Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

«Ὁ φόβος καί ἡ θεραπευτική του Α' - Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων», τομ. Α΄, Jean Claude Larchet, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου

Συνεχίζουμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐξέταση τῶν διαφόρων παθῶν. Καί φθάσαμε σήμερα στήν ἐξέταση τοῦ φόβου. «Μή φοβηθεῖτε ἀπό τῶν ἀποκτενόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι», λέγει ὁ Κύριος, «φοβήθητε δέ μᾶλλον τόν δυνάμενον καί ψυχήν καί σῶμα ἀπολέσαι ἐν τῇ γεέννῃ»[1]. Μή φοβηθεῖτε ἀπό αὐτούς πού θανατώνουν τό σῶμα, φονεύουν τό σῶμα καί τήν ψυχή δέν μποροῦν νά σκοτώσουν. Φοβηθεῖτε Αὐτόν, πού μπορεῖ νά φονεύσει τήν ψυχή καί νά τήν ρίξει μαζί μέ τό σῶμα στήν κόλαση. Φοβηθεῖτε Αὐτόν περισσότερο, δηλαδή τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔχει ἐξουσία νά μᾶς βάλει ἤ στήν αἰώνια ζωή ἤ στήν στήν αἰώνια κόλαση.

«Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;»[2], λέγει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή. Ἐάν ὁ Θεός εἶναι μαζί μας, ποιός μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον μας; Καί πάλι στήν πρός Ἑβραίους λέγει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, «αὐτός γάρ εἴρηκεν· οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω»[3]. Δέν θά σέ ἀφήσω οὔτε θά σέ ἐγκαταλείψω ποτέ! «Ὥστε θαῤῥοῦντας ἡμᾶς λέγειν· Κύριος ἐμοί βοηθός, καί οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;»[4]. Ὥστε ἔχοντας πίστη στήν Πρόνοια τοῦ Κυρίου νά λέμε μέ θάρρος: ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καί δέν θά φοβηθῶ τίποτε∙ τί θά μοῦ κάνει ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;

Καί διαβάζουμε ἀκόμα μερικά ἀπό τό βιβλίο «Φῶς στά Φῶτα» περί φόβου ὡς εἰσαγωγή στό θέμα μας. Λέγει στίς Παροιμίες πάλι: «Φεύγει ἀσεβής μηδενός διώκοντος, δίκαιος δέ ὥσπερ λέων πέποιθε∙ δι᾿ ἁμαρτίας ἀσεβῶν κρίσεις ἐγείρονται»[5]. Δηλαδή, φεύγει πανικόβλητος ὁ ἀσεβής χωρίς νά ὑπάρχει κανένας πού νά τόν καταδιώκει. Τόν καταδιώκει ὅμως ἡ συνείδησή του. Ἐνῶ ὁ δίκαιος ὡς λέων, σάν λιοντάρι ἀπτόητος, μένει ἀκλόνητος σέ ὥρα κινδύνου, ἔχοντας πεποίθηση στό δίκαιό του καί τήν συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ. Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν καί παρανομιῶν πού διαπράττουν οἱ ἀσεβεῖς, συγκροτοῦνται δικαστήρια καί γίνονται δίκες∙ «δι᾿ ἁμαρτίας ἀσεβῶν κρίσεις ἐγείρονται»[6]. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πρέπει νά συνοδεύει κάθε χριστιανό, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πού μᾶς λέγει, νά φοβούμαστε περισσότερο ἀπό ὅλους καί πάνω ἀπό ὅλους καί κυρίως καί μόνο -θά τολμούσαμε νά ποῦμε- τόν Θεό καί κανέναν ἄλλον. Γιατί λέει ὁ Κύριος, μή φοβηθεῖτε κανέναν, οὔτε αὐτόν ἀκόμα πού ἀπειλεῖ τή ζωή σας, ἀλλά δέν μπορεῖ νά φονεύσει τήν ψυχή σας[7]. Θυμόμαστε καί τόν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα καί Ἐθνομάρτυρα καί Ἰσαπόστολο, τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, καί Ἐθναπόστολο, ὁ ὁποῖος ἔλεγε, ὅτι ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζονται. Καί αὐτά κανείς δέν μπορεῖ νά σᾶς τά πάρει, ἐκτός ἄν τά δώσετε μόνοι σας. Ὑπάρχει καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ φόβος ὁ κοσμικός, ὁ φόβος ὁ δαιμονικός, ὁ φόβος πού ὀφείλεται στήν κακία, στήν ἁμαρτία. Καί αὐτόν τόν φόβο τόν ἔχει ὁ ἀσεβής καί νιώθει ὅτι καταδιώκεται, ἐνῶ κανένας δέν τόν καταδιώκει. Ἐνῶ ὁ δίκαιος δέν φοβᾶται τίποτα, ἀλλά σάν λιοντάρι προχωράει στήν κατόρθωση τοῦ καλοῦ καί ἀγαθοῦ.

Λέει καί ὁ Ἅγιος Δαβίδ στόν τρίτο του ψαλμό: «οὐ φοβηθήσομαι ἀπό μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι»[8]. Δέν θά φοβηθῶ ἀπό ἀναρίθμητα πλήθη ἐχθρικοῦ λαοῦ πού μέ ἔχουν περικυκλώσει ἀπό ὅλα τά σημεῖα καί ἐπιτίθενται ὅλοι μαζί ἐναντίον μου. Ἀκόμα κι ἄν ὅλοι πέσουν πάνω στόν δίκαιο, αὐτός δέν φοβᾶται.

«Ἀνάστα Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου»[9]. Γιατί; Γιατί καταφεύγει στόν Θεό καί ζητάει τήν θεία βοήθεια. Ἀνάστα Κύριε, δηλαδή σήκω πάνω Κύριε, σῶσε με ὁ Θεός μου, ἀπό τούς ἐχθρούς μου, «ὅτι σύ ἐπάταξας πάντας τούς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας»[10]. Διότι εἶμαι βέβαιος πλέον ὅτι ἔχεις συντρίψει ὅλους αὐτούς πού μέ ἐχθρεύονται καί θεωρῶ ὡς τετελεσμένο γεγονός, ὅτι συνέτριψες τά δόντια τῶν ἁμαρτωλῶν πού σάν ἄγρια θηρία ἔρχονται νά μέ κατασπαράξουν.

Καί πάλι λέει στό πεντηκοστό πέμπτο ψαλμό: «ἐπί τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος»[11]. Ἐλπίζω εἰς τόν Θεό καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή ἐλπίζω στόν Θεό, δέν φοβᾶμαι τί θά μοῦ κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος.

Καί στή Σοφία Σολομῶντος διαβάζουμε κάτι πολύ σπουδαῖο: «οὐθέν γάρ ἐστι φόβος εἰ μή προδοσία τῶν ἀπό λογισμοῦ βοηθημάτων»[12]. Τί εἶναι ὁ φόβος λέει; Μία κατάσταση κατά τήν ὁποία μᾶς ἐγκαταλείπει καί αὐτή ἡ βοήθεια τῆς διανοίας μας, τοῦ λογισμοῦ μας, τῆς λογικῆς μας. Ὁ ἄλογος φόβος, ὄχι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ κοσμικός φόβος, ὁ φόβος πού πηγάζει ἀπό τήν ὀλιγοπιστία καί ἀπό τήν ἁμαρτία ἐν γένει. Αὐτός ὁ φόβος τί εἶναι, παρά μιά προδοσία τῆς λογικῆς. Εἶναι μιά ἐξακολούθηση-άκολούθηση σέ μάταιες φαντασίες πολλές φορές, οἱ ὁποῖες διογκώνουν τά πράγματα ἤ τά ἀλλοιώνουν, ἀλλοιώνουν τήν πραγματικότητα καί μᾶς βάζουν αὐτούς τούς ἄλογους φόβους. Ἀπό πίσω βέβαια εἶναι ὁ διάβολος. Ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται, ὄχι τόν ἀληθινό, τόν σωστό φόβο, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τόν ἄλλον φόβο, τόν κακό φόβο, αὐτός ἔχει προδωθεῖ καί ἀπό τήν λογική του. Καί ἐνῶ μπορεῖ λίγο νά τό ἀντιλαμβάνεται, παρόλα αὐτά ἐξακολουθεῖ νά φοβᾶται παραλογιζόμενος, θά τολμούσαμε νά ποῦμε.

Καί συνεχίζει ἡ Σοφία Σολομῶντος καί λέει: «ἔνδοθεν δέ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία, πλείονα λογίζεται τήν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τήν βάσανον αἰτίας»[13]. Καί ὅταν μειωθεῖ μέσα μας ἡ ἐλπίδα, τότε ὁ φόβος ἐξαιτίας τῆς ἀγνοίας μας μᾶς κάνει νά θεωροῦμε χειρότερα τά κακά ἀπ΄ ὅ,τι εἶναι στήν πραγματικότητα.

«Τί νά φοβηθεῖς σάν κλείσεις μέσα σου τόν Θεό;», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. «Ἕνα πράγμα νά φοβηθοῦμε μόνο: Τό νά φοβηθοῦμε κάτι ἄλλο περισσότερο ἀπό τόν Θεό καί νά προσβάλλουμε τήν εἰκόνα Του μέ τήν κακία μας. Ἐκεῖνο πού φοβᾶται κανείς ὅτι θά πάθει, αὐτά καί παθαίνει∙ καί ἄν δέν τά πάθει, ἴσως τιμωρεῖται περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του, παρά ἀπό τούς δράστες». Δηλαδή, ὁ ἴδιος ὁ φόβος, ὁ κακός φόβος εἶναι μιά τιμωρία, εἶναι μιά αὐτοτιμωρία, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας μας. Καί πολλές φορές, ἐνῶ τίποτε τό κακό δέν συμβαίνει, τίποτε τό φοβερό, ὅμως ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται καί τιμωρεῖται ἀπό αὐτή τήν ὀλιγοπιστία του καί ἀπό αὐτή τήν ἁμαρτία του καί ἀπό αὐτό τό τίποτα, τό ὁποῖο εἶναι μόνο στή φαντασία του.

Ἄς δοῦμε τώρα καί ἀπό τό βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἐπιστημονικό τρόπο, μέ βάση τούς Ἁγίους Πατέρες, θά μᾶς παρουσιάσει τόν φόβο, τό ποιός εἶναι ὁ φόβος, ποιά εἶναι τά εἴδη του καί βεβαίως ποιά εἶναι ἡ ἀντιμετώπισή του, ἡ θεραπευτική του, πού εἶναι κάτι πολύ σημαντικό. Βλέπουμε στήν ἐποχή μας συστηματικά νά καλλιεργεῖται ὁ φόβος. Ὄχι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὅμως, ἀλλά ὁ δαιμονικός φόβος, ὁ φόβος γιά ἀπειλές ἀπό τήν Νέα Τάξη Πραγμάτων καί ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ὑπηρετοῦν τόν πονηρό, μέ σκοπό νά ὑποκύψουμε, νά ὑποταχθοῦμε στίς ἐντολές τους, στίς ντιρεκτίβες τους.

«Οἱ Πατέρες», λέει ὁ καθηγητής Jean Claude Larchet, στό βιβλίο του «Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων», «συμπεριλαμβάνουν -οἱ Πατέρες- στά πάθη τόν φόβο καί τίς συγγενεῖς πρός αὐτόν καταστάσεις, πού συνιστοῦν μορφές ἤ διαβαθμίσεις του, ὅπως τήν φοβία, τό δέος, τόν τρόμο, καί ἐπιπλέον τό ἄγχος, τήν ἀγωνία, τήν ἀδημονία», τήν ἀνυπομονησία. «Γενικά, ὁ φόβος προκαλεῖται ἀπό τόν κίνδυνο στέρησης ἤ πόνου/δοκιμασίας, μέσω τῆς ἰδέας ἤ τοῦ αἰσθήματος ὅτι θά χάσουμε ἤ ἐνδεχομένως», ὑπάρχει πιθανότητα νά χάσουμε, «αὐτό πού ἐπιθυμοῦμε ἤ αὐτό στό ὁποῖο εἴμαστε προσκολλημένοι»[14]. Λοιπόν, ὑπάρχει ἕνας κίνδυνος στέρησης, ὑπάρχει μία ἰδέα ὅτι θά στερηθοῦμε ἤ ὑπάρχει πιθανότητα νά στερηθοῦμε κάτι πού ἐπιθυμοῦμε, κάτι στό ὁποῖο εἴμαστε προσκολλημένοι, ἔχουμε ἐπενδύσει σ’ αὐτό τίς ἐλπίδες μας, ἴσως-ἴσως καί τή ζωή μας.

«Ὡστόσο, ὁ φόβος -πού ὁρίζεται κατ᾽ αὐτό τόν τρόπο- μπορεῖ ν᾽ ἀποτελεῖ ἀρετή παρά πάθος. Λέγει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας: «Εἰ καί πάθος ὁ φόβος, ὡς βούλονται τινές, ὅτι φόβος ἐστί πάθος, οὐχ ὁ πᾶς φόβος πάθος»»[15]. Δέν εἶναι ὁ κάθε φόβος πάθος. Γιατί ὑπάρχει, καί ἤδη τό ὑπαινιχτήκαμε, ὁ καλός φόβος, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ φόβος μή χάσουμε τήν αἰώνια ζωή καί μακαριότητα. Ὁπότε, ἄν ὁρίσουμε τόν φόβο ὅπως προηγουμένως, ὡς ἕναν κίνδυνο στέρησης κάποιου πράγματος πού ἐπιθυμοῦμε, ὑπάρχει καί ὁ καλός φόβος νά φοβόμαστε μή στερηθοῦμε τήν αἰώνια ζωή, τήν αἰώνιο κοινωνία μέ τόν πανάγαθο Τριαδικό Θεό. Ὁπότε, σ’ αὐτή τήν περίπτωση, δέν μιλᾶμε γιά πάθος, γιά κακία δηλαδή, γιά ἁμαρτία, ἀλλά γιά ἀρετή.

