Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
«…Καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ» (Ματθ. 21,19)
Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἀρχίζει ἐκκλησιαστικῶς· διότι χρονικῶς ἀρχίζει ἀπὸ αὔριο. Ἀλλὰ οἱ ἅγιοι πατέρες, ποὺ ῥύθμισαν μὲ σοφία τὴ λατρεία μας, ὥρισαν ὁ ὄρθρος τῆς Μεγάλης Δευτέρας νὰ ψάλλεται τὸ βράδυ τῆς προηγουμένης ἡμέρας, γιὰ νὰ τὸν ἀκοῦνε καὶ οἱ ἐργαζόμενοι. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ ζήσουμε μὲ κατάνυξι τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἡ ὁποία συγκινεῖ ὅλους· κι αὐτὸς ἀκόμα ὁ Ἕλληνας ποὺ πῆρε τὸ νόμπελ ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ αὐτήν. Σᾶς συνιστῶ νὰ ἐφοδιασθῆτε μὲ τὰ σχετικὰ βιβλιαράκια, ὥστε ὄχι μόνο ν᾽ ἀκοῦτε ἀλλὰ καὶ νὰ βλέπετε τὰ λόγια τῶν ὕμνων.
Ἐκεῖνο ποὺ θέλω νὰ προσέξετε εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ματθ. 21,18-43). Διηγεῖται ἕνα θαῦμα, ποὺ διαφέρει ἀπὸ τ᾽ ἄλλα θαύματα τοῦ Χριστοῦ· ἐκεῖνα ἦταν ἐκδηλώσεις ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ τὸ σημερινὸ εἶνε κεραυνός· καταράστηκε ὁ Χριστός! Περίμενε κανείς, τὸ γλυκύτατο στόμα του νὰ καταραστῇ ἕνα δέντρο; «πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ;» (Ματθ. 21,20). Ἂς δοῦμε κάπως λεπτομερέστερα τὸ θαῦμα.
* * *
Τὸ πρωὶ ἦταν ἡ ἑορτὴ τῶν Βαΐων.
Σὰν σήμερα ἕνας λαὸς ὑποδέχτηκε μὲ πρωτοφανεῖς ἐκδηλώσεις τὸν Βασιλέα
τῆς δόξης. Κανένας καῖσαρ, στρατηγός, βασιλεὺς ἐπιστρέφοντας νικητὴς ἀπὸ
τὸ πεδίο τῆς μάχης δὲν ἔγινε ἀντικείμενο τόσης ἀγάπης καὶ λατρείας
ὅπως ὁ Ἰησοῦς. Τὸν ὑποδέχτηκαν ὅλοι καὶ τὸ «ὡσαννὰ» (Ματθ. 21,9) ἔφτανε
ὣς τὸν οὐρανό. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔμεινε μέσα στὴν πόλι διδάσκοντας. Τότε
τὸν ἀναζήτησαν καὶ οἱ Ἕλληνες κι ὁ ἴδιος εἶπε τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ εἶνε
ὁ μεγαλύτερος τίτλος τιμῆς γιὰ τὴ φυλή μας· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα
δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. 12,23).
Ὅλη τὴν ἡμέρα στὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ μόλις βράδιασε ἔφυγε. Γιατί;
Ὅλα διδάσκουν. Δὲν ἔμεινε, διότι μέσα στὴν πόλι ὑπῆρχαν ἐχθροὶ
θανάσιμοι, ἄνθρωποι κακοί, γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ἀρχιερεῖς καὶ
ἱερεῖς, ποὺ ἦταν ἀγριώτεροι κι ἀπὸ θηρία· διότι τὸ ἀγριώτερο θηρίο
εἶνε ὁ ἄνθρωπος χωρὶς φόβο Θεοῦ. Αὐτοὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ τὸν σκοτώσουν τὴ
νύχτα· κ᾽ ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ἡ ὥρα νὰ προσφέρῃ τὸν ἑαυτό του
θυσία ὑπὲρ τοῦ κόσμου, δίνοντας καὶ σ᾽ ἐμᾶς παράδειγμα συνέσεως, ἔφυγε
τὴ νύχτα ἀπὸ τὴν μιαιφόνο πόλι καὶ ἔμεινε ἔξω· στὸ ὕπαιθρο κοιμήθηκε ὁ
Χριστός, κάτω ἀπ᾽ τὰ δέντρα καὶ τ᾽ ἀστέρια (βλ. Λουκ. 21,37).
Μοῦ ἔρχεται μία σκέψι. Ὅπως ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀσφάλεια στὴν
πόλι, ἔτσι προβλέπω ὅτι θ᾽ ἀδειάσουν μεγάλες πόλεις ὄχι μόνο τῆς
Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ· σκυλιὰ μόνο θὰ γαυγίζουν στοὺς
δρόμους. Γι᾽ αὐτὸ ἀκοῦς τώρα ὅτι στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὴ ῾Ρωσία ἀνοίγουν
σπήλαια, γιὰ νὰ καταφύγουν ἐκεῖ οἱ ἄρχοντες τῆς γῆς. Εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει ἡ
Ἀποκάλυψις· Ἀνοῖξτε, βουνά, καὶ σκεπάστε μας ἀπὸ τὴν ἐρχομένη ὀργὴ τοῦ
Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-16).
Νύχτα λοιπόν. Ἐμεῖς, ποὺ θέλουμε νὰ κοιμώμαστε σὲ κρεβάτια
ζεστὰ καὶ ἀναπαυτικά, ἂς σκεφτοῦμε, ὅτι ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου
διανυκτέρευσε κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ γιὰ στρῶμα του εἶχε τὰ
ἄνθη τοῦ ἀγροῦ.
Τὸ πρωὶ ὁ Χριστὸς ἔρχεται πάλι στὰ Ἰεροσόλυμα, γιὰ νὰ δώσῃ
ἀκόμα σφοδρότερα τὴ μάχη κατὰ τοῦ κακοῦ, τοῦ σατανᾶ καὶ τῶν ὠργανωμένων
δυνάμεών του. Στὸ δρόμο, λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ἐπείνασε» (Ματθ. 21,18).
–Πεινάει ὁ Χριστός; θὰ ρωτήσετε. Ὡς Θεὸς εἶνε ἀνενδεής, δὲν
ἔχει ἀνάγκη τίποτα, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ συγχρόνως ἦταν
ἄνθρωπος, καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶχε, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, τὰ λεγόμενα
ἀδιάβλητα πάθη. Ὅπως δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος πεινᾷ, διψᾷ, κουράζεται,
αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς ἀναπαύσεως, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός· ἑκουσίως καὶ
πεινοῦσε, καὶ διψοῦσε, καὶ κουραζόταν, καὶ ἵδρωνε, καὶ αἰσθανόταν τὴν
ἀνάγκη ὕπνου.
Πείνασε λοιπὸν ὁ Χριστός· κ᾽ ἐκεῖ στὸ δρόμο εἶδε μιὰ συκιὰ
ὁλοπράσινη μὲ πλατειὰ τραχειὰ φύλλα. Πλησίασε γιὰ νὰ βρῇ καρπό, τὰ
ἅγια χέρια του ἔψαξαν τὰ φυλλώματα, ἀλλὰ δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα σῦκο. Καὶ
τότε καταράστηκε τὴ συκιὰ καὶ εἶπε· Ποτέ πιὰ ἀπὸ σένα νὰ μὴ γίνῃ σῦκο
(βλ. Ματθ. 21,19). Κι ἀμέσως τὰ πράσινα φύλλα μαράθηκαν, τὸ δέντρο ἔγινε
ξερό.
Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα.
* * *
Μισεῖ λοιπὸν ὁ Χριστὸς τὰ
δέντρα; Ὄχι βέβαια. Τὰ δέντρα εἶνε στόλισμα τῆς γῆς. Ὅλοι ἀγαποῦμε τὸ
πράσινο· κ᾽ εἶνε εὐλογημένα τὰ ῥοζιασμένα χέρια ποὺ καλλιεργοῦν τὰ
δέντρα καὶ μᾶς τρέφουν ὅλους. Τὰ δέντρα τὰ ἔφτειαξε ὁ Θεός, εἶνε
θαῦμα τῆς δημιουργίας. Ἕνα δέντρο φτάνει ν᾽ ἀποδείξῃ, ὅτι ὑπάρχει
Θεός. Στὴ σελήνη δὲν ὑπάρχει δέντρο· ξηραΰλα, ἐρημιά, Σαχάρα. Ἐδῶ στὴ
Γῆ μᾶς τὰ ἔδωσε ὁ καλὸς Θεός, καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε.
Γιατί, τότε, καταράστηκε τὴ συκιά; Γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ ἕνα μάθημα,
λένε οἱ πατέρες. Ὁ Χριστός, δηλαδή, δὲν εἶνε μόνο μακροθυμία καὶ
ἀγάπη· εἶνε καὶ δίκαιος, μὲ τὴν ἀπόλυτη ἔννοια. Χωρὶς τὴ δικαιοσύνη,
ποὺ εἶνε μεγάλη ἀρετή, ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ θὰ ἦταν ἀτελής. Καὶ ἀλλοίμονο
στὶς κοινωνίες ἂν λείψῃ ἡ αἴσθησι καὶ ἡ δίψα τοῦ δικαίου, ἡ ἀμοιβὴ τοῦ
καλοῦ καὶ ἡ τιμωρία τοῦ κακοῦ. «Δίκαιος», λοιπόν, ὁ «Κύριος, καὶ
δικαιοσύνας ἠγάπησεν» (Ψαλμ. 10,7)· ξήρανε τὴ συκιά, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ ἕνα
δεῖγμα τῆς τιμωρητικῆς δυνάμεώς του, ὅτι ὁ Θεὸς τιμωρεῖ.
Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶδαν τὸ δέντρο νὰ ξεραίνεται ἀμέσως,
«παραχρῆμα», θαύμασαν. Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔδωσε κι ἄλλο μάθημα· «Ἐὰν
ἔχητε πίστιν», ὄχι μόνο θὰ ξηράνετε τὴ συκιά, ἀλλὰ κι ὅ,τι ἄλλο
ζητήσετε στὴν προσευχή σας, θὰ γίνῃ, ἀκόμα κι ἂν πῆτε στὸ βουνὸ νὰ
σηκωθῇ καὶ νὰ πέσῃ μέσα στὴ θάλασσα (βλ. Ματθ. 21,20-22).
Ἡ βαθύτερη, τώρα, σημασία τοῦ θαύματος. Ἡ συκιὰ εἶνε τὸ σύμβολο
τῶν ἀκάρπων ἀνθρώπων. Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν λαὸς θρησκευτικός· εἶχαν τὸ
ναὸ τοῦ Σολομῶντος, θυσίαζαν ἑκατόμβες ζῴων, τελοῦσαν κατ᾽ ἔτος ἑορτὲς
καὶ πανηγύρεις, νόμιζαν πὼς λατρεύουν ἔτσι τὸ Θεό. Τί μὲ τοῦτο ὅμως;
Ὅλα αὐτὰ ἦταν σὰν τὰ φύλλα. Ὡραῖα τὰ φύλλα, ἀλλὰ τὸ σπουδαῖο εἶνε ὁ
καρπός· ἂν λείψῃ ὁ καρπός, τὸ δέντρο λέγεται ἄκαρπο, εἶνε πλέον γιὰ τὴ
φωτιά (βλ. Ἰω. 15,6). Καὶ ἡ ἑβραϊκὴ συναγωγή, ἀντὶ νὰ δώσῃ καρπὸ ἀγαθό,
σὲ λίγο θὰ διαπράξῃ τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα· θὰ φονεύσῃ τὸν Υἱὸν τῆς
Παρθένου, καὶ αὐτὸ θὰ σκιάσῃ ὅλη τὴν ἱστορία τους. Τὸ ὅτι λοιπὸν ὁ
Χριστὸς ἐξήρανε τὴ συκιὰ σημαίνει, ὅτι ἀπορρίπτει πλέον τὴ συναγωγή.
Ὄχι ὅμως μόνο οἱ Ἑβραῖοι –μὴν τὸ πάρουμε μεροληπτικά–, ἀλλὰ καὶ
κάθε λαὸς ποὺ βαδίζει ἐπάνω στὰ ἴχνη τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ, τὸ ἴδιο
κατάντημα θὰ ἔχῃ. Ὑπάρχουν λαοὶ ποὺ θεωροῦνται χριστιανοί. Ὅλη ἡ Εὐρώπη
θεωροῦνται χριστιανοί (ἔχουν ναοὺς καὶ πάπες καὶ καρδιναλίους μὲ μίτρες
καὶ πατερίτσες κ.τ.λ.). Κ᾽ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουμε ὡραίους ναούς, κι
ἀνάβουμε κεριά, καὶ προσκυνοῦμε εἰκόνες, καὶ δακρύζουμε κάποτε τὴ Μεγάλη
Παρασκευή… Ἀλλὰ τί εἶν᾽ αὐτά; Φύλλα καὶ πάλι φύλλα· ἐξωτερικὴ
εὐσέβεια. Ὁ Χριστὸς ζητάει καρπό, βάθος καρδιᾶς, ἐσωτερικὴ πίστι,
φρόνημα ταπεινό, ἁγιωσύνη σταυρική.
Ἄκαρπη συκιὰ ὅμως –ἐπιτρέψτε μου νὰ φτάσω στὸ βάθος τῆς
ὑποθέσεως– εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς· κ᾽ ἐγὼ ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιόν σας ὡς
διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου, κ᾽ ἐσεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε. Ἐὰν δὲν προσέξουμε,
κινδυνεύουμε ν᾽ ἀπορριφθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς σὰν τὴν ἄκαρπη συκιὰ ποὺ ἐξήρανε ὁ
Χριστός.
* * *
Τελείωσα, ἀγαπητοί μου. «Καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ»· θέλω αὐτὲς οἱ λίγες λέξεις νὰ ἐντυπωθοῦν βαθειὰ στὴν καρδιά σας.
Σᾶς παρακαλῶ ἀπόψε, ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι, προτοῦ νὰ κοιμηθῆτε,
σκεφτῆτε ὅτι ὁ Χριστὸς τέτοιες μέρες κοιμήθηκε στὸ ὕπαιθρο καὶ τέλος
ἔκλινε τὴν κεφαλή του ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ· ἐμεῖς στὸ προσκέφαλό
μας, καὶ ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου ἐπάνω στὸ ἀγκάθινο στεφάνι. Μόνο χυδαῖες
ψυχὲς μπορεῖ νὰ μὴν τὸν ἀγαποῦν. Ὅ,τι ὡραῖο, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο, ὅ,τι
ὑπέροχο καὶ οὐράνιο, εἶνε ἐν τῷ Χριστῷ. Ἂς τὸν δοξάσουμε γιὰ τὴ
μακροθυμία του.
Προτοῦ νὰ κοιμηθοῦμε, ἂς ἀνοίξουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴν πρὸς
Γαλάτας ἐπιστολὴ καὶ ἂς διαβάσουμε αὐτὰ ποὺ λέει γιὰ τοὺς καρποὺς τοῦ
ἁγίου Πνεύματος. Ἐννέα καρποὺς ἀναφέρει ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ
πρῶτος καρπὸς εἶνε ἡ ἀγάπη καὶ οἱ ἄλλοι μὲ τὴ σειρὰ εἶνε· ἡ χαρά, ἡ
εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ χρηστότης, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστις, ἡ πραότης, ἡ
ἐγκράτεια (Γαλ. 5,22). Ὑπέροχες ἀρετές. Ἔχουμε τοὺς καρποὺς αὐτούς; Ὦ
Χριστέ, εἴμαστε δέντρα ἄκαρπα. Ἀλλὰ σύ, ποὺ γνωρίζεις νὰ μπολιάζῃς τὰ
δέντρα, μπόλιασε κ᾽ ἐμᾶς μὲ τὸ τίμιο αἷμα σου, καὶ ἀπὸ δέντρα ἄκαρπα
κάνε μας καρποφόρα, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου
Πνεύματος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 30-3-1980 τὸ βράδυ.