«Στήριξον τούς ἀδελφούς σου»
(Λουκ. 22,32)
Μέσα στην εποχή μας, που ο Θεός έχει καταστεί από μέρους μας ένας άσημος προσκεκλημένος, ένα συμπλήρωμα, κάτι το επουσιώδες· μέσα στην εποχή μας, που ο άνθρωπος έγινε ανταγωνιστής του Θεού, παύοντας την ιερή υποχρέωσή του να τον διακονεί· μέσα στην εποχή μας, που η δημιουργία του ίδιου του Θεού έγινε το κλειστό πεδίο των συγκρούσεων του υιού ανθρώπου με τον Πατέρα· μέσα στην εποχή μας, που ο άνθρωπος υπερασπίζεται πεισματικά βήμα προς βήμα την αποδέσμευσή του από τον Θεό· μέσα στην εποχή μας, που ο άνθρωπος την υποταγή του στον Θεό την ονομάζει αλλοτρίωση· μέσα στον κατασκότεινο λαβύρινθο του άθρησκου και απόλυτα αντιθρησκευτικού πολιτισμού μας, ακόμη και εκεί μέσα, ακούγεται μέσα από την αγία Γραφή προς ένα έκαστο εξ’ ημών μία αγνή και καθάρια φωνή, αλλά και πονεμένη, όπως εκείνη του «Διψῶ». «Στήριξον τούς ἀδελφούς σου», αλλά και «ἄφες αὐτοῖς…».
«Στήριξον…».
Να στηρίξει ο πιο ισχυρός τους αδυνάμους αδελφούς του. Τους συνανθρώπους του. Και ποιος είναι ο ισχυρός; Αυτός που βρέθηκε σε ψυχική κατάπτωση και αρνήθηκε τον Χριστό, όπως ο Πέτρος, αλλά επειδή προσευχήθηκε ο Χριστός για την επιστροφή και επάνοδό του, κάποια στιγμή κατέστη ισχυρός. Επειδή το θέλησε ο ίδιος ο Θεός. Γιατί τα πάντα γίνονται, όταν και επειδή το θέλει ο Θεός. Με αυτό το σύνθημα εξορμούσαν οι αήττητοι πρόγονοί μας: «Θεού θέλοντος…».
Κάπως έτσι λοιπόν ο Κύριος μέσα σε στιγμή μοναδική, δραματικής έντασης, ανάμεσα στο Μυστικό δείπνο και στο πάθος, παρακαλεί τον Θεό πατέρα, παροτρύνοντας παράλληλα τον Πέτρο. «Σίμων, Σίμων, προσευχήθηκα για σένα, να μη σε εγκαταλείψει η πίστη σου». Αυτό σημαίνει· «Σίμωνα, ότι θα απιστήσεις, είναι δεδομένο. Παρακαλώ όμως να μη μείνεις βουτηγμένος στο τέλμα της άρνησης. Θέλω να σηκωθείς και μόλις ξαναβρείς την πίστη σου, τον χαμένο εαυτό σου, μόλις στηριχτείς εσύ ο ίδιος στα «πόδια» σου, στήριξε και τους αδελφούς σου.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον Παύλο, όταν ήταν ακόμη Σαύλος. Δίωξε, κατεδίωξε την αλήθεια λυσσαλέα, μέσω της έκδηλης άρνησης του Χριστιανισμού, αλλά έφθασε η ώρα και συνήλθε, έγινε ισχυρός εν Χριστώ και στήριξε μετέπειτα τους αδελφούς του. Επομένως οι μετέπειτα και νυν ισχυροί είναι, ως επί το πλείστον, οι πάλαι ποτέ ασθενείς και ημαρτηκότες. Οι αρνητές και οι διώκτες. Όλοι οι νυν «ισχυροί», είναι οι αενάως ενδυναμούμενοι από τον Κύριο.
Έτσι λοιπόν στις μέρες μας ο Χριστός, καλεί κάθε έναν τέτοιο ισχυρό μαθητή του, να στηρίξει τους ασθενείς αδελφούς του. Κάθε ισχυρός να βοηθήσει, ώστε ο αδελφός του άνθρωπος, ο διπλανός του, ο πλησίον, να μπορέσει να καλλιεργήσει και το σώμα του, αλλά και το πνεύμα του. Γιατί ειδικά στις μέρες μας έχουν καταστεί και τα δύο άγονες βραχονησίδες που δεν έχουν όμως ούτε την υποτυπώδη «στρατηγική σημασία». Γιατί ακόμη και το σώμα του ο άνθρωπος, το καταδυναστεύει με κάθε φθοροποιό μέσο. Ένα σώμα που είναι φτιαγμένο από πηλό μεν, αλλά απόλυτα εξοπλισμένο από τον μέγα αγγειοπλάστη Θεό, με πνοή ζωής.