«Πρέπει λοιπόν νά διακρίνουμε δύο εἴδη φόβου. Τό πρῶτο εἶδος φόβου, πού ὁ Θεός ἐνέβαλε στόν ἄνθρωπο κατά τήν δημιουργία του καί συνεπῶς ἀνήκει στήν ἀνθρώπινη φύση», αὐτό τό πρῶτο εἶδος φόβου, «ἔχει διπλή μορφή. Ἡ πρώτη του μορφή εἶναι μία δύναμη, πού συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή του καί τόν κάνει νά φοβᾶται γιά τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του». Κι αὐτό βεβαίως τό ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, νά φοβᾶται μή χάσει τήν ψυχή του καί τό σῶμα του. Εἶναι ἡ πρώτη μορφή, τό πρῶτο εἶδος φόβου, πού ὁ Θεός ἔχει βάλει στόν ἄνθρωπο καί συνδέεται μέ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου∙ φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος μή χάσει τήν ψυχή του, μή χάσει καί τό σῶμα του, τήν ὕπαρξή του. «Μέσω αὐτοῦ τοῦ φόβου στίς στοιχειωδέστερες ἐκδηλώσεις του, ὁ ἄνθρωπος προσαρμόζεται στή ζωή καί τό εἶναι, ἐνῶ φοβᾶται ὁ,τιδήποτε θά ἦταν δυνατόν νά τά διαβρώσει καί νά τά καταστρέψει» αὐτά τά δύο, τή ζωή του δηλαδή καί τό εἶναι του, τήν ὕπαρξή του. Καί «ἐπιπλέον ἀποστρέφεται τό μή-εἶναι, ὅπως τό ἐξηγεῖ καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος, πού ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ συγκεκριμένη ροπή εἶναι φυσική, δηλαδή ἀνήκει στήν ἴδια τή φύση τοῦ ἀνθρώπου»»[16]. Ἐκ φύσεως δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέφεται τήν ἀνυπαρξία, τό μή-εἶναι. Ὁ Θεός ἔχει βάλει στή φύση τοῦ ἀνθρώπου αὐτόν τόν φόβο, τό πρῶτο εἶδος φόβου καί τήν συγκεκριμένη αὐτή μορφή, τοῦ νά θέλει ὁ ἄνθρωπος νά ὑπάρχει καί νά φοβᾶται μή τυχόν χάσει τήν ὕπαρξή του, τήν ψυχή του καί τό σῶμα του.

Καί λέγει πάλι ὁ Ἅγιος Μάξιμος, «Ἔστι γάρ καί κατά φύσιν καί παρά φύσιν δειλία· καί κατά φύσιν δειλία ἐστι, δύναμις κατά συστολήν τοῦ ὄντος ἀνθεκτική». Ὑπάρχει ἡ φυσική δειλία καί ἡ παρά φύσιν δειλία, ὁ κατά φύσιν φόβος καί ὁ παρά φύσιν φόβος. Καί ἡ κατά φύσιν δειλία, ὁ κατά φύσιν φόβος εἶναι μία «δύναμιν κατά συστολήν τοῦ ὄντος ἀνθεκτικήν»[17], μία δύναμις ἡ ὁποία ἀνθίσταται στήν συστολή τοῦ ὄντος, στό νά ὁδηγεῖ τό ὄν στό μή ὄν, στήν ἀνυπαρξία. Αὐτό εἶναι κατά φύσιν φόβος, κατά φύσιν δειλία καί τήν ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος νά θέλει νά ὑπάρχει καί νά συνεχίζει νά θέλει νά ὑπάρχει καί νά ἀντιτίθεται στήν ἀνυπαρξία, στήν ἐκμηδένισή του, στό νά ἀπωλεσθεῖ, στό νά χάσει τήν ψυχή του καί τό σῶμα του.

Ἀκριβῶς μέ τήν ἴδια ἔκφραση «δύναμιν κατά συστολήν τοῦ ὄντος ἀνθεκτικήν», καί «ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός χαρακτηρίζει τόν φόβο». Εἶναι μία δύναμις πού τήν ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀντιτίθεται στήν ἀνυπαρξία, στήν ἀπώλεια τῆς ὕπαρξής του, στήν συστολή τοῦ ὄντος «καί συμπληρώνει ὅτι θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἀντιστοιχεῖ στό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης». Εἶναι κάτι πού τό ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, «τήν ὁρμή τῆς ζωῆς, τήν ἔμφυτη ροπή ὅτι ὀφείλουμε νά παραμείνουμε στό εἶναι καί νά διαιωνίσουμε τήν ὕπαρξή μας». Αὐτό τό ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. «Ἰδιαίτερα ἐκδηλώνεται ὡς φόβος τοῦ θανάτου πού συνιστᾶ φυσική ροπή, καθώς ὁ Δημιουργός μᾶς ἔδωσε τή ζωή γιά νά τήν διατηρήσουμε καί ἡ φθορά καί ὁ θάνατος ἀποτελοῦν φαινόμενα ἀντίθετα στήν φύση»[18]. Ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε θάνατο οὔτε μᾶς ἔδωσε θάνατο. Ἀλλά ἡ ἁμαρτία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος κατά φυσικό τρόπο ἀποστρέφεται τόν θάνατο, ἀποστρέφεται τήν φθορά, γιατί ἀκριβῶς ὁ Θεός τοῦ ἔχει βάλει μέσα του αὐτή τήν ροπή τήν ἔμφυτη γιά νά ζεῖ, νά ὑπάρχει, γιά νά συντηρεῖ, νά διατηρεῖ, νά διαιωνίζει τήν ὕπαρξή του. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά εἶναι ἕνα ὄν πού θά ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει γιά πάντα, θά ὑπάρχει αἰώνια. Καί φαίνεται αὐτό καί στούς πρό Χριστοῦ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι, γιά παράδειγμα οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας τούς θεούς τους τούς ἤθελαν ἀθάνατους καί ἔτσι τούς ἔφτιαξαν ὡς ἀθάνατους. Καί αὐτό φανερώνει καί τή δική τους λαχτάρα γιά ἀθανασία. Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μας καί τήν νίκη κατά τοῦ θανάτου μέ τόν θάνατό Του, γιατί; Γιατί μᾶς χάρισε τήν ἀθανασία. Καί μποροῦμε πλέον ἑνούμενοι μέ τόν Κύριο νά ὑπάρχουμε γιά πάντα καί νά ἐκπληρώνουμε αὐτό τό ἔνστικτο θά λέγαμε, αὐτή τήν ὁρμή γιά ζωή, τήν ἔμφυτη ροπή πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στή φύση μας νά ὑπάρχουμε γιά πάντα καί νά νικᾶμε τόν θάνατο καί τήν φθορά, τά ὁποῖα δέν εἶναι στή φύση μας.

Ὑπάρχει λοιπόν ἡ πρώτη μορφή τοῦ φόβου, πού ἀνήκει στό πρῶτο εἶδος φόβου πού ἔβαλε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί εἶναι τό νά μή θέλει ὁ ἄνθρωπος νά χάσει τήν ὕπαρξή του, νά μή θέλει νά πάψει νά ζεῖ ψυχικά καί σωματικά, νά θέλει νά ὑπάρχει νικώντας τήν φθορά καί τόν θάνατο. Γι’ αὐτό καί φοβᾶται ὁτιδήποτε πάει νά τόν ἐκμηδενίσει, καί αὐτόν τόν θάνατο.

«Ἡ δεύτερη μορφή» τοῦ πρώτου εἴδους φόβου, πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, «εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ». Εἴπαμε ἡ πρώτη μορφή εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀνυπαρξίας, ὁ φόβος τοῦ νά πάψουμε νά ζοῦμε ψυχικά καί σωματικά, πού κι αὐτόν τόν ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, νά θέλει ὁ ἄνθρωπος νά ὑπάρχει, αὐτό πού λέμε τό αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης, καί τό δεύτερο, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, «πού στήν ἀρχική βαθμίδα του εἶναι ὁ φόβος τῆς θείας τιμωρίας καί στήν ἀνώτερη βαθμίδα ὁ φόβος τῆς ἀπομάκρυνσης καί τοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό»[19]. Κι αὐτό ἐπίσης τό ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, νά φοβᾶται τόν Θεό, δηλαδή νά φοβᾶται τήν αἰώνια τιμωρία ὡς πρώτη βαθμίδα τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, νά φοβᾶται τήν αἰώνια κόλαση καί ὡς τελική βαθμίδα νά φοβᾶται νά χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό, νά φοβᾶται νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν Θεό πού ἀγαπάει.

«Ἡ δεύτερη μορφή φόβου», γιά τήν ὁποία μιλᾶμε τώρα, «συνδέεται φυσικά μέ τήν προηγούμενη», μέ τήν πρώτη μορφή. «Ὁ προσκολλημένος στή ζωή καί τό εἶναι του ἄνθρωπος, φοβούμενος τήν ἀπώλειά τους, ἐάν γνωρίζει τήν πραγματική φύση τους, τρέμει τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ἡ πηγή καί τό νόημα»[20] τῆς ὕπαρξής του. Ἑπομένως, αὐτές οἱ δύο μορφές συνδέονται μεταξύ τους. Ἡ πρώτη μορφή φόβου πού εἴπαμε ὅτι εἶναι ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ψυχή μας καί τό σῶμα μας, μήπως ἀπωλεσθοῦμε, συνδέεται μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, πού ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται μή λυπήσει τόν Θεό, μήν τιμωρηθεῖ αἰώνια, μή χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό. Γιατί τό φοβᾶται αὐτό; Καί πῶς συνδέεται αὐτή ἡ μορφή φόβου μέ τήν πρώτη μορφή; Γιατί ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει, γνωρίζει πολύ καλά ὅτι γιά νά ὑπάρχει θά πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τόν Θεό. Γιατί αἰτία, ρίζα, πηγή τῆς ὕπαρξής του δέν εἶναι ὁ ἑαυτός του, ἀλλά ὁ Θεός. Καί ἐπίσης τό νόημα, γιατί ὑπάρχω, πάλι κι αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Τρέμει, ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μή τυχόν καί χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ἡ πηγή καί τό νόημα τῆς ὕπαρξής του, τοῦ εἶναι του.

«Ἀκόμη ὑψηλότερα ἀπό τήν βιολογική ζωή γιά τόν ἄνθρωπο πού συνειδητοποιεῖ τό θεμέλιο τῆς πραγματικότητας, βρίσκεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, γιά τήν ἀπώλεια τῆς ὁποίας φοβᾶται»[21]. Δέν φοβᾶται μόνο ὁ ἄνθρωπος μή χάσει τήν βιολογική του ὕπαρξη, ἀλλά προπάντων τήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξή του, τήν ἐν Χριστῷ κοινωνία, ἡ ὁποία μπορεῖ νά συμβεῖ ὅταν ὁ ἄνθρωπος πέσει στήν ἁμαρτία καί στά διάφορα πάθη.

«Νά γιατί στόν πνευματικό ἄνθρωπο, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ὁ φόβος αὐτῶν πού εἶναι δυνατόν νά τόν χωρίσουν ἀπό τόν Θεό, -καί αὐτά εἶναι ἡ ἁμαρτία καί ὁ πονηρός πού τόν ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία καί τά ὁποῖα τόν ὁδηγοῦν στόν θάνατο τῆς ψυχῆς τόν ἄνθρωπο- ἐξαφανίζουν τόν φόβο τοῦ θανάτου»[22]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τόν Θεό, φοβᾶται μή χάσει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, μετά πλέον παύει νά φοβᾶται τόν θάνατο, τόν βιολογικό θάνατο, μή τυχόν καί χάσει τό σῶμα του. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά, ὅτι πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νά διατηρήσει τήν κοινωνία του μέ τόν Χριστό, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κι ἄν χρειαστεῖ νά χάσει τή ζωή του, ὅπως εἶπε προηγουμένως ὁ Κύριος, μή φοβηθεῖτε ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι θά σᾶς φονεύουν. Καί ὑπάρχουνε ἄνθρωποι σκοτεινοί, τοῦ πονηροῦ ὁπαδοί, οἱ ὁποῖοι φόνευαν καί φονεύουν τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά φονεύουν μόνο τό σῶμα καί ὄχι τήν ψυχή. Αὐτούς, λέει, μήν τούς φοβηθεῖτε. Πότε φτάνει ὁ ἄνθρωπος νά μή φοβᾶται τόν θάνατο, αὐτόν τόν βιολογικό θάνατο, τήν ἀπώλεια τοῦ σώματος δηλαδή (κι αὐτό προσωρινά βέβαια), δηλαδή τήν διάζευξη πιό σωστά, τήν προσωρινή διάζευξη, τόν προσωρινό χωρισμό τῆς ψυχῆς του ἀπό τό σῶμα του; Αὐτό εἶναι ὁ θάνατος ὁ βιολογικός. Ὅταν φοβᾶται τόν Θεό∙ φοβᾶται καί τρέμει μή τυχόν καί χάσει τήν ἐν Χριστῷ ζωή, τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό. Ὅταν φοβᾶται τήν ἁμαρτία καί τόν πονηρό, τά ὁποῖα μποροῦν νά τόν χωρίσουν αἰώνια ἀπό τήν Θεία Χάρη.

Ὅταν φοβηθεῖς γνήσια λοιπόν τόν Θεό, τότε παύεις νά φοβᾶσαι τόν βιολογικό θάνατο. «Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ μόνος πού ὀφείλει νά φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος, καθώς τοῦ στερεῖ ὁριστικά ὅλη τή ζωή, ἐνῶ ὁ βιολογικός θάνατος μόνο πρόσκαιρα χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα καί ἀποσυνθέτει μόνο τήν γήινη καί φθαρτή μορφή τῆς ὕπαρξης». Χωρίζει προσωρινά τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά δέν ἔχει καθόλου αἰώνιο ἀντίκτυπο αὐτή ἡ προσωρινή διάζευξη τῶν δύο στοιχείων της, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἡ ἁμαρτία ὅμως καί τά διάφορα πάθη, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν μετανοήσει γι’ αὐτά, ἔχουν αἰώνιο ἀντίκτυπο, στεροῦν τήν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκόπτουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, τοῦ στεροῦν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.

«Τό πρῶτο εἶδος τοῦ φόβου, πού μόλις παρουσιάσαμε μέ τίς δύο μορφές του», καί εἴπαμε ποιές εἶναι οἱ δύο μορφές του, πρῶτον ὁ φόβος γιά νά διατηρήσουμε τήν ὕπαρξή μας, τό σῶμα μας καί τήν ψυχή μας, νά μήν τά χάσουμε, καί ὁ δεύτερος ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, τό νά διατηρήσουμε τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί νά μήν πᾶμε στήν αἰώνια κόλαση. Αὐτό εἶναι ἀρετή, τό πρῶτο εἶδος φόβου «συνιστᾶ ἀρετή, τήν ὁποία κατεῖχε ὁ Ἀδάμ στήν προπτωτική κατάστασή του»[23]. Δηλαδή ὁ Θεός τήν ἔδωσε στόν Ἀδάμ ὅταν τόν ἔφτιαξε, εἶναι στοιχεῖο τῆς φύσης. Τήν ἔδωσε ὁ Θεός λοιπόν ὡς στοιχεῖο φυσικό, νά φοβᾶται ὁ Ἀδάμ, ὁ προπτωτικός Ἀδάμ, ἀφενός μέν νά μή χάσει τό εἶναι του, τήν ὕπαρξή του καί ἀφετέρου νά φοβᾶται μή χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό.

«Πράγματι, ὁ προορισμός τοῦ Ἀδὰμ ἦταν νά γίνει κατά χάρη ἀθάνατος», πλάστηκε δυνάμει ἀθάνατος, εἶχε τήν δυνατότητα ὁ Ἀδάμ νά μήν πεθάνει ποτέ. «ἀλλ᾽ ἦταν -δεκτικός- ἐπιδεκτικός τοῦ θανάτου ἐξ αἰτίας τῆς ἐλεύθερης βούλησής του, ἐάν μέσω τῆς θέλησής του», τῆς κακῆς χρήσης τοῦ αὐτεξουσίου του, «ἐρχόταν σέ ἀντίθεση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ», ὅπως καί πράγματι, δυστυχῶς, ἦρθε. «Νά γιατί ὁ Θεός λέει στόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα: «Ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾽ αὐτοῦ· ᾗ δ᾽ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[24]». Ὁ Θεός προειδοποιεῖ τόν Ἀδάμ καί τοῦ λέγει καί γιά τόν θάνατο πού θά μποροῦσε νά ὑποστεῖ, ἐάν δέν παρέμενε ὑπάκουος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ὁ φόβος, (συγχρόνως τοῦ θανάτου καί τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό), ἦταν ἕνα ἀπό τά μέσα πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν βοηθήσει νά τηρεῖ τήν ἐντολή Του καί νά προφυλάσσεται ἀπό τά ἀποτελέσματα τῆς παράβασης τῆς ἐντολῆς Του»[25], τά ὁποῖα βέβαια συνοψίζονται στήν φθορά καί στόν θάνατο. Δυστυχῶς, ὁ Ἀδάμ δέν ὑπήκουσε, ὁπότε θά λέγαμε δέν ἀξιοποίησε ὅσο ἔπρεπε αὐτή τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, αὐτόν τόν φόβο, τό πρῶτο εἶδος φόβου πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν προπτωτικό Ἀδάμ.

«Τό δεύτερο εἶδος φόβου, τὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες θεωροῦν ὡς πάθος», ὡς κάτι δηλαδή τό κακό, ὡς μία ἁμαρτία, «ἀποτελεῖ συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος». Καί ποιό εἶναι τό δεύτερο εἶδος φόβου; Εἶναι αὐτό πού «ἐκδηλώνεται πάντα μέ τήν μορφή ἀποστροφῆς πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος ἔναντι αὐτοῦ πού εἶναι δυνατόν νά φθείρει καί νά καταστρέφει τήν ὕπαρξή του· ὁ ὅρος ὕπαρξη ὅμως -ἐδῶ- δέν ἀναφέρεται στό κατά Θεόν εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στό πεπτωκός εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, στό ὁποῖο προσκολλᾶται μέ τήν φιλαυτία»[26]. Δηλαδή τό δεύτερο εἶδος φόβου, μέ ἁπλά λόγια, εἶναι νά μήν χάσει ὁ ἄνθρωπος τή ζωούλα του! Αὐτό πού ζοῦμε τώρα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε στήν πεπτωκυία κατάσταση. Εἴμαστε στήν πεσμένη κατάσταση, στήν ἐμπαθή κατάσταση. Καί ὁ φόβος πού ἔχουμε τώρα, τό δεύτερο εἶδος φόβου, πού εἶναι πάθος καί εἶναι συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ὁ φόβος πού ἔχουνε οἱ ἐμπαθεῖς ἄνθρωποι, οἱ φίλαυτοι ἄνθρωποι, εἶναι ἀκριβῶς ὁ φόβος νά μή χάσουμε αὐτό τό πεπτωκός εἶναι, αὐτή τήν ὕπαρξη πού ἔχουμε τώρα, ἔτσι ὅπως εἴμαστε ὅμως, ὄχι ἀναγεννημένοι ἐν Χριστῷ, ὄχι θεωμένοι, ἁγιασμένοι, ἀλλά ὅπως εἴμαστε, μέ τά πάθη μας καί τίς ἁμαρτίες μας. Ἔχουμε κολλήσει σ’ αὐτό τό πεπτωκός εἶναι καί τρέμουμε μήπως τό χάσουμε. Αὐτό εἶναι τό δεύτερο εἶδος φόβου. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ θέλει νά συντριφτεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος, νά χαθεῖ, νά νεκρωθεῖ, νά πεθάνει τό πεπτωκός εἶναι καί νά ἔρθουμε στό κατά Θεόν εἶναι, δηλαδή σ’ αὐτή τήν κατάσταση πού εἶχε ὁ Ἀδάμ πρίν ἀπό τήν πτώση καί πού θά ἔφθανε ἐάν θά ἔμενε στήν ὑπακοή, δηλαδή στήν θεωμένη κατάσταση, στήν κατάσταση τῆς θεώσεως.

Αὐτό τό δεύτερο εἶδος φόβου «ἐμφανίζεται πάντα πρίν ἀπό κάθε φόβο θανάτου, ἀλλά πλέον γιά διαφορετικό λόγο σέ σχέση μέ τήν πρώτη μορφή. Λαμβάνει πολυποίκιλες μορφές καί θά ἦταν κουραστικό νά τίς ἀπαριθμήσουμε στό σημεῖο αὐτό. Θά ἀναφέρουμε -λέει ὁ καθηγητής- μαζί μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο, γιά νά χαρακτηρίσουμε τόν συγκεκριμένο φόβο ὅτι συμμετέχει στά πάθη πού ὀφείλονται στήν στέρηση τῆς ἡδονῆς καί ἔρχεται» αὐτός ὁ κακός φόβος, ὁ ἐμπαθής φόβος, «ὅπως καί ἐκεῖνα» τά πάθη ἀπό τήν στέρηση τῆς ἡδονῆς, «ὡς ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ποὺ ἡ φιλαυτία κατεργάζεται μέσω τῆς ὀδύνης ψυχῆς καί σώματος: ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται μήπως χάσει ἕνα αἰσθητό ἀντικείμενο, ἡ κατοχή τοῦ ὁποίου (πραγματική ἤ φανταστικά πρόωρη) τοῦ παρέχει συγκεκριμένη αἰσθητὴ ἀπόλαυση. Φοβᾶται ἐπίσης καί τήν αἰτία τῆς πιθανῆς ἀπώλειας τοῦ ἀντικειμένου». Τό δεύτερο εἶδος φόβου λοιπόν, πού εἶναι πάθος καί εἶναι φόβος νά μή χαθεῖ τό πεπτωκός εἶναι -καί εἶναι ἀποτέλεσμα-συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος- οὐσιαστικά εἶναι ὁ φόβος τοῦ νά μή χαθεῖ ἕνα αἰσθητό ἀντικείμενο στό ὁποῖο εἶναι προσκολλημμένος ὁ ἄνθρωπος∙ καί ἐπίσης φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος καί τήν αἰτία τῆς πιθανῆς ἀπώλειας τοῦ ἀντικειμένου. Καί ὅταν λέμε ἀντικείμενο, ὄχι μόνο κάτι ὑλικό, ἕνα ὑλικό πράγμα, ἀλλά μέ τήν εὐρεία ἔννοια ἕνα ἀντικείμενο. Μπορεῖ νά εἶναι μιά κατάσταση, μπορεῖ νά εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα, μπορεῖ νά εἶναι ἐπίσης μία σχέση, ἕνα πρόσωπο. Γεμίζει ὁ ἄνθρωπος μέ φόβο μή τυχόν τά χάσει αὐτά, γιατί τά ἔχει συνδέσει μέ τό εἶναι του, μέ τήν ὕπαρξή του, ἀλλά ὄχι μέ τό ἐν Χριστῷ εἶναι, ἀλλά μέ τό πεπτωκός εἶναι, δηλαδή μέ τό ἐμπαθές εἶναι, μέ τήν ὕπαρξή του τήν ὁποία ἔχει τώρα ζώντας μέσα στά πάθη καί τίς ἁμαρτίες.

«Ἡ ἰδέα ἤ ἡ αἴσθηση τῆς πιθανῆς αὐτῆς ἀπώλειας», τοῦ αἰσθητοῦ ἀντικειμένου, καί εἴπαμε, ἀντικείμενο μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, αὐτή ἡ ἰδέα, ἡ αἴσθηση τῆς πιθανῆς ἀπώλειας αὐτοῦ στό ὁποῖο ἔχει ἐπενδύσει τήν ὕπαρξή του, εἶχε στηρίξει τήν ὕπαρξή του, αὐτό σοῦ γεννάει μιά «στάση δυσφορίας καί ταραχῆς». Καί οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς δυσφορίας καί τῆς ταραχῆς φανερώνονται καί στό σῶμα, ὄχι μόνο στήν ψυχή. Γι’ αὐτό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: ««Ποτέ μέν ἡ ψυχή», ἄλλοτε ἡ ψυχή, «ποτέ δέ τό σῶμα», ἄλλοτε τό σῶμα, «προεδειλίασε, καί τῷ ἑτέρῳ τοῦ πάθους μετέδωκεν»»[27] καί στό ἄλλο μέρος μετέδωσε τό πάθος τῆς δειλίας. Ἄλλοτε δειλιάζει τό σῶμα καί μεταδίδει τήν δειλία καί στήν ψυχή καί ἄλλοτε ἡ ψυχή καί μεταδίδει τήν δειλία καί στό σῶμα. Βλέπουμε ἐδῶ πῶς ἀλληλοεπηρεάζονται αὐτά τά δύο.

«Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις», τό δεύτερο εἶδος φόβου, «ὁ φόβος-πάθος ἀποκαλύπτει πρόσδεση καί ἀγάπη στόν κόσμο τοῦτο: στά ἀγαθά του, στήν αἰσθητή ἡδονή τους, καθώς ἐπίσης καί στόν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, καθώς αὐτή ἡ ζωή κατανοεῖται ὡς προϋπηρεσία γιά νά φτάσει κάποιος στὴν ἀπόλαυση»[28]. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι δεμένος μέ τόν κόσμο, ὅπως τόν ὁρίζει ἡ Ἁγία Γραφή, μέ τά τρία «Φ», τίς τρεῖς ἄρρωστες ἀγάπες, τήν φιληδονία, τήν φιλαργυρία, τήν φιλοδοξία, αὐτός ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται. Φοβᾶται ὅμως μέ τόν κακό φόβο, μέ τόν φόβο-πάθος, φοβᾶται μή τυχόν στερηθεῖ αὐτά πού ἀγαπάει, αὐτά πού συνιστοῦν, ὅπως εἴπαμε, τόν κόσμο, τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τήν ὕλη, τίς ἡδονές, τήν δόξα τοῦ κόσμου, τόν τρόπο ζωῆς, τόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, γιατί ὅλα αὐτά θεωρεῖ ὅτι θά τοῦ χαρίσουν τήν ἀπόλαυση, τήν μακαριότητα. Ἡ ζωή δηλαδή γιά τόν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο γιά ἀπόλαυση. Φοβᾶται λοιπόν μή χάσει τήν ὕπαρξή του καί ὅλα αὐτά πού τόν κρατᾶνε στήν ὕπαρξη καί τόν δένουν στόν κόσμο καί ἑπομένως χάσει τήν εὐτυχία του, τήν μακαριότητά του, τήν ἀπόλαυσή του. Μήπως γι’ αὐτό λέμε καί τήν ἔκφραση «νά μήν χάνουμε χρόνο».. ἤ τά παιδιά νά μή χάσουν χρονιά στό σχολεῖο καί νομίζουμε ὅτι χάνουμε τήν εὐτυχία μας! Λές καί δέν ἔχουμε πολύ χρόνο! Μά, πιστεύουμε ἄραγε ἤ δέν πιστεύουμε; Ὑπάρχει τέλος στή ζωή μας; Δέν ὑπάρχει! Γιά τόν πιστό ἡ ζωή δέν ἔχει τέλος. Ἀλλά καί ὁ χρόνος δέν ἔχει τέλος, δηλαδή δέν φοβόμαστε, ἄν θά χάσουμε χρόνο, μέ τήν ἔννοια αὐτή ἐδῶ τήν κοσμική.. ἔ, λίγο χρόνο ἔχουμε, νά πετύχουμε νά γίνουμε εὐτυχισμένοι σ’ αὐτή τή ζωή, γιατί δέν μᾶς μένει ἄλλη ζωή. Μά ἀκριβῶς αὐτή ἡ ζωή εἶναι ὁ προθάλαμος γιά τήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα! Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν πού λέει: μή χάνεις χρονιά, μή χάνεις δευτερόλεπτο, γιατί ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα, εἶναι ὁ κοσμικός ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐπενδύσει στά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί φοβᾶται μήν τά χάσει! Γι’ αὐτό τρέμει καί στήν ἰδέα νά μή χάνει δευτερόλεπτο. Γιατί θεωρεῖ ὅτι αὐτός ὁ χρόνος, ὁ λίγος πού τοῦ μένει ἀκόμα, εἶναι ἡ προϋπηρεσία γιά τήν ἀπόλαυση, «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν»[29], ὅπως λέγανε καί οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες.

«Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ γράφει: «Ὅτε ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ γνώσει καί τῇ πολιτείᾳ τοῦ σώματος ἵσταται, ἐκ τοῦ θανάτου πτοεῖται»»[30]. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ζεῖ σωματικά, αὐτός φοβᾶται τόν θάνατο, τόν βιολογικό θάνατο, καί θεωρεῖ ὅτι ὅλα τελειώνουν μέ αὐτόν τόν θάνατο. Γι’ αὐτό καί τρέμει μπροστά στήν ἰδέα τοῦ θανάτου. Βλέπετε αὐτοί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού κομπάζουν γιά τήν ζωή τους, τά κατορθώματά τους τά κοσμικά, τρέμουν στήν ἰδέα καί στό ἄκουσμα ἀκόμα τῆς λέξης θάνατος καί ἀρχίζουνε νά χτυπᾶνε ξύλα καί ὅλα αὐτά τά ἀνόητα. Γιατί ἀκριβῶς τό πᾶν ἐξαντλεῖται σέ αὐτή τήν πολύ σύντομη βιολογική ζωή. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι δεμένος μέ τό σῶμα, μέ τήν ἄλογη ἀγάπη στό σῶμα, τήν φιλαυτία ὅπως λένε οἱ Πατέρες, εἶναι δεμένος μέ τόν κόσμο, μέ τά ὑλικά ἀγαθά, μέ τίς αἰσθητές ἡδονές, τίς ἡδονές τῶν αἰσθήσεων, μέ τήν βιολογική ζωή, αὐτός τρέμει τόν θάνατο. Ἔχει αὐτόν τόν κακό φόβο, τόν φόβο μή στερηθεῖ τά ἀγαθά τοῦ κόσμου καί πεθάνει πρόωρα, ὅπως ὁ ἴδιος λέει, καί δέν προλάβει νά ἀπολαύσει αὐτά πού ἐλπίζει. Καί εἶναι ἔτσι γεμάτος μέ φόβο καί ὅσο περνᾶνε τά χρόνια καί δέν πετυχαίνει αὐτά πού ἐλπίζει νά ἀπολαύσει, τόσο φοβᾶται καί περισσότερο, τόσο δειλιάζει καί περισσότερο, τόσο μπαίνει σέ μιά διαδικασία ἄγχους καί ἀγωνίας. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στούς ἀνθρώπους τούς κοσμικούς τούς νέους, πού δέν κατάφεραν νά ἐπιτύχουν αὐτά πού ὁ κόσμος προβάλλει ὡς ὑπεραξίες, γιά παράδειγμα τόν γάμο. Καί ἀγχώνονται καί καταστρέφονται ἔτσι ψυχικά ἀπό τό ἄγχος, ἐπειδή δέν κατάφεραν ἀκόμα νά φτάσουν σέ γάμο ἤ δέν κατάφεραν νά ἐπιτύχουν κάποιους ἄλλους στόχους ἐπίγειους πού ἔχουν βάλει καί γιατί βλέπουν μπροστά τους τόν θάνατο νά πλησιάζει, τόν βιολογικό θάνατο. Καί ὅλα αὐτά δέν εἶναι παρά τά ἀποτελέσματα τῆς πτώσης, τά ἀποτελέσματα τῆς πρόσδεσης στήν ἁμαρτία, στόν κόσμο, στόν κοσμικό τρόπο ζωῆς, τά ἀποτελέσματα τῆς μή ἐργασίας πνευματικῆς στό βάθος τῆς ψυχῆς μας, τό ἀποτέλεσμα τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίαςκαί τῆς ὑποδούλωσης στόν πονηρό.

