Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λκ. 5,1-11)
Του Μητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστινου Καντιώτου
«Θάμβος περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον» (Λουκ. 5,9)
Δίδασκε, ἀγαπητοί μου, καὶ πάλι δίπλα στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ ὁ Κύριός μας. Τὸ ἀκροατήριό του τώρα ἦταν πυκνό. Ποιοί ἦταν οἱ ἀκροαταί του; Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς, ἂν ἤσασταν ἐκεῖ, ματαίως θ᾽ ἀναζητούσατε κάποιον ἀπὸ τὰ θεωρούμενα ἀνώτερα στρώματα τῆς κοινωνίας· αὐτοὶ δὲν καταδέχονταν ν᾽ ἀκούσουν ἕναν ὑπαίθριο διδάσκαλο χωρὶς ἱερατικὸ ἢ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Ὁ Ἰησοῦς ἐμφανιζόταν σὰν ἕνας λαϊκὸς ἱεροκήρυκας. Μιλοῦσε ἀπέριττα· ἀλλὰ ὁ τόνος, ἡ δύναμι κάθε λόγου του, ἡ μυστικὴ ἕλξι τοῦ προσώπου του ἀσκοῦσαν μεγάλη ἐντύπωσι στὸν ἀπροκατάληπτο λαό.
Ὄχλοι τὸν ἄκουγαν τότε τὸν
Ἰησοῦ· ἀλλὰ καὶ πάντοτε, ὅπου κηρύττεται ἀπὸ γνήσιο κήρυκα ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ, ὄχλοι μαζεύονται καὶ γεμίζουν ναοὺς καὶ αἴθουσες. Ἀνάμεσά τους
σπανίως θὰ βρεθῇ κάποιος μὲ ἐξέχουσα κοινωνικὴ θέσι· τέτοιοι ἄνθρωποι
δὲν καταδέχονται ν᾽ ἀκοῦνε κηρύγματα συνωστιζόμενοι μὲ τὸ λαό. Τί ν᾽
ἀκούσω ἐγώ; σοῦ λένε· αὐτὰ εἶνε γιὰ γυναῖκες καὶ παιδιά…
Ἀλλὰ σύ, ἀγαπητέ, ποὺ κηρύττεις μὲ πίστι καὶ ἁπλότητα τὸ λόγο
τοῦ Θεοῦ, μὴν πικραθῇς κι ἀπογοητευθῇς ἀπὸ τέτοιες κρίσεις. Μὴν ἀλλάξῃς
ὕφος καί, γιὰ νὰ ἑλκύσῃς, ἀρχίσῃς νὰ μεταχειρίζεσαι φράσεις καὶ
λέξεις ἐπιστημονικές. Τέτοιους ἀκροατὰς ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἀπωθεῖ δὲν
εἶνε ἡ ἁπλότητα τοῦ κηρύγματος· εἶνε ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν
ἑαυτό τους καὶ τοὺς μεταβάλλει σὲ αὐθάδεις κριτάς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ποὺ ὅλοι τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς κορυφαῖο κήρυκα, ἔγραφε· ῾Ρῖξτε ἕνα
βλέμμα καὶ θὰ δῆτε ὅτι μεταξύ μας δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ τῆς ἀνωτέρας
κοινωνίας· οἱ περισσότεροι ἀνήκουμε στὸν ἐργατικὸ φτωχὸ λαό (βλ. Α΄
Κορ. 1,26-27). Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱεροκήρυκας νὰ θεωρῇ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἂν στὰ
κηρύγματά του τρέχουν φτωχοὶ κ᾽ ἐργατικοὶ ἄνθρωποι· αὐτοὶ εἶνε ἡ μεγάλη
δύναμι τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοὶ εἶνε ἕτοιμοι γιὰ θυσίες ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ
Χριστοῦ.
Ἀλλ᾽ ἂς ξαναγυρίσουμε στὴ Γαλιλαία.
* * *
Οἱ ὄχλοι, γιὰ ν᾽ ἀκοῦνε πιὸ
καλά, εἶχαν πλησιάσει πολὺ τὸν Θεῖο Διδάσκαλο καὶ τὸν «ἔπνιγαν». Μπῆκε
λοιπὸν σ᾽ ἕνα ψαροκάικο, ποὺ ἦταν τοῦ Πέτρου, τοῦ ζήτησε νὰ τὸ
ἀπομακρύνῃ λίγο ἀπ᾽ τὴν ἀκτή, ὥστε νὰ τοὺς ἔχῃ ὅλους ἀπέναντί τους καὶ
νὰ διευκολυνθῇ τὸ κήρυγμα, κι ὁ Πέτρος τὸ ἔκανε πρόθυμα. Πόσο ἀντίθετη
συμπεριφορὰ δείχνουν μερικοὶ σημερινοὶ «χριστιανοί», ποὺ καθόλου δὲν
διευκολύνουν κάποιον ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου!…
Καθιστὸς τώρα ὁ Ἰησοῦς διδάσκει ἀπὸ τὸ καΐκι τὸ πλῆθος. Δὲν
εἴπαμε ὅτι κάθε τόπος γιὰ τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ γίνῃ ἄμβωνας; καὶ ὁ
ψαλμῳδὸς δὲν λέει «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει, ἡ ψυχή
μου, τὸν Κύριον»; (Ψαλμ. 102,22). Ἄκουγαν λοιπὸν οἱ ψαρᾶδες ἀπὸ τὴν
παραλία καὶ ῥουφοῦσαν σὰν τὸ σφουγγάρι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν τελείωσε ἡ διδασκαλία, ὁ Ἰησοῦς δίνει ἐντολὴ στὸν Πέτρο·
–Φέρε τὸ καΐκι στὰ βαθειὰ καὶ ῥῖξτε τὰ δίχτυα νὰ ψαρέψετε. Ὁ Πέτρος
ἀπαντᾷ· –«Διδάσκαλε, κοπιάσαμε ὅλη τὴ νύχτα καὶ δὲν πήραμε τίποτα·
ἀλλ᾽ ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ῥίξω τὸ δίχτυ» (Λουκ. 5,5). Μὲ ἄλλα λόγια·
Κύριε, τὴ νύχτα, τότε ποὺ γίνεται τὸ ψάρεμα, δὲν πιάσαμε οὔτε λέπι·
ὅμως, μολονότι αὐτὸ ποὺ μὲ προστάζεις δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴ λογική μου,
ἐγὼ θὰ ὑπακούσω.
Πράγματι ὁ Πέτρος ὑποτάσσεται καὶ ὑπακούει· ῥίχνει μὲ τοὺς
συνεργάτες του τὰ δίχτυα. Αὐτὴ ἡ ὑπακοή τους ἂς γίνῃ παράδειγμα γιὰ
μᾶς. Ἂν στὴν ἁγία Γραφὴ ἐντολὲς καὶ λόγια δὲν χωροῦν στὴ λογική μας,
μὴν ἀρχίσουμε τὶς ἀτέλειωτες ἀντιλογίες. Ξέροντας πόσο ἀτελὴς καὶ
σφαλερὸς εἶνε ὁ νοῦς μας, καὶ πόσο σοφὸς εἶνε ὁ Κύριος, ἂς σκύψουμε
μπροστά του καὶ ἂς ποῦμε· «Λέγε, Κύριε, κι ὁ δοῦλος σου ἀκούει» (βλ. Α΄
Βασ. 3,9-10). Ὑπακούοντας δὲ καὶ στὰ πιὸ παράλογα –κατὰ τὴν κοσμικὴ
νοοτροπία– λόγια τῆς Γραφῆς, θὰ δοῦμε στὴν πρᾶξι τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν
εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ εἶδε καὶ ὁ Πέτρος μὲ τοὺς συντρόφους του.
Ὅταν ἔρριξαν τὰ δίχτυα τί ἔγινε; Θαῦμα· ἔπιασαν πλῆθος ψάρια!
Διδάξου, ἀγαπητέ, κ᾽ ἐσὺ ἀπὸ αὐτό. Τὰ ἄλογα ἐκεῖνα ὄντα, τὰ ψάρια, ποὺ
δὲν ἔχουν καὶ ἀκοή, ἄκουσαν τὴ φωνὴ τοῦ Παντοκράτορος κ᾽ ἔτρεξαν ἐκεῖ
ποὺ τὰ διέταξε, μέσα στὸ δίχτυ· ὁ σκληρόκαρδος ὅμως ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει
καὶ νοῦ καὶ ἀκοή, δὲν ἐννοεῖ ν᾽ ἀκούσῃ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἐξαιρετικὴ εὐλογία! Τὰ δίχτυα κόντευαν νὰ σκιστοῦν ἀπ᾽ τὰ πολλὰ
ψάρια. Καλοῦν τοὺς συνεταίρους μὲ τὸ ἄλλο καΐκι νὰ βοηθήσουν, κι ἀπ᾽
τὸ μεγάλο βάρος πᾶνε τώρα νὰ βουλιάξουν καὶ τὰ δύο ψαράδικα! Οἱ ψαρᾶδες
τά ᾽χασαν, ὁ Πέτρος τρόμαξε. Σ᾽ ἐμένα, εἶπε μέσα του, τόση εὐλογία;
ὄχι, δὲν τὸ ἀξίζω. Νιώθει τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, φοβᾶται μήπως ἀπὸ τὸν
Ἥλιο – Χριστό, ποὺ ἦρθε τόσο κοντά του, κατακαῇ σὰν ἄχυρο. Πέφτει στὰ
γόνατα καὶ λέει στὸν Ἰησοῦ· «Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι,
Κύριε» (Λουκ. 5,8).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πέτρου ἐκφράζουν τὸ πνεῦμα τῆς παλαιᾶς
διαθήκης, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ποὺ πάνω του δὲν ἔπεσαν ἀκόμη οἱ
σταγόνες τοῦ αἵματος τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου, δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκεται
κοντὰ στὸ Θεό. Ἡ ἀπόστασι ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Κύριο εἶνε ἀγεφύρωτη
καὶ τοῦ δημιουργεῖ φόβο καὶ τρόμο. Στὴν καινὴ διαθήκη ὅμως μὲ τὸ αἷμα
τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ τὸ χάσμα γεφυρώθηκε· ἀπὸ τότε κάθε πιστός, ποὺ
ἔπλυνε τὶς ἁμαρτίες του στὸ αἷμα τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου» (Ἀπ. 5,6,12·
13,8· 5,9), αἰσθάνεται τὸ Θεὸ κοντά του καὶ κράζει «Ἀββᾶ ὁ πατήρ»
(῾Ρωμ. 8,15. Γαλ. 4,6). Ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ ἁμαρτίες, τὸ χάσμα ἔκλεισε, ὁ
φόβος ἔσβησε. Τώρα ὄχι πιὰ «Κύριε, φύγε», ἀλλὰ «Κύριε, ἔλα!» (βλ. Ἀπ.
22,17,20).
Ἡ ἁλιεία ἐκείνη ἦταν ἐξαιρετικὴ εὐλογία. Μέσα σὲ λίγες ὧρες
ψάρεψαν δυὸ φορές· τὴ μία τὴ νύχτα χωρὶς τὸν Κύριο, τὴν ἄλλη τὴν ἡμέρα
μαζὶ μὲ τὸν Κύριο. Τὴν πρώτη δὲν ἔπιασαν τίποτα, τὴ δεύτερη γέμισαν
ψάρια. Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅπου λείπει ὁ Κύριος, παρὰ τοὺς κόπους μηδαμινὰ
τ᾽ ἀποτελέσματα· ὅπου εἶνε ὁ Κύριος, μεγάλη ἡ εὐλογία. Ἔχουμε λοιπὸν
ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς πῶ ἕνα σύγχρονο παράδειγμα. Ὅταν ὡς ἱεροκήρυκας περιώδευα τὴ
νότια Εὔβοια ἔφτασα καὶ σ᾽ ἕνα παραλιακὸ χωριὸ ψαράδων.
Παραπονοῦνταν, πὼς τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ ψάρεμα, μ᾽ ὅλο ποὺ διέθεταν
τελειότερα μέσα, εἶχε μηδαμινὰ ἀποτελέσματα· ὅλοι ἀποροῦσαν. Τότε ἕνας
σεβαστὸς γέρος ψαρᾶς ἔλυσε τὴν ἀπορία. –Ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ, εἶπε, εἴμαστε
ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Ἄλλοτε στὰ χρόνια μου πρὶν μποῦμε στὶς βάρκες κάναμε
ὅλοι τὸ σταυρό μας, ζούσαμε σεμνά, δὲν εἴχαμε ἀπρέπειες καὶ σκάνταλα
στὸ χωριό· τότε δὲν προφταίναμε νὰ ῥίξουμε τὰ δίχτυα καὶ γέμιζαν ἀπὸ
ψάρια. Εἴχαμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ· τώρα πῶς νὰ μᾶς εὐλογήσῃ ὁ Θεός;
ἀφήνω τ᾽ ἄλλα ἁμαρτήματα καὶ λέω μόνο τὴ βλαστήμια· δὲν βλαστημᾶμε
ὅλοι; ἀκόμα καὶ μέσ᾽ στὶς βάρκες· μολύναμε καὶ τὴ θάλασσα· ἔφυγε ἀπὸ
μᾶς ὁ Θεός…
Ἂς ἐξετάσουμε, ἀγαπητοί μου, τοὺς ἑαυτούς μας, μήπως οἱ
ἀσχολίες μας, ὑλικὲς καὶ πνευματικές, γίνωνται χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ
Κυρίου.
«Θάμβος»! αὐτὴ τὴ λέξι μεταχειρίζεται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς
γιὰ νὰ περιγράψῃ τὴν αἴσθησι τοῦ Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων ψαράδων ἀπὸ τὸ
θαῦμα (Λουκ. 5,9). «Θάμβος», ἔκπληξι δηλαδή, ἔνιωσαν οἱ ἔμπειροι
αὐτοὶ ψαρᾶδες, ποὺ δὲν θυμοῦνταν ἄλλοτε τέτοια ἁλιεία. Καὶ τέτοιο
θάμβος νιώθει πάντοτε κάθε ἀθῷος καὶ ἀπονήρευτος ποὺ ἀπροκατάληπτα
ἀτενίζει τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως κάθε ἄνθος, ἕνα κρίνο π.χ. ἰδίως κάτω ἀπὸ τὸ μικροσκόπιο
τοῦ φυσικοῦ ἐπιστήμονος προκαλεῖ θαυμασμὸ γιὰ ὅλη του τὴν κατασκευὴ καὶ
τὴν ὀμορφιά, ἔτσι καὶ κάθε λόγος καὶ ἐνέργεια καὶ λεπτομέρεια τῆς ζωῆς
τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως λάμπει στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων καὶ
μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, προκαλεῖ τὸ θάμβος τοῦ ἐρευνητοῦ. Θαμπώνεται
μπροστὰ στὴ γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμασίων του, ὅπως
«ἐξεθαμβήθησαν» οἱ ὄχλοι ὅταν εἶδαν τὸν Κύριο νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸ
Θαβὼρ μετὰ τὴ Μεταμόρφωσί του (Μᾶρκ. 9,15).
* * *
Ὁ Κύριος, ἀδελφοί μου, ἔκανε τὰ
θαύματα ὄχι γιὰ ἐπίδειξι, ἀλλὰ γιὰ ὠφέλεια, γιὰ θεραπεία ψυχικὴ καὶ
σωματική. Γιατί λοιπὸν ἔκανε καὶ τὸ θαῦμα τοῦτο; Ἀσφαλῶς καὶ γιὰ νὰ
ἀμείψῃ τὴν ἐργατικότητα τῶν ψαράδων καὶ τὴν προθυμία τοῦ Πέτρου· κυρίως
ὅμως ἤθελε νὰ δώσῃ στοὺς μαθητάς του νὰ καταλάβουν ποιά εἶνε ἡ φύσι καὶ
ἡ δύναμι τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου τους. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ
εἶπε στὸν Πέτρο μετὰ τὸ θαῦμα· «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ
ζωγρῶν»· μὴ φοβᾶσαι, στὸ ἑξῆς ἀνθρώπους θὰ συλλαμβάνῃς ζωντανούς (Λουκ.
5,10).
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλευρὰ τὸ θαῦμα τοῦτο μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς
παραβολή. Δηλαδή; Θάλασσα ἡ κοινωνία, ψάρια οἱ ἄνθρωποι, ψαρᾶδες οἱ
κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας (μιὰ προφητεία λέει, ὅτι ὁ Κύριος θὰ στείλῃ
πολλοὺς ψαρᾶδες νὰ ἁλιεύσουν τοὺς ἀνθρώπους βλ. Ἰερ. 16,16), δίχτυ τὸ
κήρυγμα, ποὺ πρέπει νὰ γίνεται μὲ τέχνη, στὸν κατάλληλο καιρό, μὲ
ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, χωρὶς ἀπογοήτευσι.
Σὲ πολλὰ σημεῖα μοιάζει ἡ ἁλιεία τῶν ψαριῶν μὲ τὴν ἁλιεία τῶν
ἀνθρώπων. Ἔχει ὅμως καὶ μία διαφορά· τὸ ψάρι βγαίνοντας ἀπὸ τὸ νερὸ
σπαρταρᾷ καὶ ψοφᾷ, ἐνῷ ὅποιος συλληφθῇ στὸ δίχτυ τοῦ θείου λόγου τοῦ
μεγάλου Ἁλιέως – Χριστοῦ, βγαίνοντας ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας δὲν
φονεύεται· ἀντιθέτως ἀνακουφίζεται, ἀναπνέει, ἀρχίζει νὰ ζῇ μιὰ ζωὴ
ἀνώτερη. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ μετανοεῖ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο μεταπηδᾷ
στὴν ἀληθινὴ ζωή· αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ
ζωγρῶν».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Περιληπτικὴ μεταγλώττισι σὲ ἁπλούστερη γλῶσσα κεφαλαίου τοῦ βιβλίου «Ἀκολούθει μοι», Ἀθῆναι (1965) 19893, σσ. 50-63. 6-8-2022.