«Στήριξον τούς ἀδελφούς σου», ώστε να μπορέσουν να επανεύρουν την χαμένη ταυτότητά τους. Γιατί ο άνθρωπος μπορεί να πήγε στην σελήνη, αλλά και εκεί σκοπεύει να αυτοκτονήσει. Μπορεί να κατασκευάζει σταθμούς στο διάστημα, αλλά παράλληλα με υπέρογκες δαπάνες και πολλαπλούς κινδύνους, επιχειρεί πολέμους στη γη.
Ο άνθρωπος τελικά, σύμφωνα με θεϊκή γνωμάτευση, είναι άρρωστος, αλλά δεν το γνωρίζει. Ασθενεί ψυχικά επικίνδυνα και όμως περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση της σωματικής ανημπόριας του, η οποία κατ’ ουσίαν είναι συνέπεια της ψυχικής χρονίας αδυναμίας του. Γι’ αυτό ο Χριστός ρωτάει: «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι; Πήγαινε καί μή ἁμαρτάνεις πλέον». Τα ίδια ακριβώς λέει και στον άσωτο, γιατί άρρωστος είναι και αυτός. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να γυρίσει σπίτι. Το σπίτι είναι η μητέρα του και πατέρας του, είναι ο Θεός, ο αληθινός και γνήσιος εαυτός μας. Επιστροφή λοιπόν. Φτάνει η ξενιτιά. Ο πατέρας περιμένει. Ψέματα μας έχουν σφυρίξει στ’ αυτιά, ότι ο Θεός πατέρας πέθανε. Μπορεί κάποιος «Θεός;» να πέθανε, που τον σκότωσε ο αθεϊσμός. Αυτός όμως δεν είναι ο γνήσιος Θεός είναι το ομοίωμα, η φαντασία, το είδωλο των συγχρόνων εικονοκλαστών της θείας εικόνας. Ο γνήσιος Θεός είναι πάντα ο ζών. Είναι πάντα νέος. Έτοιμος σε κάθε στιγμή να ’ρθει σε επικοινωνία με τον άνθρωπο. Πάντα προσφέρεται. Ο Θεός μας είναι ένας Θεός με καθαρή καρδιά προπάντων και το Άγιο Πνεύμα έχει ως έργο του να βεβαιώνει την ύπαρξη του Θεού αυτού και να τονίζει στον κόσμο ότι κανένα δημιούργημα δεν είναι Θεός. Ο Θεός είναι Ένας και Τριαδικός. Είναι ο Θεός των Χριστιανών.
Μήπως τελικά, όταν οι άνθρωποι προβάλλουν στη γη ιδεολογίες ποικίλες μέσω κομμάτων, στυγνών δικτατοριών, όταν κάνουν πολιτική επανάσταση, όταν καίνε ό,τι ως τώρα είχαν λατρεύσει, όταν κάνουν μία γενναία κάθαρση στις πολιτιστικές τους αποσκευές, μήπως στην ουσία εκφράζουν κάποια ανάγκη επαναπατρισμού στην αθωότητα; Μήπως εκδηλώνουν μία κρυφή επιθυμία, αυτή της καθαρής καρδιάς; Αυτό λείπει στις μέρες μας. Η καθαρή καρδιά. Βρωμίσαμε όλοι. Μας κουμαντάρει το απολυταρχικό καθεστώς του τομαρισμού, του ωχαδελφισμού, του συμφέροντος και του βολέματος, ιδία δε, της «άδολης» υποκρισίας. Κι όμως ο κάθε άνθρωπος, έχει ανάγκη να επανεύρει την καθαρή καρδιά του. Την καρδιά αυτή που θα τον στηρίζει από μόνη της. Γιατί την καρδιά αυτή την έχει κτίσει ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό παρακαλεί ο ψαλμωδός· «καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός…». Έχει ανάγκη λοιπόν ο άνθρωπος ν’ αρματωθεί ψυχικά, ώστε να μπορέσει να διασχίσει την νύχτα και την ομίχλη της τωρινής ζωής του, για να συναντήσει το πρωινό φεγγοβόλημα, να αντικρύσει τον Θεό και να βρεθεί στην «μέρα», όπου θα λουστεί με άπλετο φως.
Αλλά ο άνθρωπος περιμένει ακόμη εναγωνίως ένα μεσσία όπως τον φαντάζεται και τον επιθυμεί, ως φορέα των ονείρων του, της ελπίδος του και των υποσχέσεων. Όμως ο γνήσιος Μεσσίας ήλθε, αλλά δεν συγκίνησε, γιατί επαγγελόταν ένα διαφορετικό παράδεισο. Ενώ οι ψευτομεσσίες και λοιποί ψευδοπροφήτες, δραττόμενοι της ευκαιρίας της ανθρώπινης ελαφρότητος, αλλά και απληστίας, υπόσχονται στον άνθρωπο ένα κόσμο νέο, ένα παράδεισο, ο οποίος όμως βρίσκεται πάνω στη γη. Γιατί μπορεί ο άνθρωπος να τρέχει ολοταχώς προς το διάστημα, κατ’ ουσίαν όμως επιθυμεί πάντοτε να στηρίζεται στα πόδια του. Πάνω στη γη. Όσοι δοκιμάσαμε στο παρελθόν να «πετάξουμε», αισθανόμασταν κάπως άβολα, εκεί ψηλά και σκεπτόμενοι την τύχη του Ίκαρου, επισπεύδαμε την προσγείωση μας πάνω στο έδαφος, εκμηδενίζοντας την μεγάλη εναέρια ανασφάλεια μας. Ενθυμούμαι ένα αξιοσημείωτο περιστατικό κατά την θητεία μου στον φιλόχριστο στρατό μας. Την ώρα που βρισκόμασταν στο αεροπλάνο έτοιμοι προς ρίψη ως αλεξιπτωτιστές, όλοι σταυροκοπιούνταν εναγωνίως, αλλά μόλις έφταναν στο έδαφος προσγειούμενοι, αποκτούσαν μία «παράξενη» δύναμη στα πόδια τους, πάνω στη γη και άρχιζαν τις βωμολοχίες έναντι του Θεού. Αυτή είναι η ανθρώπινη παλικαριά. Πάνω στη γη. Στη γη όμως που θα έπρεπε να αγιάζεται το όνομα του Θεού, να έλθει η βασιλεία του, να γίνεται το θέλημά του, όπως και στον ουρανό. Επειδή όμως δεν γίνεται αυτό, έφτασε ο πολιτισμός στο έσχατο σημείο κατάπτωσης. Όλοι οι εμπειρογνώμονες πλέον παραδέχονται, ότι βήμα, βήμα πηγαίνουμε προς το μηδέν. Γιατί; Γιατί ο κόσμος αυτός είναι θεμελιωμένος στην διαίρεση. Ανάμεσα σε εικονολάτρες και εικονοκλάστες. Σε αριστερούς και δεξιούς. Σε εμβολιασμένους και αρνητές. Σε πλούσιους και φτωχούς. Διαιρεμένη η κοινωνία για να κυβερνούν οι… άρχοντες ανεμπόδιστα. Αυτοί άλλωστε προωθούν και επιδιώκουν την διαίρεση, προς βασιλεία δική τους. Άσχετα αν ο Χριστός βροντοφωνάζει ότι όλοι είμαστε ένα, κάτω από τον θρόνο του Θεού.
Όσον αφορά τους πλούσιους, στις μέρες μας, επιθυμούν να γίνουν λιγότεροι και πλουσιότεροι. Αυτό όμως αποτελεί προσβολή απέναντι στον Θεό που δίδαξε ισότητα. Έτσι ο κόσμος στηρίζεται πάνω στη βία, στην αλλοτρίωση, στην αδικία, στην κακουργία, καταργώντας έτσι την βιωσιμότητά του. Για το κατάντημα όμως αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι μεγάλοι που κατευθύνουν την πορεία προς τον θάνατο. Ο καθένας μας έχει μερίδιο ευθύνης, γιατί συμβάλλουμε στην αποδιοργάνωση της κοινωνίας. Ειδικά η οικογένεια, πρώτη πηγή και θεμέλιο των πολιτιστικών αξιών, έχει την μεγαλύτερη ενοχή. Αυτά που ακούγονται παράφορα και ανένοχα ότι «όλος ο κόσμος το ίδιο κάνει», «αυτό γίνεται», «αυτό ζητάει η κοινωνία», «ο κόσμος πάει μπροστά», «άλλαξαν οι καιροί» και όλα τα εγκληματικά στερεότυπα, αποτελούν μία καταλυτική επίδραση στην ακεραιότητα και την ταυτότητα της κοινωνικής ζωής. Συντελούν ώστε να καταλύονται οι ευαγγελικές αξίες. Συντελούν ώστε να ακούγεται για μία ακόμη φορά η λέξη του Χριστού «Διψῶ!».
