Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Φονταμενταλισταὶ ἢ «ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου»;

 

Τοῦ κ. Παύλου Τρακάδα

Τὸ πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας

«Μᾶς ἀποκαλοῦν σήμερα «Ταλιμπάν», ἔγραφε μεταξὺ ἄλλων εἰς τὴν κατακλεῖδα τοῦ ἄρθρου του ὁ π. Β. Βολουδάκης, τὸ ὁποῖον ὁ «Ο.Τ.» ἔθεσεν ὡς κεντρικὸν θέμα. Εἶναι τυχαία ἡ προσπάθεια ἀπομονώσεως κάθε ἀντιστεκομένης φωνῆς;

Τὸ πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ ἀντελήφθησαν ὅσοι συν­ήχθησαν εἰς τὸ Κολυμβάριον 2016 εἶναι οἱ συντηρητικοὶ ἢ φονταμενταλισταὶ (βλ. «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» §22 καὶ «Ἐγκύκλιος» §17). Ἔκτοτε ἤρχισε μία σφοδρὴ πολεμικὴ ἐναντίον τῶν «θελόντως εὐσεβῶς ζῆν». Ἀνακεφαλαίωσιν αὐτῆς τῆς στάσεως εὑρίσκει κανεὶς εἰς κείμενον τοῦ Σεβ. Ἀλεξανδρουπόλεως ποὺ ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ ἡμερολόγιον τῆς Ἱ. Μ. Γερμανίας 2020 (φαίνεται εἰς αὐτὸ ὅτι Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ Πατριαρχεῖον Κων/λεως ἔχουν ἀγαστὴν συνεργασίαν…), ὅπου μεταξὺ ἄλλων γράφει:

«Τὸ τεράστιο πρόβλημα δημιουργεῖται μὲ τοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας «ΨΕΥΔΑΔΕΛΦΟΥΣ»… στὴν ἐποχή μας δημιουργήθηκε κάτι τελείως ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ: ὁμάδες κληρικῶν καὶ λαϊκῶν χριστιανῶν, μὲ ὑποβόσκουσα ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ νοοτροπία, ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν τὸ ρόλο τῶν ἐπισκόπων στὴν Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ «κίνησαν πτερνισμὸ» ἐνάντια στὰ πρόσωπα ποὺ τὸν ὑποστασιάζουν»…τώρα ἡ κατάσταση ἔγινε πολὺ πιὸ «ἐπίγεια, σαρκικὴ καὶ ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὰ ΔΑΙΜΟΝΙΑ»… πολέμησαν μὲ πρωτόγνωρο ΦΑΝΑΤΙΣΜΟ, καταρχὴν τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης… στὴ συνέχεια, οἱ ἴδιοι θρησκευτικοὶ κύκλοι… ἀνέλαβαν νέο ρόλο: αὐτόκλητοι ΠΟΛΕΜΙΟΙ τοῦ αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία… Ἀνενδοίαστα ΣΠΙΛΩΣΑΝ ἐπισκόπους μέχρι τὰ ὅρια εὐτελισμοῦ τους (μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναγορευθοῦν οἱ σπιλωτὲς «Μᾶρκοι Εὐγενικοί»)».

Ὁ ἄλλοτε ὑψώσας φωνὴν κατὰ τοῦ «Ο.Τ.», ἔρχεται τώρα νὰ χαρακτηρίση μὲ ὅρους, ποὺ ἐνσπείρουν τὴν διχοστασίαν, τὸ πλέον ζωντανὸν κομμάτι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφήνοντες κατὰ μέρος ἑτέρας ἀθεολογήτους πτυχὰς τοῦ κειμένου θὰ ἑστιάσωμεν εἰς τὰ ἑξῆς: Διατί τόση πολεμικὴ κατὰ τῶν «συντηρητικῶν»; Ποῖον τελικὰ εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας;

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι φονταμενταλιστική!

