβος περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐ­τῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον» (Λουκ. 5,9)

Δίδασκε, ἀγαπητοί μου, καὶ πάλι δίπλα στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ ὁ Κύριός μας. Τὸ ἀ­κρο­ατήριό του τώρα ἦταν πυκνό. Ποιοί ἦταν οἱ ἀκροαταί του; Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς, ἂν ἤσασταν ἐκεῖ, ματαίως θ᾽ ἀναζητούσατε κάποιον ἀ­πὸ τὰ θεωρούμενα ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας· αὐτοὶ δὲν καταδέχονταν ν᾽ ἀκούσουν ἕ­ναν ὑπαίθριο διδάσκαλο χω­ρὶς ἱ­ε­ρατι­κὸ ἢ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Ὁ Ἰησοῦς ἐμ­φα­νιζό­ταν σὰν ἕνας λαϊκὸς ἱεροκήρυκας. Μιλοῦ­σε ἀπέριττα· ἀλλὰ ὁ τόνος, ἡ δύνα­μι κάθε λόγου του, ἡ μυστι­κὴ ἕλξι τοῦ προσώπου του ἀ­σκοῦσαν μεγά­λη ἐντύπωσι στὸν ἀπροκατάληπτο λαό.

Δίδασκε ἐκεῖ καὶ τὸν ἄκουγε πλῆθος, ψα­ρᾶδες κατὰ τὸ πλεῖστον. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ἀργότερα οἱ ἐ­χθροί του ἤθελαν νὰ τὸν μειώσουν, ἔλεγαν· «Μήπως πίστεψε σ᾽ αὐτὸν καν­εὶς ἀ­πὸ τοὺς ἄρχοντες ἢ τοὺς φαρισαίους; μόνο αὐτὸς ὁ ὄχλος ποὺ δὲν ξέρει τὸ Νόμο – εἶνε καταραμένοι» (Ἰω. 7,48-49). Μὰ τί λέτε, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι; ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄ­κουγαν δὲν ἦταν καταραμένοι· ὅσοι εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ τὸν ἀκούσουν ἦταν οἱ πιὸ εὐτυχισμένοι· ὁ λόγος ἀπὸ τὰ χείλη του ἦταν εὐ­λογία τοῦ οὐρανοῦ, ἐρχόταν «σὰν δροσιὰ τοῦ Ἀερμὼν ποὺ κατεβαίνει» (Ψαλμ. 132,3) καὶ δροσίζει τὴν κατάξερη γῆ.

Ὄχλοι τὸν ἄκουγαν τότε τὸν Ἰησοῦ· ἀλλὰ καὶ πάντοτε, ὅπου κηρύττεται ἀπὸ γνήσιο κήρυκα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὄχλοι μαζεύονται καὶ γεμίζουν ναοὺς καὶ αἴθουσες. Ἀνάμεσά τους σπανίως θὰ βρεθῇ κάποιος μὲ ἐξέχουσα κοινωνικὴ θέσι· τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν καταδέχονται ν᾽ ἀκοῦνε κηρύγματα συν­ωστιζόμενοι μὲ τὸ λαό. Τί ν᾽ ἀ­κούσω ἐγώ; σοῦ λένε· αὐτὰ εἶνε γιὰ γυναῖκες καὶ παιδιά…
Ἀλλὰ σύ, ἀγαπητέ, ποὺ κηρύττεις μὲ πίστι καὶ ἁπλότητα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μὴν πικρα­θῇς κι ἀπογοητευθῇς ἀπὸ τέτοιες κρίσεις. Μὴν ἀλλάξῃς ὕ­φος καί, γιὰ νὰ ἑλ­κύ­σῃς, ἀρχί­σῃς νὰ μεταχειρίζεσαι φράσεις καὶ λέξεις ἐ­πιστημονικές. Τέτοιους ἀ­κροατὰς ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἀπωθεῖ δὲν εἶνε ἡ ἁ­πλότητα τοῦ κηρύ­γματος· εἶνε ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔ­χουν γιὰ τὸν ἑ­αυτό τους καὶ τοὺς μεταβάλλει σὲ αὐθάδεις κριτάς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ὅλοι τὸν ἀ­ναγνωρίζουν ὡς κορυφαῖο κήρυκα, ἔ­γρα­φε· ῾Ρῖξ­τε ἕνα βλέμμα καὶ θὰ δῆτε ὅτι μεταξύ μας δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ τῆς ἀνωτέρας κοινω­νί­ας· οἱ περισσότεροι ἀνήκουμε στὸν ἐργατικὸ φτωχὸ λαό (βλ. Α΄ Κορ. 1,26-27). Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱεροκήρυκας νὰ θεωρῇ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἂν στὰ κηρύ­γματά του τρέχουν φτωχοὶ κ᾽ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι· αὐτοὶ εἶνε ἡ μεγάλη δύναμι τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοὶ εἶνε ἕτοιμοι γιὰ θυσίες ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλ᾽ ἂς ξαναγυρίσουμε στὴ Γαλιλαία.

* * *

Οἱ ὄχλοι, γιὰ ν᾽ ἀκοῦνε πιὸ καλά, εἶ­χαν πλησιάσει πολὺ τὸν Θεῖο Διδάσκαλο καὶ τὸν «ἔ­πνιγαν». Μπῆκε λοιπὸν σ᾽ ἕνα ψαροκάικο, ποὺ ἦταν τοῦ Πέτρου, τοῦ ζήτησε νὰ τὸ ἀπομακρύ­νῃ λίγο ἀπ᾽ τὴν ἀκτή, ὥστε νὰ τοὺς ἔχῃ ὅλους ἀπέναντί τους καὶ νὰ διευκολυνθῇ τὸ κήρυγμα, κι ὁ Πέτρος τὸ ἔκανε πρόθυμα. Πόσο ἀντίθετη συμπεριφορὰ δείχνουν μερικοὶ ση­μερι­νοὶ «χριστιανοί», ποὺ καθόλου δὲν διευκολύ­νουν κάποιον ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου!…
Καθιστὸς τώρα ὁ Ἰησοῦς διδάσκει ἀπὸ τὸ καΐκι τὸ πλῆθος. Δὲν εἴπαμε ὅτι κάθε τόπος γιὰ τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ γίνῃ ἄμβωνας; καὶ ὁ ψαλμῳδὸς δὲν λέει «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον»; (Ψαλμ. 102,22). Ἄ­κου­γαν λοι­­πὸν οἱ ψα­ρᾶδες ἀπὸ τὴν παραλία καὶ ῥουφοῦ­σαν σὰν τὸ σφουγγάρι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν τελείωσε ἡ διδασκαλία, ὁ Ἰησοῦς δίνει ἐν­­τολὴ στὸν Πέτρο· –Φέρε τὸ καΐκι στὰ βαθειὰ καὶ ῥῖ­ξτε τὰ δίχτυα νὰ ψαρέψετε. Ὁ Πέτρος ἀπαντᾷ· –«Διδ­άσκαλε, κοπιάσαμε ὅ­λη τὴ νύχτα καὶ δὲν πήραμε τίποτα· ἀλλ᾽ ἀ­φοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ῥίξω τὸ δίχτυ» (Λουκ. 5,5). Μὲ ἄλ­λα λόγια· Κύριε, τὴ νύχτα, τότε ποὺ γίνεται τὸ ψάρεμα, δὲν πιάσαμε οὔτε λέπι· ὅ­μως, μο­λον­ότι αὐτὸ ποὺ μὲ προστάζεις δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴ λογική μου, ἐγὼ θὰ ὑπακούσω.