«Ἕνα ἀπόφθεγμα ἀναφέρει: «Ρωτήθηκε ἕνας Γέροντας: “Γιατί φοβᾶμαι ὅταν περπατῶ στήν ἔρημο;”». Ρώτησε κάποιος ἄλλος. «Καί ἀπάντησε: “Γιατί ἐξακολουθεῖς νά ζεῖς”!», ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας, νά ζεῖς σωματικά, νά ζεῖς μέ φιλαυτία, νά ζεῖς γι’ αὐτόν τόν κόσμο, δέν ἔχεις πεθάνει. «Καί ἕνα ἀκόμη: «Ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: “Γιατί μέ καταλαμβάνει φόβος ὅταν μοῦ τυχαίνει νά βγαίνω μόνος τήν νύκτα;”». Πόσοι ἄνθρωποι φοβοῦνται τό σκοτάδι! «Καί ὁ Γέροντας ἀπαντᾶ: “Γιατί ἡ ζωή τοῦ κόσμου ἐξακολουθεῖ νά ἔχει ἀξία γιά σένα”»[31], τό θεωρεῖς ὅτι εἶναι σπουδαῖο νά ζεῖς κοσμικά, νά ζεῖς σωματικά, βιολογικά, νά ἀπολαμβάνεις τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό δέν ἔχεις ξεπεράσει τόν φόβο τοῦ σκοταδιοῦ, τῆς νύχτας καί ἐν τέλει τόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται τόν Θεό, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, δέν φοβᾶται τίποτα ἄλλο.

«Τό πρῶτο εἶδος τοῦ φόβου -ὅπως εἴπαμε- εἶναι κατά φύσιν», τό ἔδωσε ὁ Θεός ὡς φυσικό στοιχεῖο στόν Ἀδάμ πρίν τήν πτώση, νά φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος νά μή χάσει τήν ὕπαρξή του, τό εἶναι του καί προπάντων νά φοβᾶται τόν Θεό, νά φοβᾶται μή χάσει τήν σχέση του, τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος, ἡ ρίζα, ἀλλά καί τό νόημα τῆς ὕπαρξής του. Τό δεύτερο εἶδος φόβου, πού εἶναι νά μή χάσει ὁ ἄνθρωπος τό πεπτωκός εἶναι, τό ἐμπαθές εἶναι, νά μή χάσει τήν μάταιη αὐτή κοσμική ζωή καί τίς μάταιες κοσμικές ἀπολαύσεις, αὐτό εἶναι «παρά φύσιν -εἶδος φόβου- καί «παρά λόγον»»[32]. Ὄχι μόνο ἐνάντια στήν φυσιολογική, στήν φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί στήν λογική του. Εἶναι καί «παρά λόγον» τό δεύτερο εἶδος φόβου.

- Ὁ φόβος τοῦ σκοταδιοῦ ἄς ποῦμε δέν εἶναι παράλογος;

Ἔλεγε χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Παΐσιος γι’ αὐτούς πού φοβοῦνται τό σκοτάδι, νά σκέφτεσαι -ἔλεγε- ὅτι ὅπως εἶναι τήν ἡμέρα τά πράγματα, ἔτσι εἶναι καί τήν νύχτα. Δέν ὑπάρχει διαφορά∙ γιατί νά φοβᾶσαι τό σκοτάδι; Ὑπάρχουν ἄλλοι πού φοβοῦνται πολύ ἀνόητους φόβους.. νά περάσουν ἀπό ἕνα τοῦνελ, νά μποῦνε σέ ἕνα μέσο συγκοινωνίας, σέ ἕνα ἀσαρνσέρ κ.λ.π. Ὅλα αὐτά εἶναι φοβίες, ἀποτελέσματα προσκόλλησης σ’ αὐτόν τόν κόσμο, στίς ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τῆς προσκόλλησης στή φιλαυτία, στά πάθη γενικότερα, καί γιατί ἀκόμα δέν ἔχει κυριαρχήσει μέσα μας ἡ πίστη στόν Θεό καί ὁ ἀληθινός φόβος τοῦ Θεοῦ, φόβος ὁ ὁποῖος -εἴπαμε- στό ἀρχικό του στάδιο εἶναι νά μήν κολαστοῦμε καί στό τελικό στάδιο νά μήν λυπήσουμε τόν Θεό πού μᾶς ἀγαπάει καί στερηθοῦμε τῆς κοινωνίας μαζί Του.

Τό δεύτερο εἶδος τοῦ φόβου, πού εἴπαμε, εἶναι παρά φύσιν καί παρά λόγο, «ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπομάκρυνε τόν διπλό σκοπό τοῦ φόβου, -φυσιολογικό καί φυσικό-, πού τόν συνέδεε μέ τό ἀληθινό εἶναι του καί τόν Θεό, γιά νά τόν καταστήσει φόβο ἀπώλειας τοῦ πεπτωκότος εἶναι τοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο, καί ἀπώλειας τῆς ἐμπαθοῦς ζωῆς καί τῆς ἀντίστοιχης πρός αὐτή ἡδονῆς»[33]. Τό δεύτερο εἶδος τοῦ φόβου εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει χάσει τόν κατά φύσιν φόβο, τόν φυσιολογικό καί φυσικό φόβο, τόν φόβο νά χάσει τήν ὕπαρξή του καί προπάντων τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό. Καί γι’ αὐτό ἔπεσε στόν παρά φύσιν φόβο καί παρά λόγον φόβο, νά φοβᾶται νά στερηθεῖ, νά χωρισθεῖ ἀπό αὐτόν τόν αἰσθητό κόσμο, τόν πεπτωκότα κόσμο, νά στερηθεῖ τήν ἐμπαθῆ ζωή, τά πάθη του καί τίς ἀπολαύσεις τῶν παθῶν καί τίς ἀντίστοιχες ἡδονές, τίς ἁμαρτωλές ἡδονές.

«Ἀντί νά φοβᾶται ὅ,τι ἀπειλεῖ τήν ὕπαρξή του καί ἰδιαίτερα τήν πνευματική του ὕπαρξη», τό ἐν Χριστῷ εἶναι του, «ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά φοβᾶται ὅ,τι θέτει σέ κίνδυνο τό αἰσθητό εἶναι του» καί θά ἔλεγα καί τό αἰσθησιακό, «τίς ἀπολαύσεις τῶν αἰσθήσεων, τίς ὁποῖες καρπώνεται ἀπό τό εἶναι του»[34]. Δέν θέλουμε νά χάσουμε λοιπόν τίς ἀπολαύσεις πού συνδέονται μέ τήν ἁμαρτία, τίς ἡδονές πού συνδέονται μέ τά πάθη καί αὐτό εἶναι βεβαίως παρά φύσιν καί παρά λόγον. Εἶναι κάτι πού μᾶς χωρίζει ἀπό τήν ἀληθινή χαρά καί μακαριότητα καί ἡδονή πού εἶναι ὁ Θεός.

«Στό σημεῖο αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ κατά Θεόν φόβος καί ὁ «κοσμικός» φόβος δέν συνιστοῦν δύο διαφορετικές στάσεις ἐκ φύσεως». Γιατί μερικοί πιστεύουν-θεωροῦν, ἴσως καί στό βάθος τῆς ψυχῆς τους, ὅτι ὁ φόβος εἶναι κάτι τό φυσικό. Ὄχι, δέν εἶναι φυσικός ὁ φόβος. Τό δεύτερο εἶδος τοῦ φόβου εἶναι παρά φύσιν καί παρά λόγον. Ἑπομένως τά δυό εἴδη φόβου, γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε, δέν εἶναι δύο διαφορετικές στάσεις ἐκ φύσεως, «ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι ἡ ἴδια διάθεση καί στάση, ἀλλά προσανατολισμένη πρός δύο διαφορετικούς σκοπούς», πρός δύο ἀντίθετους σκοπούς. «Καί αὐτό προκύπτει ἀπό τίς πατερικές διδασκαλίες, ὅπου οἱ δύο σκοποί παρουσιάζονται ὡς ἀποκλείοντες ὁ ἕνας τόν ἄλλο: ἄν φοβόμαστε κάποιο πράγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, αὐτό συμβαίνει γιατί δέν φοβόμαστε τόν Θεό· ἀντίστροφα, ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, δέν ἔχει νά φοβηθεῖ τίποτε ἄλλο. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ««ὁ δοῦλος Κυρίου γενόμενος τόν οἰκεῖον Δεσπότην καί μόνον φοβηθήσεται· ὁ δέ τοῦτον οὔπω φοβούμενος, τήν ἑαυτοῦ σκιάν πολλάκις πεφόβηται»»[35]. Ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου, αὐτός πού ἔγινε ἀληθινά δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁπότε δέν ἔχει δικό του θέλημα, ἀλλά ἔχει ἀφεθεῖ τελείως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί κάνει πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν θά φοβηθεῖ τίποτε παρά μόνο τόν οἰκεῖον Δεσπότην, τόν Δεσπότη του, τόν Κύριό του, τόν Θεό του. Ἐνῶ αὐτός, ὁ ὁποῖος δέν φοβᾶται ἀκόμα τόν Κύριό του, τόν Δεσπότη του, τόν Θεό του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, φοβᾶται πολλές φορές τήν σκιά του. Εἶναι δηλαδή ἡ δύναμη αὐτή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ὁ κατά φύσιν φόβος, στήν κατάσταση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου, χρησιμοποιημένη σέ λάθος κατεύθυνση. Ἀντί ὁ ἄνθρωπος δηλαδή νά φοβᾶται τόν Θεό καί τόν χωρισμό του ἀπό τόν Θεό, δέν φοβᾶται τόν Θεό καί τότε αὐτός ὁ φόβος κατευθύνεται καί φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος πράγματα πού δέν ἀξίζει νά φοβᾶται, δέν ἔχουν καμιά λογική. Δέν ἔχει καμιά λογική ὁ φόβος αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Ἤ καί ἄν ἔχει κάποια λογική, φοβᾶται πράγματα τά ὁποῖα εἶναι τελείως μηδαμινά. Φοβᾶται αὐτόν τόν θάνατο τόν βιολογικό σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁ ὁποῖος ὅμως εἴπαμε δέν ἔχει αἰώνιο ἀντίκτυπο, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει καί ζήσει κατά Θεόν. Ἐάν βέβαια πεθάνει ἀμετανόητος, τότε βέβαια αὐτός ὁ θάνατος τόν ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ἀπώλεια καί θά λέγαμε ἔχει αἰώνιο ἀντίκτυπο, ἀλλά ὀφείλεται ὅλο αὐτό στήν κακή χρήση αὐτῆς τῆς δύναμης πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Ὁ φόβος ὁ ἀρχικός εἶναι μιά εὐλογημένη δύναμη πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ὥστε νά παραμένει ὁ ἄνθρωπος στό εἶναι καί στήν ὕπαρξη καί στήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Μετά τήν πτώση ὁ ἄνθρωπος αὐτή τήν δύναμη τήν διέστρεψε καί τῆς ἔδωσε λάθος κατεύθυνση, καί ἀντί νά φοβᾶται τόν Θεό, ἄρχισε ὁ ἄνθρωπος νά φοβᾶται ὅλα αὐτά τά ὁποῖα νομίζει ὅτι θά τοῦ στερήσουν τήν ἀπόλαυση αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δέθηκε μέ αὐτόν τόν κόσμο, μέ τήν ὕλη, μέ τίς αἰσθησιακές ἡδονές, μέ τά πάθη, καί πλέον ἀντί νά φοβᾶται τόν Θεό, φοβᾶται αὐτά πού θά τοῦ στερήσουν τίς ἀπολαύσεις αὐτές τίς ὑλικές, τίς γήινες. Καί ἐν τέλει φοβᾶται καί τόν βιολογικό θάνατο γι’ αὐτό ἀκριβῶς τόν λόγο.

«Οἱ Πατέρες ἀναφέρουν ὅτι ὁ φόβος-πάθος», ὁ κακός φόβος, ὁ φόβος γιά νά στερηθοῦμε τίς ἀπολαύσεις τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, «εὐνοεῖται ἀπό τήν ἀκαρπία τῆς ψυχῆς», δέν ὑπάρχει καρπός πνευματικός στήν ψυχή, «ἐξ αἰτίας τῆς ἀπώλειας τῆς θείας παρουσίας σ᾽ αὐτήν τήν ψυχή». Δέν ὑπάρχει καί ὁ Θεός δηλαδή στόν ἄνθρωπο αὐτόν τόν ἐμπαθῆ, δέν ὑπάρχει καρπός πνευματικός καί γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἔχει γεμίσει μέ αὐτόν τόν κακό φόβο. ««Ἐφοβήθην ὅτι γυμνός εἰμί»[36], ἐξομολογεῖται ὁ Ἀδάμ». Πότε; «Μετά τό ἁμάρτημά του»[37], ὅταν πλέον στερήθηκε τήν θεία σκέπη, τήν θεία δόξα καί τήν κοινωνία τήν οὐσιαστική μέ τόν Θεό. Ἡ ψυχή χωρίς τήν Θεία Χάρη, χωρίς τόν πνευματικό καρπό, φοβᾶται. Καί φοβᾶται ἀκριβῶς, γιατί πλέον δέν ἔχει τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

«Ἐφοβήθην ὅτι γυμνός εἰμί»[38], λέει ὁ Ἀδάμ. Φοβήθηκα, γιατί εἶμαι γυμνός. Ἀπό τί εἶναι γυμνός; Ἀπό τήν Θεία Χάρη. Γιατί προηγουμένως δέν αἰσθανότανε ὅτι ἦταν γυμνός; Γιατί ἤτανε ντυμένος μέ τήν ἄκτιστη θεία δόξα, μέ τήν Θεία Χάρη. Καί πότε ὁ ἄνθρωπος χάνει αὐτό τό ἔνδυμα; Ὅταν ἁμαρτάνει, ὅταν χάνει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Τότε γεμίζει μέ φόβους, μέ ἀνόητους φόβους.

