«Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου». (: Διὰ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ. Δὲν εἶναι ὁ συνήθης Παῦλος αὐτός, ἀλλὰ ἄλλος Παῦλος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔδωκε χάριτας. Διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνον εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου δεικνύεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μὲ ἀφίνει νὰ καταβληθῶ).
- Μεγάλο καὶ πολύτιμο ἀγαθὸ ἡ ὑγεία. Αὐτὴν ἐπιθυμοῦμε καὶ γιὰ αὐτὴν εὐχόμεθα. Ὅμως πολλὲς φορὲς καὶ χωρὶς νὰ θέλουμε ἡ ἀσθένεια μᾶς κτυπᾶ τὴν πόρτα μας. Γιὰ δύο λόγους λέγουν οἱ Πατέρες παραχωρεῖ ὁ Θεὸς τὶς ἀσθένειες. Πρὸς παίδευση «ὅν ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς παιδεύει», δηλ. παιδαγωγεῖ ἤ πρὸς αὔξηση ἀρετῆς. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τοὺς ἁγίους, ποὺ μάθανε νὰ αὐξάνουν τὶς ἀρετὲς μέσῳ θλίψεων.
- Ὁ θεῖος Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει:
«Πόσο σπουδαῖο εἶναι νὰ ὑπομείνεις γενναῖα καὶ μὲ εὐχαριστίες τὴν ἀρρώστια τοῦ σώματος! Αὐτὸ στεφάνωσε τὸν Λάζαρο (τῆς παραβολῆς), αὐτὸ καταντρόπιασε τὸν διάβολο κατὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἰὼβ καὶ κατέστησε λαμπρότερο τὸν ἀθλητὴ ἐκείνης τῆς καρτερίας. Αὐτὸ εἶναι ποὺ περισσότερο ἀπ’ τὴ φιλοπτωχία καὶ τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων καὶ τὴν ξαφνικὴ ἐκείνη ἀπώλεια τῶν παιδιῶν καὶ τὶς μύριες ἐπιβουλές, τὸν ἀνακήρυξε καὶ ἔφραξε μὲ πολλὴ ἐπιτυχία τὸ ἀδιάντροπο στόμα τοῦ πονηροῦ ἐκείνου δαίμονα».
«Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ ἄνθρωποι, ὅταν μὲν εἶναι ἀσθενεῖς, θυμοῦνται τὸν Θεόν, ὅταν ὅμως ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ τὴν ἀσθένεια γίνονται πιὸ ἀδιάφοροι».
- Ὁ Ἅγιος Παΐσιος μᾶς συμβουλεύει πόσο ὠφελοῦν ὅλους μας οἱ ἀσθένειες: «Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ὑγεία, ἀλλὰ καὶ τὸ καλὸ ποὺ προσφέρει ἡ ἀρρώστια, ἡ ὑγεία δὲν μπορεῖ νὰ τὸ δώση! Πνευματικὸ καλό! Εἶναι πολὺ μεγάλη εὐεργεσία, πολὺ μεγάλη! Καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ μερικὲς φορὲς τοῦ ἐξασφαλίζει καὶ μισθό. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σὰν τὸ χρυσάφι καὶ ἡ ἀρρώστια εἶναι σὰν τὴ φωτιὰ ποὺ τὴν καθαρίζει. Βλέπεις, καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ὅσο περισσότερο ταλαιπωρηθεῖ μὲ κάποια ἀρρώστια ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερο ἐξαγνίζεται καὶ ἁγιάζεται, ἀρκεῖ νὰ κάνη ὑπομονὴ καὶ νὰ τὴν δέχεται μὲ χαρά».
- Στὸ βιβλίο «ὁ Γέρων Παΐσιος θαύματα καὶ θεραπεῖες» διαβάζουμε:
«Μαρτυρία Κωνσταντίνου Μελίτσου ἀπὸ τὸ Ἄργος: «Ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια πάσχω ἀπὸ χρόνιο νευρολογικὸ σύνδρομο μὲ παράλυση καὶ ἀταξία, καὶ εἶμαι καθηλωμένος σὲ ἀναπηρικὸ καροτσάκι. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1981 ἤμουν φιλοξενούμενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Μὲ πλησίασε κάποιος προσκυνητὴς Ἕλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἀναλαμβάνει ὅλα τὰ ἔξοδα γιὰ τὴν Ἀμερική, καθ’ ὅτι ἡ Ἰατρικὴ ἔχει προχωρήσει καὶ προβαίνει στὴν μεταμόσχευση νευρικῶν κυττάρων.