Πράγματι ὁ Πέτρος ὑποτάσσεται καὶ ὑπακούει· ῥίχνει μὲ τοὺς συνεργάτες του τὰ δίχτυα. Αὐτὴ ἡ ὑ­πακοή τους ἂς γίνῃ παράδειγ­μα γιὰ μᾶς. Ἂν στὴν ἁγία Γραφὴ ἐντολὲς καὶ λόγια δὲν χωροῦν στὴ λογι­κή μας, μὴν ἀρ­χίσουμε τὶς ἀτέλειωτες ἀντιλογί­ες. Ξέροντας πόσο ἀτελὴς καὶ σφαλερὸς εἶνε ὁ νοῦς μας, καὶ πόσο σοφὸς εἶνε ὁ Κύριος, ἂς σκύψουμε μπροστά του καὶ ἂς ποῦ­με· «Λέγε, Κύριε, κι ὁ δοῦλος σου ἀκούει» (βλ. Α΄ Βασ. 3,9-10). Ὑ­πακούον­τας δὲ καὶ στὰ πιὸ παράλογα –κατὰ τὴν κοσμικὴ νοοτροπία– λόγια τῆς Γραφῆς, θὰ δοῦμε στὴν πρᾶ­ξι τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐ­λογία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ εἶδε καὶ ὁ Πέτρος μὲ τοὺς συντρόφους του.
Ὅταν ἔρριξαν τὰ δίχτυα τί ἔγινε; Θαῦμα· ἔπιασαν πλῆθος ψάρια! Διδάξου, ἀγαπητέ, κ᾽ ἐσὺ ἀπὸ αὐτό. Τὰ ἄλογα ἐκεῖνα ὄντα, τὰ ψάρια, ποὺ δὲν ἔ­χουν καὶ ἀκοή, ἄκουσαν τὴ φω­νὴ τοῦ Παντοκράτορος κ᾽ ἔτρεξαν ἐκεῖ ποὺ τὰ διέταξε, μέσα στὸ δίχτυ· ὁ σκληρόκαρδος ὅμως ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει καὶ νοῦ καὶ ἀκοή, δὲν ἐννοεῖ ν᾽ ἀ­κούσῃ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἐξαιρετικὴ εὐλογία! Τὰ δίχτυα κόντευαν νὰ σκιστοῦν ἀπ᾽ τὰ πολλὰ ψάρια. Καλοῦν τοὺς συνεταίρους μὲ τὸ ἄλλο καΐκι νὰ βοηθή­σουν, κι ἀπ᾽ τὸ μεγάλο βάρος πᾶνε τώρα νὰ βουλιάξουν καὶ τὰ δύο ψαράδικα! Οἱ ψα­ρᾶδες τά ᾽χασαν, ὁ Πέτρος τρόμαξε. Σ᾽ ἐμένα, εἶπε μέσα του, τόση εὐλογία; ὄχι, δὲν τὸ ἀ­­ξίζω. Νιώθει τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, φοβᾶ­ται μήπως ἀπὸ τὸν Ἥλιο – Χριστό, ποὺ ἦρθε τόσο κοντά του, κατακαῇ σὰν ἄχυρο. Πέφτει στὰ γόνατα καὶ λέει στὸν Ἰησοῦ· «Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀ­νὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. 5,8).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πέτρου ἐκφράζουν τὸ πνεῦ­μα τῆς παλαιᾶς διαθήκης, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ποὺ πάνω του δὲν ἔπεσαν ἀκόμη οἱ σταγόνες τοῦ αἵματος τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου, δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκεται κοντὰ στὸ Θεό. Ἡ ἀπόστασι ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Κύ­ριο εἶ­νε ἀγεφύρωτη καὶ τοῦ δημιουργεῖ φόβο καὶ τρόμο. Στὴν και­νὴ διαθήκη ὅμως μὲ τὸ αἷ­μα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ τὸ χάσμα γεφυ­ρώθηκε· ἀπὸ τότε κάθε πιστός, ποὺ ἔπλυνε τὶς ἁ­μαρτίες του στὸ αἷμα τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου» (Ἀπ. 5,6,12· 13,8· 5,9), αἰσθάνεται τὸ Θεὸ κον­τά του καὶ κράζει «Ἀββᾶ ὁ πατήρ» (῾Ρωμ. 8,15. Γαλ. 4,6). Ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ ἁ­μαρτίες, τὸ χάσμα ἔκλεισε, ὁ φόβος ἔσβησε. Τώρα ὄχι πιὰ «Κύριε, φύγε», ἀλλὰ «Κύριε, ἔλα!» (βλ. Ἀπ. 22,17,20).
Ἡ ἁλιεία ἐκείνη ἦταν ἐξαιρετικὴ εὐλογία. Μέσα σὲ λίγες ὧρες ψάρεψαν δυὸ φορές· τὴ μία τὴ νύχτα χωρὶς τὸν Κύριο, τὴν ἄλλη τὴν ἡ­μέρα μαζὶ μὲ τὸν Κύριο. Τὴν πρώτη δὲν ἔ­πιασαν τίποτα, τὴ δεύτε­ρη γέμισαν ψάρια. Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅπου λείπει ὁ Κύριος, παρὰ τοὺς κόπους μηδαμινὰ τ᾽ ἀποτελέσματα· ὅπου εἶνε ὁ Κύριος, μεγάλη ἡ εὐλογία. Ἔ­χουμε λοιπὸν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς πῶ ἕνα σύγχρονο παράδειγμα. Ὅταν ὡς ἱεροκήρυκας περιώδευα τὴ νότια Εὔ­βοια ἔφτασα καὶ σ᾽ ἕνα παραλιακὸ χωριὸ ψαράδων. Παραπονοῦν­ταν, πὼς τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ ψάρεμα, μ᾽ ὅλο ποὺ διέθεταν τελειότερα μέσα, εἶχε μηδαμινὰ ἀ­ποτελέσματα· ὅλοι ἀποροῦσαν. Τότε ἕνας σεβαστὸς γέρος ψαρᾶς ἔλυσε τὴν ἀπορία. –Ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ, εἶπε, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Ἄλλοτε στὰ χρόνια μου πρὶν μποῦμε στὶς βάρκες κάναμε ὅλοι τὸ σταυρό μας, ζούσαμε σεμνά, δὲν εἴχαμε ἀ­πρέπειες καὶ σκάνταλα στὸ χωριό· τότε δὲν προφταίναμε νὰ ῥίξουμε τὰ δίχτυα καὶ γέμιζαν ἀπὸ ψάρια. Εἴχαμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ· τώρα πῶς νὰ μᾶς εὐλογήσῃ ὁ Θεός; ἀφήνω τ᾽ ἄλ­λα ἁμαρτήματα καὶ λέω μόνο τὴ βλαστήμια· δὲν βλαστημᾶμε ὅλοι; ἀκ­όμα καὶ μέσ᾽ στὶς βάρκες· μολύναμε καὶ τὴ θάλασ­σα· ἔφυγε ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός…
Ἂς ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, τοὺς ἑαυτούς μας, μήπως οἱ ἀσχολίες μας, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, γίνωνται χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου.
