ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Επίσης κατά των Μαρκιωνιστών και Μανιχαίων, και ότι δεν
πρέπει να ριχνόμαστε στους κινδύνους, αλλά από κάθε
θέλημα να προτιμούμε το θέλημα του Θεού
Πριν από λίγο προξενήσαμε βαθιά πληγή στους άρπαγες και σ’ αυτούς που θέλουν να είναι πλεονέκτες. Όχι για να τους πλήξουμε, αλλά για να τους διορθώσουμε, όχι μισώντας τους ανθρώπους, αλλ’ αποστρεφόμενοι την κακία. Γιατί και ο γιατρός εγχειρίζει την πληγή, όχι από έχθρα προς το σώμα του αρρώστου, αλλά πολεμώντας την αρρώστια και το τραύμα του. Εμπρός λοιπόν, ας δείξουμε σήμερα λίγη υποχώρηση προς αυτούς, ώστε ν’ αναπνεύσουν από τον πόνο και να μην απορρίψουν τη θεραπεία, δεχόμενοι συνεχή πλήγματα. Το ίδιο κάμνουν και οι γιατροί. Μετά τις τομές επιθέτουν έμπλαστρα και φάρμακα, και αφήνουν να περάσουν μερικές ημέρες, επινοώντας όλα εκείνα που καταπραΰνουν τον πόνο. Μιμούμενοι λοιπόν και εμείς σήμερα αυτούς, ας δείξουμε κάποια υποχώρηση προς αυτούς, ώστε να ωφεληθούν από τη δική μας ομιλία, και ας μιλήσουμε για τα δόγματα, μεταφέροντας το λόγο σ’ αυτά που αναγνώσθηκαν. Γιατί βέβαια νομίζω πως πολλοί απορούν, για ποιο λόγο τα είπε αυτά ο Χριστός· και εύλογο είναι οι παρόντες αιρετικοί να επιτεθούν στα λεγόμενα, και έτσι να εξαπατήσουν πολλούς από τους αφελέστερους αδελφούς.
Με σκοπό λοιπόν και να εμποδίσουμε τελείως την έφοδο εκείνων και ν’ απαλλάξουμε από την ανησυχία και την ταραχή όσους απορούν, εξετάζοντας αυτό που λέχθηκε, ας ασχοληθούμε με τις λέξεις αυτές και ας κατεβούμε στο βάθος των νοημάτων του. Γιατί δεν αρκεί η ανάγνωση, αν δεν υπάρχει επί πλέον και η γνώση. Γιατί και ο ευνούχος της Κανδάκης διάβαζε, αλλά δεν είχε καμιά μεγάλη ωφέλεια μέχρι που ήρθε εκείνος που του δίδαξε τι ακριβώς σήμαινε αυτό που διάβαζε. Για να μην πάθετε λοιπόν και σεις το ίδιο, προσέχετε στα λεγόμενα, εντείνατε την προσοχή σας, παραδώστε μου την αφοσίωση της ψυχής σας, το μάτι σας ας είναι οξυδερκές και ο νους σας συγκεντρωμένος. Η ψυχή σας ας είναι απαλλαγμένη από τις βιοτικές φροντίδες, για να μη ρίξουμε τους λόγους μας στα αγκάθια ούτε στις πέτρες ούτε κοντά στο δρόμο, αλλά, καλλιεργώντας εύφορο και γόνιμο έδαφος, να θερίσουμε πλούσια τα στάχυα. Γιατί, αν έτσι προσέχετε στα λεγόμενα, και σε μας θα κάνετε ελαφρότερο τον κόπο και σε σας πιο εύκολη την κατανόηση.
Ποιο λοιπόν είναι αυτό που αναγνώσθηκε; «Πατέρα, αν είναι δυνατό, ας αποφύγω το ποτήρι αυτό». Και τι εννοεί μ’ αυτό που λέγει; Γιατί πρέπει να το ερμηνεύσουμε σαφέστερα αυτό και ύστερα να δώσουμε την εξήγηση. Τι σημαίνει λοιπόν αυτό που λέγει; Πατέρα, αν είναι δυνατό, απομάκρυνε το σταυρό.
Τι λέγεις; αγνοεί αν αυτό είναι δυνατό ή αδύνατο; Και ποιος μπορεί να το πει αυτό; Όμως τα λόγια φανερώνουν κάποιον που αγνοεί, γιατί η προσθήκη του «αν» δείχνει κάποιον που αμφιβάλλει, αλλά, όπως είπα, δεν πρέπει να προσέχει κανείς στις λέξεις, αλλά να προχωρεί προς τα νοήματα και, γνωρίζοντας το σκοπό αυτού που μιλάει καθώς και την αιτία και την περίσταση και, συγκεντρώνοντας όλα αυτά, έτσι να προσπαθεί να συλλάβει το νόημα που υπάρχει μέσα τους. Η σοφία λοιπόν η απόρρητη, αυτός που γνωρίζει έτσι τον Πατέρα, όπως ο Πατέρας γνωρίζει τον Υιό, πως μπορούσε να το αγνοήσει αυτό; Γιατί η γνώση αυτή για το πάθος δεν είναι μεγαλύτερη από τη γνώση για την ουσία, που μόνο αυτός γνωρίζει με ακρίβεια. «Όπως με γνωρίζει ο Πατέρας», λέγει, «έτσι και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα».
Και γιατί λέγω για το μονογενή Υιό του Θεού; Γιατί και οι προφήτες φαίνονται να μην το αγνοούσαν αυτό, αλλά και το γνώριζαν πολύ καλά και προέλεγαν με μεγάλη βεβαιότητα ότι πρέπει να γίνει αυτό και ότι οπωσδήποτε θα γίνει. Άκου λοιπόν πως με διαφορετικό τρόπο όλοι αναγγέλλουν το σταυρό. Πρώτος ο πατριάρχης Ιακώβ· γιατί, απευθύνοντας το λόγο προς αυτόν, λέγει, «Από βλαστό, υιέ μου, φύτρωσες», δηλώνοντας με το βλαστό την Παρθένο και την αγνότητα της Μαρίας. Έπειτα για να δηλώσει το σταυρό έλεγε· «ξάπλωσες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι και σαν γέννημα λιονταριού ποιος θα τον ξυπνήσει;». Το θάνατό του λοιπόν ονόμασε κοίμηση και ύπνο, και με το θάνατο συνένωσε την Ανάσταση, λέγοντας, «ποιος θα τον ξυπνήσει;». Κανείς βέβαια άλλος, αλλ’ ο ίδιος τον εαυτό του. Γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε, «έχω εξουσία να θυσιάσω τη ζωή μου και έχω εξουσία να την ξαναπάρω» και πάλι «γκρεμίστε αυτό το ναό και σε τρεις ημέρες θα τον ξαναχτίσω».
…
Έτσι και ο Δαβίδ, θέλοντας να δηλώσει το σταυρό, έλεγε «τρύπησαν τα χέρια μου και τα πόδια μου». Δεν είπε, ‘θα τρυπήσουν’, αλλά, «τρύπησαν». «Μέτρησαν όλα τα οστά μου». Και δε λέγει μόνο αυτό, αλλά και αυτά που έκαναν οι στρατιώτες. «Μοίρασαν μεταξύ τους τα ενδύματά μου και για τον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ότι του έδωσαν χολή να φάει και τον πότισαν ξίδι. «Μου έδωσαν», λέγει, «όταν πείνασα χολή και όταν δίψασα με πότισαν ξίδι». Κάποιος άλλος πάλι για να δηλώσει ότι τον χτύπησαν με λόγχη λέγει «θα δουν εκείνον που λόγχισαν». Και ο Ησαΐας πάλι, προλέγοντας με διαφορετικό τρόπο το σταυρό, έλεγε· «σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή, και σαν αρνί που παραμένει άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι και αυτός δεν ανοίγει το στόμα του. Μέσα στην ταπείνωσή του καταπατήθηκε το δίκιο του».
