«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὁ Μανασῆς ἦταν βασιλεύς τῶν ἑβραίων στήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἔκαμε τέτοια ἁμαρτήματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού δέν ὑπῆρχεν ἄλλος ὅμοιός του. Ἐπί 52 χρόνια ἐπίεζε ἀφορήτως ὁλόκληρο τόν λαό του νά προσκυνήσει τά εἴδωλα καί τόν διάβολο καί νά ἀρνηθῆ τόν ἀληθινό Θεό. Καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Θεό καί αὐτός καί τά παιδιά του καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του.
Καί, ὅσοι δέν ἤθελαν νά προσκυνήσουν τά εἴδωλα καί νά προσφέρουν θυσία στούς δαίμονες, τούς ἐσκότωνε μέ τά πιό φοβερά βασανιστήρια.
Ὁπότε, αὐτός ὁ βασιλεύς ἔκανε τόσα ἐγκλήματα, πού δέν μπορῶ νά τά ἀπαριθμήσω. Ἀλλά, ὁ Πανάγιος Θεός, τοῦ ἔδειξε τό βάθος τῆς εὐσπλαγχνίας του καί τοῦ ἀπεράντου ἐλέους Του καί ἔφερε τόν Μανασσῆ στήν μετάνοια. Πῶς;
Αὐτός ὁ βασιλεύς, ἄν καί ἦταν κακός, προερχόταν ὅμως ἀπό καλό γένος. Ὁ πατέρας του Ἐζεκίας, κι αὐτός βασιλεύς εὐηρέστησε τόν Θεό καί ἔζησε στόν καιρό τοῦ προφήτουἩσαΐα.
Πιστεύω ὅτι αὐτός προσευχήθηκε στόν Θεό νά ἐπιστρέψει ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Δημιουργό τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Καί πῶς τόν ἐπανέφερε ὁ Θεός; Ἰδού πῶς:
Βλέποντας ὁ Θεός τήν κακία καί ἀπιστία τοῦ Μανασσῆ καί τόσο σκοτάδι στό μυαλό του, ὥστε νά πιέζει τόν λαό νά ἀρνηθῆ τόν Θεό, τοῦ ἔβαλε χαλινό στό στόμα, ὅπως λέγει καί τό Ψαλτήριο. Καί ἐάν τόν ἄφηνε ὁ Θεός, οὐδέποτε ὁ Μανασςῆς θά μποροῦσε νά μετανοήσει. Ἔτσι ὁ Θεός ἔστειλε ἀξιωματούχους τοῦ βασιλέως Ἀσούδ ἀπό τήν Βαβυλῶνα μέ πολύ στράτευμα καί αἰχμαλώτισαν τήν Ἱερουσαλήμ. Ἀκόμη συνέλαβαν τόν Μανασσῆ αἰχμάλωτον. Τόν ἔδεσαν καί τόν ἔβαλαν μέσα σέ μία κλούβα, ὅπου δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του.Ἦταν δεμένος ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια σάν μπάλα μέ μία χάλκινη ἁλυσίδα. Τόν κρατοῦσαν σ᾿ αὐτή τήν κλοῦβα δεμένον, χωρίς νά μπορεῖ νά σηκώσει καθόλου τό κεφάλι του, παρά μόνο λίγο νά κάθεται, ἀλλά «κουλουριασμένος».
Ὁ βασιλεύς Ἀσούντ, ἐπίστευε ὅτι θά ζήσει μία ἑβδομάδα ἤ μερικές ἡμέρες, ὁπότε καί τοῦ ἔδινε μόνο ψωμί ἀπό πίτουρο δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί λίγο νερό. Καί κάθε φορά ἐρωτοῦσε ὁ βασιλεύς τόν δοῦλο του:
-Δέν ἀπέθανε ἀκόμη ὁ βασιλεύς Μανασσῆς;
Καί τοῦ ἀπαντοῦσε:
-Δέν ἀπέθανεν, ἡ ἐξοχότης του. Εἶναι ἀκόμη ζωντανός καί κινεῖται μέσα στήν κλοῦβα του! Περίεργο! Πῶς ζεῖ, ἀκόμη!
Καί ἔζησε δεμένος μέσα σ᾿ αὐτήν τήν κλοῦβα ὁ Μανασσῆς ὄχι μία ἑβδομάδα, ἤ ἕνα μῆνα ἤ ἕνα χρόνο, ἀλλά ἑπτά χρόνια καί κάτι.
Καί ἦταν φοβερό τό γεγονός νά βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο δεμένο μέ τό κεφάλι ἀνάμεσα στά πόδια καί νά τρώγει λίγο πιτουρένιο ψωμί μέ νερό δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί νά ἐπιζεῖ.
Ἀπό τά βάσανά του εἶχαν μείνει μόνο τό δέρμα καί τά κόκκαλά του. Σκεφθῆτε πῶς ἦταν παλαιότερα καί πῶς κατήντησε. Ἀλλά τώρα ὅμως ἐνθυμήθηκε τόν Θεό καί ἔλεγε: «Μέ ἔφερε ὁ Θεός σ᾿ αὐτά τά βάσανα, διότι τόν παρώργισα καί ἀπομακρύνθηκα ἀπ᾿ Αὐτόν καί ἐπίεζα τόν λαό του νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Γιά νά μέ κρατήσει μέχρι σήμερα στήν ζωή, ἄρα γε τί θέλει ἀπό μένα; Σίγουρα θέλει τήν σωτηρία μου».
Τότε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του ἄρχισε νά στενάζει, νά χύνει δάκρυα καί σάν φλόγα πυρός νά βγαίνει ἡ προσευχή ἀπό τήν καρδιά του πρός τόν Θεό: «Κύριε, ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, Θεέ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ἐάν Ἐσύ ἔδωσες τό ἔλεός Σου σέ μένα καί δέν ἀπέθανα ἐπί τόσα χρόνια δεμένος μέ τίς ἁλυσίδες, φαίνεται ὅτι μέ περιμένεις νά ἐπιστρέψω κοντά Σου.
Λοιπόν, Κύριε καί Θεέ μου, δέν ἠμπορῶ νά κλίνω τά γόνατά μου, δέν ἠμπορῶ νά κάνω μετάνοιες, δέν ἠμπορῶ νά κατεβάσω τό πρόσωπό μου στήν γῆ, διότι εἶμαι δεμένος μέ βαρειές ἁλυσίδες ἀπό σίδερο καί χαλκό καί εἶμαι σάν μπάλλα κουλουριασμένος μέ τό κεφάλι στά πόδια καί δέν ἠμπορῶ νά σέ παρακαλέσω.
Σέ παρακαλῶ, Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν προσφέρεις στούς δικαίους τό ἔλεός Σου, δέν εἶναι τόσο σπουδαῖο. Δέν ἔδωσες τήν μετάνοια στόν Ἀβραάμ, στόν Ἰσαάκ καί στόν Ἰακώβ καί στούς δικαίους ἀπογόνους των, ἀλλά ἔδωσες τήν μετάνοια στούς ἁμαρτωλούς.
Ὁπότε, Κύριε καί Θεέ μου, ἐάν θέλεις νά δείξεις τό ἔλεός σου σέ μένα, ἐάν μέ ἀνεζήτησες μέ τήν καρδιά Σου, ἐάν θέλεις νά μέ ἐπαναφέρεις μέ τήν μετάνοια, ἐάν θέλεις νά μέ συγχωρήσεις γιά τίς πολλές μου ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ὅσοι οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου τῆς παραλίας τῆς θαλάσσης, τότε ὁμολογῶ Κύριε τό ἄπειρο ἔλεός Σου καί τήν πέρα ἀπό κάθε περιγραφή καλωσύνη Σου».
Ἔτσι προσευχήθηκε ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶ του καί χύνοντας ποταμούς δακρύων μέ μεγάλο πόνο γι᾿ αὐτή τήν κατάστασι πού εὑρισκόταν, ὁ Πανάγιος Θεός ἔδωσε ἀγαθό λογισμό στόν βασιλέα Ἀσούντ γιά νά τόν λύσει καί νά τόν βγάλει ἀπό τήν κλοῦβα, στήν ὁποίαν εἶχε φυλακισθῆ.
Ὅταν τόν ἀπελευθέρωσαν εἶχε ξεχάσει νά περπατᾶ καί ἔκανε κύκλους. Τά κόκκαλά του εἶχαν παραμορφωθῆ καί δέν ἠμποροῦσε νά σταθῆ ὄρθιος. Σκεφθῆτε τήν θλιψι καί τόν πόνο του νά βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο, μόνο μέ τό δέρμα καί τά ὀστᾶ, πού νά μή μπορεῖ νά περπατήσει, οὔτε κάποιος νά θέλει νά τόν βοηθήσει.
Τόν ἄφησαν λοιπόν ἐλεύθερον καί ἄρχισαν νά τοῦ δίνουν πολύ φαγητό νά δυναμώσει. Καί μετά ἀπό λίγους μῆνες ἠμπόρεσε καί στάθηκε στά πόδια του. Καί ὄχι μόνο σηκώθηκε καί ἔγινε ὑγιής, ἀλλά καί εἶπε ὁ βασιλεύς τῆς Βαβυλῶνος: «Ὁ Θεός του, τόν ὁποῖον προσκύνησε, τόν συγχώρησε γιά τήν μεγάλη του μετάνοια». Καί τόν ἔστειλε πάλι πίσω βασιλέα τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Μανασσῆς ἦλθε στήν Ἱερουσαλήμ καί σάν βασιλεύς ἐκάλεσε ὅλο τόν λαό του νά προσκυνήσει τόν Θεό. Τούς εἶπε νά προσκυνοῦν τόν Θεό μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους, νά κάνουν ἀγαθά ἔργα. Καί κατόπιν ἔγραψε μία μεγάλη προσευχή τήν ὁποία διάβαζουμε στό Μεγάλο Ἀπόδειπνο, καί ὀνομάζεται προσευχή τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Μανασσῆ.
Εἴδατε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ! Ἀκούσατε τί μεγάλα ἔργα κάνει ὁ Θεός! Ἀπό ἕνα εἰδωλολάτρη βασιλέα, τοῦ ὁποίου οἱ ἁμαρτίες ἔφθασαν μέχρι τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί ἦσαν πολλές ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. Καί αὐτός σώθηκε διότι μετενόησε βαθειά, ἔχυσε ποταμούς πυρίνων δακρύων καί βασανίσθηκε τόσα χρόνια δεμένος χειροπόδαρα μέ αὐστηρά νηστεία καί προσευχή καί τόσους πόνους καί βάσανα. Τελικά δέν ἔχασε τήν ἐλπίδα του στόν Θεό καί ἔλαβε τό θεῖον ἔλεος.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου