Αρχιεπισκόπου Αθηνών ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (+)
Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΕΝ ΤΗ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Ιερωσύνη εν γενική έννοια, ως ποιμαντική διακονία, εστίν αυτό το έργον του πνευματικού της Εκκλησίας ποιμένος, η αγιαστική, διδακτική και κυβερνητική αυτού ενέργεια, εξ ωρισμένης εκπηγάζουσα εσωτερικής αυτού καταστάσεως και διαθέσεως, εκ της δια του ιδιαιτέρου μυστηρίου της Ιερωσύνης επερχομένης εν αυτώ εσωτερικής διαπλάσεως και μεταστοιχειώσεως, ην ποιμαντικήν αναγέννησιν δυνάμεθα να καλέσωμεν.
Ήδη εν τη Παλαιά Διαθήκη γίνεται χρήσις της λέξεως «ποιμήν», σημαινούσης εν τη ελληνική γλώσση τον ηγεμόνα ή αρχηγόν λαών. Ο Όμηρος καλεί τον Αγαμέμνονα «ποιμένα λαών». Αλλ’ εν τη Π. Διαθήκη ποιμένες καλούνται οι ιερείς, ώστε διάφορος είνε η χρήσις της λέξεως. Ο ποιμήν παρά τοις αρχαίοις Έλλησι δεν σημαίνει τον ποιμένα της αγίας Γραφής– το δ’ ελληνικόν «ιερεύς» ή το αντίστοιχον λατινικόν sacerclos σημαίνει ωρισμένην τάξιν ανθρώπων ασχολουμένων περί την προσφοράν των θυσιών.
Εν τη αγία Γραφή η λέξις «ποιμήν» συνενοί εν εαυτή ου μόνον την ειδικήν έννοιαν της ελληνικής λέξεως ιερεύς, αλλά και πολυμερεστάτης δράσεως, επεκτεινομένης έφ’ όλων των λεπτομερειών της ζωής του λαού, της πολιτικής, της κοινωνικής της οικογενειακής και της ιδιωτικής. Ουδεμία λεπτομέρεια της ζωής του ιουδαϊκού λαού διεξέφευγε τον κύκλον της δράσεως των ιερέων διότι ουχί μόνον η ειρήνη και ο πόλεμος, η συμμαχία και αι προς τους λοιπούς λαούς σχέσεις, αι θυσίαι και αι εορταί, αλλά και η οικογενειακή ζωή, αι ιδιωτικαί συμφωνίαι, η οικοδομή οικίας, η διαίρεσις των αγρών, η ιατρική θεραπεία, η προφύλαξις από των μολυσματικών νόσων, ούτως η άλλως, ετελούντο υπό την επίβλεψιν των ιερέων. Τούτου ένεκα πολλαχού της Παλαιάς Διαθήκης διεγράφη η ποιμαντική διακονία, ειδικώτερον δε εν τω προφητικώ βιβλίω του Ιεζεκιήλ (Κεφ. 34 ιδίως).
Εν τη Καινή Διαθήκη η ποιμαντική διακονία εξόχως διεγράφη προ παντός εν τη διδασκαλία και εν τω επιγείω βίo του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις υπήρξε το τελειότατον υπόδειγμα πνευματικού ποιμένος. Ο εν τη ερήμω πειρασμός (Ματθ. 4, 1-11. Μαρκ. 1, 12. Λουκ. 4, 1-13) παρέστησεν εναργώς την προς τους πειρασμούς πάλην του ποιμένος, ούτινος την υψίστην αξίαν εν τη υπέρ της κοινωνίας δράσει υπέδειξεν ο Κύριος προς τους μαθητάς αυτού και εν τη επί του όρους ομιλία (Ματθ. 5, 13-16) και κατά την αποστολήν αυτών εις το κήρυγμα (Ματθ. 10, 1-42. Μαρκ. 6, 7-11. Λουκ. 10, 1-21). Εν τη παραβολή του καλού ποιμένος (Ιωάν. 19, 1-16. Λουκ. 15, 1-8. Ματθ. 13, 10-14) εναργέστατα υπέδειξεν ο Κύριος την εικόνα του αληθούς χριστιανού ποιμένος, κατέκρινε δε τους εργαζομένους υπέρ της βασιλείας των ουρανών μόνον χάριν αμοιβής εν τη παραβολή της υπό του οικοδεσπότου αποδόσεως των μισθών εις τους εργάτας του αμπελώνος (Ματθ. 19, 27-30 20, 1-16) και διήλεγξε τους ψευδείς ποιμένας εν τη περί των Φαρισαίων ομιλία (Ματθ. 23). Τέλος εν τη αρχιερατική αυτού ευχή προς τον ουράνιον Πατέρα προ του σταυρικού αυτού θανάτου (Ιωάν. 17) συνεπλήρωσε την εικόνα του ιδεώδους πνευματικού ποιμένος της εκκλησίας επισφραγίσας αυτήν δια της επί του σταυρού θυσίας.
Εκ των Αποστόλων και ο Πέτρος μεν παρέσχεν οδηγίας προς τους ποιμένας της Εκκλησίας (Α’ Πέτρου 5, 1-4), ιδιαίτατα όμως ο απόστ. Παύλος, εν τη προς τους πρεσβυστέρους της Εφέσου ομιλία (Πράξ. 20, 16-35) και εν ταις τρισίν αυτού ποιμαντικαίς επιστολαίς, θαυμασίως διέγραψε την ποιμαντικήν διακονίαν. «Καθάπερ γαρ τις ζωγράφος άριστος ποικίλα κεράσας χρώματα, ην αν μέλλη βασιλικής μορφής πρωτότυπον κατασκευάζειν εικόνα, μετά πολλής εργάζεται της ακριβείας, ώστε τους μιμουμένους αυτήν άπαντας τους γράφοντας εξ αυτής διηκριβωμένην έχειν εικόνα’ ούτω δη και ό μακάριος Παύλος καθάπερ τινά εικόνα βασιλικήν γράφων και το αρχέτυπον αυτής κατασκευάζων, τα ποικίλα της αρετής κεράσας χρώματα απηρτισμένους ημίν τους χαρακτήρας υπέγραψε της επισκοπής, ην έκαστος των εις την αρχήν ταύτην αναβαινόντων εις εκείνην ορών μετά τοσαύτης ακριβείας τα καθ’ εαυτόν άπαντα οικονομεί».
«Ουδέν πλοίου κλυδωνιζομένου διηνήνοχεν η του ιερέως ψυχή, πανταχόθεν στίζεται, παρά φίλων, παρά εχθρών, παρ’ οικείων, παρ’ αλλοτρίων» (Ι. Χρυσόστομος)
Αξιοσημείωτον δε ότι εν τη Καινή Διαθήκη ούτε των Αποστολών ούτε των υπ’ αυτών κατασταθέντων διαδόχων η ποιμαντική ενέργεια καλείται ιερωσύνη ή ιερουργία, καίτοι διασημαίνουσα την κατ’ εξοχήν ιερουργικήν ενέργειαν του ποιμένος, ως προσάγοντος θυσίαν τω Θεώ, ην αποδίδει η λατινική γλώσσα δια των λέξεων sacrificium ή sacrificatio, την δε λέξιν ιερουργείν δια της λέξεως sacrificare (ουχί sanctificare, ως έχει η Βουλγάτα, Ρωμ. 15, 16). Αντί των λέξεων ιερωσύνη και ιερουργία η Κ. Διαθήκη μεταχειρίζεται συνήθως τας λέξεις διακονείν, διάκονος, διακονία, λειτουργείν, λειτουργός, λειτουργία, ίνα δηλώση το καθόλου ποιμαντικόν έργον των Αποστόλων διότι η αποστολικότης και καθ’ αυτήν και εν ταις διακλαδώσεσιν αυτής δεν ήτο ανάγκη να ονομασθή δια της λέξεως ιερωσύνη και Ιερουργία. Η ιερωσύνη απεδόθη πάσι τοις μέλεσι της εκκλησίας, όθεν αφ’ εαυτού νοείται, ότι αυτή ανήκει και εις τους Αποστόλους εν πλήρει της λέξεως σημασία. Ίνα όμως καταδηλωθή, ότι η ιερωσύνη των Αποστόλων και των διαδόχων αυτών ποιμένων της Εκκλησίας δεν ήτο προσωπική ιερωσύνη και διακονία εν γενική της λέξεως σημασία, αλλά διακονία, αποσκοπούσα εις την δι’ αυτής κατόρθωσιν του σκοπού της ιδρύσεως της Εκκλησίας, εν τοις επί μέρους μέλεσιν αυτής, δια τούτο εκλήθη δια λέξεως σημαινούσης δημοσίαν υπηρεσίαν, ήτοι δια της λέξεως λειτουργία.