…
Οι προφήτες λοιπόν γνώριζαν και το σταυρό και την αιτία του σταυρού και τα κατορθώματα από το σταυρό και τον τάφο και την ανάσταση και την ανάληψη και την προδοσία και το δικαστήριο, και τα περιέγραψαν όλα με ακρίβεια, ενώ εκείνος που τους απέστειλε και τους διέταξε να τα πουν αυτά δεν τα ξέρει; Και ποιος άνθρωπος που έχει μυαλό θα μπορούσε να τα ισχυρισθεί αυτά; Βλέπεις πως δεν πρέπει να προσέχουμε απλά μόνο στις λέξεις; Γιατί δεν προκαλεί αυτό μόνο απορία, αλλά και το επόμενο δημιουργεί μεγαλύτερη απορία. Τι δηλαδή λέγει; «Πατέρα, αν είναι δυνατό, ας αποφύγω το ποτήρι αυτό». Γιατί εδώ δε θα βρεθεί να αγνοεί μόνο, αλλά και να θέλει ν’ αποφεύγει το σταυρό. Αυτό δηλαδή που λέγει σημαίνει το εξής αν επιτρέπεται, λέγει, ας μη σταυρωθώ και ας μη θανατωθώ. Αν και τον Πέτρο, τον κορυφαίο από τους αποστόλους, όταν του είπε αυτό, ότι δηλαδή «ας σε λυπηθεί ο Θεός, Κύριε, ώστε να μη σου συμβεί αυτό», τον επιτίμησε πάρα πολύ, ώστε να του πει, «πήγαινε πίσω μου, σατανά, μου είσαι εμπόδιο, γιατί δεν σκέπτεσαι όπως θέλει ο Θεός, αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι», παρ’ όλο βέβαια που πριν από λίγο τον μακάρισε.
Το να μη σταυρωθεί λοιπόν του φαινόταν πως είναι τόσο παράλογο, ώστε, εκείνον που δέχθηκε την αποκάλυψη από τον Πατέρα, που μακαρίσθηκε, που έλαβε τα κλειδιά των ουρανών, να τον ονομάσει «σατανά» και «εμπόδιο», και να τον κατηγορήσει ότι δε σκέπτεται όπως θέλει ο Θεός, επειδή του είπε, «ας σε λυπηθεί ο Θεός, Κύριε, ώστε να μη σου συμβεί αυτό», δηλαδή το να σταυρωθεί. Εκείνος λοιπόν που κατηγόρησε τόσο το μαθητή και χρησιμοποίησε εναντίον του τόσο μεγάλη προσβολή, ώστε να τον ονομάσει «σατανά» ύστερα από τόσα εγκώμια, επειδή του είπε, να μη σταυρωθείς’ πως αυτός ήθελε να μη σταυρωθεί; Και πως ύστερα απ’ αυτά, όταν περιέγραφε την εικόνα του καλού ποιμένα, είπε ότι αυτό προ πάντων είναι δείγμα της αρετής του, το να θυσιάζεται για χάρη των προβάτων, λέγοντας, «εγώ είμαι ο καλός ποιμένας· ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων»; Και δε σταμάτησε μέχρις εδώ, αλλά και πρόσθεσε «ο μισθωτός, που δεν είναι ποιμένας, βλέπει το λύκο να έρχεται και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει».
Αν λοιπόν γνώρισμα του καλού ποιμένα είναι το να θυσιάζεται και του μισθωτού το να μη θέλει να υπομένει αυτό, πως αυτός, λέγοντας ότι είναι καλός ποιμένας, παρακαλεί να μη θυσιασθεί; Και πως έλεγε, «εγώ από μόνος μου θυσιάζω τη ζωή μου»; Αν λοιπόν από μόνος σου τη θυσιάζεις, πως παρακαλείς άλλον για να μη τη θυσιάσεις; Και πως ο Παύλος τον θαυμάζει εξ αιτίας αυτής της αφορμής, λέγοντας, «αυτός που, αν και ήταν Θεός, δε θεώρησε την ισότητά του με το Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά άδειασε τον εαυτό του, και πήρε τη μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους και βρέθηκε κατά το σχήμα σαν άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό του και έγινε υπάκουος μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού»; Και ο ίδιος πάλι λέγει κάπως έτσι «γι’ αυτό με αγαπάει ο Πατέρας μου, γιατί εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, ώστε να την ξαναπάρω». Αν λοιπόν δε θέλει, αλλ’ αποφεύγει