«Ὅπως ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη, ὁ φόβος παρουσιάζεται ἀπό τούς Πατέρες ὡς νόσος», ὡς ἀσθένεια, ὡς ἀρρώστια, ὅπως καί ὅλα τά πάθη. «Κύριος λόγος πού μόλις παρουσιάσαμε εἶναι ἡ διαστροφή τῆς ἐνάρετης φυσικῆς διάθεσης καί στάσης σέ παρά φύσιν πάθος»[39]. Εἶναι νόσος λοιπόν ὁ φόβος, εἶναι πάθος, γιατί ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος κάνει μιά διεστραμμένη χρήση, μία κακή χρήση τῆς δύναμης πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός στή φύση του, νά φοβᾶται. Νά φοβᾶται ὅμως μήπως χάσει τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό. Καί ὁ ἄνθρωπος διαστρέφει αὐτή τήν δύναμη, τήν στρέφει σέ λάθος κατεύθυνση καί φοβᾶται πράγματα πού δέν πρέπει, δέν ἀξίζει νά φοβᾶται.

«Δευτερεύοντα λόγο συνιστοῦν οἱ ταραχές πού γεννᾶ ὁ φόβος»[40]. Δηλαδή, γιατί οἱ Πατέρες ὀνομάζουν τόν φόβο πάθος-νόσο-ἀρρώστια; Ἀφενός μέν γιατί ὁ ἄνθρωπος κάνει μιά διεστραμμένη χρήση τῆς ψυχικῆς δύναμης τοῦ φόβου καί ἀφετέρου γιατί ὁ κακός αὐτός φόβος, ὁ ἐμπαθής φόβος, γεννάει πάρα πολλές ταραχές, ἄσχημες καταστάσεις καί στήν ψυχή καί στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.

«Κατά πρῶτον, ὁ φόβος ἀποκαλύπτει παθολογική σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό». Ὁ ἐμπαθής φόβος ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει σωστή σχέση μέ τόν Θεό. «Ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέφεται τόν Θεό, τήν πηγή τῆς ζωῆς του, τήν ἀρχή καί τό τέλος τοῦ εἶναι του, τό νόημα τῆς ὕπαρξής του καί τοποθετεῖ τό κέντρο τῶν μεριμνῶν του στήν αἰσθητή πραγματικότητα πού γίνεται γι᾽ αὐτόν τό Ἀπόλυτο». Καί αὐτό ἀκριβῶς φαίνεται στόν Δυτικό ἄνθρωπο. Καί βέβαια Δυτικός ἄνθρωπος σήμερα δέν εἶναι μόνο ὁ Εὐρωπαῖος καί ὁ Ἀμερικανός, ἀλλά θά λέγαμε, τείνει νά γίνει παγκόσμιο φαινόμενο∙ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν δυτική νοοτροπία, τήν νοοτροπία τῆς Δύσης. Καί ποιά εἶναι ἡ νοοτροπία τῆς Δύσης; Ἀφοβία τοῦ Θεοῦ, ἀπιστία στόν Θεό, ἔχει ἐξοριστεῖ ὁ Θεός ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέφεται-μισεῖ τόν Θεό, δέν θέλει νά ἀκούσει γιά Θεό, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς του, ἡ ἀρχή καί τό τέλος τοῦ εἶναι του, εἶναι τό νόημα τῆς ὕπαρξής του. Γι’ αὐτό καί τό κατεξοχήν πρόβλημα τοῦ Δυτικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν νοοτροπία τῆς Δύσης, εἶναι τό ὅτι δέν βρίσκει νόημα στή ζωή του, δέν ξέρει γιατί ζεῖ. Εἶναι τό λεγόμενο ὑπαρξιακό πρόβλημα, δέν ξέρει γιατί ὑπάρχει ὁ σύγχρονος Δυτικός ἄνθρωπος. Δέν βρίσκει νόημα στή ζωή του καί ἔχει τοποθετήσει ὡς κέντρο, ὡς φροντίδα τῶν μεριμνῶν του, τῆς ζωῆς του, τήν αἰσθητή πραγματικότητα καί ἐξαντλεῖται σ’ αὐτήν. Καί γίνεται ἡ αἰσθητή πραγματικότητα, γίνεται γι’ αὐτόν τό ἀπόλυτο, δηλαδή ὁ Θεός. Μπαίνει στήν θέση τοῦ Θεοῦ ἡ αἰσθητή πραγματικότητα, ἡ φύση, ἡ κτίσις, τά κτίσματα καί τελικά τό ἐγώ, ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του. Γι’ αὐτό καί ὁ σύγχρονος Δυτικός ἄνθρωπος δέν εἶναι παρά ἕνας εἰδωλολάτρης, «φοβούμενος τήν ἀπώλεια κάποιου ἀγαθοῦ τοῦ κόσμου καί κάποιας αἰσθητῆς ἡδονῆς», τρέμει μή χάσει τίς μικροαπολαύσεις ἤ τίς μεγάλες ὅπως τίς θεωρεῖ ἐκεῖνος ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, γεμίζει μέ ἕνα σωρό ἀμέτρητες φοβίες. «Ἀντί νά φοβᾶται τήν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ», τήν ἀπώλεια τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό, «καί συνεπῶς -τήν ἀπώλεια- τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ του», τήν αἰώνια ἀπώλεια, φοβᾶται μήν στερηθεῖ αὐτές τίς ἀπολαύσεις πού συνδέονται μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη καί «ἀπομακρύνεται τελικά -τελείως- ἀπό τόν Θεό. Ὅλη ἡ διαδικασία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐντοπίζεται καί πάλι στή συγκεκριμένη στάση, ὅπως βλέπουμε μαζί μέ ὅλες τίς συνέπειές της προφανῶς»[41]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπίστησε, ἔχασε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε στήν ἁμαρτία, στήν παρακοή, παρήκουσε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού τοῦ εἶχε πεῖ, δέν θά φᾶς ἀπό τόν συγκεκριμένο καρπό, ἀπό τόν συγκεκριμένο δέντρο, στή συνέχεια ἔνιωσε φόβο καί κρύφτηκε καί γέμισε μετά μέ ἕνα πλῆθος ἀπό φοβίες.

«Ὁ ἔμφοβος ὅμως δέν ἔχει λησμονήσει τόν Θεό μόνο ὡς ἀρχή καί τέλος τοῦ εἶναι καί τοῦ βίου, ἀλλά καί ὡς νόημα καί κέντρο τῆς ὕπαρξης». Εἶναι αὐτό πού λέγαμε προηγουμένως, ὁ σύγχρονος Δυτικός ἄνθρωπος ἔχει ξεχάσει τόν Θεό ὄχι μόνο ὡς ἀρχή καί τέλος τῆς ὕπαρξής του καί τοῦ εἶναι του, ἀλλά καί ὡς νόημα, ὡς πηγή νοήματος γιά τή ζωή του, ὡς κέντρο τῆς ὕπαρξής του. Ἔχει βγεῖ ἀπό τό κέντρο τῆς ὕπαρξης τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ὁ Θεός. Τό κέντρο εἶναι πλέον ὁ ἑαυτός του, τό ἐγώ του. «Ἔχει ἀπαρνηθεῖ καί ἔχει ἀγνοήσει τόν Θεό∙ ἔχει ἀρνηθεῖ τήν Πρόνοια καί τήν προστασία, μέ τήν ὁποία περιβάλλει κάθε ὕπαρξη»[42]. Καί αὐτό εἶναι τραγικό! Ἐνῶ ὁ πανάγαθος Θεός μέ ἄπειρη ἀγάπη περιβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν φροντίζει καί θέλει νά τόν φροντίσει, ὁ ἄνθρωπος περιχαρακώνεται, στήνει τείχη, χτίζει τείχη γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἐμποδίζει τόν Θεό νά τόν φροντίσει.

««Ρώτησαν ἕναν Γέροντα: “Γιατί φοβᾶμαι διασχίζοντας τήν ἔρημο;” Καί αὐτός ἀπάντησε: “Γιατί νομίζεις ὅτι εἶσαι μόνος καί δέν βλέπεις τόν Θεό δίπλα σου»»[43]. Ἀκριβῶς αὐτό πού ἔχει πάθει ὁ σύγχρονος Εὐρωπαῖος, ὁ σύγχρονος Δυτικός ἄνθρωπος, τρέμει σέ κάθε βῆμα του, σέ κάθε δευτερόλεπτο. Φοβᾶται ὅτι ἔχει μπροστά του μιά ἔρημο, ὅτι εἶναι μόνος του πεταμένος σέ μιά γωνιά τοῦ σύμπαντος. Καί τό λένε αὐτό οἱ φιλόσοφοι, οἱ σύγχρονοι ἄθεοι φιλόσοφοι, οἱ ὑπαρξιστές κ.λ.π. Ἔχει χάσει τήν πίστη του στόν Θεό ὁ ἄνθρωπος. Νομίζει ὅτι εἶναι μόνος του, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι δίπλα του. Καί αὐτό εἶναι τραγικό! Καί γι’ αὐτό ἔχει γεμίσει μέ ἕνα σωρό φοβίες.

«Ἡ διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται ν᾽ ἀκυρώσει καί νά διαλύσει τήν ψευδαίσθηση, ὑπενθυμίζοντας στόν ἄνθρωπο ὅτι ὁ Θεός προνοεῖ ἀδιάκοπα γι᾽ αὐτόν»[44]. Πόσα καί πόσα δέν ἔχει πεῖ ὁ Χριστός μας γι’ αὐτή τήν στοργική Πρόνοια πού ἔχει γιά τόν ἄνθρωπο! «Καί οἱ τρίχες ὑμῶν μεμέτρηνται»[45], λέει. Καί οἱ τρίχες σας εἶναι μετρημένες! Καί «ἕνα πουλάκι δέν πέφτει, ἐάν δέν θέλει ὁ οὐράνιος Πατέρας»[46]. Καί πολύ περισσότερο ἀπό τά πουλάκια φροντίζει ὁ Θεός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, τίς εἰκόνες Του.

«Ὁ φόβος ἀκόμα εἶναι τεκμήριο καί σημεῖο ἀπώλειας τῆς πίστης στήν Θεία Πρόνοια»[47]. Ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται μέ αὐτό τόν ἐμπαθή φόβο, τό δεύτερο εἶδος φόβου, τόν κακό φόβο, ἔχει χάσει τήν πίστη του ὄχι μόνο στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ ἴσως νά πιστεύει λίγο ὅτι ὑπάρχει Θεός ὡς ὀντότητα, ἀλλά δέν πιστεύει ὅτι ὁ Θεός αὐτός προνοεῖ γι’ αὐτόν, φροντίζει γι’ αὐτόν, ὁπότε γεμίζει μέ ἕνα σωρό δειλίες καί φοβίες. Τί εἶπε ὁ Χριστός μας; «Τί δειλοί ἐστε οὕτω; Πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;»[48]». Τό εἶπε στούς Ἀποστόλους πού ἦταν κατατρομαγμένοι ἀπό τήν θύελλα, ἐνῶ ἦταν κι Αὐτός μαζί τους μέσα στήν βάρκα. Καί τούς λέει: Μά, δέν καταλαβαίνετε ποιός εἶμαι; Τί φοβάστε; Γιατί εἶστε τόσο δειλοί; Γιατί δέν ἔχετε πίστη;

«Ὁ φόβος ἐκφράζει ἀπώλεια πίστης καί στά πνευματικά ἀγαθά. Γιατί ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνδεθεῖ μ᾽ αὐτά, μόνο αὐτά θά φοβόταν μήπως χάσει». Δηλαδή δέν φοβᾶται ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος μή χάσει τά αἰώνια ἀγαθά, γιατί δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν αἰώνια ἀγαθά, πνευματικά ἀγαθά! Δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει παράδεισος, ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ἀνταπόδοση, αἰώνια ζωή καί αἰώνια μακαριότητα. Καί ἑπομένως δέν φοβᾶται μήπως τά χάσει, ἀφοῦ δέν πιστεύει ὅτι οὔτε κἄν ὑπάρχουν. Καί πιστεύει μόνο αὐτά πού βλέπει καί ἀκούει καί ἐλπίζει ὅτι θά τά ἀπολαύσει μέσω τῶν αἰσθήσεων. Ὁ φόβος λοιπόν φανερώνει ἀπώλεια πίστης καί στά πνευματικά πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γι’ αὐτούς πού Τόν ἀγαπᾶνε. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνδεθεῖ μ᾽ αὐτά, μέ τά πνευματικά ἀγαθά, καί τά ποθοῦσε καί τά περίμενε καί ἤλπιζε ὅτι θά τά ἀπολαύσει, «μόνο αὐτά θά φοβόταν μήπως χάσει, «μίαν ὀδύνην εἰδώς, τήν τούτων [τῶν θείων] ἀποτυχίαν»»[49], λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος. Μία ὀδύνη, ἕναν πόνο, μία ἀγωνία μόνο θά ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά ἀποτύχει στήν ἐγκόλπωση, στήν μετοχή στά αἰώνια αὐτά ἀγαθά.

«Τά θεῖα ἀγαθά εἶναι πραγματικά τά μόνα, τά ὁποῖα ἔχουν γιά τόν ἄνθρωπο ἀπόλυτη ἀξία καί ζωτική σημασία. Ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, γενόμενος μέτοχος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θείας ζωῆς, ὀφείλει νά μήν φοβᾶται καμιά ἐπίθεση κατά τῆς ψυχῆς του ἤ κατά τοῦ σώματός του, οὔτε ἀκόμη τήν ἐπίθεση τοῦ θανάτου πού σκοτώνει προσωρινά τό σῶμα, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε περισσότερο. Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Θεό, βρίσκει στόν Θεό τήν πληρότητα τῶν ἀγαθῶν καί δέν φοβᾶται μήπως στερηθεῖ κάποιου αἰσθητοῦ ἀγαθοῦ»[50].

Σταματοῦμε ἐδῶ, γιατί συμπληρώθηκε ἡ ὥρα καί, πρῶτα ὁ Θεός, θά συνεχίσουμε γιά αὐτό τό δεύτερο εἶδος φόβου, τόν ἐμπαθή φόβο, τόν φόβο πού ἦρθε μετά ἀπό τήν πτώση στόν ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τῆς πτώσης, ἐξαιτίας τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τόν Θεό, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ὁ παρά φύσιν φόβος καί παρά λόγον φόβος, ὁ φόβος μή τυχόν καί χάσουμε αὐτή τήν ἐμπαθή ζωή καί τίς ἀπολαύσεις της τίς αἰσθησιακές, τίς ὑλικές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τόν Θεό μέ τόν κατά φύσιν φόβο, πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, πρίν ἀκόμα ἀπό τήν πτώση τόν ἔβαλε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ, αὐτός ὁ φόβος διώχνει κάθε ἄλλο κακό φόβο, ἀνόητο φόβο, παρά λόγον καί παρά φύσιν.

Μποροῦμε, ἄν θέλετε, τώρα νά κάνουμε μιά μικρή συζήτηση πάνω σ’ αὐτά. Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Εὐχαριστοῦμε πολύ, πάτερ, γιά ἄλλη μιά φορά!

Ἀπ. : Ἐγώ σᾶς εὐχαριστῶ καί τόν Κύριο νά εὐχαριστοῦμε ὅλοι.

Ἐρ. : Ἔχουμε κάποιες ἐρωτήσεις καί στό mail καί στό chat, στό zoom. Πάτερ, ὅταν κάποιος ἔχει μνήμη θανάτου, πῶς γίνεται αὐτή ἡ συνεχής μνήμη νά μήν προκαλεῖ φόβο; Εἶναι ἐπειδή αὐτή ἡ μνήμη προκαλεῖ ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας καί ἔτσι δίνει ἐκ Θεοῦ ἐπιβεβαίωση ὅτι πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρός τήν σωτηρία;

Ἀπ. : Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μνήμη θανάτου, δέν ἁμαρτάνει. Καί εἴπαμε προηγουμένως, ὅτι ἡ ἁμαρτία μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί ἑπομένως μᾶς δίνει πολλούς ἀνόητους φόβους. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τόν θάνατο, μέ τήν σωστή βέβαια ἔννοια καί ὄχι ἐπειδή φοβᾶται μή στερηθεῖ τίς ἀπολαύσεις τῆς ἐμπαθοῦς ζωῆς, τίς ἀπολαύσεις τῶν παθῶν πού εἶναι ἕνα τίποτα, ἕνα μηδέν οὐσιαστικά καί μιά ἀηδία στό τέλος, ὅταν φοβᾶται τόν Θεό, ἔχει μνήμη θανάτου, γιατί ξέρει ὅτι μετά δέν θά μπορέσει νά μετανοήσει, αὐτός εἶναι ὁ καλός φόβος καί ἡ καλή μνήμη τοῦ θανάτου, ὁπότε προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅσο χρόνο ἔχει ἀκόμα, τοῦ δίνει ὁ Θεός, νά μετανοήσει, νά μετανοεῖ εἰλικρινά, τότε βέβαια δέν φοβᾶται τίποτα ἄλλο. Γιατί δέν ἁμαρτάνει καί ἑπομένως ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό. Καί αὐτός ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ὁ καλός φόβος, οὐσιαστικά εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ καλός φόβος τοῦ Θεοῦ, καί αὐτός ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι πού τόν κρατάει σέ κοινωνία μέ τόν Θεό, ὁπότε δέν ὑπάρχει κανένας ἄλλος φόβος.

Ἐρ. : Πάτερ, ἄν κάποιος ἔχει φόβο μέσα του μήπως συναντήσει μετά ἀπό καιρό κάποιον πού στό παρελθόν ἔκαναν μαζί ἁμαρτίες, πῶς θεραπεύεται αὐτός ὁ φόβος;

Ἀπ. : Κι αὐτό ἀκόμα νά συμβεῖ, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀποκαταστήσει τήν σχέση του μέ τόν Θεό, μπορεῖ λίγο νά τό φοβᾶται αὐτό, ἀλλά ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό καί πιστεύει ὅτι ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν θά τό ἐπιτρέψει. Ἤ κι ἄν τό ἐπιτρέψει, πάλι θά τοῦ δώσει ὁ Θεός καί τήν δύναμη -ὅπως ὁ Ἴδιος τό βεβαιώνει- νά ξεπεράσει τήν δοκιμασία νικηφόρα∙ νά μήν ἐπηρεαστεῖ καί ἁμαρτήσει πάλι. Θά τοῦ δώσει ὁ Θεός τήν δύναμη.

Ἑπομένως, ἄν ζοῦμε σωστά, πνευματική ζωή, πρέπει νά παίρνουμε τά μέτρα μας καί ὅπως λένε οἱ Πατέρες, νά μήν συναναστρεφόμαστε μέ ἀνθρώπους πού ἔχουμε πέσει στό παρελθόν σέ ἁμαρτία, ἀλλά χωρίς πλέον νά ἔχουμε αὐτό τό καταθλιπτικό, τό ἀγωνιῶδες τοῦ κακοῦ φόβου. Ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό, στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί, ὅπως εἴπαμε, πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός μαζί μέ τόν πειρασμό, τόν ὅποιο πειρασμό πού θά παραχωρήσει, ἐάν παραχωρήσει, θά μᾶς δώσει, ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «καί τήν δύναμη τοῦ ὑπενεγκεῖν»[51], θά μᾶς δώσει καί τήν δύναμη νά τόν ὑπομείνουμε, νά τόν ὑποφέρουμε, νά τόν ξεπεράσουμε χωρίς νά ἁμαρτήσουμε. Θά μᾶς δώσει καί τήν ἔκβαση, καί τό τέλος. Μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό, ὅτι κάθε πειρασμός, ὅσο μεγάλος κι ἄν εἶναι, ἔχει ὁπωσδήποτε ἕνα τέλος. Ἡ παροῦσα κατάσταση, πού ζοῦμε τώρα, πού μᾶς δυσκολεύει καί εἶναι οὐσιαστικά ἕνας διωγμός τῶν πιστῶν καί τῆς πίστεως, κι αὐτή θά ἔχει ἕνα τέλος καί τό τέλος θά εἶναι νικηφόρο γιά τόν Χριστό μας καί γιά τούς πιστούς. Ἐμεῖς ἕνα πρέπει νά παρακαλᾶμε τόν Χριστό μας, νά μήν ἐπιτρέψει νά ἁμαρτήσουμε, νά μήν ἐπιτρέψει νά δειλιάσουμε, νά μήν ἐπιτρέψει νά φοβηθοῦμε τόν ὅποιο διωγμό καί τήν ὅποια στέρηση καί δυσκολία τῶν πραγμάτων καί τῶν καταστάσεων αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί μόνο νά φοβόμαστε μή χάσουμε τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό μας, μή χάσουμε τήν ψυχή μας. Αὐτό νά μᾶς νοιάζει καί ἡ χαρά θά εἶναι πάντα μαζί μας, καί μέσα στήν φυλακή καί μέσα στά βασανιστήρια καί μέσα στήν πεῖνα καί μέσα στόν ὅποιο πόνο καί στόν θάνατο ἀκόμα γιά τόν Χριστό, ἡ χαρά θά εἶναι πάντα μαζί μας, γιατί εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό μόνο νά προσέξουμε μήν χάσουμε. Καί ὁτιδήποτε ἄλλο ἔρχεται νά μᾶς φοβίσει, ἐμεῖς αὐτό νά λέμε καί νά δίνουμε θάρρος στόν ἑαυτό μας, ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἀφήσει νά πειραστοῦμε παραπάνω ἀπ’ ὅσο μποροῦμε. Καί μαζί μέ τόν πειρασμό θά μᾶς δώσει καί τήν λύση καί τήν ἔκβαση καί τήν δύναμη νά τόν ὑπομείνουμε καί τό τέλος (τό τέλος τοῦ πειρασμοῦ ἐννοῶ).

Ἐρ. : Πάτερ, ὅταν ὁ Θεός ἔχει ἐπιτρέψει πολλά κακά νά συμβοῦν σέ ἐμᾶς καί τήν οἰκογένειά μας, εἶναι ἁμαρτία νά φοβόμαστε τί ἄλλο θά κρίνει πώς πρέπει νά περάσουμε;

Ἀπ. : Εὐχαριστῶ. Ὁ Θεός ποτέ δέν μᾶς δίνει κακά (γιά νά διορθώσω λίγο τήν ἐρώτηση). Ἐμεῖς τά λέμε κακά, ἐνῶ ὁ Θεός δίνει μόνο καλά. Ἑπομένως, πρέπει νά ἀλλάξουμε τήν ὀπτική τῶν πραγμάτων, θά ἔλεγα. Κακά τά θεωρεῖ ὁ κόσμος, ποιά; Αὐτά τά ὁποῖα συνδέονται μέ τίς ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τοῦ πεπτωκότος, τοῦ ὑλικοῦ, τοῦ ὑλιστικοῦ, τοῦ αἰσθησιακοῦ, τίς ἀπολαύσεις τῶν αἰσθήσεων. Ὁ χριστιανός δέν τά θεωρεῖ κακά αὐτά. Κακό γιά τόν χριστιανό εἶναι μόνο ἕνα, ἡ ἁμαρτία. Κι αὐτό φυσικά ποτέ δέν τό δίνει ὁ Θεός. Ὅλα τά ἄλλα πού δίνει ὁ Θεός εἶναι καλά. Ἤ γίνονται καλά, εἶναι κάτι οὐδέτερο, ἐφόσον ἐμεῖς σταθοῦμε σωστά ἀπέναντί τους. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα, νά μήν εἴμαστε ἀφηρημένοι. Ἡ φτώχεια. Γιά τόν κοσμικό ἄνθρωπο, τόν ἐμπαθή ἄνθρωπο, εἶναι κακό. Ἡ στέρηση, καί ἡ πείνα ἀκόμα. Γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι καλό! Γιατί ὁ φτωχός πιό εὔκολα πάει στόν παράδεισο ἀπ’ ὅ,τι ὁ πλούσιος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε, «οὐαί τοῖς πλουσίοις»[52]; Ἀλοίμονο στούς πλούσιους, γιατί πολύ δύσκολα θά μποῦν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! «Πιό εὔκολα περνάει -λέει- μιά καμήλα ἀπό τό τρύπημα μιᾶς βελόνας παρά ἕνας πλούσιος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[53]! Γιά τόν χριστιανό λοιπόν ἡ φτώχεια δέν εἶναι κακό, εἶναι καλό. Εἶναι κάτι οὐδέτερο, τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἄν σταθεῖ σωστά ἀπέναντί του, γίνεται καλό.

Νά πῶ ἕνα ἄλλο παράδειγμα; Ἡ ἀρρώστια. Γιά τούς πολλούς θεωρεῖται κακό. Γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως πού πιστεύει στόν Θεό, στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι κακό. Εἶναι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός παραχώρησε νά ἔρθει ἡ ὁποιαδήποτε ἀσθένεια γιά τό καλό του, τό πνευματικό του καλό, γιά τό αἰώνιο καλό του. Καί ξέρει πολύ καλά, ὅτι ὑπομένοντας τήν ἀρρώστια, κάνει τόν κανόνα του καί ξεχρεώνει ἁμαρτίες. Κι ἄν δέν ἔχει νά ξεχρεώσει ἁμαρτίες, πού ποιός δέν ἔχει;.. μακάρι νά μήν ἔχει.. μακάρι νά μήν ἔχουμε, ἀλλά ποιός μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό;.. ἀλλά ἀκόμα κι ἄν δέν ἔχει, κάνει καταθέσεις καί θά τά βρεῖ ὅλα αὐτά στήν οὐράνια πατρίδα, ὅταν ἐπιστρέψει. Θά βρεῖ τό παλατάκι του λαμπρότατο, ἐξαιτίας τῆς ὑπομονῆς πού ἔκανε στήν ἀσθένεια πού τοῦ παραχώρησε γιά νά τόν δοξάσει ἔτι καί ἔτι!

Ἑπομένως μήν τά λέμε κακά, νά τά λέμε καλά καί εὐλογίες. Ὁπότε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε! Ἴσα-ἴσα χαιρόμαστε καί λέμε, Θεέ μου, δῶσε μου καί ἄλλα.. δῶσε μου καί ἄλλες τέτοιες εὐλογίες! Ἔχουμε τόν πολύαθλο Ἰώβ, ὁ ὁποῖος καί τί δέν τράβηξε! Ἔχασε τήν περιουσία του, τά ζῶα του, τά σπίτια του, ἔχασε τά παιδιά του, ἔχασε τήν ὑγεία του.. εἶχε καί τήν γυναίκα του, πού κι αὐτή εἶχε ἐξαγριωθεῖ καί τοῦ ἔλεγε, βλαστήμα.. βάλ’ τα μέ τόν Θεό καί αὐτοκτόνα ἐπιτέλους! Δέν μπορῶ νά ζήσω ἄλλο.. ὅταν ξημερώνει, λέω πότε θά βραδιάσει, καί ὅταν βραδιάζει, λέω πότε θά ξημερώσει[54].. Καί τί ἔλεγε ὁ μακάριος Ἰώβ; Ὅταν μᾶς ἔδινε ὁ Θεός τά ἀγαθά, τά δεχόμαστε! Τώρα πού μᾶς δίνει τά «κακά» -πού τά θεωροῦμε κακά- δέν θά τά δεχθοῦμε; «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»[55]. Νά εἶναι τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένο, δοξασμένο δηλαδή, γιά ὅλα αὐτά πού μᾶς δίνει! «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο»[56]. Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε, ὁ Κύριος τά πῆρε πίσω. «Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο»[57]. Ὅπως φάνηκε καλό στόν Κύριο, ἔτσι καί ἔγινε. Ποιός εἶμαι ἐγώ πού θά πῶ στόν Θεό, ὅτι δέν τά κάνεις καλά.. τί εἶναι αὐτά πού μοῦ δίνεις;.. Αὐτό εἶναι ἀχαριστία, εἶναι ἀπιστία, εἶναι μεγίστη βλασφημία. Αὐτό πού λέμε, ποτέ νά μήν λέμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τό τάδε κακό. Νά λέμε, ὁ Θεός μᾶς εὐλόγησε καί μᾶς ἐπισκέφτηκε. Καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἡ ὅποια ἀσθένεια, τό ὅποιο «κακό» γιά τούς κοσμικούς ἀνθρώπους, γιά τόν πιστό εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ καί θά πρέπει νά εὐχαριστοῦμε πολύ τόν Θεό γι’ αὐτά τά «κακά».

Ἐρ. : Πάτερ, ἀπό τήν στιγμή πού καί κάποιος δίκαιος πολύ δύσκολα σώζεται, κι αὐτός πού κάνει πνευματικό ἀγώνα εἶναι σάν νά ἀκροβατεῖ. Γράφει ἕνας ἀδελφός: δέν μπορῶ νά ξεχωρίσω, ἄν αὐτό πού νιώθω εἶναι φόβος ἤ λύπη. Ἄν μπορεῖτε νά μᾶς τά ξεχωρίσετε αὐτά τά δύο καί νά μᾶς πεῖτε, ἄν χρειάζεται νά μᾶς ταλαιπωροῦν ἤ ὄχι.

Ἀπ. : Δέν πρέπει νά μᾶς ταλαιπωρεῖ τίποτε. Νά ἔχουμε τόν καλό φόβο τοῦ Θεοῦ, τήν καλή ἀγωνία μήπως δέν εἴμαστε μέ τούς λίγους πού θά σωθοῦν. Αὐτό νά τό ἔχουμε καί νά ἀγωνιζόμαστε ὅσο μποροῦμε. Δέν πρέπει νά λυπούμαστε ὅμως καί νά ἔχουμε τό κακό ἄγχος καί τήν κακή ἀγωνία ὅτι δέν θά σωθοῦμε, ὄχι. Ἀλλά νά λέμε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά σωθοῦμε. Ὄχι μόνοι μας. Μόνοι μας δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε φυσικά. Ἀλλά δέν θά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Ἡ ἐλπίδα εἶναι πολύ μεγάλη ἀρετή. Μαζί μέ τήν πίστη πρέπει νά ἔχουμε καί ἐλπίδα. Ποτέ νά μήν χάσουμε τήν ἐλπίδα μας. Θά σωθοῦμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Θά κάνουμε ἐμεῖς τήν προσπάθειά μας, τήν ὑπακοή μας, ὅσο μποροῦμε θά ἀγωνιστοῦμε καί ἀπό ἐκεῖ καί μετά θά ἔχουμε καί μάρτυρα τήν συνείδησή μας πού θά μᾶς πληροφορεῖ κἀθε φορά ἐάν ἀγωνιζόμαστε νόμιμα, ὅπως θέλει ὁ Θεός δηλαδή, καί ὅπως μποροῦμε, σύμφωνα μέ τίς δυνάμεις μας, σύμμετρα θά λέγαμε μέ τίς δυνάμεις μας. Καί ἀπό ἐκεῖ καί μετά τά ἀφήνουμε στόν Θεό. Σέ καμιά περίπτωση δέν θά ποῦμε, Θεέ μου, ἀξίζω νά σωθῶ! Ὄχι, πάντα εἴμαστε ἀνάξιοι. Ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό εἶναι πού μᾶς κάνει ἄξιους, τό νά θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε πάντα ἀνάξιοι νά σωθοῦμε. Καί τότε ἀφηνόμαστε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐλπίζουμε στόν Θεό καί συνάμα κάνουμε τόν πνευματικό μας ἀγώνα, κάνουμε τήν ὑπακοή μας, κάνουμε τόν κανόνα μας ἀπό τόν πνευματικό μας ὁδηγό καί ὅλα θά πᾶνε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πολύ καλά. Αὐτό ἀκριβῶς κάνανε καί οἱ Ἅγιοι.

Ἐρ. : Πάτερ, ἄν κάποιος φοβᾶται μήπως ἀσθενήσει ἤ πεθάνει ἐξαιτίας τοῦ ἐμβολίου, αὐτό μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς μεταπτωτικός φόβος ἤ πρέπει νά τό φοβόμαστε μόνο ὡς κίνδυνο πρός τήν ψυχή μας;

Ἀπ. : Νά φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσει ἤ πεθάνει ἐξαιτίας τοῦ ἐμβολίου;… Δηλαδή ἔκανε τό ἐμβόλιο ἤ φοβᾶται μήπως κολλήσει ἀπό κάποιον πού ἔκανε τό ἐμβόλιο;

Ἐρ. : Ὄχι, δέν τό ἐξηγεῖ. Ἀλλά ἔτσι ὅπως τό γράφει, ὑποθέτω πώς φοβᾶται ὅτι ἕνας ἀπό τούς λόγους πού δέν τό κάνει εἶναι αὐτός ὁ φόβος καί ὁπότε, ἄν αὐτός ὁ φόβος εἶναι μεταπτωτικός, καί μετά προσθέτει καί ὅτι «ἤ πρέπει νά τό φοβόμαστε μόνο ὡς κίνδυνο πρός τήν ψυχή μας καί πῶς ἀκριβῶς μπορεῖ νά τήν βλάψει;».

Ἀπ. : Ἐντάξει, τό ὅτι δέν πρέπει νά τό κάνουμε εἶναι ξεκάθαρο, ἀφοῦ ξέρουμε ὅτι ἔχει χρησιμοποιηθεῖ ἄνθρωπος, θυσιάστηκε ἄνθρωπος, καί ὄχι μόνο ἕνας, πολλοί.. γιά νά φτιαχτεῖ αὐτό τό πράγμα. Ὁπότε σέ καμιά περίπτωση δέν πρέπει νά τό κάνουμε. Αὐτό εἶναι ξεκάθαρο. Εἶναι θέμα ἠθικό. Ἀφήνουμε ὅλα τά ἄλλα τά ἰατρικά, τό ὅτι δέν ἔχει πάρει ἐπίσημη ἔγκριση ἀπό τούς ὀργανισμούς πού σχετίζονται μέ τήν ὑγεία, ἔχει μιά προσωρινή ἔγκριση καί οὐσιαστικά οἱ ἄνθρωποι πού τό κάνουνε, γίνονται πειραματόζωα. Τό ἀφήνουμε αὐτό. Τό μεῖζον θέμα εἶναι τό ἠθικό θέμα, τό πνευματικό θέμα. Δέν μπορεῖς νά χρησιμοποιήσεις ἕνα προϊόν, τό ὁποῖο ἔχει κατασκευαστεῖ φονεύοντας κάποιους ἀνθρώπους καί νά δώσεις χρήματα, τά δίνουμε ἔμμεσα μέσω τοῦ κράτους μας, σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού δολοφόνησαν ἀθῶα ἔμβρυα γιά νά φτιάξουν αὐτό τό προϊόν. Γινόμαστε συμμέτοχοι μετά στό ἴδιο ἁμάρτημα, στό ἁμάρτημα τοῦ φόνου, πράγμα ἀπαράδεκτο γιά ἕναν πιστό ἄνθρωπο, γιά ἕναν πιστό χριστιανό.

Ἑπομένως, δέν τίθεται θέμα ἄν πρέπει νά τό κάνουμε ἤ δέν πρέπει. Σέ καμιά περίπτωση δέν πρέπει νά γίνει αὐτό. Αὐτό εἶναι ξεκάθαρο. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά τί νά φοβηθοῦμε.. τώρα; Νά φοβηθοῦμε, ἄν πεθάνουμε ἐπειδή δέν κάναμε τό ἐμβόλιο; Σᾶς εἶπα ὅτι σέ καμιά περίπτωση δέν πρέπει νά κάνουμε αὐτό. Ἄν θέλει ὁ Θεός νά πεθάνουμε, ἄς πεθάνουμε. Ἀλλά ἐμεῖς σέ καμιά περίπτωση δέν θά προσπαθήσουμε νά μήν πεθάνουμε πεθαίνοντας κάποιον ἄλλον, φονεύοντας κάποιον ἄλλον. Αὐτό δέν τό θέλει ὁ Θεός σέ καμιά περίπτωση.

Δέν ξέρω ἄν ἀπάντησα ἤ ἄν ἔχει καί κάποιο ἄλλο σκέλος ἡ ἐρώτηση γιά τό συγκεκριμένο…

Ἐρ. : Πάτερ, ἄν ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀπό τήν φύση τους, ἔτσι γενετικά ἄς ποῦμε, εἶναι πιό ἀνδρεῖοι ἤ πιό δειλοί; Καί σέ περίπτωση τῶν ἀνθρώπων πού εἶναι ἔτσι ἐκ φύσεως πιό δειλοί, μπορεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά διορθώσει αὐτόν τόν παράλογο φόβο;

Ἀπ. : Ναί, αὐτό πού λέμε, ἐκ φύσεως δειλοί, ἐκ φύσεως γενναῖοι. Βέβαια συνδέεται θά λέγαμε λίγο μέ τόν χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά τά θεραπεύσει αὐτά. Καί ἔχουμε ἀνθρώπους πού ἦταν ἐκ φύσεως δειλοί, ἀλλά ξεπέρασαν τήν δειλία τους, καί ἄνδρες καί γυναῖκες. Καί κατεξοχήν γυναῖκες, πού ἀπό τή φύση τους ἔχουν μία δειλία, βλέπουμε νά εἶναι οἱ πρῶτες πού ξεπερνᾶνε τόν φόβο καί τήν δειλία καί πᾶνε στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ μας. Καί γι’ αὐτό καί ἀξιώνονται πρῶτες αὐτές νά δοῦν τόν Ἀναστημένο Χριστό μας! Ἐνισχύθηκαν ἀπό τήν Θεία Χάρη ἐξαιτίας ἀκριβῶς τῆς πίστεώς τους καί τῆς ἀγάπης τους στόν Χριστό μας οἱ Ἅγιες Μυροφόρες. Ἑπομένως, βεβαίως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διώχνει αὐτή τήν φυσική δειλία καί χαρίζει ἀνδρεία στόν ἄνθρωπο.

Ἐρ. : Πάτερ, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ἐξαρχῆς νά πάψει νά εἶναι φόβος καί νά μετατραπεῖ σέ ἀγάπη πρός τόν Κύριό μας, ἤ ἔρχεται σταδιακά αὐτή ἡ μετατροπή;

Ἀπ. : Ναί, οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε, ὅτι γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, πρέπει νά περάσουμε ἀπό αὐτό τόν ἀρχικό φόβο, τόν φόβο τῆς κολάσεως, τόν φόβο μή χάσω ἄς ποῦμε τήν ψυχή μου λόγω τῆς ἁμαρτίας. Φοβόμαστε μήν κολαστοῦμε, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὁπότε κάνουμε αὐτό πού θά ἀποτρέψει τήν κόλασή μας. Καί αὐτό ποιό εἶναι; Τό νά πάψουμε νά ἁμαρτάνουμε. Γιατί ἐκεῖνο πού μᾶς ρίχνει στήν κόλαση εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά φοβᾶται τήν κόλαση, ἀρχίζει νά μήν ἁμαρτάνει. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει, τόσο ἀρχίζει νά αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί ὅσο αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπάει, τόσο κι αὐτός ἀρχίζει νά ἀγαπάει τόν Θεό, νά ἀνταποκρίνεται. Καί ὅσο ἀγαπάει τόν Θεό, τόσο πληρέστερα καί σωστότερα τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί ὅσο περισσότερο τηρεῖ τίς ἐντολές, τόσο ἀγαπάει τόν Θεό, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στό τέλος φτάνει νά μήν φοβᾶται πλέον τήν κόλαση, ἀλλά νά «φοβᾶται» μή λυπήσει τόν Θεό πού τόσο τόν ἀγαπάει!

Πρέπει νά περάσουμε ὅμως ἀπό τό ἀρχικό αὐτό στάδιο, γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι ἐμπαθεῖς, εἴμαστε ἄνθρωποι μέ πολλές ἀσθένειες πνευματικές καί δέν εἶναι εὔκολο νά σταματήσουμε τήν ἁμαρτία, ἄν δέν περάσουμε ἀπό αὐτόν τόν φόβο τῆς κόλασης. Βέβαια αὐτό εἶναι στό ἀρχικό στάδιο καί μπορεῖ νά εἶναι πολύ σύντομο αὐτό τό στάδιο βέβαια, ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἄνθρωπο πλέον, τόν συγκεκριμένο, τόν κάθε ἄνθρωπο. Βλέπουμε, ἄς ποῦμε, τόν Ἅγιο Πορφύριο, πού πολύ γρήγορα προχώρησε στήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη στόν Θεό. Τά λέει καί ὁ ἴδιος. Στήν ἀρχή, λέει, σκεφτόμουνα καί ἐγώ τόν θάνατο.. ὅπως λένε οἱ Πατέρες, νά ἔχεις μία ὀπτική ἰδέα, νά ἔχεις ἄς ποῦμε.. μερικοί πατέρες εἴχανε ἕνα κρανίο στό κελί τους γιά νά θυμοῦνται τόν θάνατο, νά θυμοῦνται τήν κόλαση κ.λ.π. Ἀλλά αὐτό ἔχει μέσα καί ἕναν καταναγκασμό, μιά καταπίεση, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Καί μετά, λέει, τά ἄφησα αὐτά καί σκεφτόμουνα τήν ἀγάπη στόν Θεό.. καί ἔφτασε στόν θεῖο ἔρωτα.

Ὅσο πιό γρήγορα κανείς περάσει ἀπό αὐτό τό πρῶτο στάδιο, πάψει νά ἁμαρτάνει δηλαδή, τόσο καλύτερα μετά προχωράει στόν θεῖο ἔρωτα καί ἡ ζωή του πλέον γίνεται μιά πρόγευση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἐρ. : Πάτερ, γράφει μιά ἀδελφή, μετά ἀπό μιά ἄσχημη περιπέτεια ὑγείας πού εἶχε κοντινό μου πρόσωπο, φοβᾶμαι νά πηγαίνω γιά ἐξετάσεις καί γενικότερα στόν γιατρό. Πῶς μπορῶ νά τό ἀποβάλλω; Καί ἔχουμε καί ἄλλη μία σχετική ἐρώτηση πού λέει, πῶς μποροῦμε νά ἐλέγξουμε αὐτόν τόν τρόμο; Καί χρειάζεται νά τόν ἐξομολογούμαστε αὐτό τόν τρόμο πού μᾶς ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό κοντινούς μας ἀνθρώπους πού ἀσθένησαν καί ἔπαθαν πράγματα;

Ἀπ. : Πρέπει νά λύσουμε τό θέμα: γιατί πᾶμε στόν γιατρό. Στόν γιατρό, μᾶς λένε οἱ Πατέρες, δέν πᾶμε γιά νά θεραπευθοῦμε, πᾶμε γιά νά ταπεινωθοῦμε. Ὁ γιατρός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ γιατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Καί ἄν θεραπευθοῦμε, ὁ Χριστός θά μᾶς θεραπεύσει. Ἀλλά, ὁ Χριστός μᾶς εἶπε, νά τιμᾶμε καί τόν γιατρό, γιατί κι αὐτόν τόν ἔκτισε ὁ Ἴδιος[58], τόν δημιούργησε ὁ Θεός δηλαδή, τόν ἔφτιαξε γιά νά μᾶς βοηθάει. Ὅταν ὅμως ὑπάρχουν βάσιμες ὑποψίες ὅτι δέν μᾶς βοηθάει, ἀλλά μπορεῖ καί νά μᾶς δολοφονήσει -ὁ Θεός νά φυλάει, ἀλλά δυστυχῶς τά βλέπουμε κι αὐτά καί στίς μέρες μας- τότε φυσικά θά πάρουμε κι ἐμεῖς τά μέτρα μας. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἐπιπόλαια, «κατ' ὄψιν», ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν»[59]. Νά κρίνουμε σωστά, νά διακρίνουμε. Νά κρίνουμε γιά νά διακρίνουμε καί ὄχι γιά νά κατακρίνουμε. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά ἐκεῖνο πού προέχει εἶναι ἡ πίστη στόν Θεό. Ὄχι ἡ πίστη στόν γιατρό οὔτε στά φάρμακα, ἀλλά ἡ πίστη-ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Καί βλέπουμε, ἄς ποῦμε, ἁγίους ἀνθρώπους πού δέν πηγαίνανε καθόλου στόν γιατρό. Ἀλλά αὐτό, θά λέγαμε, εἶναι γιά πολύ ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις. Ἐμεῖς ταπεινωνόμαστε καί ὅταν πρέπει, μέ διάκριση, πηγαίνουμε στόν γιατρό καί τοῦ κάνουμε καί ὑπακοή βεβαίως, πάντα -ξαναλέω- μέ διάκριση, μέ προσοχή. Κι αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο καί στά ἄλλα ἐπαγγέλματα, θά ἔλεγα, ἀλλά καί στό ἐπάγγελμα αὐτό, τοῦ γιατροῦ, νά ἐρευνοῦμε - νά βρίσκουμε τούς πιστούς γιατρούς, τούς γιατρούς πού, ἄν μή τί ἄλλο, δέν θά μᾶς ποῦνε ψέματα, δέν θά μᾶς ἐκμεταλλευτοῦν. Γιατί δυστυχῶς συμβαίνει κι αὐτό, ὅπως καί σέ ὅλα τά ἐπαγγέλματα. Ὅπως ὑπάρχουνε καί πάρα πολλοί ἀξιόλογοι καί σωστοί γιατροί, ὑπάρχουνε καί ἄλλοι πού δέν πρέπει νά τούς ἐμπιστευόμαστε. Καί ὅπως ψάχνουμε τόν καλό σέ κάθε ἐπάγγελμα, ἔτσι πρέπει νά ψάχνουμε καί τόν καλό γιατρό, τόν ἄνθρωπο πού ἔχει φόβο Θεοῦ. Καί δυστυχῶς στίς μέρες μας ἔχουνε πολύ λιγοστέψει αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά μέ μία προσευχή σωστή καί μία σωστή ἔρευνα, μποροῦμε νά βροῦμε κάποιους ἀκόμα σωστούς ἀνθρώπους, ὅταν ἔχουμε κι ἐμεῖς σωστά κριτήρια.

Ἐρ. : Πάτερ, ὅταν λέμε νά ἔχουμε πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, αὐτό θά μποροῦσε νά σημαίνει νά φτάσουμε στό σημεῖο ἀκόμα καί νά ἀφήνουμε ἀνοιχτή τήν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ μας;

Ἀπ. : Πάντα πρέπει νά ὑπάρχει καί ἡ διάκριση, ἔτσι; Ἄν ἔχεις τόσο μεγάλη πίστη, μπορεῖς νά τό κάνεις κι αὐτό! Ἀλλά φτάνει ἡ πίστη μας ὡς ἐκεῖ; Ἐξαρτᾶται.. Ἤτανε ἕνας Γέροντας στό Ἅγιον Ὄρος, ζοῦσε μόνος του σέ ἕνα κελάκι καί.. ὑπῆρχε μία φήμη τότε ὅτι λυμαίνονταν κάποιοι ληστές ἰδίως τά γεροντάκια στό Ἅγιον Ὄρος, αὐτά πού ἔμεναν μόνα τους καί τά λήστευαν. Ὁπότε κι αὐτός, ἐνῶ δέν κλείδωνε ποτέ τό κελί του, πῆρε κλειδί κ.λ.π. καί κλείδωνε. Μετά ὅμως τόν πείραξε ὁ λογισμός καί λέει, καλά, ἐμένα ποιός μέ φυλάει ἐδῶ πέρα;.. ἡ κλειδαριά μέ φυλάει ἤ ἡ Παναγία, ὁ Θεός; Ὁπότε μετά πῆγε τό ἐξομολογήθηκε καί τό κλειδί ἀντί νά τό βάζει ἀπό μέσα, τό ἔβαζε ἀπ’ ἔξω!.. καί ὅποιος ἤθελε μποροῦσε νά μπεῖ καί τήν νύχτα..

Ἀλλά αὐτό δέν μποροῦν νά τό κάνουν ὅλοι! Θέλει πολλή πίστη, πολλή αὐταπάρνηση. Ἐμεῖς μέ διάκριση πάντα καί μέ τή βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ μας νά τά πράττουμε ὅλα.

Ἐρ. : Πάτερ, τί μποροῦμε νά ποῦμε σέ κοντινούς μας ἀνθρώπους πού φοβοῦνται ὑπερβολικά τήν κατάσταση πού ζοῦμε τώρα, ἀλλά χωρίς νά φανεῖ ὅτι τούς ὑποδεικνύουμε τί νά κάνουν;

Ἀπ. : Τί μποροῦμε νά ποῦμε.. νά ἀποκτήσουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Νά ἀποκτήσουμε ὅλοι τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Κυρίως θά τό ποῦμε μέ τήν στάση μας, μέ τήν ζωή μας. Βλέπετε ὁ διάβολος τρομοκρατεῖ. Καί ὁ φόβος πλέον ἔχει γίνει ἐπιστήμη γιά τούς ὁπαδούς του! Τά δελτία εἰδήσεων πλέον εἶναι τρομολαγνικά, θά μπορούσαμε νά ποῦμε. Βγῆκε κάποιος ἐπιστήμονας καί εἶπε: ἕνα τέταρτο παρακολούθηση δελτίου εἰδήσεων τρομοκρατεῖ τόσο πολύ τόν ἄνθρωπο πού γιά -δέν θυμᾶμαι πόσες μέρες- πέφτει τό ἀμυντικό του σύστημα! Πέφτει ἡ ἄμυνά του, τό ἀνοσοποιητικό του σύστημα γιά πολλές ἡμέρες.. ἀπενεργοποιεῖται καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἄμυνα, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εὐάλωτος σέ κάθε εἴδους ἀσθένεια καί σέ μιά ἁπλή γρίπη. Πεθαίνεις ἀπό τόν φόβο σου στήν κυριολεξία, ὅταν ἀνοίγεις αὐτά τά Μέσα Μαζικῆς Ἐξαπάτησης, τά ὁποῖα πλέον εἶναι ὄργανα προπαγάνδας, τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων.. Νά μήν τά ξεχνᾶμε αὐτά.

Ἑπομένως, ἡ λύση σέ ὅλα αὐτά εἶναι νά φοβηθοῦμε τόν Θεό. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ διώχνει κάθε ἄλλο φόβο καί κάθε ἄλλη ἀνόητη φοβία καί κάθε πράξη ἡ ὁποία μᾶς σπρώχνει σέ αὐτές τίς ἀνόητες φοβίες. Μόνοι μας ἐμεῖς ἀνοίγουμε αὐτά τά χαζοκούτια καί τρεφόμαστε μέ ὅλα αὐτά τά προϊόντα φόβου, τίς ἀφορμές φόβου καί τά προϊόντα φόβου. Καί μετά σπεύδουμε νά ἀκολουθήσουμε τίς ὁδηγίες τοῦ πονηροῦ μέσα ἀπό ὅλα αὐτά τά φοβικά δελτία εἰδήσεων κ.λ.π. κ.λ.π. πού ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ καί ἀπό τό βράδυ μέχρι τό πρωί μᾶς «προσφέρουν». Ἄν φοβηθοῦμε τόν Θεό, δέν θά φοβηθοῦμε τίποτε ἄλλο. Καί θά ἔχουμε καί τήν νηφαλιότητα, θά ἔχουμε καί τήν διάκριση, θά ἔχουμε καί τήν καθαρότητα τοῦ νοός πού ἀπαιτεῖται, γιά νά μήν ὑποκύπτουμε σέ ὅλες αὐτές τίς μεθόδους, διαβολικές μεθόδους, οἱ ὁποῖες στήν ἐποχή μας ἔχουνε γίνει ἐπιστήμη (μήν τά ξεχνᾶμε αὐτό)! αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού βγαίνουνε καί μιλᾶνε.. μόνο νά δεῖτε τόν τρόπο πού μιλᾶνε.. ὅλοι αὐτοί! Μοῦ κάνει ἐντύπωση, ὅλοι ἔχουν τό ἴδιο στύλ.. πού κάνουν τίς ἀνταποκρίσεις, τίς συζητήσεις.. μέ ἕναν τόνο φωνῆς πού σοῦ χτυπάει τά αὐτιά, σοῦ τονίζουν τήν κάθε λέξη, στά περνᾶνε στό εἶναι σου, στά βάθη τῆς ψυχῆς σου καί μέ ἕναν τρόμο καί μέ μιά φοβία, μέ μιά ταχύτητα, ὅλα αὐτά, μέ μιά ρητορική, πού δέν εἶναι καθόλου τυχαῖα.. εἶναι δαιμονική! Καί σοῦ περνάει αὐτόν τόν φόβο, αὐτή τήν ἀπειλή ὅλο αὐτό, καί τήν πειθώ. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα ἐρευνῶν πού ἔχουνε κάνει στήν ψυχολογία τῶν ἀνθρώπων, στήν ἐπικοινωνιολογία κ.λ.π. κ.λ.π. μέ σκοπό νά περάσουν αὐτά πού θέλουν, νά σέ πείσουν. Εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς προπαγάνδας, ἡ ἐπιστήμη τοῦ ψεύδους. Ὁ διάβολος ἔχει σπουδάσει χρόνια γιά αὐτή τήν ἐπιστήμη!

Ἐρ. : Πάτερ, Χριστός Ἀνέστη, τήν εὐχή σας. Θά ἤθελα νά ρωτήσω, στήν ἐποχή πού ζοῦμε τώρα, πού ὑπάρχει αὐτός ὁ φόβος, γιά μᾶς τουλάχιστον τούς χριστιανούς, τοῦ ἐμβολίου, τοῦ τέστ, καί ὅλων αὐτῶν, ἄν παραστεῖ ἀνάγκη ὑγείας, δηλαδή ἄν χρειαστεῖ κάποιος νά νοσηλευτεῖ, νά μπεῖ στό νοσοκομεῖο, νά κάνει κάποιες ἐξετάσεις, καί εἶναι ἀναπόφευκτο, ὅμως στήν παροῦσα περίπτωση χρειάζεται νά κάνουμε τέστ γιά νά μποῦμε, τί κάνουμε, πάτερ μου; Κάνουμε προσευχή καί τό ἀφήνουμε; Πᾶμε στό νοσοκομεῖο; Πῶς θά τό χειριστοῦμε ὅλο αὐτό;

Ἀπ. : Κοιτάξτε, στήν ἀνάγκη θά τό κάνουμε αὐτό. Θά προσπαθήσουμε τουλάχιστον νά τό κάνουμε μέ τό σάλιο αὐτό πού γίνεται.. ἄς ποῦμε νά μή σοῦ βάλουνε μέσα πράγματα, ἀντικείμενα κ.λ.π. στήν μύτη σου ἤ ἀκόμα χειρότερα στό στόμα σου, τά ὁποῖα δέν ξέρουμε τί εἶναι καί τί μᾶς φυτεύουνε. Καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά βεβαίως, πρωτίστως θά προσευχηθοῦμε καί θά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά μᾶς ὁδηγήσει, νά μᾶς φυλάξει, καί στήν ὅλη διαδικασία θά προσευχόμαστε καί, ὅπως εἴπαμε, θά κάνουμε καί τό ἀνθρώπινο νά ἀναζητήσουμε γιατρούς πιστούς, ὅσο εἶναι δυνατόν κι αὐτό βέβαια.. μέ τήν φώτιση τοῦ Θεοῦ.

Ξέρετε ἡ ἐποχή μας θυμίζει τήν ἐποχή τῶν ψυχιατρείων τῆς κομμουνιστικῆς Ρωσίας, πού πήγαιναν τούς ἀνθρώπους τάχα γιά θεραπεία καί γιά ἀναμόρφωση καί τούς ἔδιναν ψυχοφάρμακα, τούς ἀρρώσταιναν δηλαδή, τούς σκότωναν οὐσιαστικά τήν ψυχή μέ τά χημικά πού τούς ἔβαζαν! Καί ἐκεῖ θυμᾶμαι ἕνα περιστατικό μέ μία εὐλαβέστατη γυναίκα, ἡ ὁποία ἔλεγε συνεχῶς τήν νοερά προσευχή. Ἐνῶ τῆς ἔδιναν κάθε μέρα τήν «ἀγωγή» της, δέν εἶχε καμιά ἐπίδραση ἐπάνω της. Τά χάπια πού τῆς ἔδιναν, τά ψυχοφάρμακα, γιά νά τῆς ἀλλοιώσουν τήν προσωπικότητα, ἦταν σάν νεράκι, δέν ἐπιδροῦσαν καθόλου ἐπάνω της. Κι αὐτό ἤτανε τό ἀποτέλεσμα τῆς σχέσης της μέ τόν Χριστό, τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς πού ἔκανε στήν καρδιά της.

Καί στά ἔσχατα χρόνια αὐτό θά εἶναι πού θά μᾶς σώσει ὅλους τούς χριστιανούς. Γι’ αὐτό πρέπει νά μή χάνουμε δευτερόλεπτο, μέ τήν καλή ἔννοια, νά μή σταματᾶμε νά προσευχόμαστε, νά μάθουμε αὐτή τήν προσευχή, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, γιατί ἀκριβῶς ὁ Ἀντίχριστος θά χρησιμοποιήσει χημικά, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες, γιά νά ἐπιδράσει στήν ψυχή μας, νά ἀλλοιώνει τόν νοῦ μας, τό μυαλό μας, νά μήν μπορεῖ πλέον ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιδρᾶ σωστά ἀπέναντι στίς διάφορες καταστάσεις! Θά προσπαθήσει ὁ διάβολος νά ἐλέγξει τήν ψυχή, τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Χριστό, ὁπότε ὅλα αὐτά θά εἶναι ἀνενεργά, τά χημικά τοῦ πονηροῦ.

- Εὐχαριστοῦμε, πατέρα Σάββα, δέν ἔχουμε ἄλλες ἐρωτήσεις.

- Καί ἐγώ εὐχαριστῶ. Τόν Κύριο νά εὐχαριστοῦμε ὅλοι.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ματθ. 10, 28.


[2] Ρωμ. 8, 31.


[3] Ἑβρ. 13, 5.


[4] Ἑβρ. 13, 6.


[5] Παρ. 28, 1-2.


[6] Ὅ.π.


[7] Πρβλ. Ματθ. 10, 28.


[8] Ψαλμ. 3, 7.


[9] Ψαλμ. 3, 8.


[10] Ὅ.π.


[11] Ψαλμ. 55, 5.


[12] Σοφ.Σολ. 17, 11.


[13] Σοφ.Σολ. 17, 12.


[14] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet, Τόμος Α’, ἐκδόσεις Ἀποστολική Διακονία (στό ἑξῆς: Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet).


[15] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.


[16] Ὅ.π.


[17] Ὅ.π.


[18] Ὅ.π.


[19] Ὅ.π.


[20] Ὅ.π.


[21] Ὅ.π.


[22] Ὅ.π.


[23] Ὅ.π.


[24] Γέν. 2, 17.


[25] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.


[26] Ὅ.π.


[27] Ὅ.π.


[28] Ὅ.π.


[29] Α΄Κορ. 15, 32.


[30] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.


[31] Ὅ.π.


[32] Ὅ.π.


[33] Ὅ.π.


[34] Ὅ.π.


[35] Ὅ.π.


[36] Γέν. 3, 10.


[37] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.


[38] Γέν. 3, 10.


[39] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.


[40] Ὅ.π.


[41] Ὅ.π.


[42] Ὅ.π.


[43] Ὅ.π.


[44] Ὅ.π.


[45] Λουκ. 12, 7.


[46] Ματθ. 10, 29.


[47] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.


[48] Μάρκ. 4, 36-40.


[49] Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, Jean Claude Larchet.


[50] Ὅ.π.


[51] Α΄Κορ. 10, 13.


[52] Λουκ. 6, 24.


[53] Πρβλ. Λουκ. 18, 25.


[54] Πρβλ. Ἰώβ 2, 9δ.


[55] Ἰώβ 1, 21.


[56] Ὅ.π.


[57] Ὅ.π.


[58] Πρβλ. Σοφ.Σειρ. 38, 1.


[59] Ἰωάν. 7, 24.