Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

ΑΘΛΗΤΙΚΑ ΕΙΔΩΛΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

 

Αρχιμ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΛΕΜΟΝΤΖΗ Δρ. Θ.

     Από την εποχή τού διαφωτισμού και μετέπειτα, κάποιοι οραμα­τίστηκαν έναν κόσμο απαλλαγμένο από κάθε είδους θρησκευτικότη­τας προσπαθώντας να περιθωριοποιήσουν ή και να καταργήσουν κάθε είδους θρησκευτικής εκδήλωσης. Όμως η προσπάθεια δια­ψεύσθηκε διότι στις εκτιμήσεις τους δεν έλαβαν υπόψιν μια βασική διάσταση της ανθρώπινης ψυχολογίας: Ότι ο άνθρωπος είναι θρη­σκευτικό ον, και εκείνο που τον ξεχωρίζει από τα ζώα δεν είναι τόσο η κοινωνικότητα, όσο η θρησκευτικότητά του1. Η προσπάθεια περι­θωριοποίησης τού Χριστιανισμού και της μη χριστιανικής διαπαι­δαγώγησης της νεολαίας έφερε πικρά αποτελέσματα μεταξύ των οποίων είναι η εμφάνιση των ποικίλων αιρέσεων οι οποίες καταδυ­ναστεύουν την νεολαία μας, είναι η έκπτωση των ηθικών αρχών και αξιών, ωστόσο όμως στη σημερινή εισήγηση μας δεν θα ασχολη­θούμε με τα συγκεκριμένα θέματα2, αλλά με την παθολογική προ­σκόλληση, ειδωλοποίηση και απολυτοποίηση των διαφόρων προσώ­πων τού αθλητισμού ή ομάδων.

Η προσκόλληση αυτή γεννά κατά το πλείστον το φανατισμό και τη βία. Οι ιαχές που ακούγονται για κάποιες αθλητικές ομάδες αποδίδοντας θεϊκές ιδιότητες σ’ αυτές, αν και περιέχουν μια δόση υπερβολής που τις περισσότερες φορές τις προσπερνούμε αδιάφορα, ωστόσο όμως εκφράζουν μια πραγματικό­τητα: Αυτή που στη θέση τού περιθωριοποιημένου Χριστιανισμού η ανθρώπινη ψυχή αναζητά υποκατάστατα κάποιας εξωτερικής ανα­φοράς, μια πηγή δηλαδή, από την οποία θ’ απορρέει η πληρότητα της ζωής.

Ο λόγος και η αιτία είναι απλή. Ο άνθρωπος, όντας θρησκευτι­κό ον έχει ανάγκη αναφοράς σε κάτι έξω από αυτόν, έστω και εγκόσμιο, αλλά ιδεατό και ανώτερο από αυτόν. Μια ανάγκη υπέρβασης τού εαυτού του. Ο Απ. Παύλος έλεγε ότι στα είδωλα ζητούσαν οι Έλληνες και οι άνθρωποι να αγγίζουν το Θεό, να τον ψηλαφίσουν. Πρόκειται για μία φυσική και θεόσδοτη τάση ένα δώρο τού Θεού, ένα ένστικτο, μια και ο άνθρωπος δεν είναι μόνο homo sapiens αλλά και homo religiosus. Ο άνθρωπος θέλει να πλησιάσει το Θεό και ο Παύλος είδε στα είδωλα αυτή την τάση. Η τάση όμως αυτή είχε πά­ρει λάθος κατεύθυνση4.
Ο άνθρωπος αναζητώντας την πληρότητα της ζωής πολλές φο­ρές επινοεί είδωλα. Ειδωλολατρία είναι το αποτέλεσμα της υποδού­λωσης τού ανθρώπου στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, ύστερα από τη ματαίωση τού καθ’ ομοίωσιν5. Αποτελεί μια μεταπτωτική κατάσταση6. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής κ. Ματσούκας, η έκπτωση τού ανθρώπου από τη δημιουργική τελείωση τον οδηγεί κατ’ ανάγκη συνειδητά ή ασυνείδητα στην αντιμετώπιση τού μηδε­νός. Καθώς ο άνθρωπος καθρεφτίζεται στη «φαντασματική» περιο­χή τού μηδενός και διαισθάνεται πως αποτελεί ένα εκμηδενιζόμενο είδωλο, επιδιώκει πάση θυσία, όταν αποφεύγει την αυτοκαταστρο­φή του, το στέριωμα της ζωής του. Στη θέα όμως των εκμηδενιζομένων πραγμάτων δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να επινοήσει είδωλα7.
    Η τυφλή και εμπαθής προσκόλληση στα αθλητικά είδωλα, είτε πρόσωπα είναι αυτά, είτε αθλητικές ομάδες εκφράζει τη ψυχοπαθο­λογία μιας εποχής η οποία αν και χαρακτηρίστηκε ως «διαφωτι­σμός» ή «εποχή των φώτων», εξοστράκισε από τον ορίζοντα της τον αληθινό Θεό και τον υποκατέστησε με ιδεολογήματα.
Η ειδωλοποίηση αθλητικών προσώπων ή ομάδων, αν και δεν έχει στοιχεία μιας τυπικής θρησκείας, θα μπορούσε όμως να χαρακτηριστεί ως άθρησκος θρησκεία και είναι άθρησκος διότι δεν είναι θεσμοθετημένη, ενώ είναι θρησκεία διότι φέρει τα χαρακτηριστικά μιας θρησκευτικότητας η οποία αν και είναι άτυπη από πλευράς οργάνωσης, εν τούτοις αποτελεί βαθιά και ουσιαστική εκδήλωση αφού περικλείει συγκινησιακά σύμβολα, εκδηλώσεις λατρείας, αφο­σίωσης και προσκόλλησης, όπως γίνεται σε κάθε οργανωμένη θρη­σκεία.
Σκοπός της παρούσης εισηγήσεως είναι η σκιαγράφηση της πα­θολογίας τους φαινομένου, η αναζήτηση των αιτιών που το γεν­νούν, η παρουσίαση και η ερμηνεία τού υπό το φως της Παύλειας θεολογίας και οπωσδήποτε ο εντοπισμός των θεολογικών προϋπο­θέσεων πάνω στις οποίες στηρίζεται η ερμηνεία του.
Με τη λέξη είδωλα στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη χαρακτηρί­ζονται οι ψεύτικοι θεοί των εθνικών, οτιδήποτε, (εκτός από τον ένα και αληθινό Θεό), λατρεύεται ως Θεός με θυσίες, αγάλματα, ναούς8. Αντίθετα το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τού Θεού στην Πα­λαιά Διαθήκη είναι ότι είναι «Θεός ζων»9.
Είδωλο δεν είναι μόνο αυτό το οποίο δεν είναι υπαρκτό όπως οι θεοί των αρχαίων και νέων ειδωλολατρών, αλλά και αυτό στο οποίο αποδίδονται ιδιότητες οι οποίες ανήκουν μόνο στο ζώντα Θεό και τού απονέμονται λατρευτικές εκδηλώσεις οι οποίες προορίζονται μόνον προς τον άκτιστο Θεό.
Εφόσον ειδωλολατρία είναι η προβολή σε κτιστά όντα ιδιοτή­των που ανήκουν μόνο στον άκτιστο Θεό η ριζική διάκριση που κά­νει η θεολογία μεταξύ κτιστού και άκτίστου10 προσδιορίζει, οριοθε­τεί και χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις τού ανθρώπου ως ειδωλολατρι­κές ή μη.
Βασική, λοιπόν, προϋπόθεση της ορθοδόξου θεολογίας είναι ότι μόνο δύο πραγματικότητες υφίστανται: Η θεία ή άκτιστη πραγματι­κότητα και η κτιστή προς την οποία και αντιδιαστέλλεται11. Χαρακτηριστικά της άχτιστης πραγματικότητας είναι η αϊδιότητα12, η αφθαρσία13, η ατρεψία14, σε αντίθεση προς την κτιστή και προς την οποία και οντολογικά υπερέχει15. Ωστόσο μια πραγματικότητα υπάρχει. Και αυτή είναι η θεότητα, διότι αυτή είναι το ον και η κτί­ση το μη ον. Η κτίση δηλαδή υπάρχει, επειδή μετέχει στη θεότητα. Από αυτήν τα όντα λαμβάνουν συνεχώς το είναι και τη δυνατότητα συνέχισης της ύπαρξης τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεμελιώνεται η οντολογική ετερότητα θεότητας και κτίσης16.
Η ετερότητα θεότητας και κτίσης, όντος και μη όντος συνα­ντάται εικονικά και παραστατικά στα κείμενα τού Αποστόλου Παύ­λου. Έτσι στο χωρίο (Ρωμ. 4,17) ο Παύλος αφήνει να εννοηθεί ότι ο κόσμος είναι έργο τού Θεού τού «καλούντος τα μη όντα ως όντα». Η Έκφραση αυτή πολύ γνωστή στον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό, έχει δύο δασικά στοιχεία: α) το γεγονός της δημιουργίας εκ τού μη όντος, β) την απόλυτη κυριαρχία τού Θεού στα δημιουργήματα του καθώς το ρήμα «καλείν» (κατά τον καθηγητή κ. Γαλάνη), στην Παλαιά Διαθήκη είναι δηλωτικό της κυριαρχίας17. Η δημιουργία εκ τού μη όντος σημαίνει πως ο Θεός κατασκευάζει έναν ετεροούσιο προς αυτόν κόσμο καθώς τον κτίζει με τη δημιουργική του ενέργεια, και σύμφωνα με τους δημιουργικούς λόγους της θείας βούλησης18.
Ο Θεός με την παρουσία του, ενώ συνάμα είναι πάνω από τον κόσμο και ασύλληπτος με τα ανθρώπινα μέτρα, ουσιώνει τα πάντα, ζωογονεί και καταξιώνει τα «μη όντα ως όντα» όπως επισημαίνει στο ίδιο χωρίο ο Θειος Παΰλος19.
Ο Θεός είναι κυρίαρχος των πάντων και τα πάντα εξαρτώνται από την βουλητική του ενέργεια. Η θεότητα δεν είναι απλώς μια δύ­ναμη αλλά η πηγή τού είναι, της ζωής και κάθε εξέλιξης, όπου μετέ­χει η κτίση. Με τη μετοχή τούτη η κτίση γίνεται πραγματικότητα20.
Κατά συνέπεια οδηγούμαστε σε μια αξιωματική αρχή της βι­βλικής θεολογίας : Η κτιστότητα των όντων επιβάλλει την οριακή και σχετική τελειότητα τους και η οποία είναι εξάπαντος διαφορετι­κή από τη θεία τελειότητα21. Το κτιστό κατασκευάζεται, δημιουρ­γείται, τελειώνεται και δεν είναι αφ εαυτού τέλειο όπως η άκτιστη θεότητα. Τέλειος και καλός είναι ο κτιστός κόσμος, μέσα στα πλαί­σια ενός πραγματοποιημένου γίγνεσθαι. Όποτε γίνεται καλύτερα κατανοητό ότι ο κτιστός κόσμος πρέπει να μετέχει στο άκτιστο για να ουσιώνεται, να ζωοποιείται και να τελειώνεται22. Άμεσα αποτε­λέσματα των παραπάνω είναι, ότι κανένα κτιστό ον δεν έχει τη δύ­ναμη να δώσει στον άνθρωπο την πληρότητα της ζωής την σωτηρία και την απολύτρωση παρά μόνο ο Χριστός23.
Ανήμποροι να κατανοήσουν τη σχετική τελειότητα των κτιστών όντων οι κάτοικοι της Πόλης των Λύστρων θέλησαν ν αποδώσουν θεϊκές ιδιότητες στο πρόσωπο τού Παύλου και τού Βαρνάβα. Στο χωρίο (Πράξ. 14,15) η αναφορά στην κτίση γίνεται για να αποδει­χθεί ως εσφαλμένη η πίστη των κατοίκων των Λύστρων και ανώφε­λη η προσπάθεια τους να προσφέρουν θυσίες στον Παύλο και τον Βαρνάβα, εντυπωσιασμένοι από το θαύμα που είδαν. Οι δύο Από­στολοι προσπαθούν να πείσουν τους ακροατές και θεατές τους ότι ένας είναι ο πραγματικός Θεός και ότι η ορατή κτίσις είναι δημι­ούργημα του και δεν πρέπει να προσφέρεται ως θυσία σε ψεύτικους θεούς και ανθρώπους24. Ο σκοπός της είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να γνωρίσει μέσω αυτής τον αληθινό Θεό και όχι να τον εκτρέψει στη λατρεία των ειδώλων25.
Επίσης, στους αιρετικούς που λάτρευαν τους αγγέλους και τα «στοιχεία τού κόσμου»26, αντιπαραθέτει ο Παύλος τη χριστιανική πίστη για το Χριστό «ως πρωτότοκον πάσης κτίσεως», δηλαδή την πίστη σ’ αυτόν που υπερέχει όχι μόνον χρονικά αλλά και ουσιαστικά άπ’ όλη την κτίση και γι’ αυτό είναι ο κυρίαρχος της27.
Αντιπαραθέτοντας ο Παύλος την οντολογική υπεροχή τού Χρι­στού έναντι παντός κτίσματος28 επισημαίνει ότι η λατρεία τού ανθρώπου πρέπει να απευθύνεται μόνο στο πρόσωπο τού Ιησού οποίος είναι «εικών τού Θεού τού αοράτου»29. Ο Χριστός υπερέχει οντολογικά έναντι παντός κτίσματος διότι «εν αυτώ εκτίσθη τα πά­ντα εν τοις ουρανοίς και επί της γης»30. Ο Χριστός είναι η συστατι­κή και συνεκτική του παντός δύναμη31, αυτός που συνέχει και συγκρατεί τα πάντα, καθώς τα πάντα αυτόν έχουν ως σκοπό της υπάρ­ξεως τους32. Όλα τα όντα έλαβαν την ύπαρξή τους «δί’ αυτού» και έχουν «εν αυτώ» το λόγο της ύπαρξή τους, γιατί αυτός είναι η αρχή και το τέλος της υπάρξεως όλων33.
Εφόσον ολόκληρος ο κόσμος, τα πάντα, έχουν αφετηρία, κέντρο και σκοπό το Χριστό, η κτιστή και φθαρτή κτίση η σχέση η δύναμη η πρόσωπο η οτιδήποτε άλλο, αποτελεί είδωλο που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσκύνησης λατρείας, παρά μόνον ο άκτιστος Θεός34.
Η σχέση τού ανθρώπου με τη κτίση δεν μπορεί να είναι σχέση λατρείας. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να παραπλανάται και να εναποθέ­τει στα στοιχεία της κτίσεως την ελπίδα για τη σωτηρία του, διότι και αυτή είναι υποταγμένη στη φθορά και αναμένει την σωτηρία35. Η λατρεία ανήκει στον κτίσαντα και όχι στην κτίση36.
 
Στον Παύλο οποιαδήποτε προσπάθεια των ανθρώπων να κατα­κτήσουν την πληρότητα της ζωής με διάφορα μέσα και όχι με το Χριστό είναι σκιώδης και ανεπαρκής37. Αυτή η ανεπάρκεια διαγρά­φεται με τον πιο εναργή τρόπο κατά την διαδικασία ειδωλοποίησης αθλητικών προσώπων και ομάδων. Ο άνθρωπος προσκολλάται εμπαθώς και αναζητεί σε αυτά την πληρότητα της ζωής. Τα ειδωλοποιεί όταν ζεί αποκλειστικά και μόνο για να υπηρετεί τα αθλητικά του σύμβολα. Αυτή η κατάσταση είναι γνώρισμα τού παλαιού ανθρώπου38. Είναι ακριβώς η εκδήλωση της ματαιότητος τού νοός που αναφέρει ο Παύλος39. Μάταιος γίνεται ο νους τού ανθρώπου, όταν αντί να στραφεί προς τον αληθινό Θεό στρέφεται στα είδωλα, όταν δηλαδή «τα μη όντα θεοποιή» όπως ερμηνεύει ο Θεοδώρητος Κύρου40. Ο άνθρωπος συνηθίζει να οικοδομεί τη ζωή του με αυτονόητη προοπτική τη διατήρησή της, όταν όμως στην προοπτι­κή της ανθρώπινης ζωής συμπεριλαμβάνεται και ο θάνατος ο οποίος αποτελεί αναπότρεπτα την τελευταία φάση της, όλα τα προηγούμενα διαψεύδονται.
Ο αείμνηστος καθηγητής Στογιάννος, διαγράφοντας την παθο­λογία της ειδωλολατρίας, αναφέρει ως συμπτώματα της: την αίσθη­ση ασφάλειας που το άτομο και η κοινωνία αποζητούν να βρουν στα είδωλα, τη θεϊκή αυθεντία που αποδίδουν σ’ αυτά, την ψευδαί­σθηση ελευθερίας όπου νομίζουν πως βρίσκουν κοντά τους41.
Ο διχασμός αλήθειας και ζωής, κύριο γνώρισμα της ειδωλολα­τρίας, μπαίνει στην καθημερινότητα τού ανθρώπου, τον διχάζει, τον απομακρύνει από τους άλλους, τού αφαιρεί τη δυνατότητα για λυ­τρωτική γνώση τού κόσμου. Γιατί ο άνθρωπος δυστυχώς έχει θεμε­λιώσει το είναι τού όχι στη Ζωή και την Αλήθεια, αλλά σε μάταια και νεκρά είδωλα. Η οντολογική του τοποθέτηση είναι εσφαλμένη, η δοξολογική τού προσκύνηση απευθύνεται σε ανύπαρκτα είδωλα, η πορεία τού γίνεται προς λανθασμένη κατεύθυνση42.
Οι άνθρωποι «μετήλλαξαν την αλήθειαν τού Θεού εν τω ψεύδει»43, οποία μορφή κι αν παίρνει αυτό είτε οντολογικό, υπαρξιακό είτε κοινωνικό ψεύδος. Μάλιστα θα έλεγε κανείς πως όσο πιο «πνευματικό» είναι τόσο το χειρότερο, γιατί με την ψεύτικη αίγλη του, επιβάλλεται ευκολότερα και με σταθερότητα44 (πρόσφατο παράδ. Κώδικας Da Vinci).
Όπως ακριβώς κάθε είδους τυφλή θρησκευτικότητα οδηγεί στον φανατισμό, κατά το ίδιο τρόπο και η τυφλή προσκόλληση στα αθλητικά είδωλα οδηγεί στο φανατισμό και τη βία, η οποία πολλές φορές οδηγεί και στο θάνατο. Τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως μας καθιστούν δυστυχώς πολλές φορές μάρτυρες τέτοιου είδους φαινο­μένων που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Άτομα συνή­θως με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και δημιουργικότητας προσπα­θούν ν’αντισταθμίσουν τη νοητική τους ανεπάρκεια με τέτοιου είδους συμπεριφορές. Οι παραβατικές ομάδες υποφέρουν συχνά από χαμηλή αυτοεκτίμηση και η καταφυγή σε αντικοινωνικές συ­μπεριφορές είναι η προσπάθεια να προστατεύσουν τη χαμηλή αυτο­εκτίμηση επιδεικνύοντας τη δυνατότητα να καταστρέφουν αγαθά που η κοινωνία θεωρεί σημαντικά αποδεικνύοντας τελικά στους πά­ντες ότι είναι σημαντικά46. Μ αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται στη ζωή, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο το κακό, οι εκδηλώσεις τού παλαιού ανθρώπου όπως αναφέρει ο Απ. Παύλος, δηλαδή τού ανθρώπου της πτώσεως και της αλλοτρίωσης από το Θεό.
Από την άλλη πλευρά η ορθόδοξη θεολογία δεν αποδέχεται κα­νενός είδους δυαρχίας ή δυαλισμού, αλλά το γεγονός ότι ο Θεός δη­μιούργησε έναν ετερούσιο προς αυτόν κόσμο δηλαδή εκ τού μη όντος47. Το κακό σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με τον υλικό κόσμο ή σώμα, αλλά ούτε επίσης με κάποια σφαίρα της ζωής τού ανθρώπου καθώς είναι μη ον, δηλαδή ανυπόστατο48. «Υπάρχει» μόνο ως διάβρωση και παράχρηση τού καλού και δεν έχει υπόσταση49. Εφόσον η κτιστότητα των όντων σημαίνει δεκτικότητα για την θέω-ση η την αμαρτία το κακό είναι η απομάκρυνση από το Θεό που είναι η ύπαρξη50, (αυτό δεν σημαίνει το μηδέν, αλλά δηλοί την αμαρτία. Δηλ. δεν πορεύεται ο άνθρωπος προς την ανυπαρξία, διότι τα χαρίσματα τού Θεού είναι αμετάκλητα, ενώ στην πλατωνική φι­λοσοφία το σώμα είναι ο τάφος της ψυχής51 στην ορθόδοξη θεολο­γία καταξιώνεται και ανακαινίζεται διότι είναι δημιούργημα τού Θεού. Κορύφωση της καταξίωσης τού ανθρωπίνου σώματος είναι η πρόσληψη του από το Θεό Λόγο ο οποίος προσέλαβε ανθρώπινη φύση ομοούσια με τη δική μας52 και την ανακαίνισε53. Κατά συνέπεια η ύλη καταξιώνεται και έξαγιάζεται54.
Η αποδοχή όλων των ανθρωπίνων εκδηλώσεων, ακόμη και των αθλητικών, εκτός βέβαια της αμαρτίας, βασίζεται στο μυστήριο της ενσάρκωσης. Ο Λόγος προσέλαβε και δεν καταδίκασε την ανθρώπι­νη φύση και με αυτό τον τρόπο την ανακαίνισε, την αναδημιούργη­σε55 και κατά τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία προσλαμβάνει και ανακαινί­ζει όλες τις διαστάσεις της ζωής τού ανθρώπου. Πρόκειται για πρό­σληψη, μπόλιασμα, ανακαίνιση όλων των πτυχών της ζωής τού ανθρώπου.
Οι αθλητικοί αγώνες γεννήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα και πέ­ρασαν διάφορες φάσεις. Κεντρικό σημείο είναι η άθληση τού σώμα­τος, αλλά ταυτόχρονα και η ένταξή τους στην όλη προσπάθεια τού ανθρώπου για τη βελτίωση της προσωπικότητας του56. Ο αθλητι­σμός και οι αθλητικοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα ευρύ κοινωνικό φαινόμενο και είχαν πάντοτε λατρευτικό και έντονο εορ­ταστικό χαρακτήρα. Ο αθλητισμός ήταν στοιχείο τού ελληνικού πο­λιτισμού57.
Αυτό που επεδίωκε ο κλασσικός αθλητισμός, όπως φαίνεται στην πορεία του από τον κότο στον κότινο, δηλαδή από την επιθετι­κότητα στην υπέρβαση της, και το στεφάνωμα με την ελιά, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έτσι επέρχεται η ειρήνη στον άνθρωπο, βρήκε την πλήρη δικαίωση του στον Χριστιανισμό, αφού με τον Χριστό ο άνθρωπος μεταμορφώνει όλες τις εσωτερικές ψυχικές, αλλά και σω­ματικές του δυνάμεις και οδηγείται μέχρι τη θέωση58.
Εφόσον δεν υφίσταται κανενός είδους δυαλισμός στην θεολο­γία, κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανένα πράγμα η σφαίρα της ατο­μικής ή κοινωνικής ζωής που να θεωρείται ως κακό και επομένως ούτε η άθληση είναι κάτι το κακό ούτε επίσης και η προβολή των αθλητών μας ως πρότυπα αγωνιστικότητας είναι κακό.
Ο αθλητισμός καταξιώνεται μέσα στην Παύλεια θεολογία και λαμβάνει ένα νέο νόημα. Ο Παύλος, ήταν καλός γνώστης των αθλη­τικών θεμάτων και της σχετικής ορολογίας ή και ίσως ο ίδιος ήταν θεατής αθλητικών αγώνων. Στις επιστολές τού μάλιστα χρησιμοποι­εί αθλητικούς όρους και παραστάσεις όπως άθληση, πάλη, γυμνά­σια, θηριομαχώ, πυκτεύω, πάλη, στάδιο, νίκη, βραβείο, στέφανος, δρόμος, κόπος, άγων, κλπ., τα οποία χρησιμοποιεί άλλοτε κυριολε­κτικά και άλλοτε μεταφορικά καθώς, όπως επισημαίνει ο καθηγη­τής κ. Γαλάνης, η αθλητική ορολογία ήταν πολύ γνωστή και εύχρη­στη εκείνη την εποχή, γιατί εκτός από τη χρήση της για αθλητικά θέματα, μπορούσαν να τη χρησιμοποιούν μεταφορικά και για άλλες δραστηριότητες60.
Στον Παύλο η σωματική γυμνάσια αντιπαραβάλλεται προς την πνευματική, η οποία είναι ανώτερη από τη σωματική, ενώ η σωματι­κή61 άθληση είναι σύμβολο της πνευματικής. Ο αθλητής είναι τύπος και υπόδειγμα τού πιστού ο οποίος αγωνίζεται ενάντια στις φθοροποιές δυνάμεις τού κόσμου όπως «πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα έγκρατεύεται»62 ώστε να λάβει τον φθαρτό στέφανον έτσι και οι πι­στοί αγωνίζονται για να λάβουν όμως τον άφθαρτο στέφανο.
Όπως εκείνοι επιδεικνύουν αγωνιστικότητα για να επιτύχουν τον σκοπό τους κατά τον ίδιο τρόπο και ο πιστός καλείται ν αγωνιστεί εναντίον των δυνάμεων τού κακού.
Άλλωστε βασικός όρος της Χριστιανικής ηθικής είναι αυτός της άσκησης, όρος δανεισμένος από την αθλητική ορολογία. Η άσκηση κατέχει κεντρικό ρόλο στη Παύλεια θεολογία διότι ο Παύλος, αν και τονίζει στις επιστολές του τη συντριβή των αντίθεων σατανικών δυ­νάμεων πάνω στο σταυρό τού Χριστού63, ωστόσο, δεν παραγνωρίζει τη φθοροποιό ακόμη δύναμη τους στους ανθρώπους. Όπως επιση­μαίνει ο καθηγητής κ. Καραβιδόπουλος «το εκκρεμές της θεολο­γικής τον σκέψεως κινείται προς δυο κατευθύνσεις: από τη μια με­ριά προς το θρίαμβο τού σταυρού, γεγονός που ήδη συντελέσθηκε μέσα στη ιστορία, κι από την άλλη στον αγώνα που μέλλουν να συ­νεχίσουν οι πιστοί και ο οποίος δεν είναι εύκολος»64Γι αυτό το λό­γο οι πιστοί νήφουν και ασκούνται.
Άσκηση είναι ένα μέσον και ένας τρόπος συνεχούς και επανα­λαμβανόμενης προετοιμασίας, για να επιτύχει κανείς ένα σκοπό. Η άσκηση συνδέεται στενά με όλη την ανθρώπινη ζωή. Ο αθλητής για να επιτύχει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα πρέπει να ασκείται καθη­μερινώς και για πολλές ώρες65. Στο Χριστιανισμό άσκηση είναι η προσπάθεια τού πιστού να καταπολεμήσει τα πάθη του. Η εικόνα των αθλητών που αγωνίζονταν στα στάδια προσαρμόζεται πλήρως στους αγώνες των άγιων μαρτύρων και οι άγιοι χαρακτηρίζονται ως αθλητές Χριστού και το μαρτύριο τους άθληση. Γι’ αυτό ο άγιος Γε­ώργιος ονομάζεται αθλοφόρος και άγιος Δημήτριος ονομάζεται αθλητής66.
Κατεξοχήν πρότυπο μίμησης αποτελεί ο Χριστός67, ο οποίος μας έδωσε υπόδειγμα και μέσα στη θεολογία προβάλλονται ως πρότυπα οι άγιοι οι οποίοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που με την ταπείνωση και την αγάπη τους στο Χριστό κένωσαν τον εαυτό τους, για να τον ξαναβρούν στο πρόσωπο τού Χριστού και τού πλησίον. Είναι εκείνοι που νίκησαν τη φιλαυτία τους και άφησαν τη χάρη τού Θεού να φανερωθεί στην ύπαρξή τους. Είναι τα μέλη τού σώματος τού Χριστού, που μαρτυρούν την παρουσία τού ίδιου του Χριστού μέσα στoν κόσμο. Η εκκλησία τιμά τους άγιους και προβάλλει τη ζωή τους για την πνευματική οικοδομή των πιστών68.
Η αγάπη και η μίμηση απέναντι σε κάποια πρόσωπα δεν είναι κάτι αρνητικό, άλλωστε και ο Παύλος καλεί τους πιστούς να τον μιμηθοΰν69, αλλά η θεοποίηση και ειδωλοποίησή τους δηλαδή η απολυτοποίησή τους και η αναγνώριση ότι μπορούν να δώσουν την πληρότητα της ζωής. Ο πιστός καλείται να μιμηθεί το ήθος και την αγωνιστικότητα των αθλητών. Έτσι ενώ ο αθλητής εξασκεί την σω­ματική γυμνάσια ο πιστός εξασκεί την πνευματική.
Οι νέοι οφείλουν να μιμηθούν τις θετικές πτυχές των δραστηριο­τήτων των αθλητών μας όπως την αγωνιστικότητα, την επιμονή και υπομονή, για την επίτευξη των υψηλών στόχων, την άμιλλα και τη αλληλοβοήθεια.
Είναι αποδεδειγμένο ότι ο νέος που ασχολείται με την άθληση γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο του και καταπολεμεί την οκνηρία και την αεργία. Δραστηριοποιούμενοι οι νέοι μας στον αθλητισμό κατα­πολεμούν την ακηδία και την οκνηρία, σύνδρομο που δυστυχώς κα­τατρέχει την σύγχρονη νεολαία μας. Έτσι ο αθλητισμός πολλές φο­ρές απομακρύνει τους νέους από βλαβερές συνήθειες όπως το κάπνι­σμα, τα ναρκωτικά. Γι’ αυτό το λόγο σε πολλά ενοριακά κέντρα λει­τουργούν αθλητικές ομάδες και επίσης στις χριστιανικές κατασκη­νώσεις των Ιερών Μητροπόλεων μας η σωματική άσκηση και ο αθλητισμός αποτελεί το κυριότερο μέσο ψυχαγωγίας.
Συνοψίζοντας επισημαίνουμε ότι η βασική διάκριση της Παύλει­ας και κατά συνέπεια της Πατερικής θεολογίας μεταξύ κτιστού και ακτίστου επιβάλλει τη σχετική τελειότητα των κτιστών όντων και την οντολογική υπεροχή τού ακτίστου. Εφόσον και αυτά είναι κτι­στά και άρα δεν έχουν την τελειότητα τους, δεν μπορούν να οδηγή­σουν τους ανθρώπους στην απόκτηση της πληρότητας της ζωής. Κατά συνέπεια η λύτρωση και απόδοση λατρείας ανήκει μόνο στο Θεό.
Ο Χριστιανισμός έχει προσληπτικό χαρακτήρα. Προσλαμβάνει όλες τις πτυχές και τις σφαίρες της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής τού ανθρώπου και τις εξαγιάζει και τις μεταμορφώνει. Επομένως η θεολογία δεν καταδικάζει ούτε τον αθλητισμό ούτε την προβολή των αθλητών ως προτύπων αγωνιστικότητας και άσκησης. Καταδι­κάζει την απολυτοποίηση των αθλητικών προσώπων ή ομάδων και την υποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το Θεό με κτιστά όντα τα οποία ως εκ τούτου είναι φθαρτά και κατά συνέπεια πρόσκαιρα. Καταδικάζεται η βία στην οποία ωθούνται πολλές φορές οι νέοι μας εξαιτίας κάποιων που θέλουν να υπηρετήσουν ιδιοτελείς σκοπούς.
Εφόσον ο ειδωλολάτρης ποτέ δεν πιστεύει ότι πρόκειται για μία τυραννία, γιατί η αφοσίωση του στα είδωλα τού είναι αυτονόητη όπως και η ίδια η ζωή του, αυτά τα είδωλα τού δίνουν την επιθυμη­τή ασφάλεια. Η νίκη εναντίον της ειδωλολατρίας δεν γίνεται ούτε με προτροπές ούτε με μια θρησκευτική διδασκαλία συντελείται μο­νάχα με τη δημιουργική τελείωση τού κάθ’ ομοίωσιν Θεού70.
Η σύγχρονη ειδωλολατρία παρουσιάζει μια υπερτροφία στο εσωτερικό χώρο, ο άνθρωπος ειδωλοποιεί τον εαυτό του, ενώ στον εξωτερικό έχει αλλάξει μονάχα το μυθικό ένδυμα, και αντικαταστά­θηκε από το ιδεολογικό71. Αυτές όμως είναι εκδηλώσεις τού κόσμου και η διαφοροποίηση των μελών της εκκλησίας από τον κόσμο, όπως επισημαίνει ο καθηγητής κ. Καραβιδόπουλος, δεν έχει την έννοια ούτε της αποκοπής από τη ζωή μέσα στον κόσμο ούτε της φαρισαϊκής επάρσεως περί υπεροχής τους αλλά έχει την έννοια της αποχής από την αμαρτία72 την επιστροφή «προς τον Θεόν από των ειδώλων δουλεύειν Θεώ ζώντι και αληθινώ»73.
ΣΥΝΟΨΗ
Η τυφλή και εμπαθής προσκόλληση στα αθλητικά είδωλα, είτε πρόσωπα, είτε αθλητικές ομάδες εκφράζει τη ψυχοπαθολογία μιας εποχής η οποία αν και χαρακτηρίστηκε ως «διαφωτισμός» ή «εποχή των φώτων», εξοστράκισε από τον ορίζοντα της τον αληθινό Θεό και να τον υποκατέστησε με κάθε είδους ψεύτικα ιδεολογήματα.. Ο άνθρωπος όντας θρησκευτικό ον, αναζητώντας την πληρότητα της ζωής, έχει ανάγκη αναφοράς σε κάτι έξω άπ’ αυτόν, έστω και εγκόσμιο, όμως ιδεατό, και ανώτερο άπ’ αυτόν. Σ’ αυτήν την προσπάθεια αναζητά υποκατάστατα κάποιας εξωτερικής αναφοράς και επινοεί είδωλα.
Ειδωλολατρία είναι η προβολή σε κτιστά όντα ιδιοτήτων που ανήκουν μόνο στον άκτιστο Θεό και σε αυτό το σημείο η ριζική διά­κριση που κάνει η θεολογία και που συναντάται εικονικά και παρα­στατικά στα κείμενα, τού Αποστόλου Παύλου, δηλαδή μεταξύ κτι­στού και ακτίστου προσδιορίζει, οριοθετεί και χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις τού ανθρώπου ως ειδωλολατρικές ή μη.
Βασική θεολογική προϋπόθεση είναι ότι μόνο δύο πραγματικό­τητες υφίστανται: η θεία ή άκτιστη πραγματικότητα η οποία αντι­διαστέλλεται προς την κτιστή πραγματικότητα. Ο Θεός είναι η μό­νη αληθινή πραγματικότητα ενώ η κτίση υπάρχει διότι μετέχει στις άκτιστες ενέργειες τού Θεού. Εκκινώντας άπ’ αυτό το σημείο οδη­γούμαστε σε μια αξιωματική αρχή της βιβλικής θεολογίας : η κτιστότητα των όντων επιβάλλει την οριακή και σχετική τελειότητά τους. Άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι κανένα κτιστό ον δεν έχει τη δύναμη να δώσει στον άνθρωπο την πληρότητα της ζωής την σωτηρία και την απολύτρωση παρά μόνο ο Χριστός.
Ανήμποροι να κατανοήσουν τη σχετική τελειότητα των κτιστών όντων οι κάτοικοι της πόλης των Λύστρων θέλησαν ν’ αποδώσουν θεϊκές ιδιότητες στο πρόσωπο τού Παύλου και τού Βαρνάβα. Αλλά και κάποιοι Κολασσαείς λάτρευαν τους αγγέλους και τα «στοιχεία τού κόσμου». Απέναντι σ’ αυτές τις τάσεις αντιπαραθέτει ο Παύλος την πίστη για την οντολογική υπεροχή τού Χριστού έναντι παντός κτιστού όντος.
Εφόσον όλη η κτίση έχει αφετηρία, κέντρο και σκοπό το Χριστό κανένα κτιστό ον δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο λατρείας παρά μόνον ο άκτιστος Θεός. Στον Παύλο οποιαδήποτε προσπάθεια των ανθρώπων να κατακτήσουν την πληρότητα της ζωής με διάφο­ρα μέσα και όχι με το Χριστό είναι σκιώδης και ανεπαρκής .Αυτή η ανεπάρκεια διαγράφεται με τον πιο εναργή τρόπο κατά την διαδι­κασία ειδωλοποίησης αθλητικών προσώπων και ομάδων την οποία θα μπορούσαμε όμως να την χαρακτηρίσουμε ως μια άθρησκο θρη­σκεία. Όπως ακριβώς κάθε είδους τυφλής θρησκευτικότητας οδη­γεί στον φανατισμό κατά το ίδιο τρόπο και η τυφλή προσκόλληση στα αθλητικά είδωλα οδηγεί στο φανατισμό και τη βία η οποία πολ­λές φορές οδηγεί και στο θάνατο.
Από την άλλη πλευρά η ορθόδοξη θεολογία δεν αποδέχεται κα­νενός είδους δυαρχίας ή δυαλισμού, αλλά το γεγονός ότι ο Θεός δη­μιούργησε έναν ετερούσιο προς αυτόν κόσμο. Εφόσον δεν υφίστα­ται κανενός είδους δυαλισμός στην θεολογία, κατά συνέπεια δεν υπάρχει κανένα πράγμα η σφαίρα της ατομικής ή κοινωνικής ζωής που να θεωρείται ως κακό και κατά συνέπεια ούτε η άθληση είναι κάτι κακό ούτε επίσης και η προβολή των αθλητών μας ως πρότυπα αγωνιστικότητας. Άλλωστε και ο Παύλος χρησιμοποιεί σχετική αθλητική ορολογία. Ο αθλητισμός καταξιώνεται μέσα στην Παύλεια θεολογία και λαμβάνει ένα νέο νόημα.
Η αντιδυαλιστική στάση της θεολογίας επιβάλλει την μη κατα­δίκη του αθλητισμού και ανοίγει τον δρόμο για την μίμηση τού αγωνιστικού ήθους των αθλητών μας. Στον Παύλο η σωματική γυ­μνάσια αντιπαραβάλλεται προς την πνευματική, και η σωματική άθληση είναι σύμβολο της πνευματικής. Ο αθλητής είναι τύπος και υπόδειγμα τού πιστού ο οποίος αγωνίζεται ενάντια στις φθοροποιές δυνάμεις τού κόσμου. Άλλωστε βασικός όρος της Χριστιανικής ηθικής είναι αυτός της άσκησης, όρος δανεισμένος από την αθλητι­κή ορολογία, και οι άγιοι χαρακτηρίζονται ως αθλητές Χριστού και το μαρτύριο τους ως άθληση. Η εικόνα των αθλητών που αγωνίζο­νται με δίκαια μέσα θα πρέπει να είναι πρότυπο για μίμηση και όχι η τυφλή και εμπαθής προσκόλληση και ειδωλοποίηση των προσώ­πων τους.

1. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία, σ. 15.
2. Ασχοληθήκαμε εκτενώς με το συγκεκριμένο θέμα τόσο στη διδακτορική μας διατριβή που υποβλήθηκε στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Η χρήση της αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου Θεσσαλονίκη 1998, όσο και στις μελέτες μας «Η θεραπεία τού κόσμου». Θεσσαλονί­κη 2004 και «Ιχνηλάτης Αληθείας». Θεσσαλονίκη 2002.
3. Πράξ. 17,27-28 «ζητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν και γε ου μακράν από ενός έκαστου ημών υπάρχοντα εν αύτώ γαρ ζώμεν και κινού­μεθα και εσμέν, ως και τίνες των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι, τού γαρ και γένος εσμέν».
4. Επισκόπου Ερζεγοβίνης Αθανασίου Γιέβτιτς, Ο λόγος τού Αποστόλου Παύλου, σ. 116.
5. Ματσούκα Ν., Το πρόβλημα τού κακού, σ. 84.
6. Περισσότερα για την έννοια της πτώσεως στην ορθόδοξη θεολογία βλ. π. Ι. Ρωμανίδη, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989.
7. Ματσούκα Ν., Το πρόβλημα τού κακού, σ. 82-83.
8. Γαλάνη Ι, Η πρώτη επιστολή, σ. 115.
9. Γαλάνη Ι., Η πρώτη επιστολή, σ. 116.
10. Περισσότερα για τη συγκεκριμένη διάκριση στην Ορθόδοξη Θεολογία βλ Ματσούκα Ν., Δογματική τ. Β’, σ. 46.
11. Επιφανίου, Αγυρωτός, 8 PG, 43,32Α. «Το εν έστι Θεός τα δε άλλα κτιστά και ου Θεός», Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου, 32 PG 29, 660 Α: «Δύο γαρ λεγομένου πραγμάτων, θεότητας τε και κτίσεως και δεσποτείας και δουλείας, και αγιαστικής δυνάμεως και αγιαζομένης», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της αγίας Τριάδος, PC75, 872C. Υπέρ της των χριστιανών ευαγούς θρησκείας, PG 76, 585Β και Ότι εις ο Χριστός PG 75,1273 Β.
12. Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της άγιας Τριάδος, PG 75, 756Β «Φύσις μεν γαρ θεότητι μια και απλή» και Η Βίβλος των θησαυρών, PG 75, 545Α.
13. Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Προσφωνητικός ταις ευσεβεστάτατις βασιλίσσαις, PG76,1281D.
14. Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ίωάννην, PG 73, 865D.
15. Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, σ. 53 εξ.
16. Επιφανίου, Αγκυρωτός, PG 43, PG 43, 37 ΑΒ. «Όλη η γαρ η κτίσις συνα­φθείσα Αγγέλων και αρχαγγέλων, χερουβείμ και σεραφείμ, συν στρατιά έπ’ ούρα-νίω, ου δύναται ένδείξασθαι, ούτε ύποδείγματι άφομοιωθήναι των εαυτών, Δεσπό­τη, κατά χάριν γαρ τω άνθρώπω την εικόνα χαρίζεται, ουδείς δε τω εαυτώ Δεσπότη απεικασθήσεται το μεν γαρ αοράτου, το δε ορατόν, το δε αθανάτου, το δε θανάτου οεκτικόν, και το μεν πάσης σοφίας πηγή, και πάνητα έχον, εν εαυτώ τετελειωμένα, δ δε άνθρωπος χάρισμα έκχων από μέρους λειπόμενος εστί των τελειότατων, ει μη θέλει ο Θεός παραχείν κατ’ αξίαν τοις κομιζομένοις την δια χαρίσματος τελειότη­τα», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Προς τους τολμώντας συνηγορείν τοις Νεστορίου δόγμασιν, ως ορθώς έχουν PG 76, 405 C και Προσφωνητικός ταίς ευσεβεστάται βασιλίσσαις, PG 76,1272 C Περισσότερα βλ. Ματσούκα Ν., τ. Β’ Δογματική, σ. 46.
17. Γαλάνη Ι., Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως, σ. 19-20.
18. Μ. Βασιλείου. Κατά Ευνομίου PG 29. 556D-557A. Περισσότερα βλ. Ματσούκα, Το πρόβλημα, σ. 50-51.
19. Ματσούκα Ν., Το πρόβλημα τού κακού, σ. 37.
20. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί τού Βίου Μωϋσέως PG 44, 333ΑΒ. «Και ούτω πολλώ τις τω μεταξύ χρόνω ταις υψηλαίς δι’ ησυχίας εμφιλοσοφήσας μελέταις, μό­λις κατανοήσει, τι μεν εστίν ως αληθώς το ον, ο τη φύσει το είναι έχει τι δε το μηδεν τω δοκείν είναι μόνον εστίν, ανυπόστατον έχον άφ’ εαυτού την φύσιν». Περισ­σότερα βλ. Ματσούκα Ν. Δογματική, τ. Β’, σ. 47.
21. Εβρ. 1,10-12 «και συ κατ’ αρχάς Κύριε, την γην εθεμελίωσας, και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί. Αυτοί απλούνται, συ δε διαμένεις και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται, και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς, και αλλαγήσονται, συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσι». Περισσότερα βλ. Ματσούκα Ν., το πρόβλημα, σσ. 50-51 και Ματσούκα Ν. Δογματική, τ. Β’, σ. 267.
22. Βλ. Ειρηναίου Λυώνος, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως. 4,34, PG 7, 1105 Β: «Ου γαρ ηδύνατο αγέννητα είναι τα νεωστί γεγεννημένα. Καθό δε μη έστι αγέννητα, κατά τούτο υστερούνται τού τελείου».
23. Βλ. Εφ., 1,7 «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν δια τού αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού».
24. Πράξ. 14,15 «άνδρες, τι αυτά ποιείτε; και ημείς ομοιοπαθείς εσμέν υμίν άνθρωποι, ευαγγελιζόμενοι υμάς από τούτων των ματαίων επιστρέφειν επί τον Θεόν ζώντα, ός εποίησε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς».
25. Γαλάνη Ι., Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως, σ. 19.
26. Κολ. 2,8. Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής άπατης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία τού κόσμου και ου κατά Χριστόν».
27. Καραβιδόπουλου Ι., Αποστόλου Παύλου επιστολές, σ. 437.
28. Η θεολογία κατά τη διάρκεια της ιστορίας απάντησε έντονα σε οποιαδήπο­τε προσπάθεια υποβάθμισης τού Χριστού στο επίπεδο κτίσματος υποκινούμενη από την βασική θεολογική προϋπόθεση ότι κανένα κτίσμα δεν μπορεί να προσφέ­ρει την απολύτρωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό τού Αρειανισμού. Βλ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας, σ. 18 εξ.
29. Κολ. 4,15.
30. Κολ. 1,16.
31. Καραβιδόπουλου Ι., Αποστόλου Παύλου επιστολές, σ. 441.
32. Κολ. 1, 15-17 «Ος εστίν εικών ου Θεού τού αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι, είτε κυριότητες είτε αρχαί είτε εξουσίαι, τα πά­ντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται, και αυτός εστί προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε».
33. Καραβιδόπουλου Ι., Αποστόλου Παύλου επιστολές, σ. 440.
34. Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή 53, PG 83, 457 ΑΒ «Διο δη και ο Μονογενής ενηνθρώπησε, ώστε ταύτης απαλλάξαι της πλάνης τους ανθρώπους, και διδάξαι Θεού και κτίσεως το διάφορον». Περισσότερα βλ. Ματσού­κα, Δογματική, τ. Β’, σ. 266.
35. Ρωμ. 8, 20-23 «τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά διο τον υποτάξαντα, έπ’ ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλεί­ας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων τού Θεού. Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι τού νυν, ου μένον δε, αλλά και αυτοί την απαρχήν τού Πνεύματος έχοντες και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν τού σώματος ημών».
36. Γαλάνη Ι., Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως, σ. 21.
37. Καραβιδόπουλου Ι., Αποστόλου Παύλου επιστολές, σ. 447.
38. Εφ., 4, 22-23.
39. Εφ., 4,17-18. «Τούτο ουν λέγω και μαρτύρομαι εν Κυρίω, μηκέτι υμάς περι­πατείν καθώς και τα λοιπά έθνη περιπατεί εν ματαιότητι τού νοός αυτών, εσκοτισμένοι τη διάνοια, όντες απηλλοτριωμένοι της ζωής τού Θεού δια την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς δια την πώρωσιν της καρδίας αυτών». Εξαιτίας της ματαιότητας τού νοός «εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Ρωμ. 1,25 και «ήλλαξαν την δόξαν τού άφθαρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνοις φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών» Ρωμ. 1,23.
40. Πρβλ., Πράξ. 14,15. 8,20. Βλ. και Ιερ. 2.5 «απέστησαν μακράν άπ’ εμού και επορεύθησαν οπίσω των ματαίων και ματαιώθησαν». Περισσότερα βλ. Καραβιδό­πουλου Ι., Αποστόλου Παύλου επιστολές, σ. 172.
41. Στογιάννου Β., Ειδωλολατρία και ένοχη, σ. 426.
42. Στογιάννου Β., Ειδωλολατρία και ένοχη, σ. 427.
43. Pom. 1.25.
44. Στογιάννου Β., Ειδωλολατρία και ένοχη, σσ. 426-428.
45. Fontana, Ψυχολογία, σ. 318.
46. Εφ. 4,22.
47. Ματσούκα Ν., Δογματική, τ. Β’, σ. 144 εξ.
48. Επιφανίου, Πανάριον, 66,15 PG 42,52 ε. «Ανυπόστατον ευρεθήσεται, το κα­λόν και μηδεμίαν ρίζαν έχον, αλλά ως έργων μόνον εστί πρακτικής ανθρωπινής ενερ­γεία άποτε. Εν μηδεμίαν ρίζαν έχον, αλλά ως έργων μόνον, εν δε τω μη ποιείν ούχ υπάρχει της εννοίας εφευρισκούσης, το τι ποτέ εστί το πονηρόν εργάσασθαι ουκ αρέσκων Θεώ και ούτε δυναμένου αντιλέγειν Θεώ ουδέ αντιμάχεσθαι προς το Θείον».
49. Διονυσίου Αρεοπαγίου, Περί Θείων Ονομάτων, 4, 2-31 PG 3,721 Α και 732 έ: «Διο ούτε υπόστασιν έχει το κακόν, αλλά παρυπόστασιν, τού αγαθού ένεκα και ούχ εαυτού γινόμενου», Μαξίμου ομολογητού, Σχόλια εις τα τού Άγιου Διονυσίου Αρεοπαγίου 1 PG 4,53 Α: «Κατά Μανιχαίων διάλογος 64 PG 94, 1560C «Πάντων και των κακών αρχή και τέλος εστί το αγαθόν, τού γαρ αγαθού, ένεκα πάντα, και όσα αγαθά και όσα ενάντια, και γαρ και ταύτα πράττομεν το αγαθόν ποθούντες, ουδείς γαρ εις το κακόν αποβλέπων, ποιεί άπερ ποιεί. Διο ουδέ υπόστασιν έχει το κακόν αλλά παρυπόστασιν, τού αγαθού ένεκα και ούχ εαυτού γινόμενον, παν γαρ γινόμενον ή δι’ αγαθόν γίνεται η δια νομιζόμενον αγαθόν».
50. Βλ. Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών, 1,20 PG 26,53Α «Τα μεν γαρ άλλα οία εστί τα γεννητά ουδέν κατ’ ουσίαν έχει προς τον πεποιηκότα, άλλ’ έξωθεν αυτού εστί χάριτι και βούλησει αυτού τω Λόγω γινόμενα, ώστε πάλιν δύνασθαι και παύεσθαι ποτέ ει θελήσειεν ο ποιήσας, ταύτης γαρ εστί φύσεως τα γεννητά» Κατά Ελλήνων 41 PG 25.81C «Των μεν γαρ γενητών η φύσις, α τε δη εξ ουκ όντων υποστάσα, ρευστή τις και ασθενής και θνητή καθ’ εαυτήν συγκρινόμενη τυγχάνει». Κατά Αρειανών 1,7 PG 26, 25Α: «Τον γαρ όντα Θεού Λόγον αποστραφέντες, πλάσαντες δε εαυτοίς τον ουκ όντα εις το μηδέν πεπτιόκασι» Μ. Βασιλείου. Κατά Ευνομίου 3,2 PG 29,660C: «Ου γαρ αν εξέπεσεν Εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων, ούτε συνετρίβη επί της γης, ει φύσει υπήρχε τού χείρονος ανεπίδεκτος» και Γρηγορίου Νύσσης. περί κατασκευής ανθρώπου 16 PG 44,184C: «Συνομολογείται γαρ πάντη τε και πάντως την μεν άκτιστον φύσιν και άτρεπτον είναι, και αεί ωσαύτως έχειν, την δε κτιστήν αδύνατον άνευ αλλοιώσεως συστήναι. Αυτή γαρ η εκ τού μη όντος εις το είναι πάροδος κίνησης τις εστί και αλλοίωσις τού μη όντος εις το είναι κατά το θείον βούλημα μεθσιταμένου».
51. Βλ. Ματσούκα Ν., Ιστορία της Φιλοσοφίας, σ. 164.
52. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Η Βίβλος των θησαυρών, PG 75, 396: «Επειδή γάρ θνητόν και φθαρτόν ανέλαβε σώμα» και Κατά Νεστορίου PG 76,61 Α. Περισσό­τερα βλ. Μαρτζέλου Γ., Η Χριστολογία, σ. 160.
53. Φιλ. 2,6-8 «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος». Βλ. περισσότερα Αρχ. Θεοφίλου λεμοντζή, Ο Απόστολος Παύλος οραματίζεται το νέο κόσμο τού Θεού στους  Φιλλίππους. Καβάλα 2000, σ. 131 εξ.
54. Οι οποιεσδήποτε προσπάθειες αιρετικών ομάδων, όπως εκφράστηκαν κυ­ρίως μέσα από τις αντιλήψεις τού γνωστικισμού, να υποβιβάσουν και να καταδικά­σουν την ύλη και το ανθρώπινο σώμα αποκρούστηκαν με ιδιαίτερη ένατη από τον: Πατέρες της Εκκλησίας, μία στάση που εκφράστηκε στους όρους των Οικούμε νικών Συνόδων. Περισσότερα για το γνωστικισμό, όπως επίσης και για το δοκητισμό, την αντίληψη δηλαδή ότι ο Χριστός είχε φαινομενικό και όχι πραγματικό σώμα, βλ. Ε de Faye Gnostiques et gnosticisme. Etude critique des documents di gnosticisme Chretien aux il et III sides, Paris, 1913, J.G. Davies, The orignis of Docetism Studia Patristica 6(1962). Βλ. Θεοφίλου Λεμοντζή, εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου σ. 145.
55. Ιωάν. 1,14 «Και ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμε θα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας».
56. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άγιου Βλασίου Ιεροθέου, Το σώμα του ανθρώπου, σ. 59.
57. Γαλάνη Ι., Αθλητικές εικόνες, σ. 125.
58. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Το σώμα τού ανθρώπου, σσ. 68-69.
60. Γαλάνη, Αθλητικές εικόνες, σ. 126.
61. Α’ Τιμ. 4,8. Γαλάνη, Αθλητικές εικόνες, σ. 130.
62. Α’ Κορ. 9.25.
63. Κολ. 2,15, «απεκδυσάμενος τας αρχάς και εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρη­σία θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ».
64. Καραβιδόπουλου, Αποστόλου Παύλου επιστολές, σ. 227.
65. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Το σώμα του ανθρώπου, σσ. 41.
66. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Το σώμα τού ανθρώπου, σσ. 76.
67. Εφ. 5, 1-2 «Γίνεσθε ουν μιμηταί τού Θεού ως τέκνα αγαπητά, και περιπα­τείτε εν αγάπη, καθώς και ο Χριστός ηγάπησεν ημάς και παρέδωκεν εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ εις οσμήν ευωδία».
68. Μαντζαρίδη Γ.. Ορθόδοξη Πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 73. Πε­ρισσότερα για τη μίμηση των αγίων από τους πιστούς, βλ. τη μελέτη μας Αρχ. Θεο­φίλου Λεμοντζή, Μιμητές τού Πάθους τού Θεού, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 19 εξ.
69. A’ Κορ. 11,1 «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού».
70. Ματσούκα Ν., Το πρόβλημα, σ. 86.
71. Ματσούκα Ν., Το πρόβλημα, σ. 86.
72. Καραβιδόπουλου Ι., Αποστόλου Παύλου επιστολές, σ. 67.
73. Α’ Θεσ. 1,9.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή: Η χρήση της Αγίας Γραφής ενα­ντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου (Διδακτορική Δια­τριβή που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονί­κης), Θεσσαλονίκη 1998.
– Τού ιδίου: Η θεραπεία τού κόσμου, Θεσσαλονίκη 2004
– Τού ιδίου: Ιχνηλάτης Αληθείας, Θεσσαλονίκη 2002
– Τού ιδίου: Μιμητές τού πάθους τού Θεού, Θεσσαλονίκη 1998
– Τού ιδίου: Ο Απόστολος Παύλος ευαγγελίζεται το νέο κόσμο τού Θεού στους Φιλίππους, Καβάλα 2001
Γαλάνη I,: Η πρώτη επιστολή τού Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλο­νικείς, Θεσσαλονίκη 1985
– Τού ιδίου: Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως κατά την Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1992
– Τού ιδίου: Αθλητικές εικόνες και παραστάσεις στις επιστολές τού Απο­στόλου Παύλου» στο «Ο Απ. Παύλος και ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός» Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Βέροια 2004, σσ.123-139.
Davies J.G. The origins of Docetism, στο Studia Patristica 6(1962). σσ. 13 35.
Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανασίου Γιέβτιτς, Ο λό­γος τού Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο» στο Απόστολος Παύλος και η Ελλάδα, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Βέροια 1998, σσ.113-125
Καραβιδόπουλου Ι, : Αποστόλου Παύλου επιστολές προς Εφεσίους Φιλιππησίους Κολοσσαείς Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1981
Κεσελόπουλου Α.: Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον, Αθήνα 1989 Μαντζαρίδη Γ.: Ορθόδοξη Πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1986
– Τού ιδίου: Κοινωνιολογία τού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1990 Μαρτζέλου Γ,: Ιστορία της ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας (ανατύπωση), Θεσσαλονίκη, 1991-1992
-Τού ιδίου: Η χριστολογία τού Βασιλείου Σελευκείας και η οικουμενι­κή σημασία της, Θεσσαλονίκη 1990 Ματσούκα Ν,: Δογματική και Συμβολική Θεολογία, Τόμος Α’ και Β’ Θεσσαλονίκη 1992.
– Τού ιδίου: Το πρόβλημα τού κακού, Θεσσαλονίκη 1986
– Τού ιδίου: Ιστορία της Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη 1988
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου,: Το σώμα τού ανθρώπου. Η άσκηση και η άθληση του, έκδ. Αποστολικής Διακο­νίας, Αθήνα 2004.
π. I. Ρωμανίδη: Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989
Στογιάννου Β: Ειδωλολατρεία και ενοχή (Ρώμ.1,18-25) στο Ερμηνευ­τικά μελετήματα. Θεσσαλονίκη 1988.σσ.424-429
Faye: GnostiquesrFaye Ede. Gnostiques et gnosticisme. Etude critique des documents du gnosticisme Chretien aux II et III siecles, Paris 1913
Fontana D., Ψυχολογία: Fontana D., Ψυχολογία για εκπαιδευτικούς , Αθήνα 1995
Hatch, Τα στοιχεία: Hatch W.H.P. Τα στοιχεία in Paul and Bardaisan, Journal of theological studies 28(1927). σα. 181 -195.
 Ανάτυπο από τον Τόμο Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου
«Παύλεια Θεολογία και σύγχρονη ειδωλολατρία» Βέροια 2006 (σσ. 193-214) – ΒΕΡΟΙΑ 2006