«Μάλιστα δὲ τοὺς ὀπίσω σαρκὸς ἐν ἐπιθυμίᾳ μιασμοῦ πορευομένους καὶ κυριότητος καταφρονοῦντας. τολμηταί, αὐθάδεις! δόξας οὐ τρέμουσι βλασφημοῦντες (Β΄ Πέτ. 2,10).
(:Καὶ προπαντὸς φυλάει γιὰ κρίση καὶ καταδίκη ἐκείνους ποὺ σύρονται πίσω ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ τὶς βδελυρὲς καὶ μιαρὲς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ περιφρονοῦν τὴν ὑπέρτατη ἐξουσία καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ μὲ ξεδιάντροπη αὐθάδεια καὶ τόλμη κάνουν τὶς ἀνομίες τους, καὶ δὲν τρέμουν ὅταν λένε προσβλητικὰ λόγια γιὰ τοὺς ἔνδοξους ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀποδίδουν πρόστυχα καὶ ὑβριστικὰ πάθη καὶ ἐπιθυμίες σαρκικές).
Ἐρωτᾶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος:
«Πές μου, ἄνθρωπε, γιὰ ποιὸ λόγο βλαστημᾶς καὶ ξεστομίζεις κακὸ λόγο; Μήπως θὰ σοῦ γίνη ἐλαφρότερος ὁ πόνος; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη ὑποθέσουμε πὼς θὰ γινόταν ἐλαφρότερος, θὰ τολμοῦσες νὰ θυσιάσης τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου, γιὰ νὰ πετύχης τὴν παρηγοριὰ τοῦ σώματός σου; Τί κάνεις ἄνθρωπέ μου; Τὸν Σωτῆρα καὶ εὐεργέτη καὶ προστάτη καὶ κηδεμόνα σου βλαστημᾶς; Ἢ δὲν αἰσθάνεσαι ὅτι τρέχεις πρὸς τὸν γκρεμὸ καὶ σπρώχνεις τὸν ἑαυτό σου στὸ βάραθρο τῆς χειρότερης καταστροφῆς; Ὁ διάβολος τὰ πάντα μηχανεύεται, γιὰ νὰ σὲ ρίξη σ’ αὐτὸ τὸ βάραθρο. Κι ἂν δῆ ὅτι μὲ τὸν πόνο βλαστημᾶς, ἀμέσως θὰ σοῦ αὐξήση τὸν πόνο καὶ θὰ τὸν κάνη μεγαλύτερο, ὥστε νὰ σὲ φέρη σὲ ἀπελπισία. Ἂν δῆ ὅμως νὰ τὸν ὑπομένης γενναῖα καὶ τόσο περισσότερο νὰ εὐχαριστῆς τὸ Θεὸ ὅσο ὁ πόνος αὐξάνει, τότε ἀπομακρύνεται ἀμέσως, ἐπειδὴ μάταια σὲ πολιορκεῖ;».
- Στό Λειμωνάριο διαβάζουμε: «Ἡ Ἡλιούπολη εἶναι πόλη τῆς Λιβανησίας Φοινίκης. Σ’ αὐτὴ κατοικοῦσε κάποιος ἠθοποιὸς μὲ τὸ ὄνομα Γαϊανός, ὁ ὁποῖος περιγελοῦσε στὸ θέατρο τὴν ἁγία Θεοτόκο βλαστημώντας την. Τοῦ παρουσιάζεται λοιπὸν ἡ Θεοτόκος καὶ τοῦ λέει: «Τί κακὸ σοῦ ἔκανα, ὥστε νὰ μὲ διασύρης καὶ νὰ μὲ βλαστημᾶς μπροστὰ σὲ τόσο κόσμο;». Αὐτὸς ὅμως ὅταν ξύπνησε, ὄχι μόνο δὲν διορθώθηκε, ἀλλὰ καὶ τὴ βλαστημοῦσε περισσότερο. Τοῦ παρουσιάζεται τρεῖς φορὲς λέγοντας τὰ ἴδια καὶ νουθετώντας τον. Καθὼς ὅμως δὲν διορθώθηκε, ἀλλὰ τὴ βλαστημοῦσε περισσότερο, τοῦ παρουσιάζεται ἕνα μεσημέρι, καθὼς κοιμόταν, χωρὶς νὰ λέη τίποτε· μόνο μ’ ἕνα δάχτυλό της χάραξε μία γραμμὴ στὰ δυό του χέρια καὶ στὰ δυό του πόδια. Κι ὅταν ξύπνησε, βρίσκεται μὲ κομμένα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια νὰ κείτεται κορμὶ μοναχό. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐξομολογήθηκε ὁ ἄθλιος καὶ φανέρωσε σὲ ὅλους ποιὰ ἀνταπόδοση ἔλαβε γιὰ τὴ βλαστήμια του· κι ὅλα αὐτὰ ἀπὸ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ».
- Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σώτου Χονδροπούλου «Ὁ Ἅγιος τοῦ αἰώνα μας»» ἀντλοῦμε τὸ ἀκόλουθο φοβερὸ γεγονός:
«…Σχεδὸν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐπιζῶντες παλιοὶ Πειραιῶτες, σίγουρα θὰ θυμοῦνται τὸν ἐπιστάτη στὸ Γυμνάσιο τῆς πλατείας, τὸν Μᾶρκο Κράκαρη, ποὺ κατοικοῦσε δωρεὰν σὲ κάτι ἐπὶ τούτου ἐκεῖ καμαράκια. Εἶχε λοιπὸν αὐτὸς καὶ μία θυγατέρα σὰν τὸ κρύο νερὸ ποὺ τὴν ἔλεγαν Κατερίνα. Ἀπὸ μικρή, ὅσοι τὴν ἔβλεπαν, προφήτευαν ὅτι σὰν μεγαλώσει θὰ κάψει καρδιές, θὰ γίνει μεγάλη καὶ τρανή, γυναίκα ἄρχοντα, τέτοια ἦταν ἡ δύναμη τῆς ὀμορφιᾶς της. Ἀλλὰ ὁ πατέρας της ὁ ἐπιστάτης ἦταν λιγάκι ἀπρόσεκτος στὴ ζωή του, ἦταν βλάστημος, βλαστημοῦσε καὶ τὰ Θεῖα καὶ σὲ μία ὥρα ὀργῆς, ποὺ ἔστειλε στὸ δαίμονα τὴν κόρη του, τὸ παιδί του, εὐθὺς αὐτὴ ἄλλαξε ὄψη, μελάνιασε, μούγγρισε σὰ μοσχάρι, ἔπεσε χάμου καὶ χτυπιόταν. Ἀπὸ τότε ἔγινε αἰχμάλωτη ἑνὸς ἀμείλικτου καὶ φοβεροῦ δαιμόνιου.
– Τρία εἴμαστε, ὁμολόγησε αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ δαιμόνιο μία μέρα σ’ ἕνα σεβάσμιο γέροντα ἐξομολόγο, ποὺ διάβαζε τοὺς ἐξορκισμούς…
Φόβος, τρόμος καὶ καημὸς ἔπεσε στὸ φτωχόσπιτο τοῦ Πειραιᾶ. Τρεῖς χειροδύναμοι ἄνδρες καὶ ὁ πατέρας δὲν κατάφερναν νὰ τὴν φέρουν σὲ λογαριασμό.
Καὶ προτοῦ γίνει καλόγρια, ὅλο τὴν ἔταζαν στὸ Θεό, ὅλο τὴν ἔτρεχαν σὲ κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες ὅπου ἄλλοτε γρύλιζε σὰ γουρούνι, ἄλλοτε γκάριζε σὰ γάϊδαρος καὶ μόνο στὴν ἱερὴ ὥρα τῆς «μετουσιώσεως τῶν Θείων Δώρων» λούφαζε καὶ χανόταν.
…Στὸ μεταξὺ μεσολάβησε ἡ προχείρισή της σὲ μοναχὴ καὶ ἡ ἐπίσκεψή της στὰ 1919 στὴν Αἴγινα, ζῶντος τοῦ ἁγίου (Νεκταρίου). Τὸ δαιμόνιο ἔδειχνε πὼς τὴν εἶχε ἀφήσει, λούφαζε μέσα της κι ἀποκοιμιόταν. …Τέλος, κάποια μέρα, σὲ κάποια κατανυκτικὴ ὁλονυκτία, ἄνοιξε ξαφνικὰ τὸ στόμα της καὶ πέταξε κάτι τὸ σημαδιακό, ἀλλὰ δυσνόητο.
«Ἄδικα μὲ κουκουλώνετε μὲ ράσα καὶ μὲ κουβαλᾶτε στὶς ἐκκλησίες. Τίποτα δὲν κάνετε. Εἶμαι πολὺ δυνατός, κανεὶς δὲν μπορεῖ ἀπ’ αὐτοὺς νὰ μὲ βγάλη… Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ μὲ βγάλη… ὁ νυχᾶς». Τέλος, ὅταν κοιμήθηκε ὁ γέροντας τῆς Αἴγινας καὶ διαδόθηκαν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε εἰδικὰ σὲ δαιμονισμένους, ἀποφάσισαν καὶ τὴν πῆγαν στὴν Αἴγινα.
«Ὁ νυχᾶς», οὔρλιαζε, μόλις ἔφθασαν σιμὰ στὸν ἱερὸ τάφο. «Ὁ νυχᾶς… οὐ τρομάρα μου, ξεπερνάει τὸν Καψάνη τῆς Κεφαλλονιᾶς (Ἐννοοῦσε τὸν Ἅγιο Γεράσιμο). Αὐτὸς βλέπεις εἶναι καὶ δεσπότης…».
…Τέλος, τὴν ἐπαύριον μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς θείας Λειτουργίας κι ἀφοῦ τὴν ἄλειψαν μὲ λάδι σὲ σχῆμα σταυροῦ ἀπὸ τὸ ἀκοίμητο καντήλι τοῦ τάφου, ἔπεσε χάμου, σπάραξε, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ σχεδὸν στράγγισε, ἔγινε κατακίτρινη, σὰ νεκρή. Σὲ μισὴ ὥρα ὅμως, ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ψιθύρισε: «Ἄχ, ποῦ βρίσκομαι; Θεέ μου, λευτερώθηκα!».
Ὅπως ἀποκαλύφθηκε πιὸ ἔπειτα, τὸ δαιμόνιο ἀποκαλοῦσε τὸν ἅγιο Ἱδρυτὴ τῆς Μονῆς, νυχᾶ, γιατί μιὰ καὶ δὲν εἶχε λιώσει ἀκόμη τὸ κορμί του, τὰ κεχριμπαρένια χέρια του, στὰ ἰσχνὰ κρινοδάχτυλά του, μεγάλωσαν κάπως τὰ νύχια του. Ἦταν ἄνοιξη. Ἀπρίλης τοῦ 1926. Ζήτησε καὶ ἀφιερώθηκε στὸ μοναστήρι σὰν καλόγρια κι ἀργότερα ἔγινε μεγαλόσχημη».