Τοῦ ἁγιορείτου Μοναχοῦ Βλασίου
Ὁ περιώνυμος ἀρχικαγκελλάριος τῆς Αὐστρίας Μέττερνιχ, κατὰ τὴν περίοδον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 φερόταν ὡς μισέλλην. Προφανῶς ἦταν ἐπιφυλακτικὸς μὲ τὴν ἰσχυρὰν τότε Ὀθωμανικὴν Αὐτοκρατορίαν καὶ δὲν ἤθελε νὰ ὑποστηρίξει τοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἐχθρὸς τῶν Τούρκων. Ὅμως μετὰ 18 ἔτη, βλέποντας νὰ χάνει ἡ Τουρκία καὶ νὰ κερδίζει ἡ Ἑλλάδα, ἤδη καθιερώθη πλέον καὶ ἱδρύθη τὸ Ἑλληνικὸν Κράτος, ἔστω καὶ μικρὸν τότε, ἀπέκτησε μάλιστα καὶ βασιλιὰ Βαυαρόν, τὸν Ὄθωνα τὸν Α΄, ἄλλαξε πολιτικὴ καὶ δικαίωσε τὴν Ἑλλάδα.
Μάλιστα σ’ ἐπιστολή του, πρὸς τὸν πρεσβευτὴ τῆς Αὐστρίας στὴν Ἀθήνα, κύριον Πρόκες, τὸ 1839 γράφει τὰ ἀκόλουθα, ἀπίστευτα ἀλλὰ ἀληθινά:
«Ὡς μερικὰ ἄτομα οὕτω καὶ μερικὰ κράτη οὐδέποτε εἶναι ὑγειῆ. Τοιοῦτον κράτος εἶναι καὶ ἡ Τουρκία. Μὲ τὸν Ἰσλαμισμὸν δὲν συμβιβάζεται ὑγειὴς Κρατικὸς ὀργανισμὸς (…). Ἡ Τουρκία θὰ ἀποθάνη. Τὸ σχέδιόν μου εἶναι ἀκλόνητον: Ἡ Κωνσταντινούπολις πρέπει νὰ καταστῇ μόνον Ἑλληνική, ὡς πᾶσα χώρα ἐν ᾗ (στὴν ὁποία) κυριαρχεῖ ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Αἱ Ἀθῆναι πρέπει νὰ μεταφερθῶσιν εἰς Κωνσταντινούπολιν» (Πηγαί: α) Ἀρχεῖον τῆς Αὐστριακῆς Πρεσβείας ἐν Ἀθήναις. β) «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως», Σαράντου Καργάκου, Ἐκδόσεις «Σιδέρης», Ἀθήνα 2017, Τόμος Β΄, ἐν τῷ προλόγῳ).
Γιαυτὸ καὶ οἱ Τοῦρκοι, γιὰ νὰ σβήσουν κάθε τι τὸ Ἑλληνικὸ στὴν Πόλη μετέτρεψαν σὲ τέμενος – τζαμὶ τὴν Ἁγία Σοφία καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ παλαιότερα, ἀλλὰ καὶ σήμερα. Ἔδιωξαν τοὺς Ἑλληνορθοδόξους, γιὰ νὰ τοὺς μείνει ἡ Πόλη ὡς τουρκικὴ καὶ ἰσλαμική.
Ὅμως ἄλλα κελεύει ὁ Κύριος καὶ ἄλλα προανήγγειλαν οἱ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ Προφῆτες. Ὑπάρχουν προφητεῖες ποὺ ἀναφέρουν γιὰ εὐσεβῆ βασιλιὰ (ἡγέτη) τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ ἕνα μεγάλο πολυεθνικὸ πόλεμο, θὰ κυβερνήσει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ θὰ ἔχει «ὅσιον τέλος». Δηλαδὴ θὰ ἔχει εὐσεβῆ, ἔντιμο καὶ χριστιανικὸ τέλος. Καὶ «ἰσμαηλίτης οὐκ εὑρεθήσεται ἐν τῇ πόλει», ὡς ἀναφέρει κάποια προφητεία. Δηλαδή, δὲν θὰ ὑπάρχει σὰν κάτοικος τῆς Πόλεως μουσουλμάνος – μωαμεθανός, κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνο τοῦ εὐσεβοῦς ἡγέτου.
Δυστυχῶς κατὰ τὸ 1920, ὅταν ἦταν ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς στὴν Μικρὰ Ἀσία, οἱ Πολιτικοί τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ τότε ταγοί, κυρίως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὔνοια τῶν Δυτικῶν (Ἀγγλογάλλων, Ἰταλῶν καὶ ἄλλων), ἀπεφάσισαν νὰ συμμειγνύονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως. Ἐξαπέλυσαν ἐπὶ τούτῳ καὶ τὴν αἱρετικὴν ἐγκύκλιον, ὅπου σ’ αὐτὴν ὀνομάζοντο οἱ μέχρι τότε Αἱρέσεις τῆς Δύσεως Ἐκκλησίες, μάλιστα καὶ «συμμέτοχες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν». Αὐτὴ ἡ προδοσία πληρώθηκε πολὺ ἀκριβὰ μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν Μικρασιατικῶν καὶ Ποντιακῶν Ἑλληνικῶν Ἐδαφῶν καὶ μὲ τὸ ἑνάμισυ ἑκατομμύριο τότε Προσφύγων, ποὺ κατέφυγαν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.
Δυστυχῶς ὡς δείχνουν τὰ πράγματα (ἂν δὲν ἐμποδισθοῦν ἀπὸ τὸν κορωνοϊό), στὸ Φανάρι Κωνσταντινουπόλεως, θὰ ἑορτασθοῦν φέτος τὸν Νοέμβριο (30) τοῦ Ἀποστόλου Ἀδρέου τὰ 100 χρόνια τῆς εἰσχωρήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, μὲ συμμετοχὴ τῶν Ἀγγλικανῶν, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Κοπτῶν καὶ λοιπῶν αἱρετικῶν. Γιαυτὸ τὸν λόγο φαίνεται βιάστηκε καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος καὶ συνεκρότησε τὴν «Μεγάλην» καὶ «Πανορθόδοξον» Σύνοδον στὴν Κρήτη, τὸ 2016 ἔτος.