Πρωτ. Βασίλειος Σπηλιόπουλος
Αν υπήρχε ένα λογισμικό, το οποίο θα καταμετρούσε τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων και θα έβγαζε σχετικά στατιστικά στοιχεία, θα διαπιστώναμε με βεβαιότητα και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η πιο άγνωστη, παραμελημένη, καταπατημένη και παρερμηνευμένη, ίσως, εντολή είναι η τετάρτη:
Μνήσθητι τήν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αύτήν˙ ἕξ ἡμέρας ἐργᾶ καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου˙ τῆ δέ ἡμέρα τῆ ἑβδόμη, σάββατα Κυρίω τῶ Θεῶ σου.
Είναι η εντολή για την αργία της Κυριακής και, εννοείται, κάθε μεγάλης δεσποτικής ή θεομητορικής εορτής. Προφανώς η πλειοψηφία από εμάς, τους “ανθρώπους της Εκκλησίας” – “τους καλούς Χριστιανούς”, θεωρούμε, από τη στιγμή που την Κυριακή δεν πάμε στην εργασία μας και δεν ασκούμε το επάγγελμά μας, ότι είμαστε τυπικότατοι τηρητές της εντολής. Αν μάλιστα εκκλησιαζόμαστε κιόλας, τότε ο Θεός μάς χρωστά και ρέστα επί της εντολής! Άλλη μια επιδημική πλάνη, που έχει κυριαρχήσει και μας επιτρέπει να συνεχίζουμε την “ευσεβή” βιωτή μας χωρίς αναταράξεις και ταραχές!!
Ας ακολουθήσουμε, όμως, και πάλι τον Άγιο Νικόδημο στο «Εξομολογητάριο», το οποίο μάλλον όλο και πιο “ξινό” γίνεται. Ποιοι καταπατούν την εντολή αυτή, Άγιέ μου;
Όσοι δεν πηγαίνουν στην εκκλησία την Κυριακή (βλέπε Παράρτημα). Ουυυυφ!! Εμείς πάμε!!
Και συνεχίζει ο Άγιος την απάντησή του: ή πάνε μεν, αλλά από συνήθεια για να περάσει η ώρα και δεν προσέχουν στην ακολουθία. Ας μη βιαστούμε να πούμε το “εμείς δεν πάμε από συνήθεια”. Ας μάθουμε να ελέγχουμε πρώτα τη συνείδησή μας και τον εαυτό μας, πριν βιαστούμε να “δικαιώσουμε εαυτόν”. Ας σκεφτούμε με πολλή σοβαρότητα αν πάμε από την έναρξη της ακολουθίας και αν όχι, το γιατί. Σε ποια εκδήλωση, σε ποιο θέαμα, σε ποια διοργάνωση πηγαίνουμε μετά την έναρξή της και μάλιστα πολλές φορές σχεδόν στο τέλος; Για ποιον τελικώς τελείται η υπόλοιπη ακολουθία; Για τον ιερέα και τον ψάλτη, αν και αυτός έχει έρθει, δηλαδή; Θα προφασιστούμε πολλοί εξ ημών τις υποχρεώσεις και την κούραση της εβδομάδος, τη δυσκολία να ετοιμάσουμε τα παιδιά και άλλα φαιδρά, αλλά αν είχαμε λίγη ειλικρίνεια και λίγο φιλότιμο, θα βλέπαμε ότι με τον τρόπο αυτό η εντολή παραβιάζεται. Θα σκεφτόμασταν ότι πρόκειται για ομολογία πίστεως, ότι για άλλες δραστηριότητες προλαβαίνουμε και τα παιδιά να ετοιμάσουμε και την κούραση να νικήσουμε. Θα σκεφτόμασταν ότι η Εκκλησία ως Σώμα πρέπει να είναι συναγμένη εξ αρχής και έως τέλους κι όχι να έρχεται ο καθένας κατά το δοκούν. Γι’ αυτό και στα πρώτα χριστιανικά χρόνια υπήρχαν οι «θυρωροί», που απαγόρευαν αυτή την αδικαιολόγητη αταξία.