Ὁ Dr. H. Tristram Engelhardt, καθηγητὴς φιλοσοφίας εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τοῦ Τέξας, ἀνετράφη εἰς ρωμαιοκαθολικὴν οἰκογένειαν, ἀλλὰ τὸ 1991 ἐβαπτίσθη Ὀρθόδοξος. Τὸ 2018 ἐκοιμήθη εἰς ἡλικίαν 77 ἐτῶν. Ἠρωτήθη κάποτε ἀπὸ τὸν νῦν Μητροπολίτην Χὸνγκ Κὸνγκ σχετικὰ μὲ τὸν χαρακτηρισμὸν τῶν Ὀρθοδόξων ὡς «φονταμενταλιστῶν» καὶ ἔδωσεν ἐκπληκτικὴν ἀπάντησιν. Παραθέτομεν μέρος ἀπὸ τὸν διάλογον, ὅπως τὸν ἀπομαγνητοφωνήσαμεν ἀπὸ βίντεο εἰς τὴν ἱστοσελίδα «Ἀπαρχή»:

«…Καταρχὰς ὁ ὅρος «φονταμενταλιστὴς» ἀναπτύχθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἀπὸ Προτεστάντες ποὺ ἀντιδροῦσαν σὲ πολὺ φιλελεύθερους Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάσταση ἐκ νεκρῶν καὶ δημοσίευσαν ἕνα σύνολο 12 φυλλαδίων, τὰ ἐπονομαζόμενα «Fundamentals» λέγοντας ὅτι κάποιος δὲν ἦταν Χριστιανὸς ἐκτὸς ἂν πίστευε ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία, ὅτι ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πέθανε γιὰ μᾶς στὸ Σταυρό, ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ὅτι θὰ ἔρθει ξανὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐμπιστεύεστε τὴ Βίβλο. Αὐτὰ ἦταν τὰ «Fundamentals». Τώρα μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅποιος ἀπαγγέλλει σήμερα τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ Σύμβολο Νικαίας – Κων/λεως εἶναι φονταμενταλιστής. Ἔτσι, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἦταν στὴν κριτικὴ ἐναντίον τῶν Γερμανῶν Προτεσταντῶν ποὺ εἶχαν ἐπηρεαστεῖ πολὺ ἀπὸ τοὺς Feuerbach καὶ Hegel καὶ Kant, ὁπότε ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἴμαστε φονταμενταλιστές. Γνωρίζουμε πὼς ὅλα αὐτὰ ἀληθεύουν καὶ πολλὲς Δυτικὲς ὁμολογίες δὲν ἀκολουθοῦν πιὰ αὐτὸν τὸν φονταμενταλισμό. Ἀρνοῦνται τὸ ἀειπάρθενο τῆς γεννήσεως καὶ τὴν Ἀνάσταση ὡς γεγονός, ὁπότε μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὁ φονταμενταλισμὸς εἶναι καλός, ἀφορᾶ τὴν Ἀλήθεια τοῦ σύμπαντος.

Ὁ δεύτερος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ὅρος «φονταμενταλισμὸς» ἔχει χρησιμοποιηθεῖ εἶναι ἀπὸ δημοφιλεῖς κοσμικοὺς φιλοσόφους ἕνα καλὸ παράδειγμα εἶναι ὁ John Rawls, ὅπως καὶ ὁ Habermas, ποὺ ὑποστήριξαν πὼς ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ θρησκεία ἔχει μία ἀλήθεια ποὺ ἡ κοσμικὴ ἀντίληψη δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει, εἶναι φονταμενταλιστής. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, εἶμαι πραγματικὰ ἕνας φονταμενταλιστής. Θὰ ἀκολουθήσω τὸν Χριστὸ καὶ ξέρω ὅτι ἡ Ἀλήθειά του μένει εἰς τὸν αἰῶνα, ξέρω ὅτι τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα συνεχῶς μεταβάλλονται, διδάσκω ἱστορία τῆς σκέψης. Ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ναί, εἶμαι φονταμενταλιστής. Πιστεύω στὶς ἀλήθειες τῆς Χριστιανικῆς Πίστης καὶ θὰ παραμείνω στὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἑπομένως, οἱ φονταμενταλιστὲς ἔχουν χρησιμοποιήσει ἕνα πολὺ πρόχειρο ἐπιχείρημα τοῦ εἴδους «δὲν σᾶς συμπαθῶ, γιατί πιστεύετε σοβαρὰ στὸν Θεό»… Οἱ Προτεστάντες πιστεύουν διαφορετικὰ πράγματα ἀνὰ τὸν κόσμο, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ πιστεύουν διαφορετικὰ πράγματα μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Ταξιδεύω περίπου 250.000 χλμ ἐτησίως. Πηγαίνω στὴν Ὀρθόδοξη Σερβικὴ Ἐκκλησία, παντοῦ καὶ ὅλοι ἔχουν τὴ μία πίστη καὶ αὐτὸ γιατί τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζεῖ, τὸ ὁποῖο σημαίνει πὼς ὁ τρόπος ποὺ κατανοήσαμε ἐπιλογές, ὅπως ἡ ἄμβλωση, ἡ ὁμοφυλοφιλία, αὐτοκτονία μέσω γιατροῦ, ἡ εὐθανασία, θέματα ποὺ συζητοῦνταν ἰδιαίτερα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, παραμένουν ἴδια καὶ τώρα, διότι ὁ Χριστὸς παραμένει ἴδιος ὅπως χθές, σήμερα καὶ αὔριο. Μόνο ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἴδιο χθές, σήμερα καὶ αὔριο. Ὁ,τιδήποτε δὲν εἶναι, δὲν εἶναι μέρος τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ ἔλλειψις ζήλου τῶν Ἐπισκόπων αἰτία τοῦ κακοῦ

Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω συνάγομεν ὅτι «αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν σοβαρὰ στὸν Θεὸ» εἶναι αὐτοὶ ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὡς «φονταμενταλισταί»! Ἀντιθέτως, ὅσοι ἐπιδιώκουν «ἀξιώματα» («νὰ γίνω Πανεπιστημιακός», «νὰ γίνω Μητροπολίτης» κ.ἄ.), ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι συν­υφασμένα πλέον μὲ τὸ δυτικὸν πρότυπον συναλλαγῆς τῶν θεσμῶν (δηλ. ὑποταγὴ εἰς τὸ Κράτος) ἀκολουθοῦν κατὰ πόδας τὸν μεταλασσόμενον παποπροτεσταντισμὸν, ποὺ ἀποκηρύσσει τὸν ζῆλον διὰ τὴν πίστιν ὡς ὀπισθοδρομικόν. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως ἔχει ἀνάγκην ζηλωτῶν. Καταλυτικὸς ὁ λόγος τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου:

«Θεωρῶ ταπεινωτικὸν ἂν μὴ καὶ ἐξευτελιστικὸν διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, Πίστιν καὶ Θεολογίαν, τὸ νὰ μεταβαίνωσιν Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι εἰς τὰς ἑτεροδόξους Σχολὰς τῆς Δύσεως καὶ νὰ γίνωνται μαθηταὶ τοῦ Α΄ ἢ Β΄ σοφοῦ μὲν ἴσως –κατὰ κόσμον- ἐπιστήμονος, ἀλλ’ ἐλεεινοῦ πολλάκις ὑβριστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶμαι ὑπερσυντηρητικός; Δὲν ἀρνοῦμαι τοῦτο. Εἶμαι ἀδιάλλακτος; Πολὺ πιθανόν. Εἶμαι φανατικός; Ἴσως. Μισαλλόδοξος ὅμως, ὄχι. Ἁπλῶς γνωρίζω νὰ ἐκτιμῶ τοὺς ἀτιμήτους θησαυροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας, οὕς οἱ Πατέρες ἡμῶν δι’ ἀγώνων καὶ θυσιῶν καὶ ποταμῶν αἱμάτων διέσωσαν καὶ παρέδωσαν ἡμῖν, καὶ νὰ μὴ ἀπεμπολῶ τὰ πρωτοτόκιά μου –ὡς Ὀρθοδόξου- ἀντὶ πινακίου φακῆς: ἑνὸς ματαίου διδακτορικοῦ διπλώματος (προτεσταντικὴν ἢ ρωμαιοκαθολικὴν ἔχοντος συνήθως προέλευσιν) ἢ καὶ μιᾶς καθηγεσίας. Παραλείπω τὰς προτεσταντικὰς ἢ ρωμαιοκαθολικὰς ἐπηρείας, ἅς ἀνεπαισθήτως πολλοὶ ἐδέξαντο, γενόμενοι εἶτα φορεῖς αὐτῶν καὶ σπορεῖς ἐν τῷ ἐδάφει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Παραλείπω ἀκόμη καὶ τὸ δὴ σύνηθες καὶ πλέον ἐπιχωριάζον: Ὅτι οἱ εὐφυέστατοι Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Προτεστάνται, πολλὰς καὶ ἐξόχους περιποιήσεις ἐπιδαψιλεύοντες τοῖς ἡμετέροις Θεολόγοις, ἀπεργάζονται αὐτοὺς (ἂν μὴ πάντας, τοὺς πλείους,) ἀκουσίους, ἤ, ἀκριβέστερον εἰπεῖν, «παθητικοὺς» συμμάχους ἐν τῷ πολέμῳ αὐτῶν κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι οὗτοι ἐξ ὑποχρεώσεων καὶ διὰ λόγους ἁβρότητος δὲν ἀντιδρῶσιν ἰσχυρῶς κατ’ αὐτῶν, τινὲς δὲ καὶ ἔχουσι στεγανῶς κεκλεισμένον τὸ στόμα, ὅπερ διὰ πᾶν ἄλλο ζήτημα (ἰδίᾳ προσωπικὸν) εἶνε ἀφορήτως λάλον… Ἐνῶ βλέπουσι μυρίους κινδύνους ἐπαπειλοῦντας τὴν Πίστιν τῶν πατέρων αὐτῶν, σιωπῶσιν, αἱ ὑποχρεώσεις γάρ… Οὕτω μαραίνεται ἢ μᾶλλον ἐκλείπει παντελῶς ὁ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνθουσιασμὸς τῶν τέκνων αὐτῆς καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτῆς ἅγιον αὐτῶν πάθος. Δι’ ὃ καὶ οὐδεὶς ἀγὼν ὑπὲρ αὐτῆς διεξάγεται ἢ διεξάγεται ἄνευ παλμοῦ καρδιῶν, ἄψυχος, ἄτονος, χωρὶς συναισθήματος, χωρὶς δυνάμεως, χωρὶς θυμοῦ ἱεροῦ… Καὶ ὅμως! Σήμερον εἶπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε ἔχομεν ἀνάγκην Θεοδώρων Στουδιτῶν καὶ Μάρκων Εὐγενικῶν καὶ Κοσμάδων Φλαμιάτων!… Ἐγὼ οὔτε πρὸς τοὺς Ἀρχιερατικοὺς θρόνους οὔτε πρὸς τὰς Πανεπιστημιακὰς ἕδρας στρέφω ἐρωτικῶς τὰ βλέμματά μου. Μὲ συνέχουσιν οἱ ἀθάνατοι λόγοι τοῦ οὐρανομήκους Χρυσοστόμου «οἱ μηδὲν κεκτημένοι – οὔτε ἀξίωμα δηλ. οὔτε πλοῦτον – μάλιστα παρὰ πάντας ἀνθρώπους ἐλευθεροστομεῖν δύνανται». (Ἄρθρα – Μελέται – Ἐπιστολαί, τ. Δ΄ , σ. 221-225)

Καθίσταται προφανὲς ὅτι οἱ «Μᾶρκοι Εὐγενικοὶ» εἶναι ἡ λύσις εἰς τὸ πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ εἶναι ἄνευροι, ἄοσμοι, ἄχρωμοι, ἄγευστοι καὶ ἐκδαπανοῦν τὸ ἀπόθεμα ἐκτιμήσεως τῶν πιστῶν πρὸς τὸν θεσμικόν τους ρόλον, ἐκδίδοντες ἀνακοινώσεις διὰ τὴν εὐχετήριον ἐπιστολογραφίαν, τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, τὴν αὐτοπροβολήν, τὰς ἀνεμογεννητρίας, «περὶ ἀνέμων, ὑδάτων καὶ ἄλλων καιρικῶν φαινομένων» κ.λπ.

Ἀπεναντίας οἱ ἀντιτιθέμενοι εἰς τὸ σχέδιον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε», ποὺ ὡς Ἐπίσκοποι ἀντὶ νὰ δεικνύουν ἀγάπην σταλάζουν τὸ δηλητήριον τοῦ διχασμοῦ εἰς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτελοῦν τὰ σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νὰ διαιρέση τοὺς Ὀρθοδόξους, διὰ νὰ ἑνώση τοὺς «κρατιστάς», καθὼς ἡ πολιτικὴ κρύπτεται ὄπισθεν τοῦ οἰκουμενισμοῦ.