τοῦ Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ.
Σέ τρία προηγούμενα ἄρθρα ἀσχοληθήκαμε μέ τούς Κριναετούς, τούς Ροδόσταυρους καί τούς Μαρτινιστές· σήμερα θά προσεγγίσουμε τόν «Ἑρμητισμό», ἕνα κίνημα μέ σύγχρονες Ροδοσταυρικές καί Μασονικές ἀναμείξεις.
«Ἑρμητισμός» εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιμοποιεῖται γιά νά δηλωθεῖ ἕνα φιλοσοφικό-ἀποκρυφιστικό σύστημα, πού βασίζεται κυρίως στίς ὑποτιθέμενες διδασκαλίες τοῦ «Ἑρμῆ Τρισμέγιστου», προσώπου μυθικοῦ, συνδυασμό τοῦ θεοῦ Ἑρμῆ τῶν ἀρχαίων προγόνων μας καί τοῦ Αἰγυπτιακοῦ θεοῦ Τόθ ἤ Θόθ. Ὁ Θόθ κατά τήν αἰγυπτιακή παράδοση, ἦταν ὁ γραμματέας τῶν θεῶν[1]· κατέγραψε τήν «Σοφία τῶν θεῶν» καί τήν παρέδωσε στούς πιστούς του. Ἡ «Σοφία» αὐτή εἶναι ἀπόκρυφη καί μυστική καί δέν ἐπιτρέπεται νά γίνει γνωστή σέ μή μυημένους. Τά κείμενα αὐτά, κατά ἰσχυρισμούς τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου, μεταφράστηκαν κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο στά ἑλληνικά ἀπό κάποιον Μανέθωνα, ἱερέα, μυημένο στόν Ἑρμητικό μυστικισμό.
Ἰσχυρίζονται ἀκόμη οἱ ὀπαδοί, ὅτι οἱ διδασκαλίες αὐτές περιέχονται στά διάφορα γραπτά, πού ἀποδίδονται στόν Ἑρμῆ, δημιουργήθηκαν σέ περίοδο πολλῶν αἰώνων καί μπορεῖ νά εἶναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους σέ περιεχόμενο καί εὖρος[2].
Μία ἀπό τίς πιό κοινές χρήσεις τοῦ ὄρου «Ἑρμητισμός» ἀφορᾶ στό θρησκευτικό-φιλοσοφικό σύστημα, πού διατυπώνεται ἀπό μία συγκεκριμένη ὑποομάδα ἑρμητικῶν γραπτῶν, γνωστή ὡς «Φιλοσοφική Ἑρμητική» (Philosophica Hermetica), ἡ πιό γνωστή ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι τό «Ἑρμητικό Σῶμα» (Corpus Hermeticum), μία συλλογή 17 ψευδεπίγραφων κειμένων στήν κοινή Ἑλληνιστική, ἡ συγγραφή τῶν ὁποίων ἀποδίδεται στόν Ἑρμῆ τόν Τρισμέγιστο καί γράφτηκαν μεταξύ 300 π.Χ.–1200 μ.Χ.
Αὐτή ἡ συγκεκριμένη, ἱστορική μορφή τῆς ἑρμητικῆς φιλοσοφίας, εἶναι πού συνήθως ὀνομάζεται «Ἑρμητισμός» γιά νά διακρίνεται ἀπό ἄλλες φιλοσοφίες, πού ἐμπνέονται μέν ἀπό Ἑρμητικά γραπτά, ἀλλά τυγχάνουν διαφορετικῆς φύσεως καί ἄλλης περιόδου.
Ἕνας εὐρύτερος, τώρα, ὅρος «Ἑρμητισμός» ἀφορᾶ σέ μία εὐρεία ποικιλία φιλοσοφικῶν συστημάτων, πού βασίζονται σέ ἑρμητικά γραπτά ἤ ἀκόμα καί ἁπλῶς σέ θέματα, πού συνδέονται γενικά μέ τόν Ἑρμῆ -ἡ ἀλχημεία κυρίως, ὀνομαζόταν συχνά «ἑρμητική τέχνη» ἤ «ἑρμητική φιλοσοφία»[3].
Ἡ πλέον καθιερωμένη χρήση τοῦ ὄρου, μέ αὐτή τήν εὐρύτερη ἔννοια εἶναι αὐτή τοῦ «Ἀναγεννησιακοῦ Ἑρμητισμοῦ» (Renaissance Hermeticism), ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ εὐρύ φάσμα πρώιμων σύγχρονων φιλοσοφιῶν, ἐμπνευσμένων ἀπό τόν Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino, 1433-1499) καί τόν Λοντοβίκο Λατσαρέλι (Lodovico Lazzarelli, 1447–1500), πού μετέφρασε τό «Ἑρμητικό Σῶμα», ἀλλά κι ἀπό τόν Θεόφραστο Μπόμβαστ φόν Χοενχάϊμ (Theophrastus Bombastus von Hohenheim, 1494–1541), εὐρύτερα γνωστό ὡς Παράκελσο (Paracelsus), ὑπεύθυνο γιά τήν εἰσαγωγή μίας νέας ἰατρικῆς φιλοσοφίας, πού ἐβασίζετο στήν «Τεχνική Ἑρμητική» (Technical Hermetica), δηλαδή, Ἀστρολογική, Ἀλχημική καί Μαγική Τεχνική, ὡς ὁ «Σμαράγδινος Πίναξ» (Emerald Tablet)[4].
Τό 1964, ἡ Φράνσις Ἀμέλια Γέϊτς (Frances Amelia Yates)[5] ὑπεστήριξε ὅτι ὁ «ἀναγεννησιακός ἑρμητισμός» ἤ ὅ,τι ἀποκαλοῦσε «ἑρμητική παράδοση» ἦταν ἕνας παράγοντας κρίσιμος στήν ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης[6]. Ἄν καί ἡ διατριβή τῆς Γέιτς ἔχει ἀπορριφθεῖ σήμερα, δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τό γεγονός ὅτι ἡ «ἑρμητική ἐπιστήμη τῆς ἀλχημείας» ἔπαιξε σημαντικό ρόλο, στή σκέψη προσωπικοτήτων ὅπως ὁ Γιάν Μπάπτιστ βάν Χέλμοντ (Jan Baptist van Helmont, 1580–1644), ὁ Ρόμπερτ Μπόϊλ (Robert Boyle, 1627–1691) ἤ ὁ Ἰσαάκ Νεύτων (Isaac Newton, 1642–1727)[7].
Σ' ὁλόκληρη τήν ἱστορία του, ὁ Ἑρμητισμός συνδέθηκε στενά μέ τήν ἰδέα μίας ἀρχέγονης, θεϊκῆς σοφίας, πού ἀποκαλύφθηκε μόνο στούς ἀρχαιότερους σοφούς, ὅπως στόν μυθικό Ἑρμῆ τόν Τρισμέγιστο. Στήν περίοδο τῆς Ἀναγέννησης, ἡ σύλληψη αὐτή ἐξελίχθηκε στήν ἔννοια τῆς «ἀρχαίας θεολογίας» (prisca theologia), δόγμα τῆς ὁποίας ὑπῆρξε «μία ἑνιαία, ἀληθινή θεολογία πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό σέ μερικούς ἀπό τούς πρώτους ἀνθρώπους, τά ἴχνη τῆς ὁποίας μπορεῖ ἀκόμη νά βρίσκονται σέ διάφορα ἀρχαῖα συστήματα σκέψης».
Διανοητές ὅπως ὁ Τζιοβάνι Πίκο ντελά Μιράντολα (Giovanni Pico della Mirandola, 1463–1494) ὑπέθεσαν ὅτι αὐτή ἡ «ἀρχαία θεολογία» θά μποροῦσε νά ἀναδομηθεῖ ἄν μελετοῦνταν, αὐτά πού τότε θεωροῦνταν, τά ἀρχαιότερα κείμενα, πού ὑπάρχουν, ὅπως αὐτά πού ἀποδίδονται στόν Ἑρμῆ, ἀλλά καί ἄλλα πού ἀποδίδονται π.χ. στούς: Ζωροάστρη, Ὀρφέα, Πυθαγόρα, Πλάτωνα, ἀλλά καί στά «Χαλδαϊκά Λόγια»[8] ἤ στήν Καμπαλά[9].
Αὐτό σύντομα ἐξελίχθηκε στήν ἰδέα, πού προτάθηκε ἀρχικά ἀπό τόν Ἀγκουστίνο Στέϊκο (Agostino Steuco, 1497-1548), ὅτι μία καί ἡ ἴδια θεία ἀλήθεια μπορεῖ νά βρεθεῖ στίς θρησκευτικές καί φιλοσοφικές παραδόσεις διαφορετικῶν περιόδων καί τόπων, ὅλες θεωρούμενες ὡς διαφορετικές ἐκδηλώσεις τῆς παγκόσμιας «αἰώνιας σοφίας» (Perennial philosophy). Σ' αὐτό τό «αἰώνιο πλαίσιο», ὁ ὅρος «Ἑρμητικός» ἔτεινε νά χάσει ἀκόμη περισσότερο τήν ἰδιαιτερότητά του, ὥσπου ἔγινε τελικά ἕνας ὅρος, πού ἀναφέρεται στήν ὑποτιθέμενη θεϊκή γνώση τῶν ἀρχαίων Αἰγυπτίων, εἰδικά σέ σχέση μέ τήν ἀλχημεία καί τή μαγεία. Παρά τήν περιστασιακή χρήση αὐθεντικῶν ἑρμητικῶν κειμένων καί ἐννοιῶν, αὐτή ἡ γενική καί ψευδοϊστορική χρήση τοῦ ὄρου κατέστη ἰδιαίτερα δημοφιλής στούς ἀποκρυφιστές τῶν δέκατου ἔνατου καί εἰκοστοῦ αἰώνα[10].
Δέν θά προχωρήσουμε σέ περαιτέρω ἀνάλυση τοῦ θέματος «Ἑρμητισμός» καθώς εἶναι πλέον ἐμφανέστατος ὁ χαρακτήρας αὐτῆς τῆς «Γνώσης», εἴτε μέρη αὐτῆς προέρχονται ἀπό τήν ἀρχαιότητα -τήν σκοτεινή ἐποχή τῆς πρό Χριστοῦ γεννήσεως-, εἴτε ἀπό μεταγενέστερες μεσαιωνικές, ἀναγεννησιακές ἤ σύγχρονες ἐποχές.
Μέ δεδομένη τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας «ὅτι πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95,5) καί μέ τήν διαπίστωση τῆς προέλευσης τῶν «διδασκαλιῶν» αὐτῶν ἀπό ἀρχαῖες θρησκευτικές καί «μυστηριακές» παραδόσεις, ἀλλά καί ἀπό σύγχρονες ἐσωτεριστικές, μασονικές, καμπαλιστικές καί ροδοσταυρικές πηγές, δηλαδή πηγές ἀποκρυφιστικές, μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι ὅσων ἀφορᾶ στόν δῆθεν ἐκφραστή αὐτῆς τῆς ψευδεπίγραφης «Γνώσης», τόν Ἑρμῆ τόν Τρισμέγιστο, αὐτός ἀποτελεῖ μεσαιωνική ἀπεικόνιση τοῦ ὀνόματος πού χρησιμοποιοῦσαν κατά τήν Ἀρχαιότητα οἱ Ἕλληνες γιά τόν σεληνιακό θεό τῶν Αἰγυπτίων, Θώθ, προστάτη καί ἐμπνευστῆ τῆς ἀστρολογίας καί τῆς ἀλχημείας, ὁ ὁποῖος ταυτίσθηκε μέ τόν Ἑρμῆ τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας.
Πίσω δέ κι ἀπό αὐτούς τούς «θεούς» εὔκολα διακρίνουμε δαίμονες, πού ἐπλάνησαν τούς ἀρχαίους, ἀλλά πλανοῦν καί τούς σύγχρονους «ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας», πού «ἐρευνοῦν» μακράν ἀπό τήν ὀρθή Ὁδό, τήν ὄντως Ἀλήθεια καί τήν αἰώνια Ζωή, τό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας, Ἰησοῦ Χριστοῦ.
[1] «Ἑρμῆς ὁ Τρισμέγιστος», Ἑρμητικά Κείμενα, τ. 1, Λόγοι I-XVIII, Παρασκήνιο, 1990.
[2] Τά παλαιότερα κείμενα πού ἀποδίδονται στόν Ἑρμῆ εἶναι κείμενα ἀστρολογίας καί μπορεῖ νά χρονολογοῦνται ἀπό τόν δεύτερο ἤ τόν τρίτο αἰώνα π.Χ.
[3] Florian Ebeling, The Secret History of Hermes Trismegistus: Hermeticism from Ancient to Modern Times. Transl. David Lorton. Ithaca: Cornell University Press, 2007, σσ. 103–108.
[4] Συνεπτυγμένο, ἀπόκρυφο, ἑρμητικό κείμενο, πού θεωρήθηκε ἀπό τούς ἀλχημιστές ὡς τό θεμέλιο τῆς τέχνης τους. Ἄν καί ἀποδίδεται στόν μυθική μορφή τοῦ Ἑρμῆ Τρισμέγιστου, ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά σέ πρώιμες μεσαιωνικές ἀραβικές πηγές, ἡ παλαιότερη ἀπό τίς ὁποῖες χρονολογεῖται στά τέλη τοῦ ὄγδοου μ.Χ. αἰώνα.
[5] Ἀγγλίδα, ἱστορικός τῆς ἀναγεννησιακῆς περιόδου, συγγραφεύς βιβλίων περί ἐσωτερισμοῦ.
[6] Frances A. Yates, (1964). Giordano Bruno and the Hermetic Tradition. London: Routledge and Kegan Paul.
[7] Lawrence M. Principe, (1998). The Aspiring Adept: Robert Boyle and His Alchemical Quest. Princeton: Princeton University Press.
[8] Σύνολο πνευματικῶν καί φιλοσοφικῶν κειμένων. Χρησιμοποιήθηκαν εὐρέως ἀπό νεοπλατωνικούς φιλοσόφους ἀπό 3ο-6ο μ.Χ. αἰώνα.
[9] Καμπαλά, Καμπάλα ἤ Καββάλα (στά ἑβραϊκά: κυριολεκτικά «παραλαβή/παράδοση», μεταγραφή: Kabbalah, Cabala, Qabbala).Ἡ ἀπόκρυφη παράδοση τῶν Ἑβραίων. Ἔχει ρίζες στήν Τορά τῆς Ἑβραϊκῆς Βίβλου καί στό Ταλμούδ καί περιλαμβάνει στοιχεῖα προφορικῶν παραδόσεων πολλῶν αἰώνων, μεταξύ τῶν ὁποίων γνωστικισμοῦ, νεοπλατωνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ.
[10] https://brill.com/view/journals/gnos/3/1/article-p84_84.xml