ΜΕ ΜΙΑ ΓΡΗΟΥΛΑ ΚΟΖΑΝΙΤΙΣΣΑ, ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΗΣ, ΣΤΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ
100 ΔΡΑΜΙΑ ΦΑΚΗ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΦΕΡΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΤΩΧΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ!
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
«ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ»
(Ἐβδομαδιαία ἐφημερίδα Κοζάνης 1965)
Ἕνα πρωϊ ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της στὴν Ἑστία Συσσιτίων, ποὺ εἶχε δημιουργήσει ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον τοῦ πατέρα Αὐγουστίνου, μιὰ γριούλα, διπλωμένη στὰ δυὸ ἀπ’ τὸ βάρος ποὺ τῆς ἔδιναν τὰ χρόνια ποὺ σήκωνε στὴν καμπουριασμένη ράχη της, ἀργοσέρνοντας τὰ πόδια της καὶ κρατώντας στὰ χέρια της ἕνα σακουλάκι, ἐνῶ μὲ τ’ ἄλλο στηρίζονταν στὸν τοῖχο, νὰ μὴ γονατίση ἀπ’ τὴν πεῖνα. Πλησίασε ἕνα νεαρὸ ποὺ στεκόταν στὴν εἴσοδο τῆς Ἑστίας καὶ τὸν ρώτησε:
―Μὴ μὶ συνιρίζισι, γιέ μ’! Ἀγράμματ’ γυναῖκα εἶμι κι δὲν τὰ κλώθου καλά. Κι ἄν κάμνου κι κάναν ἀλάθους, ἂς μὶ σχουρέσ’ οὐ Θός!
(Μη με συνερίζεσαι, γιέ μου!
Αγράμματη γυναίκα είμαι κι δεν μπορῶ να τα πω καλά. Κι αν κάμνω κανένα
λάθος, ας με συγχωρέσει ο Θεός!)
―Δὲν πειράζει… Μέσα εἶναι. Τί τὸν θέλεις, γιαγιά;
―Χαλέβου νὰ τοὺν γ’ ἰδῶ ψίχα, κὶ νὰ τοὺν δώσου κὰτ’ ἀπ’ τοὺν φιρα… (Θέλω να τον δω λίγo και να τον δώσω κάτι που του ἔφερα).
―Ἔλα μαζί μου…
Τὴν ἔπιασε ἁπαλὰ ἀπ’ τὸ μπράτσο καὶ τὴν ὡδήγησε στὸ γραφειάκι, ποὺ
βρισκόταν στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς. Πλησίασε τὴ θύρα καὶ φώναξε στὸν πατέρα
Αὐγουστῖνο.
―Γέροντα! Μιὰ γριούλα ζητάει νὰ σὲ δῇ.
―Ἂς περάση, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ του ἀπὸ μέσα.
―Ἔλα, γιαγιά! Καὶ τὴν πέρασε στὸ γραφειάκι.
Μόλις ἡ γριούλα εἶδε τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο, αὐθόρμητα ἔσκυψε νὰ
τοῦ φιλήσῃ τὸ χέρι. Ἐκεῖνος τὸ ἀποτράβηξε μαλακὰ καὶ πιάνοντας τὸ δικό
της χέρι, τῆς τὸ φίλησε μὲ σεβασμό. Ξαφνιάστηκε ἡ γριούλα ἀπὸ τούτη τὴ
χειρονομία του. Τὰ ‘χασε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ σὰν συνῆλθε λιγάκι, εἶπε:
―Μπᾶ, γιέ μ’! Τ’ ἦταν ἰτούτου πάλι! Παπᾶς νὰ φ’λάῃ τοῦ χέρ’! Ποιὸς τούειδιν κὶ πῶς νὰ τ’ ἀκούσ’ν οἱ ἄλλοι; (Μπά, γιέ μου! Τί ήταν ετούτο πάλι! Παπάς να φιλάη το χέρι! Ποιός το εἶδε και πως να το ακούσουν οι άλλοι;)
―Τὸ
δικό σου χέρι ἀξίζει νὰ φιλήσω, μητέρα, ἀπάντησε μὲ ἤρεμη φωνὴ ὁ
πατέρας Αὐγουστῖνος. Κ’ εἶναι σὰ νὰ φιλῶ τὰ χέρια ὅλων τῶν μανάδων, ποὺ
ὑποφέρουν στὶς σημερινὲς δύσκολες στιγμές ποὺ περνάει τὸ Ἔθνος μας, καὶ
δὲν μπορῶ, δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ τὶς βοηθήσω, ὅπως πρέπει κι ὅσο θἄθελα.
―Δὲν εἶνι ἁμαρτία ἰτούτου; (Δεν είναι αμαρτία ετούτο εἶπε σὰν φοβισμένη ἡ γριούλα.
―Ἁμαρτία εἶνε ὅταν μισοῦμε, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ γέροντα, κι ὄχι ὅταν
ἀγαποῦμε. Καὶ σὺ ἀγαπᾶς, μητέρα, γιὰ νὰ κάνῃς τὸν κόπο νὰ ῤθῇς ισα με
᾿δῶ. Κάθησε.
Καὶ σὰν κάθησε ἡ γριούλα σ’ ἕνα κασόνι, ποὺ χρησίμευε καῖ γιὰ καρέκλα.
―Κάτι ἤθελες νὰ μοῦ πῇς.
Ἰά, ἦρθα νὰ σ’ ἰδῶ ποιὸς εἶσι, ἀπ’ σιουμουλουγοῦν οὐόλ’ κι
νὰ μ’ ἰβλογήισ’ς. Σ’ φιρα κι ψίχα φακὴ νὰ τ’ μαειρέψ‘ γιὰ τ’ς φτουχοί! (Να,
ήρθα να σε δω ποιός είσαι, που σε ομολογούν όλοι και να με ευλογήσεις.
Σ᾽ έφερα κι λίγο φακή να τα μαγειρέψεις για τους φτωχούς!) Κι ἀνοίγοντας τὸ σακουλάκι, τοῦ ἔδειξε τὰ ἑκατὸ δράμια φακὲς ποὺ ἔφερνε μαζί της.
―Κράτησέ την γιὰ τὸν ἑαυτό σου, μητερούλα! τῆς εἶπε γεμᾶτος συγκίνηση ὁ
πατέρας Αὐγουστῖνος. Καὶ γιὰ τοὺς πτωχοὺς θὰ βρεθοῦν ἄλλοι ποὺ θὰ
ἐνισχύσουν τὰ συσσίτιά μας.
―Ἰμένα, δὲν μὶ χράζιτι τόσ’ πουλὴ φακὴ. Ἰγὼ τώρα ἰέφαγα τὰ
ψουμιά μ’. Λίγ’ ζουὴ ποὺ μὶ ἀπόμκιν ἀκόμα, κ’τσά-στραβὰ τὰ τ’ν
ἀπιράσου. Οἱ νιώτιαρ’ νὰ τηρῆστι νὰ χουρταὶν τώρα ἀπ’ δὲν βρίσκιτι κὰν
τίπουτας! (Εμένα, δεν με χρειάζεται τόσο πολλή φακή. Εγώ τώρα
έφαγα τά ψωμιά μου. Λίγο ζωή που μ᾽ απόμεινε ακόμα, κουτσά – στραβά θα
την περάσω. Οι νεώτεροι να κοιτάξτε να χωρτάσουν τώρα που δεν βρίσκεται
τίποτα!)
―Κράτησέ την, ἐπέμεινε ὁ γέροντας. Καὶ δὲν θὰ ᾿χῃς χρήματα ν’ ἀγοράσῃς ἄλλες φακές.
―Δὲν τ’ν ἀγόρασα! Μὶ ‘ν ἰέδουκαν ἀπ’ αὐτοῦ, ἀπ’ δὶν’ν τὰ τρουφίματα. Πὰρ’ την, γιέμ’, κὶ μὴ μὶ κακουκαρδίζ’ς!… (Δεν την αγόρασα! Μου την έδωσαν από αυτού που δίνουν τα τρόφιμα)
―Καλά, θὰ τὶς κρατήσουμε. Ἀπὸ αὔριο ὅμως, νὰ ‘ρχεσαι καὶ σὺ νὰ τρῶς στὴν Ἑστία μας.
―Ἰφχαριστῶ, γιέμ! Οὐ Θὸς νὰ σὶ βουηθάη, νὰ κάμ’ς οὐόλου τοὺ καλό! Καλὸ βράδ’… (Ευχαριστώ, γιέ! Ο Θεός να σε βοηθά, για να κάνεις όλο το καλό! Καλό βράδυ…)
Καὶ σηκώθηκε νὰ φύγῃ.
―Εὐλογημένη νὰ ᾿σαι, μητερούλα!
Ἡ γριούλα ἔκανε τὸ σταυρό της, τοῦ χαμογέλασε, καὶ κούτσα-κούτσα βγῆκε ἀπ’ τὴν Ἐστία. Καὶ δὲν ξαναφάνηκε…
Ἑκατὸ δράμια φακές, ἕνα φτωχικὸ γεῦμα γιὰ μιὰ πεινασμένη γριούλα,
φυτεύτηκαν στὴν Ἑστία συσσιτίων, καὶ μέσα σ’ ἕνα χρόνο φύτρωσαν,
κάρπισαν καὶ γέμιζαν ὀκτὼ χιλιάδες πιάτα, γιὰ νὰ χορταίνουν ὀχτὼ
χιλιάδες πεινασμένοι ἄνθρωποι!…»