τοῦ Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ.
Ὡς Γνωστικισμός νοεῖται συλλογή θρησκευτικῶν στοιχείων καί συστημάτων, πού συγχωνεύτηκαν στά τέλη τοῦ 1ου αἰώνα μ.Χ. μεταξύ ἑβραϊκῶν καί παλαιοχριστιανικῶν αἱρέσεων. Οἱ ὁμάδες αὐτές ἔδωσαν ἔμφαση στήν προσωπική πνευματική Γνώση (Gnosis) πέραν ἀπό τίς ὀρθόδοξες διδασκαλίες, τίς ὀρθόδοξες παραδόσεις καί τό κύρος τῶν θρησκευτικῶν φορέων. Θεωρώντας τήν ὕλη καί τήν ὑλική ὕπαρξη ὡς ἀνεπαρκῆ ἤ κακή, ἡ Γνωστική θεολογία, κοσμολογία καί ἀνθρωπολογία παρουσιάζει γενικά μία διάκριση ἀνάμεσα σέ ἕναν ὑπέρτατο, κρυμμένο Θεό καί μία κακόβουλη κατώτερη θεότητα -ἐνίοτε σχετιζόμενη μέ τόν Ἰεχωβά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑπεύθυνο γιά τή δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος.
Συριοαιγυπτιακές παραδόσεις ὑποθέτουν μία ἀπόμακρη, ὑπέρτατη θεότητα, τή Μονάδα, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται κατώτερα θεϊκά ὄντα, οἱ Αἰῶνες. Ἡ «Σοφία», μία ἀπό τούς Αἰῶνες, γεννᾶ τόν Ἰαλνταμπαώθ-Δημιουργό (Yaldabaoth-Demiurge), τό λεοντόμορφο φίδι, πού εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου. Εἶναι ὅμως ἕνας κακός δημιουργός γιατί ἀγνοεῖ τίς ἀνώτερες ὑποστάσεις καί δημιουργεῖ ἕναν κόσμο ἐγγενῶς πλημμελῆ.
Θεϊκή «Οὐσία» πέφτει στήν ὑλική σφαίρα καί ἐνσωματώνεται στά ἀνθρώπινα ὄντα. Αὐτό τό «θεϊκό στοιχεῖο» ἐπιστρέφει στό θεϊκό βασίλειο ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ «Γνώση», ἡ ἐσωτερική ἤ διαισθητική γνώση τοῦ «θεϊκοῦ στοιχείου μέσα μας» ἤ «συνειδητότητα». Αὐτή εἶναι ἡ «αὐτογνωσία», πού ἐπαγγέλλεται ὅλος σχεδόν ὁ ἀποκρυφιστικός χῶρος· τό «ἔσεσθε ὡς θεοί».
Οἱ Γνωστικοί θεωροῦσαν ὅτι τό κύριο στοιχεῖο τῆς σωτηρίας ἦταν ἡ ἄμεση γνώση τῆς ὑπέρτατης θεότητας μέ τή μορφή μυστικιστικῆς ἤ ἐσωτερικῆς ἐνόρασης. Πολλά Γνωστικά κείμενα δέν ἀσχολοῦνται μέ τίς ἔννοιες τῆς ἁμαρτίας καί τῆς μετάνοιας, ἀλλά μέ τήν ψευδαίσθηση καί τή φώτιση.
Γνωστικά συγγράμματα ἤκμασαν μεταξύ χριστιανικῶν ὁμάδων στόν μεσογειακό κόσμο γύρω στόν δεύτερο αἰώνα, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς πρώιμης Ἐκκλησίας τά κατήγγελλαν ὡς αἱρετικά. Ἄν καί ἡ καταστροφή αὐτῶν τῶν κειμένων, λέγεται, ὅτι ἐπέτυχε σέ μεγάλο βαθμό, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπιβιώσουν λίγα μόνο γραπτά Γνωστικῶν, ὡστόσο, Γνωστικοί ὅπως ὁ Βαλεντίνος εἶδαν τίς πεποιθήσεις τους νά διαδίδονται παράλληλα μέ τόν Χριστιανισμό.
Ὁ Γνωστικισμός δέν ἀποτελεῖ ἑνιαῖο τυποποιημένο σύστημα καί ἡ ἔμφαση στήν ἄμεση προσωπική ἐμπειρία, τήν ἀπολυτοποίηση δηλαδή τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας, ἐπιτρέπει μία μεγάλη ποικιλία διδασκαλιῶν, πού συμπεριλαμβάνουν καί διακριτά ρεύματα, ὅπως ὁ Βαλεντιανισμός[1] καί ὁ Σεθιανισμός[2].
Στήν Περσική Αὐτοκρατορία, οἱ Γνωστικές ἰδέες ἐξαπλώθηκαν μέχρι τήν Κίνα μέσω τοῦ Μανιχαϊστικοῦ κινήματος, ἐνῶ ὁ Μανταϊσμός[3] εἶναι ἀκόμα ζωντανός στό Ἰράκ, τό Ἰράν καί τίς κοινότητες τῆς διασπορᾶς.
Γιά αἰῶνες, οἱ περισσότερες ἐπιστημονικές γνώσεις περί τόν Γνωστικισμό περιορίζονταν στά ἀντιαιρετικά γραπτά ὀρθοδόξων χριστιανῶν Πατέρων, ὅπως ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου (Λυών) καί ὁ ἅγιος Ἰππόλυτος Ρώμης.
Ἀνανεωμένο ἐνδιαφέρον γιά τόν Γνωστικισμό προέκυψε μέ τήν ἀνακάλυψη τό 1945 τῆς «βιβλιοθήκης Νάγκ Χαμαντί» (Nag Hammadi) τῆς Αἰγύπτου, μιᾶς συλλογῆς σπάνιων παλαιοχριστιανικῶν καί γνωστικῶν κειμένων, συμπεριλαμβανομένων τῶν ψευδεπιγράφων: «Εὐαγγελίου τοῦ Θωμᾶ», «Εὐαγγελίου τῆς Ἀληθείας», «Ἀποκρύφου Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννη» κ.ἄ.
Σημαντικό ἐρώτημα στήν ἐπιστημονική ἔρευνα εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Γνωστικισμοῦ εἴτε ὡς διαθρησκευτικοῦ φαινομένου εἴτε ὡς ἀνεξάρτητης θρησκείας, μέ ὁρισμένους σύγχρονους μελετητές -ὅπως ὁ Μάϊκλ Ἄλεν Γουΐλιαμς (Michael Allen Williams) καί ὁ Ντέϊβιντ Τζί. Ρόμπερτσον (David G. Robertson)- νά ἀμφισβητοῦν τό ἄν ὁ «Γνωστικισμός» ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἔγκυρη ἤ καθόλου χρήσιμη ἱστορική κατηγορία. Οἱ μελετητές ἔχουν ἀναγνωρίσει τήν ἐπιρροή πηγῶν ὅπως ὁ Ἰουδαϊσμός τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου, ὁ Ζωροαστρισμός καί ὁ Πλατωνισμός, καί μερικοί ἔχουν σημειώσει πιθανούς δεσμούς μέ τόν Βουδισμό καί τόν Ἰνδουϊσμό, ἄν καί εἶναι ἀσαφῆ στοιχεῖα ἄμεσης ἐπιρροῆς ἀπό τίς τελευταῖες πηγές.
Αὐτά τά ὀλίγα ἱστορικά περί τοῦ ἀρχαίου Γνωστικισμοῦ κι ἄς παραθέσουμε κάποια στοιχεῖα περί τοῦ Νεογνωστικισμοῦ, ἑνός φαινομένου πού ἐλάχιστα στοιχεῖα φέρει, στίς μέρες μας, ἀπό τόν παραδοσιακό Γνωστικισμό, ἀλλά ἀποτελεῖ συνονθύλευμα νεωτέρων συστημάτων: Ροδοσταυρισμοῦ, Ἑρμητισμοῦ, Θεοσοφίας, Ἰνδουϊσμοῦ (γιόγκα), Βουδισμοῦ (ταντρικῶν σεξουαλικῶν πρακτικῶν) καί κυρίως ἑβραϊκοῦ Καμπαλισμοῦ.
Διάφορα σύγχρονα «γνωστικά ἐκκλησιαστικά» σώματα ἔχουν συσταθεῖ ἤ ἐπανιδρυθεῖ μετά τήν ἀνακάλυψη τῆς βιβλιοθήκης Νάγκ Χαμαντί, συμπεριλαμβανομένης τῆς «Γνωστικῆς Ἐκκλησίας» (Ecclesia Gnostica), τῆς «Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἰωαννιτῶν» (Apostolic Johannite Church), τῆς «Γνωστικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (Ecclesia Gnostica Catholica), τῆς «Γνωστικῆς Ἐκκλησίας τῆς Γαλλίας» (Gnostic Church of France), τῆς «Ἐκκλησίας τῶν Θωμαϊτῶν» (Thomasine Church)... ἀκόμη θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε τήν «Γνωστική Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρίας» (Alexandrian Gnostic Church), τό «Κολέγιο Γνωστικῶν Ἐπισκόπων Βορείου Ἀμερικῆς» (North American College of Gnostic Bishops) καί τόν «Παγκόσμιο Γνωστικισμό» (Universal Gnosticism) τοῦ Σαμαέλ Ἀούν Βεόρ (Samael Aun Weor)[4].
Ἀντιπροσωπευτική περίπτωση τῶν ἀνωτέρω ἀποτελεῖ τό τελευταῖο, τοῦ λατινοαμερικανοῦ ἀποκρυφιστῆ Βίκτορ Μανουέλ Γκόμεζ Ροντρίγκες (Victor Manuel Gomez Rodriguez) γνωστοῦ κυρίως μέ τό ψευδώνυμο «Σαμαέλ Ἀούν Βεόρ», συγγραφέα καί ἱδρυτή τοῦ «Γνωστικοῦ Κινήματος» (Gnostic Movement).
Στόχος τῆς διδασκαλίας τοῦ Βεόρ εἶναι ἡ «Ἀφύπνιση τῆς Συνείδησης», ὅπως αὐτός τουλάχιστον τήν ἐννοεῖ, ἡ συνειδητοποίηση δηλαδή ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέρος (κομμάτι) τῆς οὐσίας τοῦ θεοῦ, ἀλλά σέ κατάσταση πτώσης. Κάποια ἀπό τά βασικά στοιχεῖα πού σχετίζονται μέ αὐτό τό «Ἔργο» ἀφοροῦν α) στήν «Ἐκμηδένιση τοῦ Ἐγώ», β) στή «Δουλειά στήν Ἀλχημεία» καί γ) στήν «Ἀγάπη πρός τήν Ἀνθρωπότητα».
Πῶς μεταφράζονται ὅλα αὐτά; α) Ὡς «Ἐγώ» νοοῦνται κατά τόν Βεόρ τά προσωποποιημένα πάθη τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποία ὁ «Γνωστικός» ἀσκούμενος σέ χαλάρωση καί μέ «κατευθυνόμενη φαντασία», θεωρεῖ ὅτι μάχεται καί «ἐκμηδενίζει», β) Ὡς «Ἀλχημεία» νοεῖται ἡ σεξουαλική πράξη, μέσω εἰδικοῦ τελετουργικοῦ, χωρίς ὅμως ὀργασμό, εἶδος τάντρα γιόγκα (Tantra Yoga) καί γ) «Ἀγάπη πρός τήν Ἀνθρωπότητα» νοεῖται ἡ «διάδοση τῆς διδασκαλίας», ἤγουν ὁ προσηλυτισμός στήν ὀργάνωση τῶν «Γνωστικῶν».
Ὁ Βεόρ εἶχε ἰσχυριστεῖ γιά τόν ἑαυτό του ὅτι ὑπῆρξε μεταξύ πολλῶν ἄλλων προσωπικοτήτων: 1) ἕνας ἀπό τούς Φαραώ τῆς Αἰγύπτου -κι ἔχει κρατήσει καί τή μούμια του, γιά «πᾶν ἐνδεχόμενον»· ἡ ὀργάνωση ἀποδέχεται τήν μετενσάρκωση / μετεμψύχωση. 2) Ἕνας ἀπό τούς Ἑπτά Ἐλοχίμ «πού δημιούργησαν αὐτό τό Σύμπαν». 3) Ὁ «Ἀντιβασιλεύς τοῦ πλανήτη Ἄρη». 4) Ὁ Σαμαέλ, ὁ ἀρχάγγελος τοῦ σκότους (Σαμαέλ = ὁ Σατανᾶς), πού ὅμως κατόρθωσε νά ἀναδυθεῖ ἀπό τήν ἄβυσσο καί τώρα εἶναι πλέον «Λευκός» (καλός) -καί συγχρόνως «ἔβγαλε» κι ἔσωσε καί τόν Βελζεβούλ ἀπό τήν ἄβυσσο πού τώρα εἶναι κι ἐκεῖνος «Λευκός». 5) Ὁ «Ἀβατάρ» (ἀπεσταλμένος) αὐτῆς τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὑδροχόου (Νέας Ἐποχῆς).
Ὁ Βεόρ πέθανε τό 1977, σέ ἡλικία 60 ἐτῶν κι ἄφησε ὡς διαδόχους του τήν σύζυγό του Ἀρνόλτα Γάμο δέ Γόμες - Λιτελάντε (Arnolda Garro de Gomez - Litelantes) -στό Μεξικό- καί τόν «πιστότερο μαθητή του», Ραβολοῦ -στήν Κολομβία. Δέν πέρασε καιρός κι οἱ μπράβοι τῆς Λιτελάντε κυνηγοῦσαν τόν Ραβολού στά βουνά τῆς Κολομβίας μέ προφανεῖς σκοπούς.
Πολλοί αὐτοκηρυχθέντες διάδοχοι ὑπῆρξαν, κάποιοι ἀπό αὐτούς δημιούργησαν παραρτήματα καί στή χώρα μας, μέ πρῶτο τόν Ρομπέρτο Ἐρρέρα (Roberto Herrera), πού τό 1979 ἄνοιξε τό «Κέντρο Γνωστικῆς Ἀνθρωπολογίας», τῆς «γραμμῆς Ραβολοῦ» γιά νά ἀκολουθήσουν: τό «AGEACAC» τῆς «γραμμῆς Λιτελάντε», τό «Ἵδρυμα Γνωστικῆς Ἀνθρωπολογίας» (I G A), τό «AGEAC», ἡ «Γνωστική Πολιτιστική Ἑταιρεία SAMAEL- LAKHSMI» κ.ἄ.
Σήμερα στήν Ἑλλάδα δραστηριοποιεῖται μία πανσπερμία ὁμάδων καί προσώπων, πού ἀκολουθοῦν μέ συνέπεια ἤ χαλαρά τίς διδασκαλίες καί τίς πρακτικές τοῦ Βεόρ πρός ἀπώλειαν ἑαυτῶν καί ἀλλήλων.