«Θάμβος»! αὐτὴ τὴ λέξι μεταχειρίζεται ὁ εὐ­αγγελιστὴς Λουκᾶς γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴν αἴ­­σθησι τοῦ Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων ψαράδων ἀ­πὸ τὸ θαῦ­μα (Λουκ. 5,9). «Θάμβος», ἔκπληξι δηλαδή, ἔνιωσαν οἱ ἔμ­­πειροι αὐτοὶ ψαρᾶ­δες, ποὺ δὲν θυμοῦνταν ἄλ­λοτε τέτοια ἁλιεία. Καὶ τέτοιο θάμβος νιώθει πάν­­τοτε κάθε ἀθῷος καὶ ἀπονήρευτος ποὺ ἀπροκατάληπτα ἀτενίζει τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως κάθε ἄνθος, ἕνα κρίνο π.χ. ἰδίως κά­τω ἀ­πὸ τὸ μικροσκόπιο τοῦ φυσικοῦ ἐπιστήμονος προκαλεῖ θαυμασμὸ γιὰ ὅλη του τὴν κατασκευὴ καὶ τὴν ὀ­μορφιά, ἔτσι καὶ κάθε λόγος καὶ ἐνέργεια καὶ λεπτομέρεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως λάμπει στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, προκαλεῖ τὸ θάμβος τοῦ ἐ­ρευ­νητοῦ. Θαμπώνεται μπροστὰ στὴ γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμασίων του, ὅπως «ἐξ­ε­θαμ­βήθησαν» οἱ ὄχλοι ὅταν εἶδαν τὸν Κύριο νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸ Θαβὼρ μετὰ τὴ Μεταμόρφωσί του (Μᾶρκ. 9,15).

* * *

Ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἔκανε τὰ θαύματα ὄχι γιὰ ἐπίδειξι, ἀλλὰ γιὰ ὠφέλεια, γιὰ θεραπεία ψυχικὴ καὶ σωματική. Γιατί λοιπὸν ἔκανε καὶ τὸ θαῦ­μα τοῦτο; Ἀσφαλῶς καὶ γιὰ νὰ ἀ­μείψῃ τὴν ἐργατικότητα τῶν ψαράδων καὶ τὴν προθυμία τοῦ Πέτρου· κυρίως ὅμως ἤθελε νὰ δώσῃ στοὺς μαθητάς του νὰ καταλάβουν ποιά εἶνε ἡ φύσι καὶ ἡ δύναμι τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τους. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε στὸν Πέτρο μετὰ τὸ θαῦμα· «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν»· μὴ φοβᾶσαι, στὸ ἑξῆς ἀνθρώπους θὰ συλλαμβάνῃς ζωντανούς (Λουκ. 5,10).
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τὸ θαῦμα τοῦτο μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς παραβολή. Δηλαδή; Θάλασσα ἡ κοινωνία, ψάρια οἱ ἄνθρωποι, ψαρᾶ­δες οἱ κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας (μιὰ προφητεία λέει, ὅτι ὁ Κύριος θὰ στείλῃ πολλοὺς ψα­ρᾶδες νὰ ἁλιεύσουν τοὺς ἀνθρώπους βλ. Ἰερ. 16,16), δίχτυ τὸ κήρυγμα, ποὺ πρέπει νὰ γίνεται μὲ τέχνη, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ ὑ­πομονὴ καὶ ἐπιμονή, χωρὶς ἀπογοήτευσι.
Σὲ πολλὰ σημεῖα μοιάζει ἡ ἁλιεία τῶν ψαριῶν μὲ τὴν ἁλιεία τῶν ἀνθρώπων. Ἔχει ὅ­μως καὶ μία διαφορά· τὸ ψάρι βγαίνοντας ἀπὸ τὸ νερὸ σπαρταρᾷ καὶ ψοφᾷ, ἐνῷ ὅποιος συλληφθῇ στὸ δίχτυ τοῦ θείου λόγου τοῦ μεγάλου Ἁλιέως – Χριστοῦ, βγαίνοντας ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας δὲν φονεύεται· ἀντιθέτως ἀνακουφίζεται, ἀναπνέει, ἀρχίζει νὰ ζῇ μιὰ ζωὴ ἀνώτερη. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετανοεῖ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο μεταπηδᾷ στὴν ἀληθινὴ ζωή· αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν».

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Περιληπτικὴ μεταγλώττισι σὲ ἁπλούστερη γλῶσσα κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ. 50-63. 6-8-2022.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=97990#more-97990