ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ – ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ – ΟΝΟΜΑΤΟΛΑΤΡΕΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Το Άγιον Όρος αναδείχνεται η κονίστρα τριών μεγάλων πνευματικών κινημάτων: του ησυχασμού, των κολλυβάδων, των ονοματολατρών. Τα δύο πρώτα που αδικήθηκαν από πολλούς, τώρα αρχίζουν να βρίσκουν τη δικαίωσή τους, το τρίτο που στην αρχή υπερτιμήθηκε, τώρα τοποθετείται στις σωστές του διαστάσεις.
ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ
Μεγάλο αναμορφωτικό θεολογικό κίνημα του ΙΔ’ αι., που αποτελεί τον κύριο εκφραστή της Ορθοδοξίας, όχι μόνο στην ασκητική, αλλά και την πνευματική και θεολογική περιοχή. Ησυχασμός είναι ο τρόπος ζωής του Ορθόδοξου μοναχού από τον Δ’ αι.· γίνεται δε ευρύτερα γνωστός με τον πόλεμο που ανοίγουν εναντίον του οι αντίδικοί του: Βαρλαάμ ο Καλαβρός και εμμέσως Νικηφόρος Γρηγοράς, Γρηγόριος Ακίνδυνος, Ιωάννης Κυπαρισσιώτης κ.α. Υπερασπιστές του ησυχασμού αναδείχνονται: ο γίγας της θεολογίας Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Ιωσήφ Καλόθετος, Γρηγόριος ο Βυζάντιος, καθώς και μια σειρά Οικουμενικών Πατριαρχών: Ισίδωρος Α’ (1347-49), Κάλλιστος Α’ (1350-54 και 1355-63), Φιλόθεος (1354-55 και 1364-76) και Νείλος (1379-88).
Ο μοναχός που αναστρέφεται κατά το ησυχαστικό πρότυπο, χρησιμοποιεί στο πρώτο στάδιο της πορείας του πρακτική ψυχοσωματικής μεθόδου, η οποία συνίσταται στο βυθισμό του νου στο κέντρο της καρδιάς και στην «μονολόγιστον καρδιακήν, καθαράν και αρρέμβαστον επίκλησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Ξανθόπουλοι· η μέθοδος αυτή παρατίθεται με κάθε λεπτομέρεια στα συγγράματα των αγίων Πατέρων, Γρηγορίου του Σιναΐτη, Νικηφόρου του Ιταλού, Θεολήπτου Φιλαδελφείας, Ξανθοπούλων, Καλλίστων). Στο δεύτερο στάδιο ο μοναχός γίνεται θεωρός του ακτίστου φωτός και μεταλαμβάνει θείων ενεργειών. Τώρα κατέχοντας τον αρραβώνα της μελλούσης ζωής, γίνεται κοινωνός των μυστηρίων του Πνεύματος και μύστης της μυστικής θεολογίας. Παράλληλα η προσευχή του, στην αρχή ενεργεί «ως πυρ ευφροσύνης από καρδίας αναδιδόμενον», και στο τέλος «ως φως ευωδιάζον ενεργούμενον» (Γρηγ. Σιναΐτης). Εκείνο που βρήκε να κατηγορήσει ο Βαρλαάμ ο Λατινέλλην και οι λοιποί, ήταν η μέθοδος που χρησιμοποιούσε ο μοναχός με την κάμψη της κεφαλής προς το στήθος: «Κύπτων εμπόνως και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περιαλγών» (Γρηγ. Σιναΐτης). Κατηγόρησε λοιπόν τους ησυχαστές ως «αμφαλόψυχους», παρόλο που οι Πατέρες διευκρινίζουν ότι «το λογιστικόν παντός ανθρώπου εν τω στήθει εστίν» (Νικηφόρος) και ότι η προσοχή όλη του ησυχαστή δίνεται στην καρδιά, η οποία αποτελεί «όργανον οργάνων εν σώματι» (Γρηγ. Νύσσης, Γρηγ. Παλαμάς)…
Αλλά η διαμάχη αναπόφευκτα οδηγείται στη θεολογία, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο ενέργειες Θεού, όπου ο Βαρλαάμ με τη σχολαστική υποδομή του, θα δείξει πόσο αιρετικός είναι και σε τί κραυγαλέα λογικά λάθη πέφτει.
Η Αγία Γραφή αποκαλύπτει και οι Πατέρες ερμηνεύουν ότι, όπως η ουσία του Τριαδικού Θεού είναι άκτιστη, το ίδιο είναι άκτιστες και οι ενέργειές Του. Αλλά ενώ η ουσία του Θεού παραμένει τελείως απρόσιτος και αμέθεκτος σε όλα τα όντα, οι ενέργειές Του «προς ημάς καταβαίνουσι» (Μ. Βασίλειος, Γρ. Παλαμάς) και γίνονται μεθεκταί. Αυτός είναι και ο λόγος που ενώ η ουσία του Θεού είναι ανώνυμη, οι ενέργειές Του είναι επώνυμες (πρόνοια, αγαθότης και άπειρες άλλες).
Μετά το ξεκαθάρισμα αυτό, ο Παλαμάς, ο οποίος και κονιορτοποιεί την αίρεση του Βαρλαάμ με πλήθος συγγραφές, με ατράνταχτα επιχειρήματα και πλούσιες βιβλικές και πατερικές αναφορές, θέτει καίρια το επιχείρημα: αν οι φυσικές ενέργειες του Θεού είναι κτιστές, τότε «πόθεν εν δυσίν ενεργείαις και φύσεσιν έγνωμεν Χριστόν;»· «μιας άρα ενεργείας ην και ταύτης ού θείας».
Ο Βαρλαάμ που απορρίπτει τις ενέργειες του Θεού, αναγκάζεται κάτω από την πίεση ισχυρών παλαμικών επιχειρημάτων, να εισάγει, σαν μια διαφυγή, τον όρο «σύμβολο». Έτσι στο δίλημμα, αν το φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ήταν κτιστό ή άκτιστο, ο Βαρλαάμ θα διακηρύξει ότι ήταν μεν θεότης, αλλά ως «σύμβολον θεότητος»! Αργότερα, αναγκασμένος να μιλήσει χωρίς διφορούμενα, θα πει με ανεπίτρεπτη απλούστευση: οι άκτιστες ενέργειες του Θεού θα πρέπει να γίνουν κτιστές, για να γίνουν καταληπτές, «…ουδείς εώρακεν αυτάς ειμή κτισταί γεγόνασι»! Αλλά τότε, αντιτείνει ο θεηγόρος Παλαμάς, «της ουσίας του Θεού τα κτίσματα μεθέξουσιν, ο παντός μάλλον ατοπόν έστι»· αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές, τότε δεν υπάρχει τρόπος να κοινωνήσει ο άνθρωπος με το Θεό. Αλλά και το φως, που θεωρεί ο προσευχόμενος και λούζεται μέσα σ’ αυτό, είναι εκείνο της μεταμορφώσεως, «το θεουργούν τους θεωμένους»· αν το φως αυτό είναι κτιστό, δεν έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει τη θέωση.
Οι θέσεις του θείου Γρηγορίου επιρρωνύονται περισσότερο, όταν αυτός ανατρέχει, κατά την κλασσική Πατερική απολογητική μέθοδο, στον άνθρωπο και το νου του. Ο άνθρωπος είναι «εικών Θεού» και έχει αναλογίες θείες. Παντού σ΄αυτόν διακρίνουμε ουσία και ενέργεια· τα μάτια είναι η ουσία, η όραση είναι η ενέργεια. Τα μάτια όταν βλέπουν δεν βγαίνουν από τις κόγχες τους. Παράλληλα και στο νου του· κι εδώ υπάρχει ουσία και ενέργεια. «Άλλο μεν ουσία νου άλλο ενέργεια». Η ουσία του νου βρίσκεται στον άνθρωπο «αμετάβατος», ενώ η ενέργειά του είναι «μεταβατική».
Οι παραπάνω θέσεις που μας είναι αυτονόητες, δεν μπορούν, μέχρι σήμερα, να γίνουν αποδεκτές από την παπική Εκκλησία.
Τολμήθηκαν παραλληλισμοί της ησυχαστικής μεθόδου με εκείνη του γιόγκα. Το μόνο όμως κοινό σημείο βρίσκεται στην πρακτική, αφού, κάθε άνθρωπος, «επί πάσης εναγωνίου σκέψεως», θα κρατήσει την αναπνοή του, πράγμα «επόμενον αυτομάτως τη προσοχή του νου» (Γρηγ. Παλαμάς). Είναι όμως εντελώς διαφορετικά και ο σκοπός και τα αποτελέσματα μεταξύ του ησυχασμού και του γιόγκα. Το γιόγκα μετέρχεται ο Βαρλαάμ που ισχυρίζεται ότι, προσευχόμενος βλέπει με τα αισθητήριά του το φως και ότι, η ουσία του νου του, εκείνη την ώρα, διαχέεται έξω από το σώμα.
Ο ησυχασμός δικαιώνεται από τρείς συνόδους στην Κωνσταντινούπολη (το 1341, το 1347, το 1351) και αποτελεί σημαντικό δόγμα της Εκκλησίας μας.
ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ
Ενδοαγιορειτικό φιλοπαραδοσιακό κίνημα με ευεργετικά αποτελέσματα, όχι μόνο για τον ελλαδκό χώρο αλλά και το βαλκανικό, καθώς και για την περιοχή της κάτω Ρωσίας. Η αφορμή του κινήματος δόθηκε το 1754, στη σκήτη της Αγίας Άννης και είχε σαν αιτία την μετάθεση των κολλύβων των κεκοιμημένων, μαζί και των ονομάτων τους, από το Σάββατο στην Κυριακή. Ο αριθμός των ονομάτων που θα έπρεπε να μνημονεύσουν οι Αγιαννανίτες στο Κυριακό έφτανε τις 12.000· έτσι είχαν πρακτικούς λόγους να επιβάλουν τη μετάθεση εκείνη.
Όμως αυτό συνιστά μια παρέκκλιση από την εκκλησιαστική και παναγιορειτική παράδοση και καταπάτηση ι. κανόνος, όπως επισημαίνουν με συγγραφές οι πολέμιοι αυτής της παρέκκλισης, οι «κολλυβάδες», όνομα που τους δόθηκε με σκωπτική διάθεση. Στους κολλυβάδες ανήκουν οι επιφανέστεροι Αγιορείτες: Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Άγ. Μακάριος ο Νοταράς, Όσιος Νικόδημος, Αθανάσιος ο Πάριος, Αγάπιος ο Κύπριος, Χριστόφορος ο Προδρομίτης. Όλοι αυτοί δεν ζητούν μόνο την επαναφορά των κολλύβων, αλλά και την τήρηση των τυπικών, που σε πολλά σημεία είχαν ατονήσει· κυρίως ζητούσαν συχνή μετάληψη των πιστών, σε εποχή θρησκευτικού αποχρωματισμού.
Εκείνος που θα οπλίσει με ισχυρά θεολογικά επιχειρήματα το κίνημα θα είναι ο Όσιος Νικόδημος. Ο Όσιος με έρευνα που έκανε στα Τυπικά των μονών, καθώς και σε άλλες πηγές, αποδείχνει ότι την Κυριακή, ημέρα αναστάσιμη, δεν πρέπει να γίνονται μνημόσυνα· αλλά η μνεία των ονομάτων των κεκοιμημένων επιβάλλεται να γίνεται κάθε μέρα.
Όμως οι πολέμιοι έχουν ισχύ. Έτσι συγκαλούν το 1774 Σύνοδο στη Μονή Κουτλουμουσίου, στην οποία προΐσταται ο πρώην Κων/πόλεως Κύριλλος Ε’ (1748-51 και 1752-57) και συμμετέχουν ο πρώην Αλεξανδρείας Ματθαίος (1746-65), δέκα μητροπολίτες και περισσότεροι από 200 μοναχοί. Η Σύνοδος, προεξοφλώντας την καταδίκη των κολλυβάδων, θ’ αρχίσει τις εργασίες της με την επιδεικτική πραγματοποίηση μνημοσύνου, ημέρα Κυριακή. Δύο χρόνια αργότερα θα εκδοθεί από τη Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου κι άλλη καταδίκη του κινήματος, η οποία θα ανανεωθεί το 1808 από τον Πατρ. Καλλίνικο. Παράλληλα μετριοπαθείς Πατριάρχες, όπως ο Θεοδόσιος Β’ (1772 και 1773), ο Σαμουήλ Χαντζερής (1773) και Γρηγόριος Ε’ (1819) θα εκδόσουν αποφάσεις, στις οποίες θα υπάρχει συμπάθεια προς το κίνημα.
Η έριδα θα διαρκέσει ανανεούμενη μισόν αιώνα και δε θα βρίσκει διέξοδο, λόγω της ορθής τοποθέτησης του ζητήματος. Τελικά οι κολλυβάδες θα βρουν τη δικαίωσή τους στη Σύναξη των Αντιπροσώπων στις Καρυές της 19 Μαΐου 1807. Η Σύναξη όχι μόνο θα αποκαταστήσει τους κολλυβάδες, αλλά και θα καταδικάσει τους κατηγόρους του.
Στα κατωπινά χρόνια σπασμωδικές ενέργειες των αντικολλυβάδων δεν θα επηρεάσουν καθόλου. Το κίνημα θα επαναφέρει την ξεχασμένη μυστηριακή ζωή στην Εκκλησία και θα δημιουργήσει τη φιλοκαλική αναγέννηση, από την οποία τόσο θα ωφεληθεί ο ιεραπόστολος της Κάτω Ρωσίας Παΐσιος Βελιτσκόφσκι. Θα επηρεάσει ευεργετικά και τους άγιους των ελληνικών γραμμάτων Αλέξ. Παπαδιαμάντη και Αλέξ. Μωραϊτίδη.
Η άγνοια ή η περιφρόνηση της κολλυβαδικής αναγέννησης δημιουργεί τον ευσεβιστικό τύπο του χριστιανού.
ΟΝΟΜΑΤΟΛΑΤΡΑΙ
(ρωμ. Imjabozniki), ονοματοθεΐται, (ονοματο)θεϊσταί, ονοματούχοι, ονοματίται, Ιησουανοί (οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται ονοματόδοξοι – ρωσ. Imjaslavcy -, (αγνοώντας πώς κάθε προσδιορισμός πλάι στο «Ορθόδοξος» δεν μπορεί να αναδείξει περισσότερο ορθόδοξο τον φορέα του)· ετεροδιδασκαλία (άλλοι τη χαρακτήρισαν βαρύτερα αίρεση· η Ιερά Κοινότης τη χαρακτήρισε, με περισσότερη ακρίβεια, κακοδοξία), η οποία εμφανίστηκε και διατηρήθηκε ανάμεσα σε Ρώσους μοναχούς.
Συνοπτικά η ιστορία είναι αυτή: ο Ρώσος μοναχός Ιλαρίων, απεσταλμένος στο μετόχι της Μονής Αγίου Παντελεήμονος «Σίμων ο Κανανίτης» στον Καύκασο, εκδίδει το 1907 το βιβλίο «Επί των ορέων του Καυκάσου» (ρωσ. Na garah Kaukaza). Στο βιβλίο εκείνο ο Ιλαρίων διαπραγματευόταν περί της ευχής, κατά τρόπο όμως ανορθόδοξο. Το 1913 εκδίδονται ταυτόχρονα δύο βιβλία (ένα στη Μόσχα, ρωσικά κι ένα στη Θεσσαλονίκη, ελληνικά) πολύ πιο συστηματικά από το πρώτο. Συγγραφέας τους ο ιερομόναχος της Σκήτης του Αγίου Ανδρέου Αντώνιος Μπουλαντόβιτς, η πιο ηγετική μορφή ανάμεσα στους ονοματολάτρες. Οι δύο συγγραφείς (ο Ιλαρίων και ο Αντώνιος) χρησιμοποιώντας σωρίτες του κατηγορικού συλλογισμού, διακηρύττουν ότι το όνομα του Θεού είναι αυτός ο Θεός ενυπόστατος· δηλαδή ο Θεός περιέχεται στο όνομά Του ολοκληρωτικά. Ο Αντώνιος οδηγείται σε αυθαίρετα συμπεράσματα, όπως δείχνουν οι παρακάτω προτάσεις: «Πας λόγος του Κυρίου είναι Αυτός Ούτος ο Θεός…» Άρα, «εάν οι λόγοι του Κυρίου εισί Πνεύμα και Ζωή κατά τί έλασσον εισίν οι λόγοι ούτοι του Κυρίου; Εάν το όνομα του Θεού και πας λόγος του Θεού είναι Πνεύμα και Ζωή, τί άλλο σημαίνει ή ότι τούτο είναι Αυτός Ούτος ο Θεός;… διότι τί άραγε υπό τον ουρανόν υπάρχει, όπερ να είναι Πνεύμα και Ζωή, και να μην είναι Θεός;». Ακόμα: «Εάν οι λόγοι του Θεού έχουσι την αποθεούσαν (=θεοποιούσαν) δύναμιν, τί άλλο άρα είναι αν ουχί Αυτός Ούτος ο Θεός;». Η τελευταία αυτή πρόταση οδηγεί τον Αντώνιο σε απαράδεκτες γενικεύσεις. Γράφει: «πας δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος εμπνευσμένος λόγος των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας αποτελεί λογικήν ενέργεια της Θεότητος, είναι τουτέστιν αυτός Ούτος ο Θεός»! Ο ίδιος παρόλο ότι αναθεματίζει τον Βαρλαάμ, τον αντίπαλο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, πέφτει στις ίδιες πλάνες, όταν π.χ. ισχυρίζεται ότι «η εν Θαβωρίω όψις του φωτός υπό των Αποστόλων», και οι λοιπές θεοφάνειες, «μόλις μυχίως εν τη καρδία εισίν αισθηταί, ενίοτε όμως καθίστανται τοιαύται και εις τα όργανα των αισθήσεων», οπότε και συμπεραίνει: «Πάσαι αύται αι αισθηταί ενέργειαι του Θεού είναι Αυτός Ούτος ο Θεός»!!
Εδώ ο Αντώνιος ξεπερνά και τον Βαρλαάμ στην αίρεση και ταυτίζεται με τους πανθεϊστές. Η απόρριψη της αποφατικής θεολογίας από τον Αντώνιο και τους λοιπούς ονοματολάτρες γίνεται η αιτία να οδηγηθούν αυτοί, μέσω του άκρατου μυστικισμού, στον πανθεϊσμό.
Ο Αντώνιος με την ελληνική έκδοση του βιβλίου του, «Η δόξα του Θεού είναι ο Ιησούς» (Θεσσαλονίκη 1913), προσπαθεί να μεταδώσει την κακοδοξία του από το ρωσικό στον ελληνικό μοναχισμό, χωρίς όμως την παραμικρή επιτυχία.
Οι ονομολάτρες θα θεωρηθούν από του σύγχρονούς τους προοδευτικοί και αδικημένοι, γι’ αυτό και θα βρεθούν πολλοί που θα τους υποστηρίξουν. Ανάμεσα στους υποστηρικτές τους συγκαταλέγονται και μεγάλα ονόματα: οι καθηγητές της θεολογίας Μ. Μουρέτοφ και Π. Φλορένσκι, ο Σ. Μπουλγκάκοφ, ο Ν. Μπερντιάεφ και ο πρίγκιπας Ευ. Τρουμπέτσκοϊ.
Από την άλλη, οι αντίπαλοι των ονοματολατρών, δηλαδή η πλειονότητα του αθωνικού ρωσικού στοιχείου, μαζί και συγγραφείς (όπως οι αρχιεπίσκοποι Αντώνιος Χραποβίτσκι και Νίκων Ροζντεστβένσκι, οι ιερομόναχοι Χρύσανθος και Παντελεήμων, οι μοναχοί Παχώμιος και Κλήμης· κυρίως όμως ο θεολόγος καθηγητής Σ. Τρόϊτσκι με το βιβλίο του, «Περί των ονομάτων του Θεού και των ονοματολατρών», (Πετρούπολη 1914), οδηγούνται συχνά στο άλλο άκρο: το νομιναλισμό. Το όνομα του Θεού, λένε, είναι μόνο όνομα· δεν εκφράζει ούτε την ουσία του, ούτε τις ιδιότητές του. Υπήρξε και μερίδα μοναχών, η οποία, προς αντίδραση στους ονοματολάτρες, αρνιόταν να προσκυνήσει το πανσέβαστο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Την κακόδοξη διδασκαλία των ονοματολατρών, που η άγνοιά τους περί το ορθόδοξο δόγμα και βίωμα τους έκανε φανατικούς και τυφλούς, καταδίκασαν το Οικ. Πατριαρχείο και η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας (η οποία χαρακτηρίζει τους ονοματολάτρες αιρετικούς) και η Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους.
Η
Ορθόδοξη διδασκαλία για τα ονόματα του Θεού είναι αυτή: Κάθε όνομα του
Θεού δηλώνει σχέση Αυτού προς την κτίση και είτε είναι της αποφατικής
θεολογίας (π.χ. άπειρος, άϋλος, αναφής) είτε της καταφατικής (π.χ.
άγιος, αγαθός, δίκαιος). Τα ονόματα όλα του Θεού «ού την φύσιν (του
Θεού) αλλά τα περί την φύσιν (Αυτού) δηλοί» (Άγιος Κύριλλος
Αλεξανδρείας). Ο Αντώνιος, αντίθετα, ισχυρίζεται ότι «έκαστον όνομα του
Θεού, Αυτός Ούτος ο Θεός εστίν». Λοιπόν κάθε όνομα του Θεού αποδίδεται
σε μια ενέργειά Του, η οποία αποκαλύπτεται στην κτίση. Όμως η ουσία του
Θεού, ως υπερώνυμος, είναι αιωνίως ανώνυμος και ακατάληπτος σε όλα τα
όντα. Συναφώς και το όνομα «Θεός», που και τούτο ετυμολογείται βάσει των
θείων ενεργειών («θέϊν», «θεάσθαι», «αίσθειν»), είναι απλώς γενικότερο
και περιεκτικό των άλλων ονομάτων, όμως είναι όνομα ενεργείας ουχί
ουσίας· «το γαρ Θεός όνομα ενεργείας εστίν όνομα» (Άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς). Εξάλλου το ίδιο αυτό όνομα δεν έχει απόλυτη μοναδικότητα, αφού
χρησιμοποιείται για να ορίσει και τον θεωμένο άνθρωπο («εγώ είπα θεοί
εστέ») και τα είδωλα («θυμιάν» ή «λατρεύειν θεοίς ετέροις») και το
δαίμονα («ο θεός του αιώνος τούτου») και υλικά («θεός η κοιλία»).
Στις
ονοματολατρικές δραστηριότητες δόθηκε τέλος τον Ιούλιο του 1913 με τη
μεταγωγή 833 ρώσων αθωιτών ονοματολατρών μοναχών στην Οδυσσό.
μ.δ.α
ΑΠΌ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ: ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ του μακαριστού π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, τεύχος 75, σελ.13-16, 1980