Κυριακή 10 Απριλίου 2022

«Πρῶτα ὁ Θεός»

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«ἵνα ἐν χαρᾷ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς διὰ θελήματος Θεοῦ καὶ συναναπαύσωμαι ὑμῖν». (: Καὶ σᾶς ζητῶ νὰ προσεύχεστε στὸ Θεό, διότι, ἐὰν γλυτώσω ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀπιστοῦν στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ δεχθοῦν μὲ εὐχαρίστηση τὴ συν­εισφορά, θὰ μπορέσω, ἂν θέλη ὁ Θεός, νὰ ἔλθω σὲ σᾶς ὄχι μὲ ἀθυμία καὶ λύπη ἀλλὰ μὲ χαρά, καὶ νὰ ἀναπαυθῶ μαζί σας».

Δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε κάτι ἐὰν δὲν θέλη ὁ Θεός. Παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Θέλω νὰ προσφέρη κανεὶς καὶ τὰ δικά του, καὶ τότε νὰ λέη, «ἂν θέλη ὁ Θεός»,. γιατί ἂν παραδώσης τὸν ἑαυτό σου στὸν ὕπνο καὶ τὴν ἀδιαφορία καὶ δὲν ἐπιχειρῆς ἀγαθὰ ἔργα, ἀλλὰ προφασίζεται μόνο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποτὲ δὲ θὰ συμβῆ σὲ σένα κάτι ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα. Γιατί, ὅπως εἶπα, ὁ Θεὸς ποτὲ δὲ φέρνει κανένα κοντά Του μὲ ἐξαναγκασμὸ καὶ βία, ἀλλὰ θέλει βέβαια νὰ σωθοῦν ὅλοι, δὲν ἀναγκάζει ὅμως κανένα».

Ἂς προσέξουμε τί ἐντυπωσιακὰ γράφει ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος στὴν ἐπιστολή του (Ἰακ. δ΄ 14, 15, 16):

«οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τὸ τῆς αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωή ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη· ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήση καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονείαις ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν.

(: Ἐσεῖς ποὺ κάνετε τὰ σχέδια αὐτὰ δὲν ξέρετε τί θὰ συμβῆ τὴν αὐριανὴ ἡμέρα. Τί εἶναι ἡ ζωή σας;Τιποτένια. Ἕνας λεπτὸς ἀτμός, ποὺ φαίνεται γιὰ μία στιγμὴ κι ὕστερα ἐξαφανίζεται.

Λέτε ὅτι θὰ πᾶμε καὶ θὰ κάνουμε ἐμπόριο καὶ θὰ κερδίσουμε, ἀντὶ νὰ λέτε, ἐὰν ὁ Κύριος θελήση, τότε καὶ θὰ ζήσουμε καὶ θὰ κάνουμε αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο. Τώρα λοιπόν, ἀντὶ νὰ ταπεινωθῆτε καὶ νὰ ἀναγνωρίσετε τὴν ἐξάρτησή σας ἀπὸ τὸν Θεό, καυχιέστε γιὰ τὶς ἐπιχειρήσεις ποὺ κάνατε μὲ ματαιοδοξία καὶ αὐτοπεποίθηση. Κάθε τέτοια καύχηση εἶναι κακὴ καὶ ἁμαρτωλή».

  • Στὸ περιοδικὸ «ΣΩΤΗΡ» ἀρ. τ. 2247 ἀναφέρεται ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς μὲ τὸν Ἅγ. Παΐσιο:

«Ἄφησαν τὴν πατρίδα τους, τὴν Ἀλβανία, καὶ ἦλθαν στὴν Ἑλλάδα ἀναζητώντας καλύτερες συνθῆκες ζωῆς.

Ὅλα φαίνονταν νὰ πηγαίνουν καλὰ στὴ ζωή τῆς οἰκογένειας, μέχρι ποὺ ἀναπάντεχα ἔπεσε τὸ ἀστροπελέκι. Ἡ Φωτεινὴ ἀπὸ μικρὴ εἶχε κάποιο πρόβλημα στὰ αὐτιά της. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως ἡ κατάσταση χειροτέρεψε πολύ. Πονοῦσε ἔντονα καὶ κάποιες φορὲς χάνοντας τὴν ἰσορροπία της ἔπεφτε κάτω ἀναίσθητη. Ἔγιναν οἱ ἀπαραίτητες ἐξετάσεις, δόθηκε φαρμακευτικὴ ἀγωγή, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Οἱ γιατροὶ ἀποφάσισαν ὅτι ἔπρεπε νὰ προχωρήσουν σὲ χειρουργεῖο στὸ κεφάλι. Προειδοποίησαν ὡστόσο ὅτι τὸ χειρουργεῖο θὰ ἦταν δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο – θὰ κρατοῦσε πιθανῶς ἑπτὰ μὲ ὀκτὼ ὧρες -καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἀβέβαιο.

Κατέφυγε στὸν ἱ. ναὸ τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν στὸ Περιστέρι. Ἄναψε τὸ κερί της. Προσκύνησε μὲ ἱερὸ δέος τὶς ἅγιες εἰκόνες. Προχώρησε ἔπειτα πρὸς τὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐδῶ, ἡ Παναγία Μητέρα του, ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ οἱ Ταξιάρχες τῶν ἄνω δυνάμεων, οἱ ἄγγελοι φύλακες καὶ φρουροί μας.

Μέσα στὸ μισοσκόταδο τοῦ Ναοῦ ἔριχναν γλυκὸ καὶ παρηγορητικὸ τὸ φῶς τους τὰ καντήλια τοῦ τέμπλου. Ὅλα ἥσυχα καὶ κατανυκτικὰ ἦταν ἐδῶ. Συγκινήθηκε ἡ πονεμένη ψυχή της. Δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος στὸν ναό. Μόνη ἦταν καὶ γονάτισε. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται· ἄρχισε νὰ κλαίη, νὰ κλαίη ἀσταμάτητα, νὰ λέη τὸν πόνο της καὶ νὰ παρακαλῆ. Πέρασε ἔτσι ἀρκετὴ ὥρα, ὅταν ξαφνικὰ ἔνιωσε ἕνα χέρι νὰ τὴν χτυπᾶ ἁπαλὰ στὸν ὦμο. Γύρισε νὰ κοιτάξη. Ἕνας ἡλικιωμένος ρασοφόρος μὲ σοβαρὸ καὶ φωτεινὸ πρόσωπο, ποὺ ἔμοιαζε ἀσκητής, στεκόταν δίπλα της. Τὴν κοίταξε ἐκφραστικὰ καὶ τὴ ρώτησε μὲ στοργή:

– Τί ἔχεις κόρη μου καὶ κλαῖς; Ἔλα νὰ καθίσουμε νὰ μοῦ πῆς.

Πῆγαν παραδίπλα καὶ κάθισαν. Τῆς σκούπισε τὰ δάκρυα. Κέρδισε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν ἐμπιστοσύνη της καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα, ἀπὸ τὴ μικρή της ἡλικία μέχρι τώρα… ὅλα τὰ βάσανά της. Ἐκεῖνος τὴν ἄκουγε μὲ προσοχή. Πέρασε περίπου μισὴ ὥρα ἔτσι. Στὸ τέλος τῆς εἶπε δύο λόγια:

– Ὁ Θεὸς ξέρει, ποὺ τὰ δίνει. Μὴ κλαῖς, παιδί μου. Ἔχεις Θεό! Ἔχεις Θεό! Καὶ ἔβαλε γιὰ λίγο πάνω στὸ κεφάλι της μία εἰκόνα ποὺ εἶχε μαζί του. Ὅταν τὴν πῆρε, ἐκείνη γύρισε νὰ τὸν κοιτάξη. Ἀλλὰ δὲν εἶδε τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν φαινόταν πουθενά!

Βγῆκε ἀπὸ τὸν ναὸ μὲ ἀπορία καὶ φόβο καὶ μὲ μιὰ οὐράνια γαλήνη στὴν ψυχή της. τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔζησε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Καὶ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ἐπισκέπτης, ποὺ μὲ τὰ λόγια του ἔριξε βάλσαμο στὴν πονεμένη ψυχή της καὶ κατόπιν ξαφνικὰ ἔγινε ἄφαντος;

Στὶς ἀπορίες της τὴν ἀκολούθησε ὁ γιατρός της, ποὺ στὴν ἑπόμενη ἐπίσκεψη ἔμεινε ἔκπληκτος:

– Δὲν βλέπω τίποτε. Δὲν ξερῶ τί ἔχει γίνει… Εἶναι πολὺ καλά. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπα. Ἄλλα εἶπα, καὶ ἄλλα συμβαίνουν… δὲν ξέρω τί νὰ πῶ.

Ἡ Φωτεινὴ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἔτρεξε στὴν κυρία Μαρίνα, ποὺ διατηροῦσε τὸ ἑστιατόριο· τὴν εἶχε προσλάβει στὴ δουλειὰ καὶ τῆς συμπαραστεκόταν μὲ πολλὴ ἀγάπη στὴ δοκιμασία της. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Μαρίνα. Ὅταν ἄκουσε μὲ προσοχὴ ὅσα συνέβησαν στὸν Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν στὸ Περιστέρι, ἀναφώνησε μὲ ἐνθουσιασμό: «Θαῦμα! Θαῦμα ἔγινε, Φωτεινή!». Καὶ ἔτρεξε ἀμέσως νὰ φέρη τὶς εἰκόνες ποὺ εἶχε, παλιῶν καὶ σύγχρονων Ἁγίων. Τὶς ἔβλεπε μὲ πολλὴ προσοχὴ μία- μία ἡ Φωτεινὴ ὥσπου κάποια στιγμὴ εἶπε μὲ σιγουριά: «Αὐτὸς ἦταν!». Ἅρπαξε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀσπάσθηκε. Καὶ διάβασε ἔπειτα γύρω ἀπὸ τὸ φωτοστέφανο: Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης!

Δὲν τὸν εἶχε δεῖ καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀκούσει ποτὲ ξανά. Δὲν ἤξερε ὅτι ὑπάρχει. Καὶ φυσικὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχε ἐπικαλεσθῆ. Ὁ Θεὸς ὅμως τὴν ἤξερε καὶ ἔστειλε τὸν Ἅγιό του νὰ τῆς πῆ: «Ἔχεις Θεό! Ἔχεις Θεό!».

Ἡ Φωτεινὴ ἔχει Θεό. Ἔχει τοὺς Ἁγίους του. Ἔχει τὴν ὑγεία της· καὶ πίστη μεγαλύτερη ἔχει τώρα· καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν στοργικὸ Πατέρα Θεὸ καὶ στοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας».