Τρίτη 30 Αυγούστου 2022

Εcclesia invisibilis: Πτυχές Προτεσταντικῆς Ἐκκλησιολογίας

 

Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργόπουλου

Ἀναπλ. Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

 Εcclesia invisibilis:

Πτυχές Προτεσταντικῆς Ἐκκλησιολογίας

    Θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ προτεστα­ντικοῦ χώρου, παρά τήν ἀπουσία μιᾶς κοινῆς Ἐκκλησιολογίας, εἶναι ἡ αἴ­σθηση ἀπουσίας τῆς Ἐκκλησίας ὡς «Σώ­ματος τοῦ Χριστοῦ» στήν ἑνιαία, ἀδιαί­ρετη, διπλή διάστασή της ὡς ὁρατῆς καί ἀόρατης πραγματικότητας καί ἀπόλυτη ἡ ἑνότητά της. Διαχρονικά ὁ Προτεστα­ντισμός ἀπέρριψε μέ συνέπεια κάθε ταύτιση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μέ μιά καθορισμένη, ἐξωτερική, ἱστορι­κή φανέρωσή του, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ οὐσία τοῦ μεγέθους πού λέγεται Ἐκ­κλησία βρίσκεται ἀποκλειστικά στήν ἀό­ρατη πλευρά του1. Ὑπό τό πρῖσμα αὐτό γίνεται ἀντιληπτή καί ἡ τοποθέτηση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, τά νεώτερα χρόνια, στό ὁποῖο, ὡς γνωστόν, οἱ προτεσταντικοί κλάδοι ὑπερτερτοῦν ἀριθμητικῶς, ὅτι δέν ὑποχρεώνεται νά βασίζεται σέ κάποια ἰδιαίτερη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας2.

Ἐντός τοῦ προτεσταντικοῦ πλαισίου, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς πνευματική, ἀό­ρατη κοινωνία τῶν Ἁγίων. Πρόκειται, δη­λαδή, γιά ἕνα ἀόρατο πνευματικό σῶμα τό ὁποῖο περιλαμβάνει τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, πού ἔχουν κληθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί εἶναι γνωστοί μόνο στόν Χριστό. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάποιος ἀνθρώπινος παράγοντας ἤ θεσμός, ἀλλά μόνον ὁ Χριστός, πού κα­θοδηγεῖ τήν Ἐκκλησία Του ἀποκλειστικά μέσῳ τοῦ θείου λόγου Του καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος3.

Ἀντιπροσωπευτική περιγραφή αὐτῆς τῆς προτεσταντικῆς θεώρησης ἀποτελεῖ ὁ ὁρισμός πού δίνεται περί Ἐκκλησίας στήν ἀρχή τοῦ 25 Κεφ. τῆς Ὁμολογίας Westminster: «Ἡ καθολική καί οἰκου­μενική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἀόρα­τη, συγκροτεῖται ἀπό τόν ἀριθμό ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν, οἱ ὁποῖοι ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι συγκεντρωμένοι ὡς ὅλον, κάτω ἀπό μία κεφαλή, τόν Χριστό». Ἀνάλογη ἀναφορά ὑπάρχει καί στό ἄρθρο 17 της Δεύτερης Ἑλβετικῆς Ὁμολογίας, ὅπου γίνεται λόγος γιά «ecclesia invisibilis Deo autem soli nota (= ἀόρατη Εκκλησία γνωστή μόνο στόν Θεό)»4.

Ἡ ἔμφαση στόν ἀόρατο χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας σχετίζεται καί μέ τό γεγονός ὅτι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Προτεστάντες, ὁ ὅρος Ἐκκλησία στήν Καινή Διαθήκη προσδιορίζει ἄλλοτε μιά κοινότητα πι­στῶν σέ μιά πόλη (Πράξ 5,11. 8,1. Ρωμ 16,1. Γαλ 1,2), ἄλλοτε σύναξη πιστῶν πού συγκεντρώνονται σ’ ἕνα σπίτι (Ρωμ 16,5), ἄλλοτε σύνολο κοινοτήτων πού πιστεύουν στόν Κύριο (Πράξ 9, 31) καί ἄλλοτε τό σύνολο τῶν πιστῶν πού ἀπο­δέχονται τόν Χριστό ἀσχέτως μέ τή γεωγραφική τους παρουσία (Α΄ Κορ 10,32. 15,9. Γαλ 1, 13).

Ἡ ἔνταξη ἑνός πιστοῦ σέ μιά ὁρατή το­πική κοινότητα-Ἐκκλησία δέν τόν καθιστᾶ αὐτομάτως μέλος καί τῆς ἀόρατης Ἐκκλη­σίας ὡς κοινωνίας τῶν Ἁγίων. Τά μεγέθη ἀόρατη Ἐκκλησία καί ὁρατή κοινότητα δέν συμπίπτουν. Ἡ κατατετμημένη πολ­λαπλή ὁμολογιακή μορφή τοῦ Προτεστα­ντισμοῦ ἐντός τοῦ ἱστορικοῦ πεδίου, δέν ταυτίζεται σέ καμμία περίπτωση μέ τήν ἀληθινή ἀόρατη Ἐκκλησία. Οἱ ὁρατές Ἐκ­κλησίες, μέ μία ποικιλία ὀνομάτων-κλά­δων εἶναι κοινότητες πιστῶν πού ἐπαγ­γέλονται τή χριστιανική πίστη. Τά βασι­κά χαρακτηριστικά πού τίς διακρίνουν ἀπό ἄλλες ψευδεπίγραφες χριστιανικές κοινότητες εἶναι: α) τό ἀληθινό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, β) ἡ σωστή τέλεση τῶν μυστηρίων (πβ. Αὐγουσταία Ὁμολο­γία, ἄρθρο 7) ἤ τελετῶν κατά τήν ἐκδοχή τῶν Μεταρρυθμισμένων, καί γ) ἡ πειθαρ­χία στήν καθαρότητα τῆς βιβλικῆς διδα­χῆς καί ἠθικῆς. Οἱ διάφορες χριστιανικές κοινότητες ἤ Ἐκκλησίες ὡς ὁρατοί ὀργα­νισμοί μέσα στόν κόσμο διακρίνονται γιά τήν κοινή χριστιανική ζωή, τήν ὀργάνωσή τους, τίς διακονίες τους ἀλλά καί γιά μιά προδιορισμένη συγκεκριμένη μορφή ὀργά­νωσης καί διοίκησης πού διαφέρει κατά περίπτωση σέ κάθε κλάδο. Οἱ ὁρατές χρι­στιανικές κοινότητες ἔχουν τίς δικές τους διοικητικές διαβαθμίσεις καί ὄργανα5.

Οἱ πάστορες, καί ὅπου ὑπάρχουν συμ­βούλια διοίκησης, ἔχουν ἀντιπροσωπευ­τικό χαρακτήρα γι᾽ αὐτό ἐκλέγονται ἀπό τήν τοπική κοινότητα. Εἶναι ἐπιφορτισμέ­νοι μέ τό κήρυγμα, τή λατρεία, τή διασφά­λιση τῆς πειθαρχίας, τήν προαγωγή τῶν μελῶν κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας στή χρι­στανική ζωή καί τελειότητα. Σέ ἀρκετούς προτεσταντικούς κλάδους συναντᾶμε τή χρήση τῶν ὅρων διάκονος, πρεσβύτερος καί ἐπίσκοπος, μέ περιεχόμενο ἀποκλει­στικά διοικητικό, καί ὄχι μυστηριακό. Πολλοί κλάδοι δέχονται στό «ἱερατεῖο» τους καί γυναῖκες.

Γιά τόν προτεσταντικό χῶρο, κάθε τοπι­κή κοινότητα θεωρεῖται πλήρης καί ἀκέ­ραιη Ἐκκλησία πού διαχειρίζεται ἀπο­κλειστικά τίς δικές της ὑποθέσεις. Ὅμως ἡ ἰδιότητά της ὡς μέλους ἑνός εὐρύτερου κλάδου μέ συγκεκριμένο ἱστορικό περί­γραμμα καί δογματικό πλαίσιο τήν καθι­στᾶ συνδεδεμένο μέλος μέ συγκεκριμένες ὑποχρεώσεις, βάσει ἑνός κοινοῦ καταστα­τικοῦ συμφωνίας καί συνύπαρξης, πού ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῶν διαφόρων κοινοτήτων.

Ὑπάρχουν προτεσταντικοί κλάδοι πού ἔχουν εἴδη συνόδων, στίς ὁποῖες οἱ ἀντι­πρόσωποι τῶν διαφόρων τοπικῶν κοι­νοτήτων-Ἐκκλησιῶν τοῦ κλάδου ἀσχο­λοῦνται μέ θέματα διδασκαλίας, ἠθικῆς, πειθαρχίας καί διοίκησης σέ εὐρύτερο συλλογικό ἐπίπεδο.

 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. 1. Η.G. Pöhlmann, Abriss der Dogmatic, Gütersloh 21975, σ. 257-259. Η. Ηeppe, Reformed Dogmatics, μτφ. G.T. Thomson, Grand Rapids, Michigan 1978, σ. 664-668. R. Leohhardt, Grundinformation Dogmatik, Göttingen 22004, σ. 267-270. 2. A. Basdekis (Hrsg), Orthodoxe Kirche und Ökumenische Bewe­gung. Dokumente-Erklärungen-Berichte 1900-2006, Frankfurt am Main, Paderborn 2006, σ. 818. 3. J. Feiner – L. Vischer (Hrsg), Neues Glaubensbuch, Freiburg-Basel-Wien 91973, σ. 621-626. 4. E.F.K. Müller, Die Bekenntnisschriften der reformierten Kirche, Leipzig 1903, σ. 199. Πβ. Ε. Klotsche, The History of Christian Doctrine, Grand Rapids, Michigan 31979, σ. 238-239. 5. R. Frieling, “Kirche I. evang. Sicht”, H. Krüger u.a (Hrsg), Ökumene Lexikon.Kirchen-Religionen-Bewegungen, Frankfurt am Main 1983, στ. 628-629