«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος ἀναφέρει ὅτι πλησίον τοῦ κελλίου του ζοῦσε ἕνας ἐρημίτης μέ τό ὄνομα Ἰουλιανός.
Αὐτός ὁ ἐρημίτης εἶχε φτιάξει τό κελλί του μέ τήν μορφή τάφου, πού τόν ἐσκέπαζε μέ πλάκα, ὅταν κοιμόταν. Ἐκεῖ ζοῦσε μέ αὐστηρή νηστεία καί προσευχή. Κοιμόταν κάτω σέ μία πέτρα, διότι δέν εἶχε κρεββάτι. Εἶχε ταπείνωσι καί δάκρυα στήν προσευχή. Καί ὅταν ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο ἤ τήν Ἁγία Γραφή, ὅπου εὕρισκε τήν λέξι «Κύριε ἤ Θεός ἤ Ἰησοῦς Χριστός», στεκόταν καί ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα στό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἔλεγε: «Ἐπῆγα κάποτε σ᾿ αὐτόν. Εἶχε ἀφοσιωθῆ στήν ἀνάγνωσι τῆς Γραφῆς καί ὅπου συναντοῦσε τίς λέξεις Θεός ἤ Ἰησοῦς Χριστός, εἶχαν σβήσει τά γράμματα ἀπό τά πολλά δάκρυά του.
Δέν ἐγνώριζα τήν πνευματική του ἐργασία. Τότε τόν ἐρώτησα:
-Πάτερ, γιατί στά βιβλία σου, πού διαβάζεις, ὅπου εἶναι γραμμένα τά ὀνόματα Θεός καί Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὅλα σβησμένα;
Ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ἦταν σάν πνευματικός καί σύμβουλός του.
-Γιά τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πάτερ Ἐφραίμ, θά σοῦ εἰπῶ: Ἡ ἁμαρτωλή γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου ἔπλυνε τά πόδια τοῦ Σωτῆρος καί τά ἐσκούπισε μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς της, ἐνῶ ἐγώ, ὅταν βλέπω γραμμένο τό Ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας, μοῦ φαίνεται σάν νά Τόν βλέπω μπροστά μου καί τότε τρέχουν ἄφθονα δάκρυα ἀπό τά μάτια μου. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν Τόν βλέπω νά στέκεται μπροστά μου μέ τά πόδια Του, ἀλλά βλέπω μόνο τό Ὄνομά του γραμμένο στά βιβλία.
Βλέπεις τί ταπείνωσι ἦταν μέσα σ᾿ αὐτή τήν ψυχή; Πόσο βαθειά εἶχε εἰσχωρήσει μέσα του ἡ Θεία Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ τοῦ ἀπήντησε:
-Εἶναι καλή αὐτή ἡ ἐργασία σου, πάτερ, ἀλλά γιά τόν Θεό, δέν λυπᾶσαι τά βιβλία σου; Ἐάν συνεχίζεις να κλαῖς ἔτσι κάθε ἡμέρα, δέν θά τά γνωρίζεις διότι θά καταστραφοῦν.
Τόση ταπείνωσι εἶχε!
-Ἀλλά πῶς ἀπέκτησες αὐτή τήν ταπείνωσι;
-Ἐγώ, ὅταν σκέπτωμαι ὅτι ὁ Θεός μέ ἔφερε στήν ὕπαρξι ἀπό τό μηδέν καί ὑπομένω σέ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου τίς ἀδυναμίες καί ἁμαρτίες μου, τίς ὁποῖες κάνω μέ τήν σκέψι μου, μέ τό θέλημά μου ἤ χωρίς τό θέλημά μου, εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό γνῶσι, σκέπτομαι ταυτόχρονα πόσο καλός εἶναι ὁ Θεός καί πόσο κακός εἶμαι ἐγώ καί ὅτι εἶμαι μία πηγή ἀμαρτιῶν.
Σκεπτόμενος αὐτά δέν μπορῶ νά μή κλαύσω, καί παρακαλῶ τόν Θεό νά δείξει τό ἔλεός Του σέ μένα, ὅπως ἔκανε παλαιά σέ ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή γυναῖκα, πού ἐσκούπιζε τά δάκρυά της μέ τά μαλλιά της.
Κατόπιν εἶπε ὁ ἅγιος Ἐφραίμ: «Εἶδες ἄνθρωπο πῶς ἀγαποῦσε τόν Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά του; Ὅπου ἔβλεπε γραμμένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τό ἐπότιζε μέ τά δάκρυά του. Αὐτός πού ἔχει αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μπαίνει ἀπό τούς πρώτους στόν παράδεισο.
Ἐμεῖς διαβάζουμε βιβλία πολλά, προσευχόμεθα καθημερινά, ἀλλά χωρίς ταπείνωσι, χωρίς συντριβή, χωρίς δάκρυα. Γι᾿ αὐτό ἡ προσευχή μας εἶναι ξερή, κρύα, χωρίς τήν κάθοδο τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ. Καί γιατί; Διότι προσευχόμεθα μόνο μέ τό στόμα. Οὔτε μέ τόν νοῦ οὔτε καί μέ τήν καρδιά προσευχόμεθα.
Ὅποιος θέλει νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, πρέπει νά μάθει ὅτι πάντοτε πρέπει νά χύνει δάκρυα γιά τίς ἁμαρτίες του.
ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ
Ὁ διαβολος ἀνακατεύεται καί ἀνάμεσα στά καλά ἔργα. Εἶδες τό φυτό πού λέγεται κισσός; Πιάνεται καί ἀνεβαίνει σέ ὁποιοδήποτε δένδρο ἤ ἄλλο ἀντικείμενο εὑρεθῆ κοντά του, ὅπως στόν φράκτη, στόν στῦλο, στήν πόρτα, στό δένδρο, στόν τεῖχο, στόν πάσσαλο. Καί βλέπεις πόσο γρήγορα ἀνεβαίνει. Ἔτσι, κάνει καί ὁ διάβολος μέ τά καλά ἔργα. Κουλουριάζεται γύρω του, γιά νά τό κάνει αἰχμάλωτό του καί νά μή μπορεῖ πλέον νά εἶναι ἤ νά γίνει καλό ἔργο.
Πόσο μεγάλο εἶναι τό δῶρο τῶν δακρύων! Και ἐδῶ ὁ διάβολος προκαλεῖ τόν πειρασμό. Μέ διάφορα εἴδη δακρύων ἐπισημαίνει ὁ ἐχθρός ὅτι χύνονται μάταια τά δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου στήν προσευχή καί ὅτι δέν γίνονται δεκτά ἀπό τόν Θεό.
Τά ἀληθινά δάκρυα, τά ὁποῖα πηγάζουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχουν τόση δύναμι, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζινός, ὥστε αὐτά εἶναι ἀνώτερα ἀπό τήν δύναμι τοῦ νεροῦ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Συγκεκριμένα λέγει: «Γνωρίζω καί πέμπτο βάπτισμα, τό ὁποῖον γεννᾶται ἀπό τά δάκρυα, ἀπό τήν μετάνοια μέ συνοδία δακρύων, πού ἔχουν τόση δύναμι, πού εἶναι ἀνώτερα ἀπό τήν δύναμι τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Διότι τό πρῶτο βάπτισμα μᾶς σβήνει τίς προηγούμενες ἁμαρτίες, ἀλλά δέν μᾶς δίνει καί τήν δύναμι νά μήν ἁμαρτάνουμε.
Ὁ ἄνθρωπος καί μετά τό βάπτισμά του, εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπιλέγει: Νά ἁμαρτάνει ἤ νά μήν ἁμαρτάνει. Τά δάκρυα, μετά τό βάπτισμά μας, σβήνουν τίς ἁμαρτίες πού διαπράξαμε. Τά δάκρυα τῆς ταπεινώσεως εἶναι καλλίτερα ἀπό τήν Χάρι πού ἐλάβαμε στό βάπτισμά μας, διότι ἀποσβένουν ὅλα τά ἁμαρτήματά μας, τά ὁποῖα ἐπράξαμε ἀπό τήν ὥρα πού βαπτισθήκαμε μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα. Καί καθαριζόμεθα τελείως ἀπό τήν κάθε ἁμαρτία.
Εἶναι πολλά τά εἴδη τῶν δακρύων. Ἐάν ἐδάκρυσες νά προσέξεις ἐάν αὐτά εἶναι καλά, καί ποιά εἶναι ἀπό τόν σατανᾶ. Διότι μεσολαβοῦν, χωρίς ἐνίοτε νά τό καταλαβαίνουμε καί δάκρυα σατανικά.
Τά καλά δάκρυα προέρχονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν Θεό. Αὐτά δυναμώνουν πνευματικά τόν ἄνθρωπο, καί τοῦ χαροποιοῦν πολύ τήν ψυχή, εἴτε τρώγει εἴτε δέν τρώγει. ὅταν ὅμως κλαίει, αὐτή εἶναι ἡ πνευματική του τροφή. Αὐτά τά δάκρυα ἀντικαθιστόῦν πολύ τήν πεῖνα καί τήν δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά στενοχωρεῖ κανέναν. Ἡ ψυχή του εἶναι πάντοτε χαρούμενη, διότι εἶναι γεμάτη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἄκουσε τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀδελφοί, χαίρετε καί πάλι σᾶς λέγω νά χαίρετε».
Τό δεύτερο εἶδος τῶν καλῶν δακρύων εἶναι, ὅταν προέρχονται ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά αὐτά τά δάκρυα πληγώνουν λίγο τόν ἄνθρωπο. Δέν εἶναι δάκρυα μεγάλης ἐσωτερικῆς χαρᾶς, ἀλλά δάκρυα μέ τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος γίνεται προσεκτικός γιά νά μή λυπήσει καί πάλι τόν Θεό. Αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὄχι τόσο σάν Πατέρα, ἀλλά σάν αὐστηρό ἐπικριτή καί δικαστή τῶν πράξεών του. Μέ τά δάκρυα αὐτά ὁ ἄνθρωπος διδάσκεται τούς τρόπους πῶς μελλοντικά θά ἀγαπήσει τόν Θεό, ὄχι ἀπό φόβο ἀλλά ἀπό μία ἐσωτερική ἀγάπη μικροῦ παιδιοῦ πρός φιλάνθρωπο Πατέρα. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν δακρύων ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπιθυμεῖ πολλά ἀλλά λίγα καί λιτά φαγητά. Κόβεται ἡ ὄρεξίς του, ἐπιζητεῖ τήν μοναξιά, πονάει γιά τά παραπτώματα τῆς ζωῆς του καί χύνει δάκρυα μετανοίας μέ διάθεσι νά μή λυπήσει πάλι τόν Θεό καί Πατέρα. Ἐπίσης φοβᾶται τά βάσανα τοῦ ἅδου, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο αἰωνίου καταδίκης καί ἀνάξιο νά κατοικεῖ μέ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀνάμεσα στούς ὁποίους χειρότερο ὅλων θεωρεῖ τόν ἑαυτό του. Λόγῳ διακοπῆς τῆς ὀρέξεως γιά πολλά καί καρυκευμένα φαγητά, ἀποξηραίνεται τό σῶμα του, τό πρόσωπό του εἶναι λυπηρό καί σκυθρωπό, ἀλλά μέσα του ὑποβόσκει καί μία πυγολαμπίδα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθημερινά καί ἐπαυξάνεται. Αὐτό θά ἐξαρτᾶται βέβαια ἀπό τόν τόνον καί τήν συχνότητα μετανοίας τοῦ ἀγωνιστόῦ χριστιανοῦ.
Τό τρίτο εἶδος δακρύων εἶναι αὐτά ποῦ γεννῶνται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί τήν φρίκη τῆς μελλούσης Κρίσεως. Σκεπτόμενος ὁ ἄνθρωπος ὅτι θά ἀποθάνει, ἐκεῖ θά βασανίζεται αἰωνίως. Σκέπτεται ἀκόμη μέ πόση δυσκολία θά ἐξέλθη ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα. Στήν ἄλλη ζωή, πῶς θά ἀντιμετωπίσει τόν Δίκαιο Κριτή, ὅταν θά σταθῆ ἐν μέσῳ δισσεκατομμυρίων ψυχῶν, ὅπου καί θά ἀναμένει τήν τελική ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός νά ἐλεήσει τήν κάθε ψυχή ἐκείνη τήν ὥρα νά μή πεταχθῆ στά βάσανα τῆς κολάσεως. Κι αὐτά τά δάκρυα εἶναι ψυχωφελῆ, διότι γλυκαίνουν λίγο τήν ψυχή μέ τήν ἐπίσκεψι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος βλέπει μέ πόσα δάκρυα καί πόνο ἡ ψυχή λογίζεται τό οἰκτρόν τέλος της, στό ὁποῖον τελικά δέν θά ὑπάγει. Δέν θά κολασθῆ αὐτή ἡ ψυχή, διότι μᾶς λέγει καί ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο: «Μακάριοι νῦν οἱ κλαίοντες ὅτι γελάσετε». Καί ἀλλοῦ λέγεται στούς Μακαρισμούς τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται».
Τό τέταρτο εἶδος δακρύων εἶναι τά φυσικά δάκρυα. Αὐτά δέν εἶναι οὔτε καλά ἀλλά οὔτε καί κακά. Γιά παράδειγμα βλέπουμε τήν μάννα νά κλαίει γιά τό παιδί της, τό παιδί νά κλαίει γιά τήν μάννα του, ὁ πατέρας νά κλαίει γιά τά παιδιά του ἤ γιά τήν ἀποθαμένη γυναῖκα του. Κλαίει ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον λόγῳ τῶν βασάνων καί περιπετειῶν τοῦ καθημερινοῦ μας βίου. Ἐπίσης φυσικά εἶναι καί τά δάκρυα, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τόν πόνο τῆς ἀσθενείας, ἀπό κάποια σκληρή συμφορά ἤ ἀπό κάποια βαθειά λύπη.
Ὑπάρχει καί τό πέμπτο εἶδος δακρύων πού γεννᾶται ἀπό τήν κενοδοξία. Αὐτά εἶναι κακά δάκρυα. Γιά παράδειγμα, ἕνας ἔχει δάκρυα ταπεινώσεως, ἀλλά κλαίει γιά νά τόν ἰδεῖ κάποιος ἄλλος καί νά τόν ἐπαινέσει. Διαβάζει ἕνας ἄλλος τά Καθίσματα τοῦ Ψαλτηρίου καί τοῦ ἔρχονται δάκρυα μετανοίας. Μέσα του χαίρεται ἀπό κενοδοξία, διότι τόν εἶδαν, τόν ἄκουσαν οἱ ἄλλοι μοναχοί καί θά τόν ἐπαινέσουν καί θά τόν ἐκτιμήσουν περισσότερο. Βέβαια, εἶναι καλλίτερα νά μήν ἔχει ὁ μοναχός αὐτά τά δάκρυα, διότι τά ἐκμεταλλεύεται ὁ σατανᾶς καί τοῦ κλέβει τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του. Τό καλλίτερο εἶναι ὁ μοναχός καί ὁ εὐλαβής χριστιανός πού ἔχει τό χάρισμα τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, νά κρύβεται ἀπό τά μάτια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί νά εἶναι ἀνοικτός μόνο μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί ὁ διάβολος σπρώχνει τόν ἄνθρωπο νά κλαίει μέ δάκρυα κενοδοξίας, γιά νά τόν βλέπουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλά αὐτά ὅμως εἶναι μία καλοστημένη παγίδα τοῦ διαβόλου νά ρίξει τόν μοναχό σέ ἄλλα χειρότερα. Καλόν εἶναι ὅμως νά ἀποφεύγει αὐτά τά δάκρυα ὁ ἄνθρωπος.
Τό ἕκτο εἶδος δακρύων εἶναι αὐτά πού προέρχονται ἀπό τήν ὀργή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶδες ποτέ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά ἐκδικηθῆ τόν ἄλλον καί ἔκλαιγε ἀπό τό πεῖσμα του; Τόση μεγάλη στενοχώρια τοῦ προκαλεῖ ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀντιπάλου του, πού ἄν δέν κατορθώσει νά τόν ἐκδικηθῆ, κλαίει καί μαραζώνει ἀπό τήν ὀργή καί τήν θλίψι του. Αὐτά εἶναι χειρότερα ἀπό τά προηγούμενα δάκρυα πού προέρχονται ἀπό τήν κενοδοξία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ διάβολος ἀποβάλλει ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἐκδικητοῦ ἀνθρώπου κάθε αἴσθημα συμπαθείας καί καλωσύνης πρός τόν συνάνθρωπό του. Τόν βλέπει σάν ἐχθρό του, μάχεται διά παντός μέσου νά τόν ἐκδικηθῆ, νά τόν κακοποιήσει καί ἐάν εἶναι δυνατόν νά τόν θανατώσει.Ἐάν δέν κατορθώσει νά φθάσει στήν ἐφαρμογή τοῦ καταχθονίου σχεδίου του, κλαίει γιά τήν ἀποτυχία του. Κατόπιν ἐπανέρχεται δριμύτερος. Προετοιμάζει νέα σκοτεινά καί φονικά σχέδια. Καί ἄν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φυλάξει τόν ἀντίπαλον, τότε αὐτός ὁ ἐχθρός του ὀργίζεται περισσότερο. Ἀπειλεῖ μέ νέες ἐπιθέσεις. Καραδοκεῖ τό θῦμα του. Ἔχει ξεχάσει κάθε ἔννοια ἀνθρωπισμοῦ καί συγγνώμης. Κινεῖται σάν ἀνήμερο θηρίο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος σίγουρα θά καταλήξει στήν φυλακή. Ἴσως ἐκεῖ τόν μαλακώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἴσως τότε νά γνωρίσει τόν παλαιό ἑαυτό του καί ἐπιστρέψει μέ μετάνοια καί ἐξομολόγησι καί πάλι στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ!
Παρόμοιο εἶναι καί τό εἶδος τῶν δακρύων ὅταν κάποιος, ἔχει σφοδρό ἔρωτα, ἄς ὑποθέσουμε, μέ μία κοπέλλα. Ἐάν ἐκείνη τόν ἐγκαταλείψει, τότε αὐτός ὄχι μόνο κλαίει, διότι τήν ἀγαποῦσε παράφορα, ἀλλά ταυτόχρονα καί τήν μισεῖ. Ἐν συνεχείᾳ σκέπτεται πῶς νά τήν ἐκδικηθῆ, διότι τοῦ κατέστρεψε τό μέλλον καί τήν ζωή. Καί δέν εἶναι καθόλου ἀπίθανο νά φθάσει καί μέχρι τόν φόνο, ὅπως αὐτό συμβαίνει συχνά στίς ἡμέρες μας. Αὐτά τά δάκρυα προέρχονται ἀπό τόν διάβολο τῆς πορνείας καί τῆς ἀκολασίας.
Ὑπάρχουν καί ἄλλα δάκρυα, τά ὁποῖα γεννῶνται ἀπό δαιμονικές παγίδες ἤ ἀπό ξαφνικά καί ἀπρόοπτα συμβάντα. Γιά παράδειγμα κάποιος ἔχασε τά χρήματά του ἤ ληστές τοῦ λεηλάτησαν τό σπίτι του. Ἤ συγχωριανοί του, γείτονες στά κτήματα, τοῦ ἅρπαξαν μία λωρίδα ἀπό τό χωράφι του ἤ τοῦ ἅρπαξαν ἄλλοι διεκδικητές τήν περιουσία του. Αὐτά τά δάκρυα προέρχονται ἀπό τόν νοητό ἐχθρό μας διάβολο. Πῶς καί γιατί; Διότι ὁ ἄνθρωπος ἐπίστευσε ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει πρόνοια καί φροντίδα γιά τήν ζωή του, τά ἀγαθά καί τήν περιουσία του. Ἀπελπίζεται καί κλαίει λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός, στόν Ὁποῖον προσεύχομαι κάθε ἡμέρα νά μέ προστατεύσει; Καί στήν συγκεκριμένη αὐτή δύσκολη στιγμή ποῦ ἦταν γιά νά συλλάβει καί νά ἐκδικηθῆ τούς ἐχθρούς καί καταπατητές τῆς περιουσίας μου; Κατόπιν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐάν δέν μετανοήσει καί ἀλλάξει νοοτροπία καί λογισμούς, θά κυριευθῆ ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος μέ πολλή μαεστρία θά τόν πετάξει ὄχι μόνον ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία, ἀλλά ἀκόμη καί ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστι.
Ἀπό τά εἴδη τῶν δακρύων πού περιεγράψαμε ἀνωτέρω μόνο τά δάκρυα τῆς ἀγάπης καί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ εἶναι καλά, καθώς καί τά δάκρυα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καί τῆς μελλούσης κρίσεως. Τά ἄλλα εἶναι ἤ φυσικά ἤ δαιμονικά καί τιμωρητικά δάκρυα.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέγει ὅτι τό κακό ἔρχεται ἀπό τόν διάβολο μέ τίς ἑξῆς προκλήσεις: Φέρει ὁ διάβολος μία ἐπιθυμία, χωρίς νά τήν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, μία σκέψι ὀργῆς, χωρίς νά τήν ἐξετάζει ἐάν εἶναι καλή ἤ κακή καί μία γρήγορη φαντασία. Ἔτσι ὁ διάβολος αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί στέλει στούς ὑπαλλήλους του, τούς ὑποτακτικούς του διαβόλους νά τελειώσουν μία βδελυκτή καί καταδικάσιμη πρᾶξι. Πρίν οἱ δαίμονες ἐκπέσουν ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἀγαθοί ἄγγελοι. Καί ἀπεφάσισαν νά γίνουν ὅμοιοι μέ τόν Θεό, χωρίς νά τό σκεφθοῦν καθόλου. Ἀλλά κατεστράφησαν καί μαζί τους παρασύρεται καθημερινά καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ ὀργίλος ἄνθρωπος δέν χρησιμοποιεῖ τήν λογική του σ᾿ αὐτή τήν δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί ἀποφασίζει νά σκοτώσει τόν τάδε, διότι τόν ἔβλαψε ἤ τόν ἔκλεψε. Χωρίς νά σκεφθῆ ὅτι καί ὁ ἄλλος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει δικαίωμα νά ζήσει. Ὁ φαντασμένος ἄνθρωπος, σχεδιάζει μέ τήν «ἔμπνευσι» τοῦ διαβόλου πῶς θά ἐκδικηθῆ τούς ἀντιπάλους του, πῶς θά ἐξαπατήσει τόν πλησίον του, πῶς θά κερδίσει μέ θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα χρήματα, ἀξιώματα καί ἄλλα ἀνθρώπινα ἐπινοήματα. Ὅταν τά φέρει εἰς πέρας, ἔχει μία ἄγρια χαρά μέσα του, πού δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν οὐράνια χαρά τοῦ Χριστοῦ μας. Ἐάν ἀποτύχει στούς ὑπολογισμούς του, κλαίει καί ὀδύρεται. Καί πάλι ἀγωνίζεται γιά νά ἐπιτύχει τούς σκοπούς του.
Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου