Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Ἡ πλεονεξία μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεόν

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

«καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; Καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,» (Λουκ. ιβ, 17,18). (: Καὶ ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεόν, νὰ εὐχαριστηθῇ δὲ καὶ ὁ ἴδιος διὰ τὴν εὐφορίαν αὐτήν, ἐσυλλογίζετο μέσα του καὶ ἐζαλίζετο λέγων· Τί νὰ κάμω, διότι δὲν ἔχω ποῦ νὰ συνάξω τοὺς περισσεύοντας καρποὺς τῶν χωραφιῶν μου, οἱ ὁποῖοι θέλω νὰ γίνουν ὅλοι ἰδικοί μου, ὥστε νὰ τοὺς ἀπολαύσω μόνος ἐγώ; Καὶ ἐπὶ τέλους ὕστερα ἀπὸ μεγάλην σκέψιν καὶ συλλογισμὸν εἶπε· Τοῦτο θὰ κάμω· θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας μου καὶ θὰ οἰκοδομήσω μεγαλυτέρας καὶ εὐρυχωροτέρας. Καὶ θὰ συνάξω ἐκεῖ ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου).

Μεγάλο τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας.

  • θεῖος Χρυσόστομος μᾶς λέγει:

«Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ἀκάθαρτο ἀπὸ τὴν πλεονεξία. Ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό; Ἀπ’ τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Πράγματι τί δὲν μολύνει; Χέρια, ψυχή, τὸ ἴδιο τὸ σπίτι, ὅπου φυλάγονται τὰ ἁρπαζόμενα».

«Ἂν ἤθελε νὰ ρωτήση κάποιος ἀπὸ ποῦ προῆλθε ἡ δουλεία καὶ γιατί εἰσῆλθε στὸν ἀνθρώπινο βίο, ἐγὼ θὰ σᾶς πῶ. Τὴ δουλεία τὴ γέννησε ἡ πλεονεξία, ἡ βαναυσότητα, ἡ ἀπληστία. Γιατί ὁ Νῶε δὲν εἶχε δοῦλο, οὔτε ὁ Ἄβελ, οὔτε ὁ Σήθ, ἀλλ’ οὔτε οἱ μετὰ ἀπ’ αὐτούς. Ἡ ἁμαρτία γέννησε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.

  • Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ἁγία Λυδία (Νοέμ. 2020) δανειζόμαστε γιὰ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας τὰ ἑξῆς:

«Ὁ πλεονέκτης εἶναι καὶ φιλάργυρος. Αὐτὸς δὲν πρόδωσε τὸν Χριστό; Τὰ τριάκοντα ἀργύρια τί εἶναι; Εἶναι τὸ πάθος καὶ ἡ δίψα νὰ ἀποκτήσουμε χρήματα.

Σκλαβώνουμε τὴν ψυχή μας στὸ χρυσάφι, στὸ χρῆμα. Καὶ φιλάργυρος δὲν εἶναι μοναχὰ αὐτὸς ποὺ εἶναι πλούσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ πτωχός, ποὺ ἔχει τὴν ἀκατάσχετη δίψα τὰ 10 νὰ τὰ κάνη 20, τὰ 20 νὰ τὰ κάνη 50. Πολὺ ἀκριβὰ πληρώνουμε τὴν πλεονεξία μας. Καὶ ὁ πλεονέκτης εἶναι, πράγματι δύστυχος ἄνθρωπος. Δὲν λατρεύει τὸν ἀληθινὸ Θεό. Θεὸς γι’ αὐτὸν εἶναι τὸ χρῆμα, τὰ ἀκίνητα.

*  *  *

Διάβασα κάποτε σὲ ἕνα βιβλιαράκι ὅτι στὴν Ρωσία ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος γαιοκτήμονας, ὁ ὁποῖος, ὅταν κατάλαβε ὅτι βρισκόταν στὰ στερνὰ τοῦ βίου του, ἀποφάσισε νὰ διαθέση τὰ κτήματά του, νὰ τὰ ρευστοποιήση, νὰ τὰ πουλήση. Ἔθεσε ὅμως καὶ ἕνα ὅρο: Ὅποιος θελήσει νὰ ἀγοράση κτήματα σὲ πολὺ χαμηλὴ τιμή, θὰ πρέπη νὰ ξεκινήση ἀπὸ τὸ ἀνάκτορό του ἀπὸ τὸ πρωϊ, ποὺ θ’ ἀνατείλη ὁ ἥλιος, καὶ ἀπὸ ὅπου περνοῦσε, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἄρχοντος, ποὺ θὰ τὸν ἀκολουθοῦσαν, θὰ ἔβαζαν ἐὰν πάσαλο. Ὅλη ἡ γῆ ποὺ θὰ διέτρεχε θὰ γινόταν δική του, ἐὰν πρὶν ἀπὸ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἐπέστρεφε στὸ μέρο ἀπ’ ὅπου εἶχε ξεκινήσει, στὸ ἀνάκτορο τοῦ γαιοκτήμονα.