Παρ’ όλα αυτά εκείνος επιμένει λέγοντας «Στήριξον τούς ἀδελφούς σου», να επανεύρουν τον απολεσθέντα παράδεισο και μόλις τον βρούνε, να μη στρατοπεδεύσουν έξω από τα τείχη του. Να μη στέκουν έξω απ’ αυτόν και τον πολεμούν. Αλλά … ο άνθρωπος είναι μαθημένος να αράζει στα θεωρεία, βλέποντας αδιάφορα προς την σκηνή, χωρίς να επιθυμεί–τολμά να εισβάλει. Είναι μαθημένος και εθισμένος να σπάει και να καίει στα πεζοδρόμια, καθότι περιθωριακός. Είναι βολεμένος να διαδηλώνει στα προαύλια, καθότι δειλός και στέκεται στους πρόναους, λογοκρίνοντας και επικρίνοντας ανώδυνα τους εντός, χωρίς όμως να τολμάει να διεισδύσει ο ίδιος στα ενδότερα του νυμφώνος, γιατί στερείται ενδύματος γάμου. Άλλωστε το επίκεντρο της μάχης ανήκει στους λεβέντες και αυτή η αρετή στις μέρες μας έξελειψε… Έτσι το ανθρώπινο αυτό ον αρκείται στους γήινους Θεούς του, με τους ψεύτικους ναούς, τα ειδωλολατρικά έθιμα του που δεν τα έγκαταλείπει με τίποτα, γιατί αποτελούν παράδοση. Την παράδοσή του. Όμως παράδοση είναι μόνο ότι έχει σχέση με την αμαρτία, ενώ η εκκλησιαστική τοιαύτη, αποτελεί επιβολή και οπισθοπορεία. Θυμίζει μεσαίωνα. Την ιστορία την γνωρίζουμε άριστα, όπου μας βολεύει. Αλλά δεν αντιλαμβάνεται ο ταλαίπωρος άνθρωπος, ότι επιβουλεύεται την ίδια του την υπόσταση με αυτή την συμπεριφορά. Δεν καταλαβαίνει ότι κινδυνεύει από τον ίδιο του τον εαυτό και προπάντων από τις περιπέτειες του θανάτου της αμαρτίας στις οποίες περιπλέκεται. Ο θάνατος όμως, δεν είναι κάτι αρεστό στον Θεό καθότι δίδαξε ανάσταση και πέρασε στην πράξη το μήνυμα της Αναστάσεως. Ο φυσικός θάνατος για τον Θεό, που ήταν επιλογή του ανθρώπου, είναι ένα φαινόμενο προσωρινό. Το τέλος του κόσμου δεν είναι η καταστροφή, αλλά η συντέλεια της ιστορίας. Κλειδί δε της ιστορίας είναι η πίστη στον ζωντανό Χριστό. Αυτόν που κυνηγούν στις μέρες μας. Πρέπει λοιπόν να τον «στηρίζουμε», στηρίζοντας τους αδελφούς μας. «Στήριξον τούς ἀδελφούς σου». Βοήθησε λοιπόν ώστε η ιδέα της εξόδου από τα δεσμά της αμαρτίας να επιφέρει την είσοδο στη γη της επαγγελίας. Από την Γένεση ως την Αποκάλυψη, μέσα στην Αγ. Γραφή, αν παρατηρήσουμε με προσοχή, θα αντικρύσουμε μία ιδέα να κυριαρχεί. Κάθε φορά που η ζωή κινδυνεύει εξ’ αιτίας του τρομοκράτου ανθρώπου, ο Θεός επεμβαίνει για να την σώσει.
Αυτό συμβαίνει και στις μέρες μας. Τα γκεσέμια έχουν φαγωθεί από λύκους ή μάλλον μετετράπησαν τα ίδια σε λύκους βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου. Ως εκ τούτου το ποίμνιο ακυβέρνητο, πλανάται… κινδυνεύει. Η αλλοτρίωση της παντοδαπής εξουσίας, αποτελεί το μόνο σίγουρο γεγονός. Οι μεγάλοι των εθνών, τελικά έχουν αποδειχθεί πολύ μικροί. Οι ηγέτες των κρατών, κατήντησαν φτηνά ανδρείκελα, ακόλουθοι της διεφθαρμένης γυναικός που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση. Οι πρώην ελεύθεροι, τώρα δούλοι. Παρ’ όλα αυτά έχουν το θράσος να ομιλούν ακόμη για τις ελευθερίες των λαών και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δικαιώματα παράξενα όμως· να συζούν παρανόμως, να χωρίζουν όποτε θέλουν, να σκοτώνουν τα παιδιά τους, να σοδομίζουν, να κάνουν ότι αποτελεί εμφανή κόντρα προς τον Θεό. Όμως σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν. Μέσα σ’ αυτήν την βοθρώδη κατάσταση, κάνει δειλά την εμφάνισή της, η έννοια του χρέους, της προσφοράς, του καθήκοντος, της θυσίας. Χρόνια τώρα όλες οι αξίες κυνηγημένες δεινά, απεκρύβησαν στο σπήλαιο του όρους Κάρμηλου. Χρόνια τώρα όποιος εκτελούσε το χρέος του, αποκαλούνταν βλάκας και ηλίθιος από τους παπαγαλίζοντες σατανάδες, τους φιλοξενούμενους στα βοθροκάναλα, τα άντρα της παντοειδούς ληστείας και ανομίας. Ο μακαρίτης, πολύς Ραφαηλίδης σε συνέντευξη του δεινού Πρετεντέρη, είχε αποκαλέσει τους ήρωες βλάκες και παθολογικά άτομα, πάσχοντα από το σύνδρομο της ηλιθιότητος. Δεν γνωρίζω ο εν λόγω διανοούμενος, αν άλλαξε γνώμη εκεί κάτω στον άδη που βρίσκεται με άλλους ένσοφους. Κι όμως αυτοί οι βλάκες, οι ήρωες, έφερναν πάντοτε στο προσκήνιο την έννοια και αξία του χρέους πρωτοστατούντες οι ίδιοι διά της θυσίας τους.
Έτσι και τώρα το απαιτούν οι περιστάσεις, το απαιτεί ο ίδιος ο Θεός. «Στήριξον τούς ἀδελφούς σου». Με λίγα λόγια, μίλησε στους αδελφούς σου για «μένα», τον Χριστό, τον λυτρωτή του κόσμου. Όμως ήλθαν καιροί, που είναι τελικά επικίνδυνο να μιλάς για τον Χριστό και ειδικά στην Δύση των Χριστιανών. Στην Δύση των Χριστιανών που σταυρώνουν ανηλεώς τον Χριστό. Στην Δύση που η οικογένεια, έχει σωριαστεί στα ερείπια του φεμινιστικού ιμπεριαλισμού. Στη Δύση που η γυναίκα η φεμινίστρια κατήντησε το πιο άθλιο, σιχαμερό και αξιοθρήνητο όν. Μάλλον «res». Αυτό που ήταν προ Χριστού. Στη Δύση που σφάζουν τα έμβρυα, όπως τα αρνιά την πασχαλιά. Στη Δύση που επικροτεί και προωθεί «γενναία» την ομοφυλοφιλία. Την Δύση που μάχεται τον Θεό, τον Χριστιανισμό, λόγοις και έργοις.
Αυτή την Δύση μάχεται πλέον ο σύγχρονος ισλαμισμός και έχει κηρύξει ιερό πόλεμο. Κατά της Δύσης της αμαρτίας και της αποστασίας. Χρέος των ιερών πολεμιστών «θάνατος στους άπιστους». Που καταντήσαμε να μη μας ανέχονται ούτε οι μουσουλμάνοι!
Εδώ εμφαίνεται πλέον η απόλυτη ανάγκη της εντολής του Χριστού «στήριξον τους αδελφούς σου». Διότι καραδοκεί η τιμωρία μιας γενεάς άπιστης και διεστραμμένης, που δεν μπορεί πλέον ο Θεός να την ανεχθεί.