16 Ἀπριλίου 2010. Στὸ τηλέφωνο ἡ φωνὴ τῆς ἀδελφῆς τοῦ παπα–Μάρκου. Δὲν εἶπε πολλά. Δύο κουβέντες. Καυτές, συγκλονιστικὲς κουβέντες:
«Ὁ Γέροντας ἔφυγε. Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του».
-Τί; Ὄχι! Δὲν μπορεῖ. Δὲ γίνεται… Ἔφυγε;
Στὸ νοῦ της φτάνουν τὰ γεγονότα ποὺ ἐκτυλίχτηκαν ραγδαῖα. Ἡ τελευταία Λειτουργία τῶν Βαΐων. Ἡ ἀδιαθεσία τὴν ὥρα ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του τὰ Ἅγια. Ἡ ὑπεράνθρωπη προσπάθεια νὰ ἀκουμπήσει τὸν πολύτιμο θησαυρὸ μὲ τὸ Ἅγιο Ποτήριο στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ μεταφορὰ στὸ Νοσοκομεῖο.
Ἡ Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καὶ τῆς ἀγωνίας ….. Κι ἄλλες φορὲς εἶχε νοσηλευτεῖ σὲ νοσοκομεῖο. Μιά φορά μάλιστα ἔγινε χειρουργεῖο. Στὸ κεφάλι. Ἦταν τότε ποὺ εἶχε γλιστρήσει στὰ χιόνια καὶ εἶχε χτυπήσει τὸ κεφάλι του. Ὅσα συνέβησαν στὸ χειρουργεῖο εἶναι ὑπέρλογα. Τὸ βεβαιώνουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι. Ἦταν σοβαρὴ ἐπέμβαση. Κι ὅλα πῆγαν καλά. Καὶ ξαναῆρθε στὸ ποίμνιο. Καὶ ἀνέλαβε ξανὰ τὸ σωτήριο ἔργο του.
Ἀγωνιοῦσε καὶ τότε ἡ Ἑλένη καὶ προσευχόταν, ὅπως καὶ τὴν περασμένη ἄνοιξη, κατὰ τὴν περσινὴ νοσηλεία του. Τώρα νόμισε πὼς θὰ σηκώσει, ὅπως τότε τὸ ἀκουστικὸ καὶ θὰ ἀκούσει χαρούμενα μαντάτα. Ὅμως τὸ νέο εἶναι βαρὺ καὶ φέρνει πόνο. Κι ὀρφάνια. Κάτι διαπερνάει τὴν ψυχή καὶ τὸ σῶμα· ἕνα ρῖγος. Εἶναι βαρὺ τὸ μαντάτο, γιὰ νὰ τὸ ἀντέξει.
Ἐκεῖ, στὸν ἅγιο Γιώργη, ἕνα βῆμα ἀπὸ τὸ σπίτι της, στὴ γειτονιά της, ἤξερε πὼς ὑπάρχει ἡ παρηγοριά· ὑπάρχει ἕνας ὅσιος, ἕνας ἀφοσιωμένος στὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀκούσει τὸ κάθε της πρόβλημα, νὰ συμπαρασταθεῖ, νὰ προσευχηθεῖ. Εἶχε ἀποθέσει τὰ θέματα ποὺ τὴν ταλάνιζαν σὲ ἅγια χέρια, χέρια ποὺ ὑψώνονταν μέρα καὶ νύχτα σὲ δέηση γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, γιὰ τὸ κάθε τους θέμα. Βέβαια, καθημερινὰ ψιθυρίζει: «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο», ἢ «Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, μῆτερ τοῦ Θεοῦ….». Ἀλλά, ἄνθρωπος εἶναι. Θέλει καὶ τὴν ἀνθρώπινη παρουσία καὶ παρηγοριά. Τὴν ἔνσαρκη παραμυθία κάποιου θεοφόρου καθοδηγητῆ.
Ἀλλὰ ἦρθε ὁ θάνατος καὶ τῆς τὸν πῆρε. Ἔτσι ξαφνικά, ἀναπάντεχα στὰ ἑβδομῆντα τρία του χρόνια. Ὅταν βρίσκεται σὲ ζόρικες καταστάσεις, σὰν σὲ πέλαγο φουρτουνιασμένο, πιάνεται ἀπὸ μιά σίγουρη σανίδα σωτηρίας. Ἀνοίγει τὸ βιβλίο τοῦ ἁγίου Πορφυρίου «Βίος καὶ λόγοι». Ἔτσι καὶ τώρα. Ἀνοίγει στὴ σελίδα 203 καὶ διαβάζει: «Ὁ Χριστὸς καταργεῖ τὸν θάνατο. Ὅποιος μπαίνει στὴν Ἐκκλησία σώζεται, γίνεται αἰώνιος. Μιά εἶναι ἡ ζωή, εἶναι ἀτελείωτη συνέχεια, δὲν ἔχει τέλος, δὲν ὑπάρχει θάνατος. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν πεθαίνει ποτέ. Πεθαίνει κατὰ τὴ σάρκα καὶ τὰ πάθη, καὶ ἀξιώνεται νὰ ζεῖ ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωή μας στὸν Παράδεισο, στὴν Ἐκκλησία μας καὶ κατόπιν στὴν αἰωνιότητα. Μὲ τὸν Χριστὸ ὁ θάνατος γίνεται ἡ γέφυρα, ποὺ θὰ τὴν περάσουμε μιά στιγμή, γιὰ νὰ συνεχίσουμε νὰ ζοῦμε “ἐν τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί”».
Κλείνει τὸ βιβλίο συγκινημένη. «Ὅποιος ἀκολουθεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεθαίνει ποτέ». Μέσα στὰ δάκρυά της ἀνθίζει ἕνα χαμόγελο. Ὁ παπα-Μᾶρκος ἀκολούθησε κατὰ γράμμα τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι ὡς ὑποχρέωση, ἀλλὰ μὲ θεῖο ἔρωτα, μὲ χαρά, μὲ ἀγάπη. Ὅλες τὶς ἐντολὲς στὸ ἀκέραιο, ποὺ συνοψίζονται σὲ δύο: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» καὶ «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἐκεῖνος ἀγαποῦσε τὸν πλησίον περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Λαμπάδα ἀναμμένη, ἡ ἀγάπη του, φώτιζε καὶ ἔλιωνε, μὲ ἀνιδιοτέλεια, αὐταπάρνηση καὶ θυσία. Μὲ τέτοια ὁσία, ἀφοσιωμένη ζωή, δὲ γεύτηκε θάνατο. Πέρασε τὴ γέφυρα γιὰ μιά στιγμή, γιὰ νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ «ἐν τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί». Ἐκεῖ βρίσκεται τώρα. Στὸ ἀνέσπερο φῶς!
Βαρὺς ὁ πόνος. Δυσαναπλήρωτο τὸ κενό. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἐλπίδα.Ὅσο ζοῦσε στὴ γῆ, εἶχε τόση ἀπήχηση ἡ προσευχή του στὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ, μὲ συγκεκριμένα ἀποτελέσματα καὶ ἁπτὰ παραδείγματα αὐτῆς τῆς εὐλογημένης παρρησίας. Τώρα ποὺ ζεῖ στὸ ἀνέσπερο φῶς κοντὰ στὸν Κύριο, πόσο περισσότερη παρρησία θὰ ἔχει! Ἡ γεμάτη ἀγάπη καρδιά του δὲ θὰ πάψει νὰ πρεσβεύει γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου. Ναί, δὲν πρέπει νὰ τὴν κυριεύει ἡ ἀπελπισία. Σκουπίζει τὰ δάκρυά της καὶ τρέχει στὸν ἅγιο Γιώργη.
Πλησιάζει μὲ δέος, σὰν νὰ εἶναι ἡ πρώτη φορά ποὺ πηγαίνει σὲ τοῦτο τὸν ναό, ὅπως πρὶν εἰκοσιπέντε χρόνια. Τότε ἐρημιά. Χωματόδρομος καὶ δέντρα στὸ διάβα της. Τίποτε ἄλλο. Τώρα μιά πλημμύρα! Καὶ δὲν εἶναι ἡ ὥρα τῆς τελετῆς. Χιλιάδες τὰ αὐτοκίνητα καὶ οἱ πιστοὶ ποὺ συρρέουν. Δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ ξανὰ ὁ Διόνυσος τέτοια κοσμοσυρροή. Ἕνα ποτάμι ποὺ συνεχῶς φούσκωνε, πλημμύριζε ἀπὸ ψυχές, ποὺ ἔσπευδαν ἐκφράζοντας τὴν πλημμύρα τῆς εὐγνωμοσύνης ποὺ ἔνιωθαν γιὰ τὸν ποιμένα, τὸν δάσκαλο, τὸν συνοδοιπόρο, τὸν συγχαίροντα καὶ συμπάσχοντα, τὸν φίλο, τὸν καθοδηγητή, τὸν λειτουργὸ τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Παρ’ ὅλη τὴν κοσμοπλημμύρα κανένας θόρυβος δὲν ταράζει τὴν ἠρεμία. Καμιὰ παραφωνία δὲν διακόπτει τὴν ἁρμονία. Δὲν τὸ θέλει. Ἀλλὰ τὴ λούζει ἡ συγκίνηση. Δρασκελάει τὸ κατώφλι. Ὁ Γιῶργος, ὁ πιστὸς ὑποτακτικός του, μὲ τὴ συγκίνηση νὰ περπατάει στὰ μάτια του, πηγαινοέρχεται καὶ συντονίζει τὶς κινήσεις, ὥστε νὰ γίνει, καταπῶς ἁρμόζει, ἡ ἐξόδιος τελετή. Ὁ σεπτὸς νεκρὸς στὴ μέση τοῦ Ναοῦ μὲ τὴ γλυκιὰ γαλήνη στὸ πρόσωπο, ποὺ τὸν συντρόφευε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, θαρρεῖς καὶ προσευχόταν ἀναγερμένος. Καὶ δίπλα του ὁ π. Δ. ὁ πνευματικός του γιός, διαβάζει μὲ συντριβὴ ἀπὸ τὸ ψαλτήρι. Ἡ εὐλογία τῆς ἱερῆς ἀγρυπνίας, ποὺ εἶχε προηγηθεῖ, διαχεόταν μυσταγωγικὰ στὸ χῶρο. Καὶ οἱ δύο προσεύχονται. Ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἑνώνει τὶς προσευχές της μὲ τὴ στρατευομένη σὲ τούτη τὴ θαυμαστὴ ζωντανὴ εἰκόνα.
Ὁ πόνος γιὰ τὴ στέρηση τοῦ ἐπίγειου πατέρα ἑνώνεται μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα γιὰ τὶς τόσες δωρεὲς καὶ εὐλογίες Του. Ἀνοίγουν ἀβίαστα κι αὐθόρμητα οἱ πηγὲς τῶν δακρύων. Πλησιάζει καὶ προσκυνάει μὲ δέος τὸ σεπτὸ σκήνωμα. Ἀπομακρύνεται πισωπατώντας. Ποῦ νὰ ἀκουμπήσει τὰ συναισθήματα καὶ τὶς σκέψεις ποὺ σὰν καταρράχτης χύνονται μέσα της; Βγαίνει γιὰ λίγο καὶ κάθεται στὸ παγκάκι στὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ σὲ μιά ἀκρούλα. Τριγύρω ὁ κόσμος. Ἄλλοι σιωπηλοί, ἄλλοι ἀναπολοῦν χαμηλόφωνα τὴν εὐεργετικὴ δράση τοῦ φιλάνθρωπου Γέροντα. Βγάζει τὸ μπλοκάκι της. Τὸ στυλὸ τρέχει, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀποτυπώσει μὲ συνειρμὸ καὶ πληρότητα τὰ συναισθήματα τῆς στιγμῆς.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ
πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019