Καὶ νά· ἕνα πλεονέκτης καὶ ἀχόρταγος παρουσιάζεται καὶ πρωΐ – πρωΐ, ξεκινάει, γιὰ νὰ πετύχη τὸν στόχο του. Μπροστά του ἁπλωνόταν μία ἀπέραντη, εὔφορη ἔκταση. Προχωράει, τρέχει, φθάνει τὸ μεσημέρι, ἀρχίζει ὁ ἥλιος νὰ γέρνη πρὸς τὴν δύση. Καὶ αὐτὸς τρέχει νὰ προλάβη, νὰ κερδίση κι ἄλλη κι ἀκόμη πιὸ πολλή.

Ὅταν πλέον ἀντιλήφθηκε πὼς ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψη, παίρνει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἀλλὰ ὁ ἥλιος εἶχε δύσει πιά, ὅταν αὐτός, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ προσπάθεια ποὺ κατέβαλε, γιὰ νὰ προλάβη νὰ φθάση στὴν ἀφετηρία του, ἔπεφτε νεκρὸς μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ γαιοκτήμονα. Καὶ τότε, ὁ γαιοκτήμονας εἶπε: «Δῶστε του τὴν ἔκταση ποὺ τοῦ ἀνήκει. Δῶστε του δυὸ μέτρα γῆς· ὅπως ὅλοι μας δυὸ μέτρα θὰ πάρουμε στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας».

Ἔτσι, ὁ πλεονέκτης πλήρωσε μὲ τὴν ζωὴ του τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, χωρὶς νὰ πάρη ἐκεῖνα ποὺ λαχταροῦσε.

Ἂς κάνουμε μιὰ ἔρευνα ὅλοι μας στὸν ἑαυτό μας. Μήπως καὶ ἐμεῖς ἔχουμε τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας; Μήπως καὶ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνησυχίες, ἔχουμε ἄγχος, γιὰ νὰ πλουτίσουμε, καὶ μάλιστα κάποιες φορὲς πατώντας ἐπὶ πτωμάτων, κλέβοντας, ἁρπάζοντας καὶ ἀδικώντας; Ἂς τὸ ἐξετάσουμε, ἀδελφοί μου, γιατί ἡ πλεονεξία καὶ ἡ φιλαργυρία εἶναι τὸ φίδι, εἶναι ἡ λερναία ὕδρα, ποὺ μᾶς περισφίγγει, μᾶς πνίγει καὶ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό.

Θὰ θυμᾶστε ὅτι, ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες ἐπὶ σαράντα χρόνια περιεπλανῶντο στὴν ἔρημο, ὁ Θεὸς τοὺς ἔθρεψε μὲ τὸ μάννα, μὲ τροφὴ Ἀγγέλων. Κάθε πρωὶ ποὺ ξεπνοῦσαν, ἔβλεπαν ἕνα λευκὸ στρῶμα στὴν γῆ, σὰν τὸ χιόνι. Ἦταν τὸ μάννα τὸ οὐράνιο, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν μόνο γιὰ μία ἡμέρα. Ἂν τὸ κρατοῦσαν γιὰ τὴν ἑπόμενη, μούχλιαζε καὶ σκουλήκιαζε. Ὅμως, τὴν Παρασκευὴ ἔδινε διπλὸ μάννα, ὥστε νὰ παίρνουν καὶ γιὰ τὸ Σάββατο, γιατί τὸ Σάββατο, λόγω τῆς ἀργίας, δὲν ἔπρεπε νὰ κάνουν καμιὰ ἐργασία. Καὶ βεβαίως αὐτὸ δὲν μούχλιαζε. Μερικοὶ ἐκ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἦταν πλεονέκτες, ἀποθήκευαν νὰ ἔχουν, ἀλλὰ τὰ ἀποθηκευμένα χαλοῦσαν.

Αὐτὸ παθαίνουμε καὶ ἐμεῖς. Θέλουμε νὰ μαζέψουμε διπλά, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸ πάθος μας, τὴν πλεονεξία. Ὁ Διογένης, ὁ φιλόσοφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἔλεγε: Τελειότερος τῶν ἀνθρώπων εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πιὸ λίγα.