Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ἄς ξεκαθαρίσωμε τὴν θέση μας

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

Ἡ ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου (Ματθ. κεφ. ε’- ζ’) ἀποτελεῖ ἕνα ἐξαίρετο δεῖγμα ὄχι μόνον ὀρθοδόξου θεολογίας ἀλλὰ καὶ ὀρθοδόξου παιδαγωγίας, μάλιστα δὲ καὶ κοινωνιολογίας. Περιέχει τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελοῦν συγχρόνως καὶ τὶς βάσεις τῆς ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ πολιτείας, ποὺ ὁ Ἴδιος ἑδραίωσε στὴν γῆ. Μεταξὺ ἄλλων ὁ Κύριος μιλάει γιὰ τὴν τελεία ἀγάπη καὶ τὴν ἀληθινὴ ἐλεημοσύνη, ὑποδεικνύει τὸν ὀρθὸ τρόπο προσευχῆς, «τὸ Πάτερ ἡμῶν», ἀναφέρει τὸν «χρυσὸ κανόνα», ποὺ διέπει τὶς σχέσεις μας μὲ τὸν συνάνθρωπο, καὶ τονίζει τὴν σημασία τῶν ἔργων γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Μία ἀπὸ τὶς προσφιλεῖς μεταφορὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ γίνῃ περισσότερο παραστατικός, εἶναι ἐκείνη τοῦ φωτός. Στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας Του ἀναφέρει ὅτι, ὅπως Ἐκεῖνος εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ίωάν. η’ 12), ἔτσι καὶ ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν γίνονται καὶ ἐκεῖνοι «φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε’ 14), ὥστε μὲ τὴν πίστη, τὴν συνέπεια καὶ τὰ ἀγαθά των ἔργα νὰ προσελκύουν καὶ ἄλλους πρὸς τὸ φῶς (ὅ.π. 16).

«Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῆ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς», λέει σὲ ἄλλο σημεῖο (Ἰωάν., η’ 13). Ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸ «φῶς» καὶ στὸ «σκότος» δὲν ἐπιλέγεται τυχαῖα ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀλλὰ ὑποδηλώνει τὴν ἀντιφατικὴ στάση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶναι πλασμένος νὰ πορεύεται πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸ Φῶς, ἐν τούτοις, μὲ τὶς ἄστοχες ἐπιλογές του, κατήντησε νὰ βυθίζεται στὸ σκοτάδι. Εἶναι, πράγματι, ὀδυνηρὸ οἱ ἄνθρωποι «νὰ ἀγαποῦν τὸ σκότος μᾶλλον ἤ τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. γ’ 19), νὰ προτιμοῦν τὴν ἀσέβεια, τὴν ἀνήθικη ζωή, τὸ μῖσος καὶ τὴν ἀλληλοεκμετάλλευση, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή, ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, τὴν ἀγάπη, τὴν τιμιότητα καὶ τὴν εἰρηνικὴ ζωή.

Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἄσχημο εἶναι ἡ ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων, νὰ λένε δηλαδὴ ὅτι ἀγαποῦν τὸν Θεό, στὴν οὐσία ὅμως νὰ ἐνεργοῦν ἀντίθετα μὲ τὸ θέλημά Του. Στὴν κατηγορία αὐτὴν ἐντάσσεται ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν χριστιανῶν. Ἀπὸ τὴν μιά, γνωρίζουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐκκλησιαζόμαστε, ζοῦμε συνετὰ στὴν προσωπική μας ζωὴ ἀλλὰ δὲν τρέφουμε ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπό μας. Μοιάζουμε μὲ τὸν πλούσιο νέο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἦταν εὐσεβὴς καὶ ἄμεμπτος στὸν προσωπικό του βίο, ἀλλὰ παρέμενε προσκολλημένος στὰ ἀγαθά του καὶ δυσκολευόταν νὰ βοηθήσῃ τὸν συνάνθρωπο (Ματθ., ιθ’ 16-26). Ἄλλοι, πάλι, ἀπὸ ἐμᾶς εἴμαστε εὐσεβεῖς καὶ δίκαιοι, κατὰ τ’ ἄλλα, πλήν ὅμως παραδομένοι στὶς «κακές μας ἐπιθυμίες». Γινόμαστε εὐκολώτερα δοῦλοι τῶν παθῶν μας παρὰ δοῦλοι Κυρίου.

Σὲ ὅποια ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐπιμέρους περιπτώσεις καὶ ἐὰν ἀνήκωμε, πάντως, δὲν εἴμαστε ἐξ ὁλοκλήρου δοσμένοι στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὑπηρετοῦμε, παράλληλα, καὶ τὸν κακό μας ἑαυτό. Ἀκριβῶς, λοιπόν, ἐπειδὴ ἡ ζωή μας δὲν εἶναι πλήρως εὐθυγραμμισμένη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πολιτεία μας δὲν λάμπει ἀπὸ ἔργα ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο, γι’ αὐτό, ἀντὶ νὰ προσελκύωμε ἄλλους ἀνθρώπους γιὰ τὸν Χριστό, τοὺς ἀπωθοῦμε μὲ τὴν συμπεριφορά μας.

Ὁ Κύριος, ὅμως, εἶναι ξεκάθαρος: «Οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν, Θεῶ καὶ μαμωνᾷ». Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπηρετοῦμε, συγχρόνως, δύο διαφορετικοὺς καὶ μάλιστα ἀντίθετους μεταξύ των Κυρίους, τὸν Θεὸ τῆς δικαιοσύνης καὶ τὸν Θεὸ τῆς ἀδικίας. Ἤ θὰ ἀγαπήσωμε τὸν ἕνα καὶ θὰ μισήσωμε τὸν ἄλλο ἤ θὰ προσκολληθοῦμε στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήσωμε τὸν ἄλλο (Ματθ. στ’ 24).

Εἶναι, παρ’ ὅλα αὐτά, ἄξιο ἀπορίας πῶς ἐμεῖς καταφέρνομε νὰ συμβιβάζωμε μέσα μας τὸν Κύριο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς μὲ τὸν ἐκμεταλλευτὴ καὶ κερδοσκόπο μαμωνᾶ! Πῶς εἶναι δυνατὸν μὲ τὸ στόμα μας νὰ ὁμολογοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὰ ἔργα μας νὰ τὸν προδίδωμε! Πῶς λέμε ὅτι δεχόμαστε ὡς κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας τὸν Χριστό, στὴν πράξη ὅμως γινόμαστε ἕρμαιο τῶν κάθε λογῆς παθῶν, ποὺ συσκοτίζουν τὴν ὕπαρξή μας!

Χρειάζεται, ἐπὶ τέλους, νὰ ξεκαθαρίσωμε ποιόν Θεὸ θέλομε νὰ ὑπηρετήσωμε. Διαφορετικά, καὶ οἱ ἴδιοι θὰ διχαζώμαστε σὲ ὅλη μας τὴν ζωὴ ἀλλὰ καὶ ἄλλους ἀνθρώπους θὰ ἀπομακρύνωμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ κακό μας παράδειγμα, γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ ἀκόμη μεγαλύτερη ἁμαρτία.

Ἐάν, ὅμως, ἀποφασίσωμε νὰ ζήσωμε στὴν ἐπὶ γῆς Βασιλεία Του ὡς τέκνα φωτός, μὲ πίστη, σύνεση καὶ ἀγάπη, καὶ ἐὰν αὐτὸ θέσωμε ὡς πρωταρχική μας ἐπιδίωξη, τότε Ἐκεῖνος, ὁ ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεός, θὰ μᾶς χαρίσῃ καὶ τὴν οὐράνια Βασιλεία Του, ποὺ εἴθε νὰ τὴν ἀπολαύσωμε ὅλοι μαζὶ «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Γένοιτο!