Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

ΠΟΙΟΣ ΛΕΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

 

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ

 

α.    Ποια, και πόσα είναι τα είδη της Θεογνωσίας.

β.   Και ότι πρέπει να ιξεύρωμεν πως είναι Θεός, αμή τι είναι ο Θεός δεν πρέπει να ερευνούμεν.

γ.     Και ότι πρέπει ο χριστιανός να πιστεύη εις τον Θεόν και να βαπτίζεται.
δ.   Και ποιος λέγεται, και είναι χριστιανός. Και ποιος λέγεται χριστιανός, αμή δεν είναι τη αληθεία.

ε.   Και ότι εκείνος όπου δεν κάμνει το θέλημα του Χριστού, δεν είναι χριστιανός.
στ.    Και ότι οι άδικοι χριστιανοί είναι χειρότεροι από τους εβραίους.

 

 

Α. Πέντε είναι τα είδη της θεογνωσίας.

Πρώτον, ότι ο Θεός δεν είναι κανένα από όλα τα όντα, όσα βλέπονται, ή λέγονται, ή νοούνται.

Δεύτερον, ότι κάθε πράγμα όπου βλέπεται, ή λέγεται, ή νοείται, έγινε από τον Θεόν, και προ του να γένη δεν ήτον.

Τρίτον, ότι ο Θεός έκαμεν όλα τα πάντα, εκ του μη όντος εις το είναι, όχι διατί εχρειάζετο κανένα από αυ­τό, αλλά δια μόνην την αγαθότητά του, δια να απολαμβάνουν αυτά μάλιστα την δόξαν του, και την δύναμίν του, και να διαμένουν πάντοτε με αυτόν.

Τέταρτον, ότι είναι φυσικά αγαθός, και θέλει κάθε αγαθόν, και καλόν, και μισεί κάθε πονηριάν, και κακίαν.

Πέμπτον, ότι κάθε πολι­τεία, και ζωή ενάρετος, και θεοπρεπής κατορ­θώνεται με την δύναμιν του Θεού, και κατά άλ­λον τρόπον δεν είναι δυνατόν να κατορθωθή. Ανίσως δηλαδή δεν συνεργή η δύναμις αυτού όπου περιέχει τα πάντα νοητώς, και αοράτως, και υπερέχει τα πάντα, και δεν βοηθεί άλλον τινά, έξω μόνον εκείνον όπου την επικαλείται με καθαρωτάτην καρδίαν. Είναι δε η θεότης (όσον εί­ναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να ειπή περί τού­του) μία ουσία, και φύσις υπερούσιος, και υπερ­φυής. Και τρεις υποστάσεις. Άλλη υπόστασις ο Πατήρ, και άλλη ο Υιός, και άλλη το Άγιον Πνεύμα. Μιας ενώσεως τριών διαιρέσεων ηνωμέ­νων, ήγουν μιας θεότητος τριών υποστάσεων ηνωμένων Πατρός, Υιού, και Αγίου Πνεύματος, ενός Θεού. Ώστε όπου να είναι η αυτή Θεότης ούτε εν, ούτε τρία αλλ’ εν ταυτώ και εν, και τρία, ήγουν μία Θεότης και τρία πρόσωπα. Και ούτε το ένα είναι συγκεχυμένον δια την ένωσιν, ούτε τα τρία είναι χωρισμένα δια την διαίρεσιν, ότι η Θεότης επειδή έχει το υπερούσιον, έχει μόνη και το άτρεπτον και αναλλοίωτον. Και είναι ως νους έχων Λόγον, και Πνεύμα. Και λέγεται Πατήρ του Υιού, και Λόγου, και Προβολεύς του Πνεύ­ματος, καθώς λέγεται και Γεννήτωρ του Λόγου. Και όταν ονομάζεται Θεός ο Πατήρ, νοείται μαζή με τον Υιόν, και με το Άγιον Πνεύμα. Ό­ταν δε ονομάζεται Υιός Θεός, νοείται ως Υιός του Θεού. Και όταν ονομάζεται το Πνεύμα το Άγιον Θεός, νοείται καθό εκπορεύεται εκ του Πατρός, και είναι Πνεύμα του Υιού, και η ένωσις αυτή, και η διαίρεσις είναι ανέκφραστος.

jesus 11 

Β. Πρέπει λοιπόν να ιξεύρωμεν μόνον, ότι εί­ναι Θεός. Αμή το να ζητή τινάς να μάθη τι είναι ο Θεός, τούτο δεν είναι μοναχά τολμηρόν, αλλά και πολλά μωρόν, και ανόητον. Ότι ο κεραμεύς όπου κάμνει αγγεία από πηλόν, και με όλον ό­που, αυτά είναι της αυτής ουσίας με αυτόν (διατί και αυτός από πηλόν επλάσθη) δεν ήκουσε καμίαν φοράν κανένα αγγείον από εκείνα όπου αυτός φτιάνει, να λαλή, και να ερευνά δια τον κε­ραμέα όπου το φτιάνει. Και ανίσως ο κεραμεύς, και το κεράμειον αγγείον όπου είναι μιας και της αυτής ουσίας έχουν τόσην μεγάλην διαφοράν, πόσον ασυγκρίτως περισσότερον διαφέρει ο Θεός από τον άνθρωπον; ότι ανίσως ο Θεός δεν είναι κανένα πράγμα από όλα τα όντα, όσα βλέπον­ται, ή λέγονται, ή νοούνται, κάθε ένας όπου θέ­λει να ζητήση, και να νοήση ουσίαν Θεού, είναι αλογώτερος από το κεράμειον αγγείον. Τα έργα του Θεού, ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, η γη, και η θάλασσα, ο άνθρωπος, και όλα τα επίλοιπα ποιήματά του, φανερώνουν, πως είναι Θεός οπού τα εποίησε, και από αυτά δύναται κά­θε φρόνιμος να στοχασθή, ότι είναι Θεός. Αμή τι είναι ο Θεός, τον οποίον δεν τον είδε κανένας άνθρωπος, ούτε δύναται να τον ιδή, δεν πρέπει να εξετάζωμεν, αλλά να σιωπούμεν εις τούτο, και να προσκυνούμεν ένα μόνον Θεόν, και να πιστεύωμεν εις Πατέρα, και Υιόν, και Άγιον Πνεύ­μα, μίαν φύσιν, και τρεις υποστάσεις. Και εις το μέγα μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας, ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού ο έμφυτος τω Πατρί και ενυπόστατος μη χωρισθείς εκ του Πατρός, εμβήκεν εις την κοιλίαν της προ τόκου, και εν τόκω, και μετά τόκον Παρθένου Μαρίας, και εσαρκώθη, και έλαβεν εις τον εαυτόν του τελείαν την ανθρωπίνην φύσιν μείνας Θεός άτρεπτος, και ως άνθρωπος εγεννήθη από την Αειπάρθενον ένας Θεάνθρωπος με δύω τελείας φύσεις Θεότητος, και ανθρωπότητος, η οποίαις είναι κεκραμμέναις ασυγχύτως, και ηνωμέναις αδιαιρέτως. Και ότι θεληματικώς έπαθε, και εσταυρώθη, και θεληματικώς απέθανε, και ετάφη, και ότι εις την διαίρεσιν οπού έκαμεν ο θάνατος, και εχώρισε την ψυχήν από το κορμί, δεν εχωρίσθη και η Θεότης του, μήτε από την ψυχήν του, μήτε από το σώμα του. Έπειτα και ότι ανέστη τριήμερος, και ύστερον από τεσσαράκοντα ημέρας ανελήφθη εις ουρανούς, ως άνθρωπος, και κάθεται επάνω εις τον θρόνον της Θεότητός του συν τη σαρκί αυ­τού, και υμνείται μαζή με τον Πατέρα του, και με το Άγιον Πνεύμα από όλα τα ουράνια τάγ­ματα. Και ότι αυτά όλα οπού είπαμεν έγιναν, δια να ενδυθούν πάλιν, δια τον Χριστόν, εκείνοι οπού πιστεύουν εις αυτόν, την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και να ενεργούν τας θείας εντολάς, καθώς τας ενεργούσαν προτήτερα οι Άγιοι δια πίστεως, και να νικήσουν τον διάβολον, και τους αοράτους δαίμονας. Ότι χωρίς την χάριν του Αγίου Πνεύματος δεν είναι δυνατόν να μην αμαρτάνη τινάς, ούτε να μεταχειρίζεται τας ιεράς εντολάς του Χριστού, ούτε να αποδιώξη την δύναμιν, και την εξουσίαν οπού έχουν οι δαίμονες κατεπάνω μας.

Γ. Και προς τούτοις, ότι πρέπει να βαπτιζώμεθα εις Τριάδα ομοούσιον, καθώς και πιστεύομεν, κατά την εντολήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οπού είπεν εις τους Αποστόλους. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκον­τες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν». Τα οποία ανίσως τα φυλάττωμεν, δείχνομεν την αγάπην οπού εχομεν εις αυτόν, και αξιωνόμεθα να μένωμεν εις την αγάπην του, καθώς είναι γεγραμμένον. «Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τη αγάπη μου, καθώς εγώ τας εντολάς του Πατρός μου τετήρηκα, και μένω αυτού εν τη αγάπη». Αμή ανίσως δεν φυλάττω­μεν τας εντολάς του, είναι φανερόν πως κάμνομεν το εναντίον, ήγουν δεν αγαπώμεν τον Θεόν. «Ο γαρ μη αγαπών με (λέγει ο Χριστός) τους λόγους μου ου τηρεί». Και πάλιν, «ο εχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με». Ώστε εκείνος οπού πιστεύει εις Χριστόν, δεν έχει άλλον τρόπον να δείξη την πίστιν του, έξω μόνον το να κάμνη όσα επαρήγγειλεν ο Χριστός, και να αποφεύγη από όσα τον εμπόδισεν.

jesus 14 

Δ. Ότι καλόν είναι το να πιστεύη τινάς εις τον Χριστόν, όμως πρέπει και να πιστεύη τον Χριστόν, ότι εκείνος όπου δεν πιστεύει τον Χριστόν δεν ωφελείται τίποτε, εάν πιστεύη εις τον Χριστόν. Πρέπει λοιπόν να πιστεύωμεν εις τον Χριστόν, πως είναι Θεός ομοούσιος με τον Θεόν, και Πατέρα του, σεσαρκωμένος δι’ ημάς, καθώς προείπαμεν. Όμως πρέπει να πιστεύωμεν αυτόν και εις τα λόγιά του, πως είναι δηλ. αλη­θινά όλα, όσα και αν είπεν, ήγουν όσα αγαθά υπεσχέθη, και όσα κολαστήρια εφοβέρισεν ότι οι Μάρτυρες όπου επίστευσαν εις αυτόν, επίστευσαν και αυτόν εις εκείνα όπου είπεν,«ότι, ος αν αρνήσηταί με, αρνήσομαι καγώ αυτόν», και ότι, «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται». Και δια ταύτην την αιτίαν υπέμειναν τα μαρτύρια μέχρι θανά­του, διατί πως ήθελε αποθάνουν, ανίσως δεν του επίστευαν εις αυτά οπού είπε; και όλοι όσοι έζησαν με οσιότητα, και δικαιοσύνην, επειδή επίστευαν εις τας μεγάλας υποσχέσεις, και φοβερισμούς του Χριστού, δια τούτο έζησαν οσίως και δικαίως. Αμή εκείνος όπου πιστεύει εις τον Χριστόν, και λέγει ότι πιστεύει τον Χριστόν εις όσα είπε, και μήτε από τα κακά φεύγει, μήτε τας αρετάς ερ­γάζεται, άπιστος είναι, και αρνητής του Χριστού, καθώς λέγει ο Απόστολος, «ότι δια της παραβάσεως του νόμου, τον Θεόν ατιμάζεις». Ει δε λέγει πως πιστεύει τον Χριστόν εις όσα λέγει, επειδή και πιστεύει εις αυτόν, αμή δεν δύναται να κάμη τας εντολάς του, διατί έχουν αγώνα, και κόπον πολύν, και δυσκολίαν μεγάλην, ψεύστης είναι. Ότι όλας τας εντολάς όπου επαρήγγειλεν ο Χριστός εις τους Αποστόλους, και ακολούθως εις ημάς να φυλάττωμεν, δυνάμεθα να τας φυλάττωμεν και μέσα εις τον κόσμον, όμως δεν θέλομεν, με το να είμασθεν ασθενείς εις την πίστιν και αγάπην του Χριστού, και δεν έχομεν στερεάν πίστιν, και αγάπην εις τον Χριστόν, κα­θώς πρέπει. Επειδή που θέλει βάλομεν το ρητόν του Αποστόλου όπου λέγει δια τον Χριστόν, «ος εγεννήθη ημίν σοφία από Θεού, και δικαιοσύνη, και αγιασμός, και απολύτρωσις. Χριστός γαρ Θεού δύναμις, και Θεού σοφία». Ώστε φα­νερόν είναι, πως δεν μετέχει από αυτά οπού είπεν ο θείος Παύλος. Ότι η δύναμις του Χριστού είναι διπλή εις εκείνους οπού πιστεύουν εις αυ­τόν. Επειδή και αυτός, αγκαλά κατά την υπόστασιν είναι ένας, όμως είναι διπλούς κατά τας φύσεις, ήγουν Θεός, και άνθρωπος. Και ως αδελφός ομοούσιος, και ομογενής με ημάς, χαρίζει εις τας καρδίας μας πρώτον μίαν τοιαύτην κατάστασιν, ότι λογής είναι ανάγκη να έχη ο κυ­ρίως άνθρωπος. Διατί τον άνθρωπον οπού μετέ­χει από αυτόν, κάμνει να μετανοή, να είναι συν­τετριμμένος, τεταπεινωμένος, προσεκτικός, νηπτι­κός, κατανυκτικός, δια να μη τον εξουθενήση, και τον παραβλέψη, οπόταν προσεύχεται με τέ­τοιαν κατάστασιν, ήγουν με συντριβήν, και τατείνωσιν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, «καρδίαν συντετριμμένην, και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Ότι εκείνος οπού δεν παρακαλεί με καρδίαν συντετριμμένην εξουθενείται και παραβλέπεται από τον Θεόν. Όταν γένη ο χριστιανός τοιούτος, και παρακαλή τον Θεόν δια τας αρετάς, και τας ζητή, τότε και ο Χρι­στός του ταις χαρίζει, ωσάν οπού έγινε πράος, και έτοιμος να διδαχθή τας οδούς Κυρίου, ήγουν τας αρετάς. (Ότι μόνοι οι πραείς διδάσκονται αυτάς, κατά το, διδάξει πραείς οδούς αυτού). Και έτζι τον κάνει αγνόν, σώφρονα, δίκαιον, ανδρείον εις τους πειρασμούς, σοφόν εις τα θεία, εύσπλαγχνον, συμπαθητικόν, ελεήμονα, οικτίρμονα, φιλάνθρωπον, αγαθόν, και χριστιανόν ο­πού να φορή τον χαρακτήρα του Χριστού, και πιστόν, ότι εμπιστεύεται την χάριν του παναγίου του Πνεύματος, και δι’ αυτής, και από αυτήν απόκτησε τας αρετάς οπού είπαμεν. Διατί από τον Θεόν μόνον ενεργούνται εις τους ανθρώπους αι αρεταί. Και τοιουτωτρόπως γίνεται όμοιος με τον επουράνιόν του Πατέρα, καθώς λέγει ο Α­πόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος. «Τεκνία, ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα, οίδαμεν δε, ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα», ήγουν όμοιοι με τον Χριστόν τον Υιόν του Θεού. Διατί η βα­σιλεία των ουρανών δέχεται μοναχά εκείνους, όπου είναι οποίοι με τον Υιόν του Θεού. Και η ομοίωσις με τον Θεόν γίνεται δια μέσου της αποπληρώσεως των εντολών του Θεού. Η δε φύλαξις των εντολών του Θεού γίνεται από την αγάπην του Χριστού, διατί λέγει ο Χριστός. «Ο αγαπών με τας εντολάς μου τηρήσει». Και εκείνος όπου φυλάττει τας εντολάς του Χριστού, γίνεται καθ’ ομοίωσιν αυτού, ότι μορφώνεται εις αυτόν ο Χριστός, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Τεκνία, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν». Διότι η βασιλεία των ουρανών δεν ανοίγεται εις εκείνον τον χριστιανόν όπου δεν είναι μεμορφωμένος ο Χριστός.

jesus sour 

Ε.  Λοιπόν κάθε χριστιανός όπου δεν κάμνει το Θέλημα του Χριστού, ας μη πλανάται, και νομίζει πως έχει μέρος με τον Χριστόν. Διατί λέγει ο Χριστός, «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς». Και πάλιν «εγώ καταβέβηκα εκ του ουρανού, ούχ ινα ποιώ το Θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός». (Και με όλον αφού το θέλημα του Πατρός, και του Υιού είναι ένα και το αυτό) ανίσως λοιπόν αυτός ο Κύριος λέγει αυτά, πως είναι δυνατόν να είναι χριστιανός πλέον, εκείνος όπου κάμνει τα θελήματά του, και παραβλέπει τα θελήματα του Χριστού; ή με ποιας ελπίδας ομολογεί τον Χριστόν Κύριον, και Εξουσιαστήν του; ποιος ομολογεί τον Χριστόν πως είναι Κύριος, και Εξουσιαστής του, και δεν κάμνει το θέλημα του Κυρίου αυτού; οι δαίμονες δεν κάμνουν το θέλημά του, με όλον τούτο τον ομολογούν, και τον ιξεύρουν, πως είναι Θεός. Διατί λέγουν οίδαμεν τις ει, ο Άγιος του Θεού. Αμή επειδή απεστάτησαν, και ούτε θέλουν, ούτε δύνανται να ειπούν τον Χριστόν Κύριόν τους, δια τούτο ούτε το θέλημα αυτού δύνανται να κάμουν. Ώστε μόνος εκείνος είναι χριστιανός, ο οποίος ομολογεί τον Χριστόν, Κύριόν του, και κάμνει και το θέλημά του. Ότι εκείνος όπου ομολογεί, και έχει τον Χριστόν Κύριόν του, και Αυθέντην του, δυναμώνεται με την δύναμιν της επικλήσεως του ονόματος του Χριστού, εις το να κάμνη και το θέλημα του Χριστού. Ειδέ και δεν δυναμώνεται, φανερόν είναι, ότι ομολογεί τον Χριστόν με μόνον το στόμα, και με την καρδίαν του είναι μακρά από αυτόν. Διατί είναι αδύνατον εκείνος όπου ομολογεί εξ όλης του της ψυχής, και καρδιάς τον Χριστόν, Κύριόν του, να μη δυναμώνεται από αυτόν εις το να κάμνη το θέλημα αυτού. Ότι κατά την πίστιν οπού έχομεν, έτζι λαμβάνομεν, και την βοήθειαν, και την προθυμίαν, εις το να κάμνωμεν το θέλημα του Χριστού. Το λοιπόν εκείνος οπού κάμνει τας εντολάς του Χριστού, κατά την εργασίαν των εντολών οπού κάμνει, φανερώνει και το μέτρον της πίστεως οπού έχει, διατί κατά την πίστιν του λαμβάνει και το μέτρον της χάριτος. Και πάλιν εκείνος οπού δεν κάμνει τας εντολάς, κατά την αργίαν των εντολών οπού δεν κάμνει, φανερώνει και το μέτρον της απιστίας οπού έχει, διατί κατά την απιστίαν του υστερείται και την χάριν.

   Ότι χωρίς τον Χριστόν αδύνατον είναι να κάμνη τινάς θέλημα Χριστού, καθώς ο ίδιος λέγει. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Εκείνος οπού δεν κάμνει το θέλημα του Χριστού, είναι χωρίς τον Χριστόν, και δεν θέλει τον ωφελήσει τίποτε, το να ομολογή τον Χριστόν. Ότι το να ομολογή τινάς τον Χριστόν, και το να κάμνη το θέλημα του Χριστού, αγκαλά φαίνωνται πως είναι δύω, όμως είναι ένα και το αυτό, και δεν είναι δύω. Διατί δεν δύναται να στέκεται το ένα, χωρίς το άλλο, αγκαλά μερικοί, με το να μην έχουν είδησιν εις τα τοιαύτα, νομίζουν πως στέκεται το ένα, χωρίς το άλλο, καθώς λέγει και ο Απόστολος Ιάκωβος. «Η πίστις καθ’ εαυτήν χωρίς των έργων είναι νεκρά.» Και ό Χριστός. «Τι με καλείτε Κύριε, Κύριε, και εκείνα οπού σάς λέγω δεν κάμνετε» ; βέβαια λέγω σας, ότι κάθε άνθρωπος οπού κάμνει την αμαρτίαν, δεν είναι δούλος του Χριστού, αλλά δούλος της αμαρτίας, ο δε δούλος της αμαρτίας, δεν δύναται να μένη εις τον αιώνα μέσα εις την οικίαν του Θεού, και Πατρός, άλλ’ ο Υιός μένει, και εκείνος οπού τον ελευθερώσει ο Υιός από την δουλείαν της αμαρτίας. Οικία δε του Θεού και Πατρός είναι η βασιλεία του.

 

Στ.  Όποιος λοιπόν ονομάζεται χριστιανός, και λέγει, ότι ομολογώ τον Χριστόν Θεόν, και πιστεύω εις αυτόν, και με μόνην την ομολογίαν ταύτην, νομίζει, πως είναι Χριστιανός, και πως θέλει αξιωθή της βασιλείας του Χριστού, πλανάται. Διατί πως είναι δυνατόν να είναι χριστιανός, εκείνος οπού καθ’ εκάστην ημέραν, ή να ειπώ καλλίτερα καθ’ εκάστην ώραν, αρνείται με τα έργα του τον Χριστόν, τον οποίον ομολογεί με τα λόγια Θεόν; και άκουε τι λέγει ο Απόστολος Παύλος δια τους τοιούτους. «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες, και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Ότι εκείνος όπου δεν κάμνει τας εντολάς του Χριστού, ας μη νομίζη πως δεν αρνείται τον Χρι­στόν, διατί εις κάθε παράβασιν της εντολής του Χριστού, τον Χριστόν αρνείται. Καθώς και εκεί­νος όπου κάμνει τας εντολάς του Χριστού, τον Χριστόν ομολογεί. Ότι καθώς εκείνοι όπου πι­στεύουν με μοναχά τα λόγια, αρνούνται την πίστιν τους με τα έργα τους, έτζι πάλιν εκείνοι ό­που ομολογούν την πίστιν με τα λόγια, την βε­βαιώνουν με τα έργα τους, επειδή φοβούνται εκείνον όπου ωμολόγησαν πως είναι Θεός. Και το να φοβήται τινάς τον Θεόν, δεν είναι άλ­λο τίποτε, παρά να μη κάμνη κανένα κακόν όταν δεν τον βλέπη τινάς. Ότι πολλοί δια φόβον ανθρώπων, ή δια εντροπήν, και δια να αρέσουν εις τους ανθρώπους δεν κάμνουν το κακόν, το οποίον είναι το ίδιον, ωσάν να το κάμνουν. Καθώς πάλιν εκείνοι όπου κάμνουν το καλόν δια αυτά όπου είπαμεν, το ίδιον είναι, ωσάν να μη το έκαμναν. Ότι κάθε ένας όπου κάμνει το καλόν, δια να φανή αρεστός εις τους ανθρώπους, ή δια κανένα άλ­λο πάθος, είναι αδόκιμος κοντά εις τον Θεόν. Αλλά πρέπει να έχη σκοπόν εις κάθε του έργον, και λόγον, και συλλογισμόν το να αρέση του Θεού, και να τον δοξάση με αυτό, κατά τον λό­γον του Αποστόλου τον λέγοντα. «Είτε εσθίετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε». Ειδέ και αυτός ο λόγος είναι αληθής, και βέβαιος, καθώς είναι και τη αληθεία, ότι εί­ναι απόφασις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος οπού λέγει. «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη σας, ήγουν η αρεταίς σας, περισσότερον από των γραμματέων, και φαρισσαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών», τι θέλει γένη εις εκείνους οπού έχουν περισσοτέραν αδικίαν, ήγουν περισσότεραις αμαρτίαις, από τους φαρισσαίους και γραμματείς; ότι ανίσως εκείνοι οπού ήσαν έξω της χάριτος είχαν αρετάς, αμή εκείνοι οπού ενεδύθησαν τον Χριστόν, εάν περισσεύουν τους φαρισσαίους και γραμμα­τείς εις την κακίαν, πως δεν είναι άξιοι να διωχθούν από την βασιλείαν των ουρανών; Ημείς δε άμποτε να ευαρεστήσωμεν εις τον Θεόν κατά πάντα, και ούτω να αξιωθώμεν της βασιλείας του, εν Χριστώ Ιησού, ω η δόξα εις τους αιώ­νας. Αμήν.

 

 

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ – ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ  (σελ. 150-154)– ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