Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΘΥΜΙΑΜΑ

 

Πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καλλινίκου

ΤΟ ΘΥΜΙΑΜΑ

      Οι λαοί της Ανατολής αγαπούσαν τα ευώδη θυμιάματα, τα οποία έκαιγαν τιμητικά μπροστά σε μεγάλες προσωπικότητες. Ο Ναβουχοδονόσορ, θέλοντας να εξωτερικεύσει την εκτίμηση, που αισθάνθηκε προς τον προφήτη Δανιήλ, έκαψε ευώδες θυμίαμα. Όταν δε ο βασιληάς των Περσών Ξέρξης περνούσε τον Ελλή­σποντο, του έκαιγαν λιβάνι πάνω στα γεφύρια και του έστρωναν τον δρόμο με μυρσίνες. Κατά την θριαμβευτική δε διάβαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέσα απ’ την Βαβυλώνα, ανυψώνονταν προς τιμήν του θυσιαστήρια, πάνω στα οποία καίονταν θυμιάματα, που γέμιζαν τον αέρα με τις ευώδεις τους τουλύπες. Ένα από τα τρία δώρα των μάγων εξ Ανατολής προς τον αρτιγέννητο Βασιλέα της Βηθλεέμ ήταν το λιβάνι.

Από τα ανάκτορα της Ανατολής δεν ήταν δύσκολο να εισαχθεί ο θυμιατός στα ανάκτορα του Υπερτάτου Βασιλέως, για την έξαρση της θείας λατρείας. Οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι θυμιούσαν στους ναούς των. Οι Βαβυλώνιοι επίσης. Κατά παρό­μοιο τρόπο χρησιμοποίησαν το θυμίαμα και οι Εβραίοι, οι οποίοι αφιέρωσαν στη λατρεία του ενός και μόνου Θεού κάθε τι ωραίο, που υπήρχε στον κόσμο.

 Η Παλαιά Διαθήκη διαγράφει τον μυστικό τρόπο της κατασκευής του θυμιάματος, που ήταν αυστηρά προωρισμένο για τον θείο ναό και αποτελείτο από τέσσερα συστατικά. Όποιος θα τολμούσε να κατασκευάσει τέτοιο θυμίαμα για βέβηλες χρήσεις, θα τιμωρείτο με θάνατο. Με το πέρασμα του χρόνου, στα τέσσερα συστατικά προστίθενται κι’ άλλα είδη. Το θυμίαμα στις ημέρες του Ιωσήπου περιέχει δέκα τρεις ευώδεις ουσίες. Μα και έτσι εξακολουθεί να συνοδεύει τις ιερότερες στιγμές της πρωινής και εσπερινής προσευχής, ως το ωραιότερο και πιο ταιριαστό έμβλημα της προσευχής, σύμφωνα με τον γνωστό στίχο του 140ου ψαλμού: «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον Σου»!

Το Ταλμούδ, ή ακριβέστερα η ταλμουδική Μισνά, που λίγο απέχει απ’ τα χρόνια του Σωτήρος, διαγράφει λεπτομερώς ό,τι έχει σχέσι με το τυπικόν του θυμιάματος. Οι ιερείς, που επρόκειτο να εκτελέσουν τα διάφορα θρησκευτικά λειτουργήματα στο ναό, εξελέγοντο με κλήρο. Εκείνος δε, στον οποίο έπεφτε ο κλή­ρος να προσφέρη το θυμίαμα, εθεωρείτο ότι ευνοήθηκε πολύ από τη θεία αγάπη και ότι εκτελούσε την ημέρα εκείνη το ευγενέστερο έργο. Με ευλάβεια έπαιρνε στο χέρι αρκετή ποσότητα από το ευώδες παρασκεύασμα και το έριχνε πάνω στα κάρβουνα του χρυσού θυμιατηριού, που σαν θυσιαστήριο βρισκόταν μπροστά στην είσοδο, που οδηγούσε στα άγια των άγιων. Και ενώ ο μυρω­μένος καπνός ανέβαινε ψηλά προς τον θρόνο του Θεού, αυτός έπεφτε κάτω πρηνής, εκχύνοντας προς τον Θεό τις προσευχές του. Έπειτα σηκωνόταν. Με πρόσωπο, που ακτινοβολούσε, βά­διζε προς το εκκλησίασμα, που περίμενε έξω, και απηύθυνε τις ευλογίες του προς αυτό. Ύστερα από τέτοια γονυκλινή προσευχή ο Ζαχαρίας είδε ξαφνικά τον άγγελο του Θεού «εκ δεξιών εστώτα του θυσιαστηρίου του θυμιάματος» και αξιώθηκε να λάβει θεία αποκάλυψη.

Η Εκκλησία του Χριστού παρέλαβε απ’ τη Συναγωγή το θυμίαμα, όπως και πολλά άλλα του Ιουδαϊκού τελετουργικού. Βεβαίως και λόγοι υγιεινοί ώθησαν σ’ αυτό. Οι κατακόμβες εί­χαν τις αναθυμιάσεις από τους τάφους. Οι τοίχοι μέσα στις υπόγειες κρύπτες έσταζαν από υγρασία. Υπήρχε λοιπόν η ανάγκη κάποιου αντισηπτικού, για να μετριάζεται ο μολυσμός του αέρα. Αλλ’ αφού μια φορά μπήκε το θυμίαμα στην πρωτόγονη Εκκλησία, δεν έπαυσε να ευωδιάζει και στους κατοπινούς χρό­νους, για να δείξει τη συγγένεια, που υπήρχε μεταξύ των μαρ­τύρων, που κατεδιώχθησαν, και των πιστών, που εθριάμβευσαν, και για να καταστήσει βασιλικώτερο και μεγαλοπρεπέστερο τον ναό του Θεού.


Η ιστορία του Σωτήρος αρχίζει με το θυμίαμα του δικαίου Ζαχαρίου. Η Καινή Διαθήκη τελειώνει με χρυσές φιάλες, λι­βανωτούς και θυμιάματα, που προσφέρονται πάνω στο χρυσούν θυσιαστήριον με τις προσευχές των αγίων πάντων.


    Ο 3ος αποστολικός κανών κάνει λόγο για το θυμίαμα και το λάδι σαν τα μόνα, που επιτρέπονται στο χριστιανικό θυσια­στήριο. Ο Τερτυλλιανός υπαινίσσεται το θυμίαμα, όταν γράφει: «Εάν η οσμή κάποιου τόπου με ενοχλεί, καίω κάτι απ’ την Αραβία, αλλά όχι με τον τρόπο των ειδωλολατρών». Η Σιλβία στο Οδοιπορικό της ομιλεί για θυμιατήρια στα Ιεροσόλυμα: «Αφού λοιπόν λεχθούν οι τρεις αυτοί ψαλμοί…, φέρνουν θυμια­τήρια μέσα στη σπηλιά της Αναστάσεως, ώστε όλη η βασιλική γεμίζει από ευωδιά». Ο Εφραίμ ο Σύρος στην διαθήκη του παρακαλεί να τον ενταφιάσουν θυμιάζοντας τον οίκο του Κυ­ρίου εις δόξαν και έπαινον αυτού. Ο Αμβρόσιος, ερμηνεύοντας την εμφάνιση του αγγέλου Γαβριήλ στον Ζαχαρία, που στεκόταν κοντά στο θυσιαστήριο του θυμιάματος, προσθέτει και τα εξής, που φανερώνουν, ότι στα χρόνια του χρησιμοποιείτο το θυ­μίαμα: «Μακάρι να στεκόταν και κοντά σε μας ο άγγελος κάθε φορά, που θυμιάζομε το θυσιαστήριο και προσφέρομε τις θυ­σίες μας».

Όταν μετά την λήξη της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο βγήκαν οι άγιοι πατέρες απ’ τον ναό της υπεραγίας Θεο­τόκου, ο λαός προέπεμπεν αυτούς, ενώ οι γυναίκες, κρατώντας θυμιάματα πήγαιναν μπροστά απ’ τους πατέρας, που έβγαιναν απ’ τον ναό. Ο Ιουστινιανός για τον ναό της Αγίας Σοφίας κατασκεύασε τριάντα ολόχρυσα θυμιατήρια. Ο Πορφυρογέννη­τος μας πληροφορεί, ότι όταν έμπαιναν οι βασιλείς στον ναό των Βλαχερνών, έβαζαν με τα ίδια τους τα χέρια λιβάνι πάνω στα θυμιατήρια.

 

Η καλύτερη μυστική ερμηνεία του θυμιάματος είναι εκείνη, που λέγει πως τούτο συμβολίζει την ανάταση του νου προς τα υψηλά, το «άνω σχώμεν τας καρδίας» στον καιρό της προσευ­χής. Το λιβάνι, που μπαίνει στο θυμιατήριο και συναντάται με τα κάρβουνα, δεν μένει εκεί, μα αφού καεί, ανεβαίνει ψηλά σε σύννεφα και σκορπίζει τριγύρω τη γλυκειά μυρωδιά του. Έτσι κι οι ψυχές, που καίνε από ζωντανή και θερμουργό πίστη, δεν πρέπει να σέρνωνται στη γη, όταν λατρεύουν τον Θεό, μα πρέ­πει να φτερουγίζουν στις υπέργειες σφαίρες, σκορπίζοντας τρι­γύρω το άρωμα της ευσεβείας και αρετής.

Από τις τρεις σεμνές ευχές του θυμιάματος, που περιέχονται μέσα στη λειτουργία του αγ. Ιακώβου, η πρώτη αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Δέσποτα Κύριε Ιησού, ω Θεού Λόγε… καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και παράστησον ημάς αγνούς τω αγίω Σου θυσιαστήριο) του προσενεγκείν Σοι θυσίαν ανέσεως και προσδεξαι αφ’ ημών των αχρείων δούλων Σου το παρόν θυμίαμα εις οσμήν ευωδίας και ευωδίασον ημών το δυσώδες της ψυχής και του σώματος και αγίασον ημάς τη αγιαστική δυνάμει του Πανα­γίου Σου Πνεύματος…».

 


Από το έργο του αειμνήστου πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Καλλινίκου «Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ», Εν Αλεξανδρεία εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1921. 

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