και παρακαλεί τον Πατέρα, πως γι’ αυτό αγαπιέται; Γιατί η αγάπη δείχνεται απ’ αυτά που υπάρχουν στη διάθεση του καθενός. Και πως λέγει πάλι ο Παύλος, «να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως και ο Χριστός μας αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό του για χάρη μας»; Και ο ίδιος πάλι ο Χριστός, όταν επρόκειτο να σταυρωθεί, έλεγε, «Πατέρα, έφθασε η ώρα δόξασε τον Υιό σου», ονομάζοντας δόξα το σταυρό. Και πως εδώ αποφεύγει, ενώ εκεί βιάζεται;
…
Πες μου λοιπόν, τόσα αγαθά και έγιναν και γίνονται από το σταυρό, και δε θέλει να σταυρωθεί; Και ποιος μπορεί να το πει αυτό; Αν όμως δεν ήθελε, ποιος τον ανάγκασε; ποιος τον πίεσε; Και γιατί έστειλε πριν απ’ αυτόν τους προφήτες, για να αναγγείλουν πως θα σταυρωθεί, τη στιγμή που δεν επρόκειτο να σταυρωθεί και ούτε ήθελε να το υποστεί αυτό; Και για ποιο λόγο ονομάζει το σταυρό ποτήρι, αν δεν ήθελε να σταυρωθεί; Γιατί αυτό φανερώνει την επιθυμία που είχε για το πράγμα αυτό. Όπως δηλαδή για όσους διψούν το ποτήρι είναι ευχάριστο, έτσι και γι’ αυτόν το να σταυρωθεί. Γι’ αυτό και έλεγε, «πάρα πολύ επιθύμησα αυτό το Πάσχα να το φάω μαζί σας» και δεν το είπε αυτό έτσι στην τύχη, αλλά γι’ αυτή την αιτία, επειδή μετά την εσπέρα ακολουθούσε ο σταυρός.
Εκείνος λοιπόν που ονόμαζε δόξα το πράγμα αυτό και επιτιμούσε το μαθητή του, γιατί τον εμπόδιζε, και αποδείκνυε από εδώ τον καλό ποιμένα, δηλαδή από το να θυσιάζεται για χάρη των προβάτων, και έλεγε πως επιθυμούσε το πράγμα αυτό πάρα πολύ και ερχόταν προς αυτό με τη θέλησή του, πως παρακαλεί να μη γίνει αυτό; Και αν δεν ήθελε, ποια δυσκολία υπήρχε να εμποδίσει αυτούς που έρχονταν για το σκοπό αυτόν; Τώρα όμως τον βλέπεις να τρέχει προς το πράγμα αυτό. Όταν λοιπόν ήρθαν εναντίον του, λέγει «ποιόν ζητάτε;». Και εκείνοι απάντησαν «τον Ιησού». Λέγει τότε προς αυτούς, «να, εγώ είμαι». «Και οπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω». Έτσι αφού τους τύφλωσε πρώτα και έδειξε ότι μπορούσε να ξεφύγει, τότε παραδόθηκε, για να μάθεις πως ούτε από ανάγκη, ούτε από βία, ούτε από πίεση των εχθρών του υπέφερε αυτό χωρίς να το θέλει, αλλά με τη θέλησή του και γιατί το επιθυμούσε και γιατί το ήθελε και γιατί από πολύ καιρό προετοίμαζε όλα αυτά.
…
Και το επόμενο δημιουργεί μεγαλύτερη απορία. Γιατί, αφού είπε, «ας αποφύγω το ποτήρι αυτό», πρόσθεσε «όμως ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλ’ όπως θέλεις εσύ». Γιατί από εδώ, όπως βγαίνει από τη φράση, βρίσκουμε δύο θελήματα αντίθετα μεταξύ τους, αν ο Πατέρας βέβαια θέλει να σταυρωθεί αυτός, ενώ ο ίδιος δε θέλει. Και όμως τον βλέπουμε παντού να θέλει τα ίδια με τον Πατέρα, να προτιμάει τα ίδια. Γιατί και όταν λέγει, «κάμε, όπως εγώ και συ είμαστε ένα, για να είναι και αυτοί ένα ενωμένοι με μας», τίποτα άλλο δε λέγει, παρά μόνο πως μία είναι η γνώμη του Πατέρα και του Υιού. Και όταν λέγει, «τα λόγια που λέγω δεν τα λέγω εγώ, αλλά ο Πατέρας που μένει μέσα σε μένα αυτός κάνει όλα τα έργα αυτά», αυτό φανερώνει. Και όταν λέγει, «δεν έχω έρθει από μόνος μου» και «δεν μπορώ να κάνω τίποτε από μόνος μου», δεν το λέγει φανερώνοντας αυτό, ότι δηλαδή έχει στερηθεί την εξουσία να μιλάει ή να πράττει (μακριά από μια τέτοια σκέψη), αλλά θέλοντας με ακρίβεια να δείξει πως η γνώμη του είναι σύμφωνη, και πως η γνώμη του και στα λόγια και στα έργα και σε όλες τις ενέργειες είναι μία και η ίδια προς τον Πατέρα, όπως ήδη το αποδείξαμε πολλές φορές. Γιατί το «δεν ομιλώ από τον εαυτό μου», δεν είναι κατάργηση εξουσίας, αλλά απόδειξη συμφωνίας. Πως λοιπόν εδώ λέγει, «όμως ας γίνει όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις»;
Ίσως σάς έβαλα σε μεγάλη αγωνία, αλλά προσέξτε. Γιατί, αν και είναι πολλά αυτά που λέχθηκαν, ξέρω όμως καλά ότι η προθυμία σας είναι ακμαία γιατί ο λόγος τρέχει προς αυτήν πλέον την εξήγηση του πράγματος. Για ποιο λοιπόν λόγο λέχθηκαν αυτά έτσι; Προσέχετε με ακρίβεια. Ο λόγος για τη σάρκωση ήταν πολύ δυσκολοπαράδεκτος. Γιατί η υπερβολική του φιλανθρωπία και το μέγεθος αυτό της συγκατάβασης ήταν γεμάτο φρίκη, και χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για να γίνει παραδεκτό. Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλο πράγμα ήταν ν’ ακούσει και να μάθει κανείς πως ο Θεός, ο ανέκφραστος, ο άφθαρτος, ο ακατανόητος, ο αόρατος, ο ακατάληπτος, «στα χέρια του οποίου βρίσκονται τα πέρατα της γης», «αυτός που ρίχνει ένα βλέμμα στη γη και την κάνει να τρέμει, αυτός που αγγίζει τα όρη και τα κάνει να καπνίζουν», του οποίου το μέγεθος της συγκατάβασης ούτε τα Χερουβίμ μπόρεσαν να βαστάξουν, αλλ’ έκρυβαν τα πρόσωπά τους με το άνοιγμα των πτερύγων τους, αυτός που ξεπερνάει κάθε νου και νικάει κάθε σκέψη, αφού προσπέρασε αγγέλους, αρχαγγέλους, όλες τις ουράνιες νοερές δυνάμεις, καταδέχθηκε να γίνει άνθρωπος και να πάρει σάρκα που πλάσθηκε από χώμα και πηλό, και να μπει σε μήτρα παρθενική και να κυοφορηθεί εννέα μήνες και να τραφεί με γάλα και να πάθει όλα τα ανθρώπινα.
Επειδή λοιπόν εκείνο που επρόκειτο να συμβεί ήταν τόσο παράδοξο, ώστε και όταν έγινε να μην πιστευθεί από πολλούς, πρώτα στέλνει τους προφήτες, για να άναγγείλουν αυτό άκριβώς. Γιατί και ό πατριάρχης αυτό προανάγγειλε, όταν έλεγε· «από βλαστό, υιέ μου, φύτρωσες ξαπλώθηκες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι». Και ο Ησαΐας, όταν έλεγε «να, η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιό και θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ». Και αλλού πάλι «είδαμε αυτόν σαν παιδί, σαν ρίζα σε διψασμένη γη». Διψασμένη γη λέγει την παρθενική μήτρα, γιατί δε δέχθηκε σπέρμα ανθρώπου, ούτε απόλαυσε συνουσία, αλλά τον γέννησε χωρίς γάμο. Και πάλι, «παιδί γεννήθηκε για μας, ο υιός αυτός δόθηκε σε μας» και πάλι, «θα φυτρώσει κλωνάρι από τη ρίζα του Ιεσσαί, και άνθος από τη ρίζα αυτή θ’ αναβλαστήσει».
Και ο Βαρούχ, που αναφέρεται στο βιβλίο του Ιερεμία, λέγει «αυτός είναι ο Θεός μας κανείς άλλος δεν μπορεί να συγκριθεί προς αυτόν ανακάλυψε όλους τους δρόμους της γνώσης και την έδωσε στον Ιακώβ, το δούλο του, και στον Ισραήλ τον αγαπημένο του. Έπειτα απ’ αυτά φανερώθηκε πάνω στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους». Και ο Δαβίδ δηλώνοντας την ένσαρκο παρουσία του έλεγε, «θα κατεβεί όπως η βροχή που πέφτει πάνω σε μαλλί, και όπως η σταγόνα που στάζει πάνω στη γη», γιατί μπήκε αθόρυβα και ατάραχα στην παρθενική μήτρα.
…
Αν λοιπόν, ενώ έγιναν όλα αυτά, το πονηρό στόμα του διαβόλου με το Μαρκίωνα που κατάγεται από τον Πόντο, τον Ουαλεντίνο και τον Μανιχαίο τον Πέρση και με άλλες περισσότερες αιρέσεις επιχείρησε ν’ ανατρέψει τη διδασκαλία για τη θεία οικονομία και έβγαλε κάποια σατανική φωνή λέγοντας πως δε σαρκώθηκε, ούτε σάρκα φόρεσε, αλλά δοξασία ήταν αυτό και φαντασία και σκηνοθεσία και προσποίηση, παρ’ όλο που τα πάθη, ο θάνατος, ο τάφος και η πείνα φώναζαν, αν δεν είχε γίνει τίποτε απ’ αυτά, πως δε θα διέδιδε ο διάβολος πολύ περισσότερο τα πονηρά αυτά δόγματα της ασέβειας; Γι’ αυτό ακριβώς, όπως πείνασε, όπως κοιμήθηκε, όπως κόπιασε, όπως έφαγε, όπως ήπιε, έτσι αρνείται και το θάνατο, αποδεικνύοντας το ανθρώπινο και την αδυναμία της φύσης, που δε θέλει ν’ αποχωρισθεί με απάθεια την παρούσα ζωή.
Γιατί, αν δεν είχε πει τίποτε απ’ αυτά, θα μπορούσε να πει ότι, αν ήταν άνθρωπος, έπρεπε να πάθει τα ανθρώπινα. Και ποια είναι αυτά; Εκείνος που πρόκειται να σταυρωθεί και δειλιάζει και αγωνιά και δεν αποχωρίζεται με απάθεια την παρούσα ζωή γιατί μέσα στην ανθρώπινη φύση υπάρχει η αγάπη για τα παρόντα. Γι’ αυτό ακριβώς, επειδή ήθελε να δείξει αληθινή την ενσάρκωσή του και να επιβεβαιώσει τη θεία οικονομία, προβάλλει με ισχυρή απόδειξη γυμνά τα πάθη του.
Ένας λοιπόν λόγος είναι αυτός υπάρχει όμως και άλλος όχι μικρότερος απ’ αυτόν.
Και ποιος είναι αυτός;
Όταν ο Χριστός ήρθε, ήθελε να διδάξει τους ανθρώπους κάθε αρετή. Ο δάσκαλος όμως δε διδάσκει μόνο με λόγια, αλλά και με έργα, γιατί αυτή είναι η άριστη διδασκαλία του δασκάλου. Γιατί και ο κυβερνήτης, όταν βάζει δίπλα του το μαθητή, του δείχνει βέβαια πως να κρατάει το τιμόνι, αλλά προσθέτει και λόγια στην πράξη, και δε λέγει μόνο, ούτε εργάζεται μόνο. Το ίδιο και ο οικοδόμος, αφού τοποθετήσει δίπλα του εκείνον που θέλει να μάθει πως χτίζεται ο τοίχος, του δείχνει βέβαια με την πράξη, του δείχνει όμως και με λόγια. Το ίδιο κάνει και ο υφαντής και ο κεντητής και ο χρυσοχόος και ο χαλκουργός, και κάθε τέχνη έχει το δάσκαλό της και με λόγια και με έργα. Επειδή λοιπόν και ο Χριστός ήρθε να μας διδάξει κάθε αρετή, γι’ αυτό και λέγει όσα πρέπει να κάνουμε και τα κάμνει ο ίδιος. Γιατί λέγει, «όποιος έκαμε και δίδαξε, αυτός θα ονομασθεί μεγάλος στη βασιλεία των ουρανών».
Πρόσεχε όμως πρόσταξε να είμαστε ταπεινόφρονες και πράοι και τα δίδαξε αυτά με τα λόγια. Βλέπε πως τα διδάσκει αυτά και με τις πράξεις. Γιατί λέγοντας, «μακάριοι είναι οι ταπεινόφρονες, μακάριοι οι πράοι», δείχνει πως πρέπει να τα κατορθώνουμε αυτά. Πως λοιπόν δίδαξε; Πήρε μια ποδιά και ζώσθηκε μ’ αυτή, και έπλυνε τα πόδια των μαθητών του. Τι είναι ίσο με την ταπεινοφροσύνη αυτή; Γιατί δεν τη διδάσκει πια μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα. Επίσης την πραότητα και την ανεξικακία τα διδάσκει με τα έργα. Πως; Δέχθηκε ράπισμα από το δούλο του αρχιερέα και λέγει «αν είπα κάτι κακό, πες ποιο ήταν αυτό αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με δέρνεις;». Πρόσταζε να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας. Και αυτό πάλι το διδάσκει με τα έργα, γιατί όταν ανέβηκε πάνω στο σταυρό λέγει «Πατέρα, συγχώρησέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Όπως λοιπόν έδωσε εντολή να προσευχόμαστε, έτσι και ο ίδιος προσεύχεται, για να διδάξει εσένα να προσεύχεσαι, γιατί και ο ίδιος δεν παύει να συγχωρεί.
Επίσης διέταξε να ευεργετούμε όσους μας μισούν και να ωφελούμε όσους μας βλάπτουν. Και αυτό το έκαμε με τα έργα γιατί έδιωξε τα δαιμόνια από τους Ιουδαίους, που τον ονόμαζαν δαιμονισμένο, ευεργετούσε εκείνους που τον καταδίωκαν, έτρεφε εκείνους που τον επιβουλεύονταν, οδηγούσε στη βασιλεία των ουρανών εκείνους που ήθελαν να τον σταυρώσουν. Έλεγε πάλι στους μαθητές του, «μην πάρετε στο ζωνάρι σας χρυσό ή άσημένιο ή χάλκινο νόμισμα», με σκοπό να τους προετοιμάσει στην ακτημοσύνη. Αυτό πάλι το δίδασκε με τα έργα λέγοντας αυτό «οι αλεπούδες έχουν καταφύγιο και τα πουλιά του ουρανού έχουν φωλιά ο Υιός όμως του ανθρώπου δεν έχει που να γείρει το κεφάλι του». Και δεν είχε τραπέζι, ούτε σπίτι, ούτε τίποτε άλλο από τα παρόμοια όχι γιατί ήταν φτωχός, αλλά γιατί δίδασκε τους ανθρώπους ν’ ακολουθήσουν αυτόν τον τρόπο ζωής.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο τους δίδασκε πάλι και να προσεύχονται. Του έλεγαν, λοιπόν, «δίδαξέ μας να προσευχόμαστε». Γι’ αυτό και προσεύχεται, για να μάθουν εκείνοι να προσεύχονται. Αλλ’ όχι μόνο να προσεύχονται, αλλά έπρεπε να μάθουν και πως πρέπει να προσεύχονται. Γι’ αυτό λοιπόν τους παρέδωσε και προσευχή που έχει ως εξής «Πατέρα μας, που βρίσκεσαι στους ουρανούς, ας αγιασθεί το όνομά σου ας έρθει η βασιλεία σου ας γίνει το θέλημά σου και από τους ανθρώπους, όπως γίνεται από τις ουράνιες δυνάμεις. Δώσε μας σήμερα το απαραίτητο για τη ζωή μας ψωμί, συγχώρησε τις αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε τους δικούς μας οφειλέτες· και μη μας αφήσεις να περιπέσουμε σε πειρασμό», δηλαδή, σε κίνδυνο, σε επιβουλές.
Επειδή λοιπόν διέταξε να προσεύχονται, «μη μας αφήσεις να περιπέσουμε σε πειρασμό», αυτό ακριβώς το ίδιο τους διδάσκει με την πράξη, λέγοντας, «Πατέρα, αν είναι δυνατό, ας αποφύγω το ποτήρι αυτό», διδάσκοντας όλους τους πιστούς να μην ορμούν στους κινδύνους, ούτε να χάνουν το θάρρος τους, αλλά να τους υπομένουν όταν επέρχονται και να δείχνουν κάθε ανδρεία, όμως να μην τρέχουν από πριν, ούτε να ορμούν πρώτοι στα δεινά.
Γιατί λοιπόν;
Για να τους διδάξει την ταπεινοφροσύνη και για να τους απαλλάξει από τις κατηγορίες της ματαιοδοξίας. Γι’ αυτό ακριβώς και εδώ όταν έλεγε αυτά, «απομακρύνθηκε», λέγει, «και προσευχήθηκε»· και ύστερα από την προσευχή λέγει στους μαθητές τα εξής «δεν μπορέσατε ούτε μια ώρα να μείνετε ξάγρυπνοι μαζί μου; Μένετε ξάγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μην περιπέσετε σε πειρασμό». Βλέπεις ότι δεν προσεύχεται μόνο, αλλά και συμβουλεύει; «Το πνεύμα είναι πρόθυμο», λέγει, «αλλά η σάρκα αδύναμη». Και αυτό το έλεγε, για να διώξει την υπερηφάνεια από την ψυχή τους, να τους απαλλάξει από την αλαζονεία, να τους κάνει προσεκτικούς, να τους καταστήσει μετριόφρονες.
Αυτό λοιπόν που ήθελε να τους διδάξει για να προσεύχονται, το ίδιο και εκείνος προσευχήθηκε σαν άνθρωπος, όχι κατά τη θεία φύση (γιατί το θείο δεν παθαίνει τίποτε), αλλά κατά την ανθρώπινη. Προσευχήθηκε όμως για να μας διδάξει να προσευχόμαστε και να ζητούμε πάντοτε την απαλλαγή μας από τα δεινά αν όμως αυτό δεν είναι δυνατό, να υπομένουμε όσα φαίνονται στο θεό καλά.
Γι’ αυτό έλεγε, «όμως ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλ’ όπως θέλεις εσύ» όχι βέβαια γιατί άλλο ήταν το δικό του θέλημα και άλλο του Πατέρα του, αλλά για να διδάξει τους ανθρώπους, και στην περίπτωση ακόμα που αγωνιούν ή τρέμουν ή έρχεται εναντίον τους κάποιος κίνδυνος ή δε θέλουν ν’ αποχωρισθούν την παρούσα ζωή, από το δικό τους θέλημα να προτιμούν το θέλημα του Θεού.
Αυτό ακριβώς και ο Παύλος διδάχθηκε και τα απέδειξε και τα δύο με τα έργα. Γιατί ζήτησε και οι πειρασμοί ν’ απομακρυνθούν απ’ αυτόν, λέγοντας, «γι’ αυτό παρακάλεσα τρεις φορές τον Κύριο», και επειδή δε φάνηκε καλό στο Θεό λέγει «γι’ αυτό χαίρομαι στις ασθένειες, στις ύβρεις, στους διωγμούς».
Ίσως είναι ασαφές αυτό που λέχθηκε το κάνω λοιπόν σαφέστερο. Κινδύνεψε πολλές φορές ο Παύλος και προσευχήθηκε να μην κινδυνεύει. Άκουσε τότε το Χριστό να λέγει «σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία σου». Αφού λοιπόν είδε πως ήταν θέλημα του Θεού, στη συνέχεια υποτάσσει το δικό του θέλημα στο θέλημα του Θεού.
Αυτά λοιπόν τα δύο δίδαξε με την προσευχή αυτή, δηλαδή, να μη ριχνόμαστε στους κινδύνους, αλλά και να προσευχόμαστε να μην περιπέσουμε σ’ αυτούς αν όμως έρθουν να τους υποφέρουμε με γενναιότητα και από το δικό μας θέλημα να προτιμούμε το θέλημα του Θεού.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας προσευχόμαστε να μην περιπέσουμε ποτέ σε πειρασμό, και αν περιπέσουμε, ας παρακαλούμε το Θεό να μας δίνει υπομονή και ανδρεία και ας προτιμούμε το θέλημά του από κάθε άλλο θέλημα. Γιατί έτσι και την παρούσα ζωή θα περάσουμε με ασφάλεια και τα μελλοντικά αγαθά θα επιτύχουμε, τα οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχουμε με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – ΕΠΕ 26 – σελ.85-117
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ «ΠΑΤΕΡΑ, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ, ΑΣ ΑΠΟΦΥΓΩ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΑΥΤΟ·
ΟΜΩΣ ΑΣ ΜΗ ΓΙΝΕΙ ΟΠΩΣ ΕΓΩ ΘΕΛΩ, ΑΛΛΑ ΟΠΩΣ ΘΕΛΕΙΣ ΕΣΥ» (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