Το γεγονός, για τους περισσότερους από εμάς τουλάχιστον, ότι πάμε από συνήθεια κι όχι από αγάπη για τον Θεό και δίψα για τη Λατρεία Του, αποδεικνύεται κι απ’ το ότι όταν ακόμα πάμε, δεν προσπαθούμε να μετάσχουμε στα λεγόμενα, να συμπροσευχηθούμε, να βιώσουμε το μυστήριο, αλλά ο νους κανονίζει όλο το πρόγραμμα της ημέρας μετά το “δι’ ευχών”. Σκεφτόμαστε τι θα φάμε, ποιον θα καλέσουμε στο σπίτι, ποια εκδρομή θα οργανώσουμε και με ποιους, τι θα συζητήσουμε στο πνευματικό κέντρο, τι ώρα παίζει η ομαδάρα και χιλιάδες άλλα ξένα και βλάσφημα για την ώρα εκείνη. Πολλοί, λοιπόν, ναι, πάμε στην Εκκλησία αλλά για αλλότριους στόχους από αυτούς, που η εντολή θέλει να μας περάσει. Άλλος πάει για το καθήκον, άλλος για κοινωνικούς λόγους ιδιαίτερα στις κλειστές κοινωνίες, άλλος από υποχρέωση στους συγγενείς των μνημοσύνων, που δυστυχώς τα μεταφέραμε την αναστάσιμη ημέρα του Κυρίου από το Σάββατο που ανήκουν, άλλος για να βρει την παρέα ή, στην εκκλησιαστική γλώσσα, “τους πνευματικούς αδελφούς” και να συζητήσει “πνευματικά”, άλλος, κυρίως μεγαλυτέρας ηλικίας, για να περάσει η ώρα, άλλος για να ’χει υλικό να κουτσομπολέψει, άλλος γιατί το ’χει τάμα, επειδή την προηγούμενη βδομάδα βρήκε το χρυσό του το ρολόι, που είχε χάσει και τελειωμό δεν έχει ο κατάλογος. Ας μη παίζουμε άλλο με τα Θεία κι ας πάρουμε μια απόφαση να μετέχουμε στη Λατρεία πιο συνειδητά, πιο σοβαρά, πιο κανονικά, δηλαδή εντός κανόνων.
Στην εντολή σφάλλουν, συνεχίζει ο Άγιος, όσοι δουλεύουν τις Κυριακές από αγάπη στον πλούτο ή βάζουν άλλους να δουλεύουν. Πάλι αθώοι οι περισσότεροι από εμάς, ειδικώς οι δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι δουλεύουν πενθήμερο ή εξαήμερο! Λες και η εντολή δόθηκε για να ξεκουράζουμε το σαρκίο μας και να τεμπελιάζουμε! Πάλι πρόχειροι, πάλι ερασιτέχνες, πάλι υποκριτές! Ποιος από εμάς (γνωρίζω ευτυχώς ελαχίστους που το τηρούν απόλυτα) δεν ψωνίζει τις Κυριακές; Πέρα απ’ το γεγονός ότι απαγορεύονται τις Κυριακές τα παζάρια και οι αγοροπωλησίες, όταν εμείς αγοράσουμε έστω το ευλογημένο ψωμάκι, δεν υποχρεώνουμε το μαγαζί να είναι ανοικτό; Δεν είμαστε συνένοχοι του ιδιοκτήτη και δεν υποχρεώνουμε τον υπάλληλο να εργασθεί; Δεν παραβαίνουμε την εντολή; Για να λέμε τα πράγματα, κάπου -κάπου τουλάχιστον, με το όνομά τους και “τσεκουράτα”, τις Κυριακές απαγορεύεται αυστηρά η οποιαδήποτε αγορά ή πώληση.
Μα και όσοι είναι υποχρεωμένοι να εργασθούν από τη φύση της εργασίας τους (κτηνοτρόφοι, γιατροί) ή από το αφεντικό τους;
Υπάρχει για όλα λύση, ακόμη κι αν “πονάει” αρκετά. Μας τη δίνει ο ο Πατροκοσμάς, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός:
“Πρέπει και ημείς να εργαζώμεθα τας εξ ημέρας δια ταύτα τα μάταια, γήινα και ψεύτικα πράγματα, και την Κυριακήν να πηγαίνωμεν εις την εκκλησίαν και να στοχαζώμεθα τας αμαρτίας μας, τον θάνατον, την κόλασιν, τον παράδεισον, την ψυχήν μας οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον, και όχι να πολυτρώγωμεν, να πολυπίνωμεν και να κάμνωμεν αμαρτίας, ούτε να εργαζώμεθα και να πραγματευώμεθα την Κυριακήν. Εκείνο το κέρδος οπού γίνεται την Κυριακήν είναι αφωρισμένο και κατηραμένο, και βάνετε φωτιά και κατάρα εις το σπίτι σας και όχι ευλογίαν…Όθεν, αδελφοί μου, δια να μη πάθετε κανένα κακό, μήτε ψυχικόν μήτε σωματικόν, εγώ σας συμβουλεύω να φυλάγετε την Κυριακήν, ωσάν οπού είναι αφιερωμένη εις τον Θεόν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Την φυλάγετε την Κυριακήν; Αν είσθε χριστιανοί, να την φυλάγετε. Έχετε εδώ πρόβατα; Το γάλα της Κυριακής τί το κάμνετε; Άκουσε, παιδί μου, να το σμίγεις όλο και να το κάμνεις επτά μερίδια. Και τα έξ μερίδια κράτησέ τα δια τον εαυτό σου, και το άλλον μερίδιον της Κυριακής, αν θέλεις δώσε το ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, ή εις την εκκλησίαν δια να ευλογήσει ο Θεός τα πράγματά σου. Και να τύχει ανάγκη και θέλεις να πωλήσεις πράγματα φαγώσιμα την Κυριακήν, εκείνο το κέρδος μη το σμίγεις εις την σακούλα σου, διότι την μαγαρίζει. Αλλά δώσε το ελεημοσύνην, δια να σας φυλάγει ο Θεός”.
Αυτή λοιπόν η διακριτική λύση, που δίνει ο Άγιος, είναι η λύση για να αποφύγουμε τα κακά, που ακολουθούν την αναγκαστική κάποιες φορές καταπάτηση της αργίας της Κυριακής. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος μαρτύρησε για την εντολή αυτή, επειδή έπεισε τους Χριστιανούς να μην αγοράζουν ούτε να πουλούν τις Κυριακές και να μεταφέρουν στο Σάββατο το παζάρι που γινόταν Κυριακή.
Η αργία της Κυριακής έχει (αυτό το ξέρουμε όλοι εκ πικράς πείρας είτε ιδίας είτε από οικείους) πολύ μεγάλη σημασία για την πνευματική ζωή και είναι περιφραγμένη από πολύ αυστηρούς πνευματικούς νόμους, που “τιμωρούν” άμεσα και αμείλικτα. Ποιοι άλλοι όμως, Άγιε Νικόδημε, και πώς αλλιώς παραβιάζουμε τούτη την εντολή;
- Όσοι την Κυριακή κάνουμε φαγοπότια και γλέντια και μάχες. Δηλαδή;; Σχεδόν οι πάντες! Όσοι πάμε σε πανηγύρια και χορούς και γλέντια γάμων, για τα οποία ο Ιερός Χρυσόστομος αυστηρά παραγγέλλει, μόλις αρχίσουν, να φεύγουν οι ιερείς και θεωρεί ότι είναι πομπή των δαιμόνων. Όσοι παρακολουθούμε ποδόσφαιρο ή μπάσκετ ή άλλα αθλήματα, “μάχες” δηλαδή. Όσοι μετέχουμε σε εκδηλώσεις και συναυλίες και, ακόμα χειρότερα, καρναβάλια κτλ.
- Όσοι ποιμένες δεν διδάσκουμε τον λαό και δεν τον κατηχούμε τις ημέρες των εορτών και αργιών.
- Όσοι δεν δίδουμε στους πτωχούς και στους ζητιάνους ελεημοσύνη, αλλά και πολλές φορές τους αποστρεφόμαστε και τους διώχνουμε, τη στιγμή που ο Ιερός Χρυσόστομος τους θεωρεί απολύτως απαραίτητους για την Κυριακάτικη σύναξη.
Και άρα τι να κάνουμε την Κυριακή μετά την Εκκλησία;
Μα φυσικά να την αφιερώσουμε ολόκληρη στον Κύριο για να δικαιολογεί το όνομά της. Να διαβάζουμε τις Γραφές και τους Πατέρες, διότι κι όσοι ξέρουν γράμματα και δεν το κάνουν, επίσης παραβιάζουν, κατά τον Άγιο Νικόδημο, τον κανόνα αυτό. Επίσης μπορούμε να επισκεφθούμε αρρώστους, να θρέψουμε φτωχούς, να κάνουμε παρέα σε μοναχικούς, να κάνουμε προσκυνήματα, να διακονήσουμε Θεό και ανθρώπους με κάθε ευλογημένο τρόπο.
Αν θέλουμε τη χάρη και την ευλογία του Πατροκοσμά κι αν δε θέλουμε να ντρεπόμαστε κοιτάζοντας την εικόνα του, ας προσπαθήσουμε όχι μόνο να τηρήσουμε την εντολή αυτή με συνέπεια και απόλυτα αλλά με την ίδια χαρά που θέλει και το τραγούδι. Ας μη μας κρατάει το στρώμα μας ούτε το μαξιλάρι και τότε όντως θα έχει το κυριακάτικο ξύπνημα κι όλη η μέρα δική της και πολλή χάρη.
Παράρτημα
Ιερού Χρυσοστόμου
(ΛΟΓΟΣ Θ´. Περὶ τοῦ μὴ καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων. )
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Τὶς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τὶς ἀκοῦμε μὲ εὐχαρίστηση. Τὶς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τὶς ἀπολαμβάνουμε γιὰ ὦρες, δίχως νὰ βαριόμαστε. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Μὰ καὶ στὰ ἱπποδρόμια, μολονότι δὲν ὑπάρχει στέγη γιὰ νὰ προστατεύει τοὺς θεατὲς ἀπὸ τὴ βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σὰν μανιακοί, ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τὰ πάντα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, ποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοι, δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Γιὰ τ᾿ ἄλογα, ὅμως, τοὺς τραγουδιστὲς καὶ τοὺς ἠθοποιοὺς μποροῦν σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Εἶναι κατάσταση αὐτή;
Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.
Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸ Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ:
ΡΑΝΤΕΒΟΥ Μ’ ΕΝΑΝ ΑΓΝΩΣΤΟ (ΠΕΡΙ ΤΗΣ 1ΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ)
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΑ (ΠΕΡΙ ΤΗΣ 2ΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ)
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝ (Περί της 3ης Εντολής)
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΛΕΦΤΗΣ (ΠΕΡΙ ΤΗΣ 7ΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ)