Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Δεινόν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια

Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη

    Ὅταν βλέπωμεν, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ποῦ κατήντησε ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ποὺ εἶχε ἐκλεγῆ μεταξὺ τῶν 12 ἀρίστων μαθητῶν τοῦ Κυρίου, νὰ προδώση δηλ. τὸν γλυκύτατον διδάσκαλον ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μία γυναῖκα ἁμαρτωλός, πόρνη, ἀπεγνωσμένη διὰ τὸν βίον, βεβυθισμένη εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ἀπελπισμένη διὰ τὰς πράξεις νὰ προσφέρη τὸ πολύτιμον καὶ πανάκριβον μύρον τῆς εὐγνωμοσύνης της εἰς τὸν Χριστόν μας, νὰ σπογγίζη μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της τοὺς ἀχράντους πόδας τοῦ Κυρίου μετὰ δακρύων καὶ νὰ λαμβάνη τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν της, πῶς νὰ μὴ ἀναφωνήσωμεν μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδόν: «Δεινὸν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια!»;

    Α) Χρειάζεται πράγματι μεγάλη προ­σ­οχὴ μήπως ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν, τὴν ἀδιαφορίαν, τὴν ραθυμίαν ἐκ­πέσωμεν τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου καὶ προδώσωμεν αὐτὸν μὲ τὴν ἀπρόσεκτον ζωήν μας καὶ τὰς ἐφαμάρτους πράξεις. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην τὸ παράδειγμα τῆς μετανοησάσης γυναικός, ὅπως ἀκούσαμε ἀπόψε (Μ. Τρίτη) στὰ τροπάρια τῆς ἐκκλησίας μας, μᾶς ἐνθαρρύνει εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐπιστροφῆς, ὅσον καὶ ἂν ἔχωμε ἁμαρτήσει. Ἰδιαιτέρως σήμερον ἀκοῦμε μετὰ προσοχῆς καὶ κατανύξεως τὸ περίφημον τροπάριον τῆς Κασσιανῆς, «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνὴ» καὶ ὑπογραμμίζομε ὅλως ἰδιαιτέρως τὸ βαθύτατο ἐξομολογητικὸν καὶ παρηγορητι­κὸν «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τὶς ἐξιχνιάσεις ψυχοσῶστα Σωτήρ μου». Εἶναι πράγματι πλῆθος αἱ ἁμαρτίαι μας, ἀλλὰ καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ μετρήση καὶ νὰ συλλάβη καλῶς τὸ πέλαγος τοῦ θείου ἐλέους; Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Κυρίου θὰ μᾶς ἐνθαρρύνη ὄχι βεβαίως, γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρουμε τὴν ὁδὸν τῆς μετανοίας, τὴν ὁδὸν τῆς ἐπιστροφῆς. Αὐτό μᾶς συμβουλεύουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Δὲν πρέπει νὰ μένωμεν ἀργοὶ εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς. «Πνεῦμα ἀργίας μή μοι δῶς», λέγει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ. Ἀλλὰ καὶ ἂν συμβῆ καὶ ἀμελήσουμε καὶ παρασυρθοῦμε καὶ πέσουμε στὴν ἁμαρτία, ποτὲ νὰ μὴ μᾶς καταλάβη ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀπόγνωσις ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον σωτηρία γιὰ μένα. Αὐτὸ ποὺ λέγει τὸ τροπάριον τῆς Κασσιανῆς «Ἁ­μαρ­τιῶν μου τὰ πλήθη….» τὸ εἶχε εἰπεῖ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐνωρίτερον. Ἀνίσως καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ μετρήση κανεὶς τὸ πλῆθος καὶ τὸ μέγεθος τῆς εὐ­σπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, ἂς ἀπογνω­σθῆ καὶ αὐτός, συγκρίνοντας καὶ μετρῶντας τὸ πλῆθος καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἐὰν ὅμως τὰ ἁμαρτήματά μας μετροῦνται καὶ ἀριθμοῦνται τὸ δὲ ἔλεος καὶ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέτρητος, διατὶ νὰ ἀπελπιζώμεθα καὶ νὰ μὴ γνωρίζωμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα μὲ συντριβὴν τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ λαμβάνωμε τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ;

   Β) Ἀκόμη Χριστιανοί μου, ἂς σκεφθοῦμε καὶ τοῦτο. Τὸ νὰ ζῆ ὁ ἁμαρτωλός, ἀφοῦ ἁμαρτήση, εἶναι σημάδι πὼς ὁ Θεὸς τὸν δέχεται καὶ δὲν τὸν ἀποβάλλει. Ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς ἀθανάτωσε, ὅταν ἁμαρτάναμε, ἀλλὰ μᾶς ἀφῆκε νὰ ζήσωμε, ὄχι διὰ ἄλλον λόγον, παρὰ γιὰ νὰ μετανοήσωμε, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

   Γ) Ἡ ἀπόγνωσις, ἀκόμη, εἶναι γέννημα τοῦ διαβόλου, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἐφραίμ, ὅστις προτοῦ μὲν ἁμαρτήση ὁ ἄνθρωπος, τοῦ λέγει πὼς δὲν εἶναι τίποτα ἡ ἁμαρτία ἐκείνη, ἀφοῦ δὲ ἁμαρτήση τοῦ λέγει, πὼς ἡ ἁμαρτία του εἶναι μεγάλη καὶ ἀσυγχώρητος. Ἂν ἐρευνήσωμε βαθύτερα, θὰ βροῦμε ὅτι ἡ ἀπόγνωσις βλαστάνει καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν, διότι ὁ ὑπερήφανος μὲ τὸ νὰ ἔχη μεγάλην ὑπόληψιν διὰ τὸν ἑαυτόν του, ὅταν πέση εἰς καμμίαν ἁμαρτίαν θανάσιμον, εὐθὺς ἀπελπίζεται, νομίζοντας τὴν πτῶσιν αὐ­τὴν ἀναξίαν τῆς ἀρετῆς του, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τῆς Κλίμακος. Βλαστάνει ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν ἀπειρίαν εἰς τὸν ἀόρατον, τὸν πνευματικὸν πόλεμον. Ὁ Ἰούδας μὲ τὸ νὰ εἶναι ἄπειρος εἰς τοιοῦτον πόλεμον ἀπελπίσθη καὶ ἐκρεμάσθη. Ἀντιθέτως, ἡ πόρνη μὲ τὴν μεγάλην της ταπείνωσιν, μετενόησε καὶ ἐσώθη. Πόσαι αὐτοκτονίαι θὰ προελαμβάνοντο, ἐὰν ἤξεραν οἱ ἄνθρωποι αὐτὸν τὸν τρόπον τοῦ ἀγῶνος.

   Δ) Τέλος ἡ ἀπόγνωσις εἶναι ἀντίθετος μὲ ὅλην τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, ὅπου συνεχῶς μᾶς ὁμιλεῖ διὰ τὸ ἀμέτρητον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖον δέχεται ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶναι ἀν­τίθετος μὲ τόσα καὶ τόσα παραδεί­γματα πολυαμαρτήτων ἁμαρτω­λῶν ὅπου ἐσώθησαν, ἐπειδὴ δὲν ἀπηλπίσθησαν, ἀλλὰ μετενόησαν εἰλι­κρινῶς, Δαβίδ, Πόρναι, Μοιχοί, Τελῶναι, Ἄσωτοι, Λησταί, Πέτρος καὶ Παῦλος. Ὅλοι οἱ πατέρες διδάσκουν τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ ἐλπίζουν στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπορρίπτουν τὴν ἀπόγνωσιν, γιατί δὲν εἶναι καμμιὰ ἁμαρτία, ποὺ νὰ νικᾶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

   Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ συναισθάνεται καὶ νὰ ἐνεργῆ, ὅπως ἡ μετανοήσασα πόρνη γυναίκα. Νὰ λέγῃ, ὅπως ἡ πόρνη «Ἴδε τὴν βεβυθισμένην τῇ ἁμαρτίᾳ, τὴν ἀπηλπισμένην διὰ τὰς πράξεις, τὴν μὴ βδελυχθεῖσαν παρὰ τῆς σῆς ἀγαθότητος». Δηλαδὴ ἡ ζωή μας νὰ στέκεται ἀνάμεσα στὰ δύο: Εἰς τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀπόγνωσιν. Ἀπὸ μὲν τὸ μέρος τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἐλπίζωμε εἰς τὴν ἀγαθότητά του, ἀπὸ δὲ τὸ ἰδικόν μας μέρος πρέπει νὰ ἀπελπιζώμεθα διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας.

    Ἐπίλογος

   Ὁσάκις ἀναλογίζομαι τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιαν τῆς πόρνης γυναικός, ποὺ ἄλειψε μὲ μύρον τὸν Κύριον ὀλίγον πρὸ τοῦ Πάθους του, ἔλεγε ὁ Ἅγ.Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔχω διάθεσιν νὰ κλαύσω μᾶλ­λον παρὰ νὰ κηρύξω. Τόσον συγκινεῖ ἡ μεγάλη ἀγάπη καὶ εὐ­σπλαγχνία τοῦ ἀπολύτως ἀναμαρτήτου Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μεγάλους ἁμαρτωλούς.

   Εἴκοσι αἰῶνες ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε. Τόσαι καὶ τόσαι μεταβολαὶ ἔχουν γίνει στὸ διάστημα αὐτό. Δύο ὅμως πράγματα ἔμειναν ἀναλλοίωτα καὶ σταθερά. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι πολλάκις ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὸν δρόμον τῆς ἁμαρτίας καὶ μιμεῖται τὴν ἁμαρτωλὸν γυναῖκα εἰς τὴν ζωὴν τῆς διαφθορᾶς. Τὸ δὲ ἄλλο εἶναι ὅτι ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλοὺς παραμένει ἡ ἴδια ἀκριβῶς πρὸς ἐκείνην μὲ τὴν ὁποίαν ἐδέχετο τότε τὴν μετάνοιαν τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός. Κανείς μας δὲν εἶναι ἀναμάρτητος. Δι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος σωτηρίας ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ ἔδειξε ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὰ πόδια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μὲ τὰ δάκρυα τῆς συντριβῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως. Ἡ ἀπόφασις νέας ζωῆς, ἡ ὁριστικὴ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ζωὴ τῆς ἀρε­τῆς καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Αὐτὰ ἂς προσφέρουμε ὡς μύρα πνευματικὰ καὶ εὐώδη ἀπ᾽ τὴν καρδίαν εἰς τὸν ὑπὲρ ἡμῶν παθόντα Χριστόν. Καὶ τότε θὰ δυνάμεθα νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν ἐνσυνειδήτως ἀλλὰ καὶ μὲ ἄφατον ἀγαλλίασιν «Δεινὸν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια». Ἀμήν.

* Ὁμιλία εἰς τό Μετόχιον τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίας Αἱκατερίνης Σινᾶ εἰς τό Κάϊρον τήν Μεγάλην Τρίτην, 17.4.84