Του Αγίου Μεγάλου Βασιλείου
Και πως είναι δυνατόν, λένε, να ευχαριστούμε τον Θεό, όταν η ψυχή είναι καταλυπημένη από τις συμφορές και τρόπον τινά δοκιμάζεται από τα αισθήματα των πόνων, να μην ξεσπά σε θρήνους και δάκρυα, αλλά να ευχαριστεί τον Θεό σαν να ήταν πραγματικά αγαθά, γι’ αυτά που στην πραγματικότητα είναι δυσάρεστα; Διότι αν πάθω αυτά που θα με καταριόταν ο εχθρός, τότε πως θα μπορέσω να ευχαριστήσω γι’ αυτά;
Ο θάνατος άρπαξε άγουρο το παιδί κι ωδίνες, χειρότερες από τις πρώτες, καταπληγώνουν την μητέρα που οδύρεται για το αγαπημένο της. Πώς να αφήσει τα κλάματα και να πει λόγια ευχαριστίας; Πως; Εάν αναλογισθεί ότι ο Θεός είναι πατέρας οικειότερος απ’ το παιδί που αυτή γέννησε και γνωστικότερος προστάτης και οικονόμος του βίου.
Γιατί, λοιπόν, δεν επιτρέπουμε στο συνετό Δεσπότη να διαθέτει κατά βούληση τα κτήματά Του, αλλ’ αγανακτούμε σαν να χάνουμε δικά μας και υποφέρουμε γι’ αυτούς που πέθαναν σαν να έχουν αδικηθεί;
Εσύ, όμως, εκείνο να συλλογίζεσαι, ότι το παιδί δεν πέθανε, αλλ’ επεστράφη σ’ Αυτόν που το έδωσε. Ούτε ο φίλος πέθανε, αλλ’ έφυγε σε ταξίδι και προπορεύεται ελάχιστα στο δρόμο, που κι εμείς κατ’ ανάγκην θα χρειαστεί να πορευθούμε.
Η εντολή του Θεού να σου είναι σύνοικος, σαν κάποιο φως που αδιάκοπα παρέχεται για την διάκριση των πραγμάτων. Αυτή, αφού από μακρυά αναλάβει την επίβλεψη της ψυχής, και προπαρασκευάσει τις αληθινές γνώμες για το κάθε πράγμα, δεν θα επιτρέψει να επηρεασθείς από κανένα απ’ αυτά που συμβαίνουν κατά τύχη. Αλλά με έτοιμο το νου να υπομένεις, σαν κάποιος ακλόνητος βράχος πλησίον της θάλασσας, τις επιδρομές και των ορμητικών ανέμων και των κυμάτων.
Γιατί, λοιπόν, δεν έχεις συνηθίσει εκ των προτέρων να μην σκέπτεσαι θνητά περί του θνητού, αλλά δέχτηκες σαν κάτι αναπάντεχο τον θάνατο του παιδιού;
Όταν αρχικά σου αναγγέλθηκε η γέννηση του παιδιού, εάν κάποιος σ’ ερωτούσε, τι λογής είναι το νεογέννητο, τι απάντηση θα έδινες; Άραγε θα έλεγες κάτι άλλο ή ότι το νεογέννητο είναι άνθρωπος; Εάν όμως είναι άνθρωπος, είναι φανερό ότι είναι και θνητός. Και τι το παράξενο, λοιπόν, αν ο θνητός πέθανε;
Δεν βλέπεις τον ήλιο που ανατέλλει και δύει, δεν βλέπεις τη σελήνη να γεμίζει και να φθίνει; Ούτε τη γη να ανθίζει κι έπειτα να ξεραίνεται; Τι απ’ αυτά που είναι γύρω μας παραμένει; Ποιο έχει ακίνητο και αναλλοίωτο τη φύση; Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και δες τη γη. Ούτε αυτά είναι αιώνια. Γιατί «ο ουρανός και η γη, λέγει, θα παρέλθουν». «Τα άστρα θα πέσουν απ’ τον ουρανό, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει και η σελήνη δεν θα φωτίζει» (Ματθ. 24, 35.29)
Τι το παράδοξο, λοιπόν, εάν κι εμείς, που είμαστε μέρος του κόσμου, απολαμβάνουμε αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο;
Αποβλέποντας προς αυτά, όταν και σ’ εσένα έλθει ο κλήρος των κοινών, με ησυχία να υποφέρεις, όχι με απάθεια, ούτε με αναισθησία, (διότι ποια είναι η αμοιβή της αναισθησίας;), αλλ’ επίπονα και με άπειρα άλγη. Πλην όμως να υπομένεις, σαν γενναίος αγωνιστής, που φανερώνει τη δύναμη και την ανδρεία, όχι μόνο από τα χτυπήματα που δίνει στους αντιπάλους, αλλά και από το ότι γενναία δέχεται τα χτυπήματα εκ μέρους τους.
Και σαν σοφός κι ατάραχος κυβερνήτης, με την πλούσια πείρα στα ταξίδια, να διατηρείς την ψυχή σου ορθή κι ακαταπόντιστη και πιο ψηλά από κάθε τρικυμία.
Η στέρηση αγαπητού παιδιού ή προσφιλούς συζύγου ή κάποιου άλλου απ’ τα πολύ φιλικά και μ’ οποιονδήποτε τρόπο συμπάθειας συνδεδεμένα μαζί μας πρόσωπα, δεν είναι κακό γι’ αυτόν που εκ των προτέρων έχει σκεφθεί σωστά κι έχει οδηγό της ζωής του τον ορθό λόγο και δεν πορεύεται κατά συνήθεια.
Διότι ο χωρισμός λόγω της συνήθειας είναι δυσκολοβάσταχτος και στα άλογα ζώα. Μάλιστα εγώ είδα κάποτε βόδι στο παχνί να δακρύζει, γιατί είχε πεθάνει ο σύντροφός του και το ταίρι του στο ζυγό. Και τα υπόλοιπα απ’ τα άλογα ζώα είναι δυνατό να τα δούμε προσκολλημένα στενά στη συνήθεια.
Εσύ, όμως, δεν είσαι έτσι μαθημένος, ούτε έτσι διδάχθηκες. Τίποτα το παράδοξο να αρχίζει μεν η φιλία μετά από μακρινή σχέση και μακροχρόνια συναναστροφή. Το να θρηνεί όμως κανείς τον χωρισμό εξ αιτίας της συναναστροφής που υπήρξε για μας μεγάλη, είναι καθ’ ολοκληρία παράλογο.