ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ – ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
ΔΙΑΛΟΓΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.ΠΟΥΡΝΑΡΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η ονομασία «Πάτερ»
Εὐαγγελικός: Ἐπιθυμῶ νά συνομιλήσωμεν καί περί ἄλλων διαφόρων θεμάτων ἐν ὀλίγοις ὅμως΄ ἤτοι περί τῆς ὀνομασίας Πατήρ τήν ὁποίαν ἀπαγορεύει ἡ Γραφή, περί τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τῶν Ἐπισκόπων ἡ ὁποία ἀντίκειται κ’αὕτη πρός τήν Ἁγ. Γραφήν, περί ὑποχρεωτικῆς νηστείας.
Ὀρθόδοξος: Εὑχαρίστως. Καί ἄς ἔλθωμεν πρῶτον εἰς τήν ὀνομασία «Πάτερ».
Α΄ Ἡ ὀνομασία «Πάτερ»
Εὐαγγελικός: Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου Ματθ. 23, 1-12 λέγει ρητῶς: «σεῖς μή ὀνομασθῆτε Ραββί διότι εἷς εἶναι ὁ Καθηγητής σας ὁ Χριστός καί Πατήρ μή καλέσητε ἐπί τῆς γῆς». Δέν νομίζετε ὅτι ὅταν καλῆσθε Πατέρες ἀντιβαίνετε εἰς τήν Ἁγ. Γραφήν;
Ὀρθόδοξος: Ὁ Ἀποστ. Παῦλος κ. Εὐαγγελικέ καλεῖ τόν ἑαυτό του Πατέρα, διότι ὀνομάζει τόν Τιμόθεον τέκνον γνήσιον «Τιμοθέῳ γνησίῳ τέκνῳ» Α΄ Τιμοθ. 1,2 «Τιμοθέῳ ἀγαπητῷ τέκνῳ» Β΄ Τιμοθ. 1,2. Ἐπίσης Α΄ Κορινθ. 4,15 «ὡς τέκνα ἀγαπητά νουθετῶ».
Ἐπίσης γράφων πρός Κορινθίους Α΄Κορ. 4,15 λέγει «εἰ μυρίους Παιδαγωγούς ἔχετε, ἀλλ’ οὐ πολλούς Πατέρας, ἐγώ ὑμᾶς ἐγένησα ἐν Χριστῷ». Πῶς λοιπόν αὐτοκαλεῖται Πατήρ ὁ Παῦλος; παρά τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ;
Εὐαγγελικός: Κατά τόν Θεοφύλακτον ὀνομάζει ἑαυτόν Πατέρα ὁ Παῦλος «οὔ τό ἀξίωμα ἐμφαίνων, ἀλλά τῆς ἀγάπης τήν ὑπερβολήν» . Ἔπειτα ὁ Παῦλος ὀνομάζεται Πατήρ μόνον εἰς ἐκείνους ὅπου ἐκήρυξε, ἐνῶ σεῖς ὀνομάζεσθε Πατέρες εἰς ἐκείνους τούς ὁποίους δέν ἐχετε ἀναγεννήσει.
Ὀρθόδοξος: Πάντως παραβαίνει τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου ἐάν ληφθῇ τόσον αὐστηρά ἡ ἐντολή ὡς λαμβάνετε ἐσεῖς ταύτην. Πλήν αὐτοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐν Πράξεις 22,1 ἀρχίζει τήν ὁμιλίαν του «Πατέρες καί ἀδεφλοί».
Πῶς ὀνομάζει ὁ Ἀπ. Παῦλος Πατέρες ἄλλους τῶν ὁποίων ὄχι μόνον δέν εἶναι πνευματικόν τέκνον ἀλλά ἀντιθέτως αὐτῶν καθ’ ὅσον ἐκεῖνοι μέν ἦσαν ἄνθρωποι τοῦ Νόμου οὗτος δέ μακράν πάσης Νομικῆς διατάξεως;
Βλέπετε κ. Εὐαγγελικέ ὅτι ἡ προσωνυμία Πάτερ τήν ὁποίαν ἀπαγορεύει ὁ Κύριος δέχεται ὁ Ἀπ. Παῦλος διά τόν ἑαυτό του οὐχί ἅπαξ ἀλλά πολλάκις ὀνομάζων ἑαυτόν Πατέρα, ὀνομάζων δέ καί ἄλλους Πατέρας.
Ἐξ αὐτοῦ δέν συμπεραίνετε ὅτι ἀπαγορεύει ὁ Κύριος τήν ὀνομασίαν Πατήρ καί Διδάσκαλος, ὅταν ταῦτα ἐκφέρωνται κατά τρόπον ἐγωϊστικόν ὡς ἔπραττον οἱ Φαρισαῖοι; Αὐτό συμβαίνει διότι ὁ Κύριος εὐθύς μετά τήν ἀπαγόρευσιν τῆς προσωνυμίας Πάτερ λέγει: «ὁ ὑψών ἑαυτόν ταπεινωθήσεται».
Ἡ ἐντολή ἐπίσης ἀπαγορεύει νά ὀνομαζώμεθα καί Ραββί Διδάσκαλοι. Πῶς ὅμως ὁ Παύλος ὀνομάζει ἑαυτόν διδάσκαλον τῶν Ἐθνῶν καί ἄλλους ὀνομάζει διδασκάλους. «Προφῆται καί διδάσκαλοι» Πραξ. 13,1 «Ἀποστόλους διδασκάλους» Ι Κορ. 12, 18 ἐν ΙΙ Τιμ. 1,11 διά τόν ἑαυτόν του λέγει: «διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν» ὡς καί ἐν Ι Τιμ. 2,7 «διδασκάλους τῶν ἐθνῶν».
Δέν νομίζετε ὅτι ἐν ἀπολύτῳ ἐννοία Διδάσκαλος, Πατήρ, Καθηγητής εἶναι μόνος ὁ Χριστός, ἐν σχετικῇ δέ ἐννοίᾳ δύνανται νά εἶναι κ’ ἄλλοι Διδάσκαλοι, Πατέρες καί Καθηγηταί, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τόν ἑαυτόν «Πατέρα καί Διδάσκαλον»; ὀνομάζει δέ καί ἄλλους Πατέρας καί Διδασκάλους;
Εὐαγγελικός: Ναί. Ὀνομάζει ὁ Παῦλος τόν ἑαυτόν του Πατέρα καί διδάσκαλον. Ἐάν ὅμως ἄλλοι ὠνόμαζον αὐτό «Πάτερ Παῦλε» θά ἔσχιζε τά ροῦχα του.
Ὀρθόδοξος: Εἰς ποίαν λογικήν στηρίζεται αὐτό; Νά ὀνομάζῃ ὁ Παῦλος τόν ἑαυτόν του καί ἄλλους πατέρας καί διδασκάλους νά σχίζῃ δέ τά ροῦχα του ὅταν οἱ ἄλλοι ὀνομάσουν αὐτόν ὅπως ὁ ἴδιος ὠνόμασε τόν ἑαυτόν του; Αὐτό λέγεται παραφροσύνη ὄχι τοῦ Παύλου ἀλλά ἰδική σας .
«Ἡ ὑποχρετικη ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων»
Εὐαγγελικός: Διατί ἀπαγορεύεται οἱ ὀρθόδοξοι τόν γάμον τῶν ἐπισκόπων, ἀφοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ῥητῶς λέγει : «δεῖ τόν ἐπίσκοπον μιᾶς γυναικός εἶναι ἄνδρα» Α΄ Τιμοθ. 3,1-2. Πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νά εἶναι ἀνήρ μιᾶς γυναικός.
Ὀρθόδοξος: Σᾶς λέω τά ἑξῆς δύο πράγματα: α) Πού πρέπει νά τεθῇ ὁ τόνος τῆς φράσες αὐτῆς καί β) τί σημαίνει «ἐπίσκοπος» ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
Καί ἐν πρώτοις.
Ὁ τόνος τῆς φράσεως ταύτης: «Δεῖ τόν ἐπίσκοπον κ.λ.π.» δέν πρέπει νά τεθῇ εἰς τό «δεῖ»τό ὁποῖον σημαίνει πρέπει, ἀλλά εἰς τό «μιᾶς γυναικός», πρέπει δηλαδή ὁ ἐπίσκοπος νά ἔχῃ ἔλθῃ εἰς γάμον μέ μίαν γυναῖκα (ἀποθανοῦσαν ἤ ζῶσαν) καί ὄχι μέ πολλάς.
Δέν πρέπει νά τεθῇ ὁ τόνος εἰς τό «δεῖ» ἀλλά εἰς τό «μιᾶς», διότι ὁ ἀπόστολος συνιστᾷ τήν ἀγαμίαν εἰς τούς κοινούς χριστιανούς λέγων Α΄ Κορινθ. 7,7-8 «θέλω πάντας ἀνθρώπους εἶναι ὡς καί ἑμαυτόν ἤτοι ἀγάμους καί στιχ. 38 «ὁ ἐρχόμενος εἰς γάμον καλῶς ποιεῖ ὁ δέ μή ἐρχόμενος κρεῖσσον ποιεῖ». Πῶς λοιπόν θά θελήσῃ ὁ Ἀπόστολος μέ τό «δεῖ» νά θέσῃ νόμον γάμου εἰς τούς Ἐπισκόπους:
Εὐγγελικός: Διατί ὅμως κ’ σεῖς ἐθέσατε νόμον ἀγαμίας εἰς τούς Ἐπισκόπους;
Ὀρθόδοξος: Ἤδη ἔρχομαι εἰς τό β) ζήτημα περί τοῦ ἐπισκόπου ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ. «Ἐπίσκοπος» ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ σημαίνει Πρεσβύτερος. Τοῦτο φαίνεται ἐκ πολλῶν χωρίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐν τῇ πρός Φιλιπισίους ἐπιστολῇ 1, 1 ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει «σύν Ἐπισκόποις καί Διακόνοις».
Ἦτο ποτέ δυνατόν εἰς μίαν πόλιν τούς Φιλίππους νά ἦσαν πολλοί Ἐπίσκοποι; Εἷς ἦτο. Ἐδῶ ὅμως ὁμιλεῖ περί πολλῶν Ἐπισκόπων. Ἄρα εἶναι οἱ πρεσβύτεροι. Τό ἴδιον δυνάμεθα νά εἴπωμεν καί διά τήν Ἔφεσον ὅπου αἱ λέξεις Ἐπίσκοπος καί Πρεσβύτερος ἑναλλάσονται ἔχουσι τήν ἔννοιαν τοῦ Πρεσβυτέρου. Πραξ. Ἀποστ. 20,17,28.
Ἄρα καί ἐκεῖ πρόκειται περί πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται ἐπίσκοποι, διότι δέν ἦτο δυνατόν εἰς τήν Ἔφεσον νά εἶναι πολλοί ἐπίσκοποι. Εἰς τό αὐτό συμπέρασμα θά ἀχθῶμεν ἐάν συγκρίνωμεν καί ἄλλα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν ποιμαντορικῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου.
Εὐαγγελικός: Ποῖοι ἦσαν ἐπίσκοποι ἐν τῇ σημερινῇ ἐννοίᾳ κατά τήν ἀποστολικήν ἐποχήν;
Ὀρθόδοξος: Ἐπίσκοποι ἐν τῇ σημερινῇ ἐννοίᾳ ἦσαν ἐπί τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς οἱ Ἀπόστολοι. Τοῦτο φαίνεται καθαρά ἐκ τῶν Πραξ. 15,2 ὅπου λέγει «πρός τούς Ἀποστόλους καί Πρεσβυτέρους», στιχ. 4 «Ἀποστόλων καί Πρεσβυτέρων», στιχ. 22 «ἔδοξε τοῖς Ἀποστόλοις καί Πρεσβυτέροις», στιχ. 23 «οἱ Ἀπόστολοι καί Πρεσβύτεροι». Ἑπομένως εἶναι σαφής εἰς τά χωρία αὐτά ἡ διάκρισις τοῦ Ἀποστόλου ἀπό τοῦ Πρεσβυτέρου.
Οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν ἀνώτεροι τῶν πρεσβυτέρων, ἄρα ἦσαν οἱ Ἐπίσκοποι αὐτῶν. Μετά τόν θάνατον τῶν Ἀποστόλων ἕλαβον οἱ διάδοχοι αὐτῶν οἱ ἐπίσκοποι τό ὄνομα Ἐπίσκοπος, τό ὁποῖον ἔχωρίσθῃ ἀπό τόν Πρεσβύτερον, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν ἀποστολικόν πατέρα Ἰγνάτιον, ὁ ὁποῖος ὀνομάζει τούς τρεῖς βαθμούς καθαρά: Ἐπίσκοπον, Πρεσβύτερον Διάκονον (Μαγνησίους VI,1).
Συμπέρασμα: Λέγων ὁ Ἀπόστολος «δεῖ τόν Ἐπίσκοπον μιᾶς γυναικός εἶναι ἄνδρα» ἐννοεῖ: «πρέπει ὁ Πρεσβύτερος νά εἶναι ἀνήρ σύζυγος μιᾶς (ἀποθανούσης ἤ ζώσης) γυναικός, νά εἶναι μονόγαμος καί ὄχι πολλῶν γυναικῶν. Ἀφοῦ δέ ὁ τόνος εἴπομεν, πρέπει νά τεθῇ εἰς τό «μιᾶς» καί ὄχι εἰς τό «δεῖ» θά ἔχωμεν τήν ἑξῆς ἔννοιαν. «Δύναται ὁ Πρεσβύτερος νά εἶναι ἔγγαμος θά εἶναι ὅμως μιᾶς γυναικός ἀνήρ».
Τοῦτο γίνεται σήμερον καί παρ’ ἡμῖν: Οἱ πρεσβύτεροι εἶναι ἔγγαμοι, οἱ διάφοροι ἐφημέριοι, ἤ ἄγγαμοι οἱ ἱερομόναχοι. Ἰδού λοιπόν ὅτι οὐδόλως ἀντίκειται ἡ ἀγαμία τῶν «ἐπισκόπων»ἤτοι τῶν πρεσβυτέρων πρός τήν Ἁγίαν Γραφήν. Ἰδού καί ἄλλη πλάνη σας!
http://anavaseis.blogspot.com/
Ψηφιοποίηση κειμένων Κατερίνα