Ἡ ἐπιθυμία νὰ ξανασταθῶ στὰ πόδια μου καὶ νὰ περπατήσω ἄναψε μέσα μου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φουντώσουν οἱ λογισμοί, μήπως πρέπει νὰ προβῶ στὸ ἀνωτέρω ἐγχείρημα. Τοὺς λογισμούς μου ἐξαγόρευσα στοὺς Πατέρες τῆς Ἱ. Μονῆς, ποὺ μὲ φιλοξενοῦσε, ἀλλὰ αὐτοὶ μὲ ἀποθάρρυναν, λέγοντας:
– «Κώστα, κάθησε φρόνιμα… μὴ πᾶς γυρεύοντας…».
– «Ναί, ναί, πάω γυρεύοντας… Δὲν ξέρετε ἐσεῖς, τί τραβάω ἐγώ…», τοὺς ἔλεγα.
Τὴν ἑπόμενη συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν π. Τιμόθεο κατευθύνομαι πρὸς τὶς Καρυές, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Γέροντα Παΐσιο. Ἤθελα νὰ τὸν ρωτήσω, ἂν πρέπει τελικὰ νὰ πάω στὴν Ἀμερική. Στὶς πέντε τὸ πρωὶ στὸν χῶρο τοῦ παλαιοῦ ἰατρείου τῶν Καρυῶν, ἀφοῦ εἶχε ἐνημερωθῆ ὁ Γέροντας ἔγινε ἡ συνάντηση μαζί του. (Ἦρθε ὁ Γέροντας στὶς Καρυές, διότι ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ μεταβῶ στὴν «Παναγούδα», λόγῳ τῆς παραλυσίας μου).
Ὁ Γέροντας ἄκουσε τὸν λογισμό μου καὶ μὲ σταύρωσε στὸ κεφάλι μὲ τὸ Λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, ποὺ εἶχε μαζί του. Κατόπιν ἔπιασε τὰ παράλυτα καὶ ἀτροφικὰ πόδια μου καὶ τὰ ἀσπαζόταν λέγοντας:
«Ποδαράκια, ποδαράκια, αὐτὰ θὰ σὲ πᾶνε στὸν Παράδεισο καὶ ἐσὺ δὲν τὸ καταλαβαίνεις!
Μοῦ λέγει: «- Στὴν Ἀμερικὴ νὰ μὴ πᾶς, θὰ σὲ κάνουν πειραματόζωο…».
Μόλις ἄκουσα τὸν λόγο τοῦ Γέροντα, ἀναπαύθηκα.
Ἔπειτα μὲ κοίταξε στὰ μάτια καὶ μοῦ λέει:
«Σήκω νὰ περπατήσουμε».
Νόμιζα πὼς ὁ Γέροντας ἀστειευόταν. Μοῦ τὸ ξαναλέγει.
– Ἄντε θὰ σηκωθῆς καμμιὰ φορά;
– Γέροντα, τοῦ λέω, δὲν μπορῶ! Οὔτε ξέρω πῶς περπατάει κανείς.
Μὲ ἁρπάζει στὴν ἀγκαλιά του, μὲ σηκώνει ἀπὸ τὸ κρεββατι καὶ ἀρχίσαμε νὰ περπατοῦμε, ἐνῷ προσευχόταν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, λέγοντας κάτι ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω.
Αἰσθανόμουν ὅτι περπατοῦσα σὰν νὰ εἶχα φτερὰ καὶ βλέποντας τὸν ἑαυτόν μου ὄρθιο συγκινήθηκα καὶ ἔβαλα τὰ κλάματα. Ἔπειτα μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω στὸ καρότσι, κάθησε δίπλα μου σὲ μιὰ καρέκλα καὶ μοῦ λέει:
– «Ἄκουσε παιδί μου… ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ γίνης ποτὲ καλά. Χειρότερα θὰ πηγαίνης, καλλίτερα ὄχι. Ἀλλὰ νὰ γνωρίζης ὅτι, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μαζεύονται γύρω σου καὶ σὲ διακονοῦν, σῴζονται μὲ τὸν τρόπο αὐτό, βοηθώντας καὶ βοηθούμενοι, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Καὶ ἐσὺ γίνεσαι ἕνα μέσο σωτηρίας ψυχῶν. Ὁ Θεός, αὐτὸ ζητάει ἀπὸ σένα. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ φύγης ποτὲ ἀπὸ τὸ Ἄργος».