Η λέξις αυτή απαντά παρά τοις δοκιμωτέροις των κλασικών συγγραφέων, σημαίνουσα την δημοσίαν υπηρεσίαν. Αλλ’ ήδη εν τη Π. Διαθήκη δια της λέξεως ταύτης αποδίδεται η έννοια της ιεράς υπηρεσίας των λευϊτών (Έξοδ. 38, 21. Αριθμ. 4, 25. 7, 22). Εν τοιαύτη έννοια εύρηται και εν τη Κ. Διαθήκη (Λουκ. 1, 23). Ούτω δε ο απ. Παύλος καλεί εαυτόν λειτουργόν Ιησού Χριστού, ιερουργούντα το Ευαγγέλιον του Θεού (Ρωμ. 16, 15)’ καλεί εαυτόν επίσης διάκονον (Α’ Κορ. 3, 5), και αυτήν δε την εν ουρανοίς διακονίαν του Κυρίου καλεί λειτουργίαν (Εβρ. 8, 2). Ομοίως λειτουργίαν καλεί ο Απόστολος και την της Π. Διαθήκης διακονίαν (Εβρ. 10, 11).
Καθόλου δ’ εν τη Κ. Διαθήκη υπό την λειτουργίαν εννοείται η δημοσία ιερατική υπηρεσία, ή ιερουργία (Πρβλ. Πραξ. 13, 2), την έννοιαν δε ταύτην προσέλαβεν η λέξις και εν τοις μετά τον αποστολικόν αιώνα χρόνοις της Εκκλησίας. Διότι οι λειτουργοί αυτής κατ’ εξοχήν είχον το καθήκον του ιερουργείν και εν τη ιδιαιτέρα εκείνη έννοια, συνωδά τη οποία ιερωσύνη είνε υπηρεσία, συνισταμένη κατ’ εξοχήν εν τη προσφορά της αναίμακτου θυσίας, της Ευχαριστίας. Ταύτης η τέλεσις ανήκεν ουχί πάσι τοις μέλεσι της Εκκλησίας, αλλ’ εκείνοις, οίς ήτο εμπεπιστευμένη κατ’ αποστολικήν διαδοχήν η ιερατική διακονία των πιστών και η πνευματική αυτών χειραγωγία, ων η έννοια συμπεριλαμβάνεται εν τη «ποιμαντική διακονία». Τούτου ένεκα και οι αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας την «ποιμαντικήν» εκάλουν γενικώτερον «ιερωσύνην» και τα ποιμαντικά αυτών συγγράμματα «περί ιερωσύνης» επέγραφον, εξετάζοντες εν αυτοίς τα κατά την ποιμαντικήν διακονίαν και υπό τον «ιερέα» ευνοούντες τον «ποιμένα», επίσκοπον ή πρεσβύτερον. Ώστε παρ’ αυτοίς η «ιερωσύνη» συνταυτίζεται προς την «ποιμαντικήν».
Υπ’ αυτήν εννοητέον άπαν το έργον του ποιμένας της Εκκλησίας, κατά την εσωτερικήν αυτού έποψιν, προς καθορισμόν αυτής της ουσίας της Ποιμαντικής, ης τας θεμελιώδεις αρχάς και βάσεις δυνάμεθα να διίδωμεν και εν τη ποιμαντική δράσει των Πατέρων της Εκκλησίας και εν τοις ποιμαντικοίς αυτών συγγράμμασιν.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» ΤΕΥΧΟΣ 1 – 1/1952
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