Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΛΕΟΠΑ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Θά ὁμιλήσουμε τώρα λίγα λόγια γιά τήν κόλασι. Πόσα λόγια ἔχετε ἀκούσει για τήν κόλασι στό Ἅγιο Εὐαγγέλιο, στήν Ἁγία Γραφή, στίς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί στήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας!  Ἀλλά ἐρωτηθήκατε ἄραγε κάποτε τί εἶναι ἡ κόλασις;

Τι εἶναι λοιπόν ἡ κόλασις; Νά γνωρίζετε ὅτι ἡ κόλασις εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θανάτου. Κόλασις εἶναι ὁ τόπος ὅπου βασανίζονται, κατά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, οἱ δαίμονες καί ὅλοι ὅσοι ἐμίσησαν τόν Θεό καί ἔκαναν τά θελήματά τούς στόν κόσμο αὐτόν.

Κόλασις εἶναι ἡ βασιλεία τῶν δαιμόνων, τῆς ὁποίας θύρα εἶναι ἡ ἀπελπισία,  αὐλή εἶναι τά δεσμά καί παράθυρα εἶναι τό σκοτάδι. Ἡ τράπεζα εἶναι γεμάτη ἀπό ἀκαθαρσίες καί βρωμιές, φαγητό τους εἶναι ἡ αἰώνια πεῖνα, ποτό τους εἶναι ἡ ἀκατάσχετη δίψα, ξυπνητήρι τους εἶναι τό κλᾶμμα, τό ξύπνημά τους εἶναι οἱ φλόγες καί  τυπικό τους εἶναι ἡ ἀδιάκοπη ταραχή μέσα σ’αὐτή τήν φοβερή ἄβυσσο.

Ἀλλά γνωρίζετε πόσα εἶναι ἐκεῖ τά εἴδη τῶν κολάσεων καί βασάνων; Ἐκεῖ εἶναι ὅλα τά εἴδη τῶν βασάνων, τά ὁποῖα εἶναι φοβερά καί αἰώνια.

Πρώτη βάσανος τῆς κολάσεως εἶναι τό σκοτάδι, γιά τό ὁποῖον μᾶς ὁμιλεῖ ὁ προφήτης Ἡσαΐας. Ἀλλά δέν εἶναι τό σκοτάδι αὐτό πού ἔχουμε ἐδῶ στήν γῆ. Εἶναι σκοτάδι ψηλαφητό. Εἶδες στήν Αἴγυπτο, στόν τόπο Γεσέμ, ὅπου ἦσαν ἐκεῖ οἱ Ἑβραῖοι, ὑπῆρχε φῶς καί σέ ὅλη τήν Αἴγυπτο ἦταν παντοῦ σκοτάδι; Κανείς δέν ἤξερε ποῦ νά πάει. Τό κοσμικό σκοτάδι εἶναι διαφερετικό ἀπό τό αἰώνιο σκοτάδι.

Ἐκεῖ τό σκοτάδι εἶναι τόσο δυνατό, ὥστε μπορεῖς νά τό ψηλαφήσεις μέ τό χέρι σου ἀκόμη! Αὐτό εἶπε ὁ θεῖος Ἰώβ: «Θά κατέβω στόν τόπο τοῦ αἰωνίου σκότους, στό ὁποῖο δέν ὑπάρχει φῶς, οὔτε κάποια ἀλλαγή στόν ἅπαντα αἰῶνα.

Γιά τό σκοτάδι αὐτό μᾶς ὡμίλησε ὁ Χριστός στό Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί μᾶς εἶπε: «Νά τοῦ δέσετε τά χέρια καί τά πόδια καί νά τόν ρίξετε στό ἐξώτερο σκοτάδι». Μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ Χριστός, ὅπως ἐξηγεῖ καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος, ὅτι αὐτό τό σκοτάδι εἶναι πολύ φοβερό.

Συνεπῶς, τό πρῶτο βάσανο πού κυριαρχεῖ στόν ἅδη εἶναι τό ἀπερίγραπτο καί ἀφάνταστό σκοτάδι.

Τό δεύτερο εἶναι ὁ κλαυθμός καί ὁ τριγμός τῶν ὀδόντων. Τόσα πολλά δάκρυα χύνονται στόν ἅδη σέ μία ἡμέρα, πού ἄν θά ἦταν δυνατόν νά συγκεντρωθοῦν σέ μία λίμνη, αὐτή θά ἦταν μεγαλύτερη ἀπό τόν εἰρηνικό ὠκεανό!  Ὁ εἰρηνικός ὠκεανός ἔχει μῆκος ἀπό βορρᾶν πρός νότον 48.000 χιλιόμετρα, τό πλάτος του εἶναι 18500 χιλιάδες χιλιόμετρα, ἐνῶ τό μεγαλύτερο βάθος του φθάνει μέχρι τά 11 χιλιόμετρα!

Τό τρίτο βάσανο εἶναι ἡ δυσωδία. Ἐάν συγκεντρώνοντο ὅλες οἱ ἀκαθαρσίες τῆς σ᾿ ἕνα τόπο, δέν θά ἦταν ἕνα γραμάριο μπροστά στήν δυσωδία πού ὑπάρχει ἐκεῖ στήν αἰώνια κόλασι. Καί γιά νά ἀντιληφθῆτε τήν ἀκαθαρσία τῆς αἰωνίου κολάσεως, θά σᾶς εἰπῶ τώρα μία ἱστοριούλα:

Δύο κατά σάρκα ἀδέλφια ἀνεχώρησαν γιά τό μοναστήρι νά γίνουν μοναχοί. Καί ὁ ἕνας ἐπῆγε σέ μοναστήρι καί εἶχε ὑπομονή, πολλή ταπείνωσι, ἀδιάκριτη ὑπακοή, χωρίς μεμψιμοιρίες καί  ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι τόν θάνατό του. Ὁ ἄλλος ἔχασε τήν ὑπομονή του καί σκεπτόταν νά πάει πάλι στόν κόσμο κοντά στούς γονεῖς του. Ὁ ἀδελφός του πού ἔμενε στό μοναστήρι, τόν συμβούλευε, ὡς ἑξῆς:

-Ἀδελφέ μου, μή γυρίζεις ὀπίσω! Ἄκουσε τί λέγει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο ὅτι αὐτός πού βάζει τό χέρι του στό ἄροτρο (ἀλέτρι) νά ὀργώσει, δέν πρέπει νά βλέπει στά ὀπίσω». Ὁπότε, ἀδελφέ μου, μή πηγαίνεις ὀπίσω στόν κόσμο, διότι εἶναι μεγάλος κίνδυνος νά ἀφήσεις τό μοναστήρι καί νά ἐπιστρέψεις πάλι στόν κόσμο.

Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπαντοῦσε:

-Ὄχι!  Ἐγώ θά γυρίσω πάλι πίσω!

-Μά δέν φοβᾶσαι τά βάσανα τοῦ ἅδου;

-Δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν ἀκριβῶς τέτοια καί τόσα βάσανα στόν ἅδη, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή καί ἐπαναλαμβάνουν νά λέγουν καί νά πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι. Αὐτά γράφθηκαν στά βιβλία γιά νά φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι καί νά μήν ἁμαρτάνουν.

Ὁπότε ἐπέστρεψε σπίτι του, παντρεύθηκε καί ἔκανε τοῦ κεφαλιοῦ του ὅ,τι ἤθελε. Δέν ἔζησε πολύ διότι μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπέθανε. Μαθαίνοντας ὁ μοναχός ὅτι ὁ ἀδελφός του ἀπέθανε, ἄρχισε νά προσεύχεται στόν Θεό μέ θερμότατη προσευχή, λέγοντας: «Κύριε, ἀξίωσέ μέ νά ἰδῶ ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός μου, στόν ἅδη ἤ στόν παράδεισο;

Μετά ἀπό ἀρκετό διάστημα, μία νύκτα, παρουσιάσθηκε μέσα στό κελλί του μία μαύρη σκιά. Καί ὅταν τόν ἀντίκρυσε μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀναμμένου κεριοῦ, τόν ἐγνώρισε. Αὐτή ἡ σκιά (ὁ πεθαμένος ἀδελφός του) τοῦ εἶπε κλαίγοντας καί ἀναστενάζοντας:

-Μέ γνωρίζεις; Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀδελφός σου.

Ἦταν μαῦρος σάν τό κάρβουνο. Τόν εἶδε σ᾿ αὐτή τήν ἐλεεινή κατάστασι καί τόν ἐρώτησε:

-Ἀδελφέ, ἀπό ποῦ ἔρχεσαι;

-Ἀπό τήν κόλασι, διότι ἄφησα τό μοναστήρι καί ἐπέστρεψα στόν κόσμο, ὅπου ἔκανα ὅ,τι ἤθελα. Ἀπέθανα μέσα στήν ἁμαρτία καί γιά τίς ἁμαρτίες μου, ἐπῆγα στά βάσανα τῆς αἰωνίου κολάσεως.

Καί τότε ἄρχισε νά τόν ἐρωτᾶ ὁ μοναχός:

-Ναί, ἀλλά, θυμᾶσαι τί μοῦ ἔλεγες, ὅτι τά βάσανα τῆς κολάσεως δέν εἶναι τόσο φοβερά, ὅπως τά διηγοῦνται τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί οἱ πιστοί χριστιανοί!  Καί ὅτι τά ἔγραψαν γιά νά φοβᾶται ὁ κόσμος καί νά τρομάζουν οἱ ἄνθρωποι. Γιά πές μου εἶναι τόσα εὔκολα τά πράγματα στήν κόλασι, ἀπ’ὅπου ἦλθες τώρα;

-Τά βάσανα τῆς κολάσεως εἶναι χιλιάδες φορές φοβερώτερα, ἀπό ὅτι εἶναι γραμμένα. Καί ἄν εἶχαν ὅλα τά δάση καί τά χόρτα γλῶσσα γιά νά μιλήσουν, δέν θά ἠμποροῦσαν νά περιγράψουν τά φοβερά βάσανα τῆς κολάσεως!

Καί ὁ ἀδελφός του, ὁ μοναχός, ἔκανε πώς δέν καταλάβαινε καί τόν ἐρώτησε:

-Ἀδελφέ, ἄραγε θά ἠμπορέσω νά δοκιμάσω λίγο ἀπό τά βάσανα αὐτά γιά νά πιστεύσω ὅτι μοῦ λέγεις τήν ἀλήθεια;

-Δέν ἠμπορεῖς νά ἀκούσης τά μουγγρητά καί τούς στεναγμούς καί τίς φωνές τῶν κολασμένων, διότι ἐκεῖ ὅλα τά σκεπάζει ὁ θάνατος.

-Ἀλλά δέν μπορῶ ἔστω λίγο νά ψηλαφήσω αὐτό τό σκοτάδι καί τά βάσανα;

-Δέν ἠμπορεῖς, διότι ἐκεῖ εἶναι φωτιά πού καίει ἑκατομμύρια φορές πιό δυνατά καί θά λειώσει τό σῶμα σου, ἄν τήν ἰδεῖς, ἔστω καί ἀπό μακριά.

-Δηλαδή ἔστω κι ἀπό μακριά εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν μπορῶ νά τήν ἰδῶ; Ἀλλά πῶς μπορῶ ἔστω γιά λίγο νά δοκιμάσω τά βάσανα τῆς κολάσεως;

-Ἀδελφέ μου, ἔχε τόν νοῦ σου καί μπορεῖς γιά λίγο νά γευθῆς τήν δυσωδία τῆς κολάσεως!

Ὅπως ἦταν ἐνδεδυμένος μέ τά καλογερικά του ροῦχα, ἅπλωσε τό χέρι του μόνο σέ ἕνα τόπο  ἐκεῖ. Καί ὅταν τό ἐτίναξε ἔξω, τόση δυσωδία ἐξῆλθε ἀπό τό μανίκι τοῦ ρούχου του, ὥστε αὐτός ἔπεσε κάτω σάν νεκρός καί γιά τρεῖς ἡμέρες δέν μποροῦσε νά βγῆ ἔξω ἀπό τό κελλί του. Μέ πολλή δυσκολία ἄνοιξε τήν πόρτα καί σύρθηκε πρός τά ἔξω καί βγῆκε καί ἡ δυσωδία ἔξω ἀπό τό κελλί του, ὥστε νά φύγουν πανικοβλημένοι ἀπό τόν φόβο τους οἱ μοναχοί καί τό μοναστήρι ἐρήμωσε!

Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες οἱ μοναχοί ἐπέστρεψαν διότι αὐτή ἡ ἀπαίσια δυσοσμία εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἐπῆγαν στό κελλί τοῦ μοναχοῦ, ἀπό ὅπου ἔβγαινε ἡ δυσωδία καί τόν ἐρώτησαν:

-Τι δυσωδία ἦταν αὐτή, ὦ Ἀδελφέ, πού ἔβγαινε ἀπό τό κελλί σου; Ἀπό ποῦ ἦλθε;

-Καί αὐτός τούς ἀπήντησε: Γνωρίζετε ἀδελφοί μου, ὅτι ἐγώ εἶχα ἕνα καλό ἀδελφό στό μοναστήρι μας, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στόν κόσμο, παντρεύθηκε καί μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπέθανε. Καί παρεκάλεσα τόν Θεό νά μοῦ δείξη ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός μου.

Μετά ἀπό πολλή προσευχή, μία νύκτα ἦλθε στό κελλί μου καί τόν ἐρώτησα ποῦ εἶναι. Ἀκούοντας ἀπ᾿ αὐτόν ὅτι εἶναι στόν ἅδη, ἀπό περιέργεια τόν ἐρώτησα πόσο δύσκολη εἶναι ἡ κατάστασις ἐκεῖ, διότι τόν ἤξερα ὅτι ἦταν ἀδιάφορος γιά ὅλα αὐτά μετά  θάνατον. Κι αὐτός μοῦ εἶπε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη γλῶσσα νά περιγράψη τήν ἀληθινή κατάστασι μέ τά βάσανα πού ὑπάρχουν στήν κόλασι.

Γιά νά γνωρίσεις, μοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός μου, τά βάσανα τοῦ ἅδου, εἶναι ἀδύνατον, διότι τό πᾶν ἐκεῖ εἶναι θάνατος, οὔτε ἠμπορεῖς νά ἀκούσης οὔτε νά ψηλαφήσεις.

Καί μοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα νά μυρίσω γιά λίγο τήν δυσωδία ἐκεῖ τῆς αἰωνίου κολάσεως. Τότε τινάχθηκε τό χέρι μου ἀπό τόν βυθό τῆς κολάσεως καί ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς δυσοσμίας ἐφύγατε ὅλοι σας ἀπό τήν μονή μας γιά τρεῖς μῆνες!

Ἡ τετάρτη βάσανος στόν ἅδη εἶναι ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα. Ἀκούσατε τί λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «Θά πεινάσουν ὅπως τά σκυλιά, θά οὐρλιάξουν, θά θρηνήσουν καί κανείς δέν θά ἠμπορέσει νά κατευνάσει τήν πεῖνα τους». Καί ὁ Σωτῆρας μας στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, μᾶς λέγει: «Πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τόν Λάζαρο, νά βρέξει τό ἄκρο τοῦ δακτύλου του καί νά ἔλθη νά δροσίσει τήν γλῶσσα μου, ἡ ὁποία βασανίζεται ἀπό τήν φλόγα τῆς κολάσεως».

Ἄκουσες, ἀδελφέ μου, τί λέγει ἐδῶ ἡ παραβολή; Ἕνα δακτυλάκι βουτηγμένο στό νερό, πόση μεγάλη ἀξία ἔχει ἐκεῖ! Καί σέ μ’ ἐμᾶς ὲδῶ δέν μᾶς ἀρέσει τό νερό, διότι θέλουμε νά πίνουμε κρασί, ρακί, ἀλκοολικά ποτά καί ἄλλα. Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐμᾶς διότι δέν βάζουμε καθόλου στό μυαλό μας τί μᾶς περιμένει!

Τό πέμπτο βάσανο τοῦ ἅδου εἶναι ὁ τάρταρος καί ἡ παγωνιά. Ὁ τάρταρος εἶναι πηγή χωρίς πάτο, γεμάτη ἀπό πάγο καί πολύ κρῦα. Αὐτός εἶναι ὁ τριγμός τῶν ὀδόντων, γιά τόν ὁποῖο μᾶς ὁμιλεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, δηλαδή δέν ἠμπορεῖ καμμία γλῶσσα νά περιγράψη τόν παγετό τῆς κολάσεως.

Τό ἕκτο βάσανο εἶναι ὁ ἀκοίμητος σκώληκας. Ἐκεῖ ὑπάρχουν φλογοφόρα σκουλήκια τά ὁποῖα κατατρώγουν τά σώματα καί τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων στόν ἅπαντα αἰῶνα καί κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐκεῖ δέν ἀποθνήσκει. Ἐκεῖ εἶναι τό πύρινο θηρίο, τά πύρινα φίδια, τά ὁποῖα κολυμβοῦν μέσα στόν πύρινο ποταμό, ὅπως κολυμβοῦν τά ψάρια μέσα στόν ποταμό καί δέν τραυματίζονται οὔτε ψοφοῦν. Καί πιάνουν αὐτά τά σκουλήκια τούς δυστυχισμένους ἁμαρτωλούς, τούς τρυποῦν, τούς δαγκώνουν, τούς ἀπομυζοῦν στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Τό ἕκτο βάσανο εἶναι τό ἄσβεστό πῦρ, τό ὁποῖον εἶναι τό χειρότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα βάσανα. Εἶναι ἡ μαύρη καί σκοτεινή φωτιά πού καίει στούς αἰῶνες!

Ἐξ αἰτίας του φοβούμεθα καί τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶπαν στόν Χριστό μέ τό θαῦμα τῶν δύο δαιμονιζομένων  στά Γέρασα, τῆς κοιλάδος τῆς Γαλιλαίας: «Σέ γνωρίζουμε ποιός εἶσαι ἐσύ. Εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Ὑψίστου  Θεοῦ καί σέ παρακαλοῦμε νά μή μᾶς στείλης στήν γέενα»! Καί ὁ Χριστός τούς ἔστειλε ὲκεῖ διότι εἶχε τήν δύναμι. Καί οἱ δαίμονες ἐφοβοῦντο τήν κόλασι, γιά τήν ὁποία λέγει ὁ Χριστός, ὅτι ἡ φωτιά ἐκεῖ δέν σβήνει ποτέ!

Ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἴδια φωτιά μ᾿ αὐτήν πού ἔχουμε ἐδῶ στήν γῆ μας. Ἡ δική μας φωτιά εἶναι δυνατόν νά μᾶς κάψει, ἀλλά μᾶς δίνει καί φωτισμό, ἐνῶ τό μαῦρο πῦρ τῆς κολάσεως εἶναι ἑκατομμύρια φορές χειρότερο καί θερμότερο.

Πόσο δυνατή εἶναι ἡ φωτιά πού λειώνει τό ἀτσάλι, ἀλλά ἀφαντάστως μικρή καί ἀδύνατη μπροστά στό πῦρ τῆς κολάσεως, τό ὁποῖο ζωγραφίζεται καί στούς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν μοναστηριῶν μας. Καί μόνο πού τό βλέπουμε ζωγραφισμένο μᾶς προκαλεῖ φόβο καί τρόμο!

Μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος ὅτι τό ἄσβεστον πῦρ ἐκεῖ δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ὑλικά αὐτοῦ τοῦ κόσμου γιά νά δυναμώσει. Δέν εἶναι πῦρ πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινα καυστικά ὑλικά, ἀπό ξύλα, βενζίνη καί πετρέλαια. Ἐκεῖ καίει ἐξ αἰτίας τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι στήν γῆ δέν τόν ἐπίστευσαν καί δέν Τόν ἄκουσαν γιά νά ἐφαρμόσουν τίς ἐντολές Του. Αὐτή ἡ φλόγα τῆς κολάσεως καίει καί τά ἀκάθαρτα δαιμονικά πνεύματα, τά ὁποῖα τήν φοβοῦνται!

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσοστόμος μᾶς λέγει: «Κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους πού φοβοῦνται ἀπό ἐδῶ τό πῦρ τῆς γεέννης, δέν θά τό γνωρίσει στήν ἄλλη ζωή». Ὅποιος σκέπτεται τήν κόλασι ἐδῶ, γλυτώνει στήν ἄλλη ζωή ἀπό τά βάσανά της! Ὁ ἄνθρωπος πού σκέπτεται τήν κόλασι, φυλάγεται ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀρχίζει νά κάνει καλές πράξεις στήν ζωή του, ἐξομολογεῖται, βάζει καλή ἀρχή μετανοίας, κάνει τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του καί διορθώνει τήν ζωή του. Εἶναι αὐτό πού γράφεται στήν Ἁγία Γραφή: «Δέν εἶναι πλέον τό ἔργο σου ὅπως ἦταν χθές καί προχθές, διότι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος σήμερα νά εἶναι διάβολος καί αὔριο νά γίνει φωτεινός ἄγγελος». Μόνον, ἄν ἐνθυμηθῆ τόν ἅδη καί τά βάσανά του, δέν θά φθάσει ἐκεῖ ποτέ, διότι παύει ἐδῶ νά ἁμαρτάνει.

Ἰδού λοιπόν,  ἔχω νά σᾶς εἰπῶ ἀκόμη καί γιά ἕνα σχετικό θαῦμα πού εἶναι γραμμένο σ᾿ ἕνα παλαιό βιβλίο:

Στό Ἅγιον Ὄρος ζοῦσε ἕνας μοναχός μέ τό ὄνομα Ἀνδρέας. Αὐτός ὁ μοναχός ἔκανε μία ἁγία ζωή μέ παρθενία, νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία, μέ ἱερούς στοχασμούς καί σκέψεις θεολογικές μέσα ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές. Ἀρώστησε ὅταν ἦταν τριάντα ἐτῶν. Ἔμεινε κατάκοιτος ἕνδεκα χρόνια καί δέν ἐρχόταν ἡ ὥρα νά ἀποθάνει.

Τότε, αὐτός ὁ μοναχός, μέ τό δίκαιο του, ἔκανε μία ἐρώτησι: «Γιατί νά ὑποφέρω ἐγώ τόσο πολύ; Διότι δέν ἐγνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γιά τίς ἁμαρτίες του εἶναι δυνατόν ἐδῶ στήν γῆ νά ὑποφέρει ἀπό κάποια φοβερή ἀρρώστεια. Καί ἄρχισε ὁ καϋμένος, ὅπως κάθε ἄνθρωπος πού δέν ἠμπορεῖ νά ὑποφέρει, νά προσεύχεται καί νά λέγει στόν Θεό:

-Κύριε, ζητῶ ἀπό Σένα ἕνα καί  μοναδικό πρᾶγμα: Ἤ  νά ἀποθάνω ἤ νά γίνω πάλι ὑγιής, διότι δέν ἠμπορῶ ἄλλο νά ὑπομένω. Ἔμειναν μόνο ἀπό τήν ἀρρώστεια τά κόκκαλά μου καί τό δέρμα μου.

Ἔτσι προσευχόταν καί μία νύκτα ἔλαμψε τό κελλί του ἀπό ἕνα ὑπερθαύμαστό φῶς. Αὐτός φοβήθηκε νά μήν εἶναι κάποιος πειρασμός ἀπό δαίμονες, πού ἠμποροῦν νά λάβουν ἀκόμη καί τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ ἤ καί ἀγγέλου ἤ τήν μορφή κάποιου ἁγίου γιά νά ἐξαπατήσουν τόν ἄνθρωπο.

Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅτι δέν εἶναι θαυμαστό τό γεγονός νά ἐμφανισθῆ ὁ διάβολος μέ τήν φωτεινή μορφή ἀγγέλου ἤ ὑπηρέτου τῆς δικαιοσύνης, προκειμένου νά πλανήσει τόν ἄνθρωπο.

Ἔτσι φοβήθηκε κι αὐτός ὁ μοναχός καί ἄρχισε νά κάνει τόν σταυρό του. Καί ἀμέσως εἶδε νά μπαίνει ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἕνας νέος, πολύ ὡραῖος στήν μορφή, μέ μία χρυσῆ ράβδο στό χέρι καί ἕνα χρυσό στεφάνι στό κεφάλι του καί ἕνα φωτεινό σταυρό στό μέτωπό του. Καί τοῦ εἶπε:

-Μή φοβᾶσαι πάτερ, δέν εἶμαι διάβολος. Εἶμαι ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ψυχῆς σου καί μέ ἔστειλε ὁ Θεός νά σοῦ εἰπῶ κάτι. Ἐγώ πάντοτε εἶμαι μαζί σου. Καί γνωρίζω ὅλους τούς στεναγμούς σου, τά δάκρυά σου, τούς πόνους καί τίς στενοχώριες σου. Ἐσύ κοιμᾶσαι, ἐνῶ ἐγώ δέν κοιμοῦμαι. Ἐσύ τρώγεις, ἐνῶ ἐγώ δέν τρώγω. Ἐσύ πίνεις, ἐγώ δέν πίνω.

Ἐνθυμίσου τί λέγει ὁ Ψαλμωδός Δαβίδ: «ὅτι στέλλει τόν ἄγγελο Κυρίου σ᾿ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται καί τούς λυτρώνει… καί οὔτε κοιμᾶται αὐτός πού σέ φυλάττει».

Ὁπότε, πάτερ, ἐγώ γνωρίζω τίς στενοχώριες σου καί τήν προσευχή σου πού εἶπες στόν Θεό ἤ νά πεθάνεις ἤ νά γίνεις καλά. Ἐμένα τώρα μέ ἔστειλε ὁ Θεός νά σοῦ εἰπῶ δύο πράγματα.

-Ποιά;

Ἄκουσε τί σοῦ λέγει μέ μένα ὁ Θεός: «Θέλεις νά ὑποφέρεις τήν ἀρρώστεια σου ἀκόμη ἕνα χρόνο ἐδῶ στήν γῆ ἤ νά μείνεις τρεῖς ἡμέρες στήν κόλασι;

Αὐτός τό ἄκουσε καί τοῦ εἶπε: Κύριε, σάν ἄγγελος τοῦ Κυρίου πού εἶσαι γνωρίζεις τά βάσανά μου ἐδῶ στήν γῆ καί πῶς θά ὑπομείνω ἀκόμη ἄλλο ἕνα χρόνο; Δέν γνωρίζεις ὅτι μία νύκτα ἐξ αἰτίας τῶν πόνων μου εἶναι σάν ἕνα ἔτος καί ὅτι ἡ ἀρρώστεια μου εἶναι σάν μία ἀπέραντη καί ὀδυνηρή νύκτα; Καί γιατί νά ὑπομείνω ἀκόμη; Ἀφ᾿ ὅτου ἐδῶ στό Ἅγιο Ὄρος πιέσθηκα ὑπερβολικά νά κάνω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Καί τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου:

-Ἐσύ δέν ὑποφέρεις γιά τόν ἑαυτό σου. Ἀλλά ὑποφέρεις γιά τούς συγγενεῖς σου πού εἶναι στόν ἅδη καί ὁ Θεός ὥρισε σέ σένα μέ τούς κόπους καί τίς δοκιμασίες σου νά βγάλεις τούς συγγενεῖς σου ἀπό τήν κόλασι ἀκόμη καί αὐτούς τῆς ἐννάτης γενεᾶς».

Διότι αὐτό συμβαίνει, ἄν εἶναι καλός καί  ἅγιος ἕνας μοναχός, ἠμποροῦν νά σωθοῦν  ἐξ αἰτίας του πολλά ἔθνη.

Δέν γνωρίζεις τί λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας; Ὁ Θεός ἐξαγοράζει καί στέλλει τίς ἁμαρτίες τῶν γονέων ἐπάνω στά παιδιά τούς μέχρι τήν τετάρτη γενεά.

Συνεπῶς, ἐσύ ὑποφέρεις γιά νά βοηθηθοῦν οἱ πρόγονοί σου. Ἀλλά ἄν θέλεις νά βγῆς καί ἐσύ ἀπό τήν κόλασι καί νά βγάλεις καί αὐτούς!  Πές μου λοιπόν τί θέλεις: Νά μείνεις ἕνα χρόνο ἄρρωστος ἀκόμη στό κρεββάτι, ἤ τρεῖς ὧρες στήν κόλασι. Πρόσεχε τί θά μοῦ εἰπῆς, διότι ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή ἡ ψυχή σου θά πάει ἐκεῖ πού ἐσύ θέλεις.

Αὐτός στάθηκε καί σκεπτόταν.

Σκέψου καλά, τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Καί ἐκεῖνος ὁ μοναχός τοῦ ἀπήντησε:

-Προτιμῶ νά πάω τρεῖς ὧρες στήν κόλασι.

Καί ὅταν εἶπε ἔτσι, ἐπῆγε ἡ ψυχή του ἀμέσως στήν κόλασι, στό αἰώνιο πῦρ πού ἦταν ἑκατομμύρια πιό καυστικό ἀπό ὅ,τι ἡ γήϊνη φωτιά. Κυριεύθηκε ἡ ψυχή του ἀπό τό αἰώνιο σκοτάδι καί ἄρχισε νά ἀναστενάζει, νά πονᾶ, νά βασανίζεται πολύ καί νά οὐρλιάζει λέγοντας: «Κύριε, ἐλέησε τόν δοῦλον σου. Κύριε, συγχώρεσέ με!»

Μετά ἀπό τρία λεπτά σκόρπισε ἐκεῖνο τό σκοτάδι καί ἐμφανίσθηκε ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Ὅταν τόν εἶδε ἄρχισε νά κτυπᾶ τά χέρια του καί νά τόν καλεῖ μέ φωνές νά ἔλθη κοντά του.

-Ἀλλοίμονο σέ μένα! Ὅλα τά ἐπίστευα, ἀλλά αὐτό πού ζῶ τώρα δέν τό ἐπίστευα. Δέν τό ἐπερίμενα!

-Τί δέν ἐπίστευες, πάτερ, τόν ἐρώτησε ὁ ἄγγελος.

-Δέν ἐπίστευα ὅτι ἕνας ἄγγελος εἶναι δυνατόν νά λέγει ψέμματα.

Πῶς μπορῶ γιά ἕνα τόσο σοβαρό θέμα νά λέγω ψέμματα; Ἐγώ δέν εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, δέν εἶμαι ἕνα κακό πνεῦμα, ἕνα διάβολος. Δέν μπορῶ νά κάνω τήν ἁμαρτία, οὔτε μπορῶ νά εἰπῶ ψέμματα. Πῶς μπορῶ νά εἰπῶ ψέμματα πού εἶμαι σάν μία θεϊκή ἀκτίνα. Εἶμαι τό δεύτερο φῶς, μετά τό πηγαῖο Φῶς, πού εἶναι ὁ Θεός;

-Καί τί συνωμιλήσαμε μαζί στό κελλί μου; Ὅτι θά μείνω στήν κόλασι τρεῖς ὧρες καί τώρα βλέπω ὅτι ἔχουν περάσει ἑκατοντάδες  χρόνια ἀπό τότε πού μπῆκα μέσα.

-Καί ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός. Σοῦ λέγω κι ἐγώ τήν ἀλήθεια ὅτι μόλις μέχρι τώρα ἐπέρασε μία ὥρα. Ἀκόμη νά ὑπομείνης ἄλλες δύο ὧρες.

-Ἀκόμη δύο ὧρες ἐκραύγασε μέ ἀπελπισία ὁ μοναχός. Εἶναι δυνατόν νά ἐπέρασε μέχρι τώρα μόνο μία ὥρα;

-Ἐγώ ἦλθα νά ἰδῶ πῶς πᾶς μέ τήν ὑπομονή σου. Τότε ὁ μοναχός τοῦ εἶπε:

-Κύριε, ἄν αὐτό πού λέγεις εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἐπέρασε μόνο μία ὥρα ἀπό τότε πού βασανίζομαι μέσα στήν κόλασι, πάρε με καί φέρε με καί πάλι στό σῶμα μου, τό ἄρρωστό καί τραυματισμένο καί νά ὑποφέρω ἐκεῖ στήν γῆ ὄχι μόνον ἕνα χρόνο, ἀλλά ἑκατοντάδες χρόνια, ἀκόμη καί μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς γῆς, μόνο νά μή σταθῶ οὔτε μία στιγμή ἀκόμη στήν κόλασι,  στό ἄσβεστό πῦρ.

Καί ἀμέσως μέ ταχύτητα ὁ ἄγγελος μετέφερε τήν ψυχή του καί πάλι στό σῶμα του. Καί ποιός ἤξερε ὅτι ἦταν νεκρός ἐπί μία ὥρα! Κανείς! Ὅταν ἀναστήθηκε, ἄρχισε νά κραυγάζει λέγοντας:

-Ἐλεῆστε με, ἐλεῆστε με!

Καί ἦλθε ὁ μοναχός πού τόν ἐφρόντιζε καί τόν ἐρώτησε:

-Τί συμβαίνει πάτερ; Γιατί κραυγάζεις;

-Εἰδοποίησε νά ἔλθουν ἐδῶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς μας. Εἶναι ἀνάγκη. Ζοῦσαν στήν μονή ἐκείνη 300 μοναχοί. Τόν ἔβαλαν ἐπάνω σέ ἕνα ὑψηλό κάθισμα καί ἀνήγγειλε σέ ὅλους γιά τό θαυμάσιο αὐτό γεγονός πού τούς συνέβη. Ὅτι δηλαδή ἔμεινε στήν κόλασι μία ὥρα καί τοῦ φάνηκε ὅτι πέρασαν 300 χρόνια! Τόσο δύσκολα ἐκεῖ τρέχει ὁ χρόνος.

Νά μᾶς σκεπάσει τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου γιά ὅλους ὅσοι τώρα εἴμεθα ἐδῶ νά μή δοκιμάσουμε τούς πόνους καί τά βάσανα τῆς κολάσεως μέ κανένα τρόπο. Ἀλλά ὅλοι μέ τήν Χάρι τοῦ Σωτῆρος μας, τήν μεσιτεία τῆς Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί πάντων τῶν Ἁγίων νά σωθοῦμε, νά ἔχουμε εὐκολίες σ᾿ αὐτή τήν ζωή μας καί νά συναντηθοῦμε ὅλοι στόν μέλλοντα αἰῶνα καί στήν αἰώνια χαρά.

Τό ὄγδοο βάσανο εἶναι ἡ ἀπελπισία. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ κολασμένοι εἶναι ἀπελπισμένοι, δέν ἔχουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει καί ὁ λόγος τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου ὅτι «κλείσθηκε ἡ θύρα καί δέν ὑπάρχει πλέον μετάνοια στήν ἄλλο ζωή».

Τό ἔννατο βάσανο τῆς κολάσεως εἶναι ὅτι ὅλα τά βάσανα ἐκεῖ ἔχουν ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχουν τέλος καί μέσα σ᾿ αὐτά βασανίζονται ἑκατομμύρια τῶν ἑκατομμυρίων ψυχές. Ἔκεῖ ὄχι μόνον δέν ὑπάρχει κάποιος καθωρισμένος χρόνος βασάνων γιά μερικά ἑκατομμύρια χρόνια καί μετά σταματοῦν τά βάσανα, ἀλλά ἡ τιμωρία τῶν βασάνων εἶναι στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀλλά γιά νά περιγράψει κάποιος τά βάσανα ἕνα ἕνα ἤ γιά νά τά ἀνακοινώσει μέ τό στόμα του εἶναι πάρα πολύ δύσκολο. Εἶναι μᾶλλον ἀδύνατον νά περιγράψει ἀνθρώπινη γλῶσσα τά βάσανα τῶν κολασμένων στόν ἅδη!

Καί ποιός μπορεῖ νά μιλήσει ἔστω γιά ἕνα βάσανο πού ὑποφέρει ἐκεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύσις; Διότι οἱ δίκαιοι μετά τό τέλος τους λαμβάνουν τίς 4 ἰδιότητες τοῦ σώματος, καί οἱ ἁμαρτωλοί λαμβάνουν καί αὐτοί μόνο μία: Τήν αἰωνιότητα, ἀλλά μέσα στά βάσανα.

Λαμβάνουν καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀθάνατα σώματα γιά νά καίγωνται στόν ἅπαντα αἰῶνα, χωρίς νά ἐξαφανίζωνται. Βασανίζονται στόν αἰῶνα χωρίς νά σώζωνται. Διψοῦν στόν ἅπαντα αἰῶνα, χωρίς νά δροσίζωνται καί πεινοῦν, χωρίς ποτέ νά ἔχουν νά φάγουν καί νά χορτάσουν.

Θά ἔχουν τήν ἀθανασία, ὅπως λέγει καί ὁ Χριστός, μόνο γιά νά βασανίζωνται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου