Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Ἐμπιστοσύνη εἰς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«ἤ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι». (Α΄ Κορ. θ΄, 10) (: Ἤ μήπως γιά μᾶς τούς λογικούς βεβαίως ἀνθρώπους τά λέει καί τά νομοθετεῖ αὐτά; Ναί, γιά μᾶς τά λέει. Διότι γιά μᾶς τούς πνευματικούς ἐργάτες καί καλλιεργητές γράφτηκε ὅτι ὁ καλλιεργητής ὀφείλει νά καλλιεργῆ τή γῆ μέ τήν ἐλπίδα νά ἀπολαύση τή σοδειά· κι ἐκεῖνος πού γεμάτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νά μετέχη καί νά ἀπολαμβάνη τόν καρπό πού μέ ἐλπίδα περίμενε νά ἀποκτήση ἀπ’ τόν ἀγρό του).

Τί σημαίνει ἐλπίδα στὸν Θεό; σημαίνει ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, σημαίνει πίστη.

  • Ὁ π. Διονύσιος Τάτσης ἀναφέρει μιὰ διδακτικὴ ἱστορία γιὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

«Μπροστὰ ἀπὸ μισὸ περίπου αἰῶνα ζοῦσε ἕνας ἀγροφύλακας, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀντώνη καὶ ἦταν γνωστὸς σὲ πολλὰ χωριὰ τῆς Κόνιτσας, ἰδίως γιὰ τὴ μεγάλη του οἰκογένεια. Εἶχε ἐννιὰ παιδιά, ἀπὸ δύο ἕως δέκα ἑφτὰ χρονῶν. Ἕξι ἦταν κορίτσια καὶ τρία ἀγόρια Ἦταν ἄνθρωπος διαφορετικός, μὲ ξεχωριστὸ ἦθος καὶ ἀσυνήθιστη συμπεριφορά.

Ὅσοι τὸν γνώριζαν, τὸν περιέγραφαν μὲ ὑπερβολικὰ λόγια. Οἱ περισσότεροι τὸν ἐπαινοῦσαν καὶ τὸν συμπαθοῦσαν.

Ἡ γυναίκα του, ἡ Δέσπω, ἦταν ἁπλὴ καὶ προσπαθοῦσε νὰ μεγαλώση τὰ παιδιά της μὲ ἀξιοπρέπεια, χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ θορύβους. Ἦταν καὶ ἀπερίεργη. Δὲν ἤθελε νὰ μαθαίνη τί συνέβαινε στοὺς ἄλλους, στὰ ξένα σπίτια. Ἀπέφευγε τὸ κουτσομπολιὸ καὶ τὶς φιλονικίες. Ὡστόσο, οἱ ἄλλοι ἀσχολοῦνταν καθημερινὰ μὲ τὸ σπίτι της. Τὴν σχολίαζαν μὲ τρόπο σκληρὸ καὶ τὴν χαρακτήριζαν καθυστερημένη, γιατί δὲν ἔκανε ἐκτρώσεις. Ἡ Δέσπω δὲν ἔβγαινε ἀπ’ τὸ σπίτι. Εἶχε πάντα δουλειὲς καὶ ἦταν μόνιμα κουρασμένη.

Ἡ φτώχεια της ἦταν ἐμφανὴς καὶ δικαιολογημένη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδιαφορία τῶν εὐπόρων μεγάλη. Δὲν θυμόταν ἡ Δέσπω ποτὲ νὰ τῆς ἔχη συμπαρασταθῆ κάποιος. Οὔτε μία δραχμὴ οὔτε μία καραμέλα γιὰ τὰ παιδιά της.

Ὁ Ἀντώνης, κάθε φορά, ποὺ γυρνοῦσε ἀπ’ τὰ χωριά, στὰ ὁποῖα ὑπηρετοῦσε, κάτι εἶχε στὸν τορβά του. Οἱ ἄνθρωποι πάντα τοῦ ἔδιναν, γιατί τὸν θαύμαζαν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν. Τὰ παιδιά του ἄνοιγαν τὸν τορβά, γιὰ νὰ δοῦν τί εἶχε μέσα. Τὰ λουκούμια, οἱ καραμέλες καὶ τὰ φροῦτα ἐξαφανίζονταν ἀμέσως. Μερικὲς φορές, ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία, τὰ καταβρόχθιζε μόνος του ὁ ζωηρὸς καὶ σωματώδης Νικόλας, τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας.

Στὸ σχολεῖο τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀντώνη καὶ τῆς Δέσπως ἦταν καλοὶ μαθητές. Δὲν ἀντιμετώπιζαν δυσκολίες καὶ δὲν δημιουργοῦσαν προβλήματα στὰ ἄλλα παιδιά· ἦταν κοινωνικοποιημένα καὶ δὲν εἶχαν ἀπαιτήσεις. Ὄχι πὼς ὑποχωροῦσαν συνέχεια καὶ δέχονταν νὰ τοὺς κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἐγωισμὸ καὶ πονηριά.

Ὁ Ἀντώνης ἦταν ἁγνὸς ἄνθρωπος. Ὁ χαρακτήρας του τραχύς, ντόμπρος καὶ ἀποφασιστικός. Ἀγωνιζόταν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν οἰκογένειά του, γι’ αὐτὸ καὶ βρισκόταν σὲ διαρκῆ κίνηση. Ὅλες τὶς ἐποχές. Καὶ τὸ χειμώνα, ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος νὰ τρέχη ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ τυχὸν ἀγροτοζημιές. Ἤθελε νὰ γεμίζη καθημερινὰ τὸν τορβά του, γιατί καθημερινὰ ἔπρεπε νὰ θρέφη δέκα στόματα. Μία φορά τὸ μήνα πήγαινε καὶ στὴ χαράδρα τοῦ Ἀώου, ὅπου ὑπῆρχαν πολλὰ γιδοπρόβατα.

Ἔφτανε μέχρι τὴν τοποθεσία Μῦγα, περνοῦσε πάντα ἀπ’ τὸ μοναστήρι τοῦ Στομίου, ὅπου ἔκανε στάση, ἰδίως ὅταν γύριζε. Τότε βρισκόταν ἐκεῖ ὁ μοναχὸς Παΐσιος, νέος μοναχός, ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπ’ τὸ Ἅγιο Ὄρος. Ὁ Ἀντώνης γνώριζε τὸ μοναχὸ καὶ συχνὰ τοῦ ἐκμυστηρευόταν ὅ,τι τὸν ἀπασχολοῦσε. Ἐκεῖνος ἦταν πρόθυμος πάντα καὶ προσπαθοῦσε μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ βοηθάη τὸν πολύτεκνο ἀγροφύλακα.

Στὸ μοναστήρι ὁ Ἀντώνης ἤθελε νὰ ἀνάβη μόνος του τὰ καντήλια καὶ νὰ προσεύχεται μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ὁ μοναχὸς Παΐσιος ἄφηνε τὸν Ἀντώνη ἐλεύθερο, γιατί γνώριζε τὴν καλή του προαίρεση καὶ τὴ βαθιά του πίστη. Δὲν μποροῦσε, ὅμως, νὰ ἐξηγήση τὸν πυροβολισμό, ποὺ ἄκουγε κάθε φορά, ποὺ ἀπομακρυνόταν ἀπ’ τὸ μοναστήρι ὁ Ἀντώνης. Ἤξερε ὅτι εἶχε πάντα τὸ δίκαννο κοντά του, ἄλλα δὲν γνώριζε τί σημάδευε. Δὲν τὸν εἶχε ρωτήσει, γιατί δὲν ἤθελε νὰ φανῆ περίεργος. Συνεχιζόταν αὐτὴ ἡ τακτικὴ γιὰ ἀρκετοὺς μῆνες. Κάποτε, ὅμως, ὁ μοναχός, ἑτοιμάζοντας καφὲ στὸν Ἀντώνη, βρῆκε τὴν κατάλληλη στιγμὴ καὶ τὸν ρώτησε:

– Βρὲ Ἀντώνη, κάθε φορά, ποὺ φεύγεις ἀπ’ τὸ μοναστήρι, ἀκούω καὶ μία ντουφεκιά. Τί βρίσκεις καὶ σημαδεύεις;

Ὁ Ἀντώνης, λίγο ἀνήσυχος, ἀποκάλυψε:

– Ξέρεις, παππούλη, ἐγὼ ἔχω μεγάλη οἰκογένεια καὶ τὰ οἰκονομικά μου εἶναι λιγοστὰ, δὲν φτάνουν ν’ ἀγοράσω κρέας γιὰ τὰ παιδιά μου. Ἔτσι παίρνω κοντὰ καὶ τὸ δίκαννο κι ὅταν βρῶ κάτι στὸ βουνό, τὸ σκοτώνω.

-Μὰ ἐσὺ ντουφεκᾶς κάθε φορά, ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ.

-Πρέπει νὰ στὸ φανερώσω, παππούλη, τί κάνω. Ὅταν ἀνάβω τὰ καντήλια, κάνω τὴν προσευχή μου καὶ ζητάω ἀπ’ τὴν Παναγία νὰ μὲ βοηθήση νὰ πάω στὰ παιδιά μου λίγο κρέας. Κι ἐκείνη πάντα βοηθάει. Ἐγὼ παίρνω λάδι ἀπ’ τὸ καντήλι της καὶ ἀλείφω κάθε φορά τὸ στόχαστρο, ποὺ εἶναι πάνω στὴν κάννη καὶ ὅλο κάτι βρίσκω.

-Πιστεύεις ὅτι σὲ βοηθάει ἡ Παναγία σ’ αὐτό;

-Βέβαια, παππούλη. Σὲ μία συγκεκριμένη μεριά, ἐκεῖ κοντὰ στὸν Ἀσπρόλακκο, τὶς περισσότερες φορὲς μὲ περιμένει κάποιο ἀγριοκάτσικο, σταλμένο ἀπ’ τὴν Παναγία. Τὸ σκοτώνω καὶ τὸ παίρνω.

Ὁ μοναχὸς Παΐσιος εἶχε μείνει κατάπληκτος ἀπ’ αὐτό, ποὺ ἄκουσε. Ζήλευε τὸν Ἀντώνη γιὰ τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ τὸν καθαρό του νοῦ. Τὸν θαύμαζε, ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ ἐξασφάλιζε τὸ κρέας τῶν παιδιῶν του.

Ὁ Ἀντώνης, ὅταν σκότωνε τὸ ἀπαγορευμένο ἀπ’ τὸ νόμο ζῷο, τὸ σήκωνε στὴν πλάτη του καὶ κατηφόριζε ἀπὸ ἕνα δικό του μονοπάτι κοντὰ στὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ἀώου, σ’ ἕνα κρυφὸ σημεῖο, ὁπού κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δῆ. Ἦταν δύο μεγάλες πέτρες, ποὺ εἶχαν σχηματίσει μία πυραμίδα κι ἕνα μικρὸ σπήλαιο, ἐνῷ γύρω γύρω ὑπῆρχαν ἰτιὲς καὶ διάφοροι θάμνοι. Ἐκεῖ ὁ Ἀντώνης ἔγδερνε τὸ ἀγριοκάτσικο, τὸ κομμάτιαζε καὶ τὸ ἔβαζε μέσα στοὺς τορβάδες του. Κι ὅταν ἐκεῖνος ἔφευγε ἀπ’ τὸ σπήλαιο, ἐμφανίζονταν οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ τσακάλια, ποὺ ἔτρωγαν, ὅ,τι ἄφηνε ὁ λαθροκυνηγός. Συγχρόνως κατέβαιναν καὶ τὰ κοράκια, ποὺ ζητοῦσαν τὸ δικό τους μερίδιο.

Ὁ Ἀντώνης, φορώντας τὴν ὑπηρεσιακή του στολή, φορτώνονταν τὸ κρέας, ποὺ κάποτε ἔφτανε καὶ τὰ εἴκοσι κιλά, ὁδοιποροῦσε πολλὲς ὧρες, γιὰ νὰ φτάση στὸ σπίτι του. Ἡ ἱκανοποίησή του ἦταν βαθιὰ καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὴν Παναγία ἀδιάκοπη.

Ὅταν ὁ μοναχὸς Παΐσιος ἔφυγε ἀπ’ τὸ μοναστήρι τοῦ Στομίου, ὁ Ἀντώνης συνέχισε γιὰ λίγα χρόνια τὴν ἴδια διαδρομή, ὅσο ἄντεχαν οἱ σωματικές του δυνάμεις. Πολὺ ἀργότερα, συνταξιοῦχος πιά, ἔμαθε ὅτι ὁ γνωστός του μοναχὸς Παΐσιος βρισκόταν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ θέλησε νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ. Ἡ συνάντηση ὑπῆρξε συγκινητική. Ὁ φημισμένος πιὰ μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τὰ παλιὰ καὶ συμβούλεψε τὸ γερασμένο Ἀντώνη:

Νὰ διατηρήσης τὴν ἐμπιστοσύνη σου στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ’σαι σίγουρος ὅτι ὅλα θὰ πηγαίνουν καλά.

Δυστυχῶς σήμερα λείπει ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν ἀνθρώπων στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ μειώνεται ὁ πληθυσμὸς καὶ αὐξάνονται οἱ ἐκτρώσεις.