Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Συγχωρῆστε με, ψυχοῦλες μου. Ποτέ πιά!

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (β΄ 17- 18) διαβάζουμε γιὰ τὴν φοβερὴ σφαγὴ τῶν νηπίων ὑπὸ τοῦ Ἡρῴδου:

«Τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς. Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καί οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν (Τότε ἔλαβε πλήρη πραγματοποίηση ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν προφήτη Ἰερεμία, ὁ ὁποῖος προφύτευσε καὶ εἶπε· Φωνὴ σπαρακτικὴ ἠκούσθη εἰς τὸ χωρίον τῆς φυλῆς Βενιαμὶν Ραμᾶ, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμὸς πολύς. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦτο ἐκεῖ θαμμένη, διὰ τῶν ἀπογόνων της μητέρων, ποὺ ἐστερήθησαν τὰ μικρά τους, κλαίει τὰ τέκνα της, καὶ δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπον νὰ παρηγορηθῆ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον εἰς τὴν ζωήν).

  • Φοβερὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀνθρωποκτονίας. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει:

«Τὰ ζῷα πολλὲς φορὲς θυσιάζουν τὴ ζωή τους καὶ δὲν λογαριάζουν τὴ δική τους σωτηρία, προκειμένου νὰ ὑπερασπιστοῦν τὰ μικρά τους. Ἄνθρωποι σφάζουν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια  τὰ παιδιά τους».

  • Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει γιὰ τὸν φόνο: «Δὲν θὰ διαπράξης φόνο (Ἔξ. 20:15), γιὰ νὰ μὴ πάψης νὰ εἶσαι παιδὶ Ἐκείνου, ποὺ καὶ τοὺς νεκροὺς ζωοποιεῖ, καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνης μὲ τὰ ἔργα σου παιδὶ ἐκείνου, ποὺ ἦταν ἐξαρχῆς ἀνθρωποκτόνος.

Τί λόγο ἔχουν νὰ δώσουν οἱ μητέρες ποὺ σκοτώνουν τὰ παιδιά τους καὶ φυσικὰ ὅσοι συμμετέχουν σὲ αὐτὸ τὸ φρικτὸ ἔγκλημα.

  • Στὸ περιοδικὸ «Πολύτεκνη Οἰκογένεια ἀρ. 81 ἀναφέρεται ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὶς ἐκτρώσεις:

«Ἀγαπητοὶ Φίλοι τῶν Πολυτέκνων,

Μὲ αὐτὴ τὴ δεύτερη ἐπιστολή μου καταθέτω τὴ μαρτυρία τῆς ἐνοχῆς μου γιὰ τὴ δολοφονία τῶν ἀγέννητων παιδιῶν καὶ σπλάγχνων μου μέσῳ τῶν πολλαπλῶν καὶ καταραμένων ἐκτρώσεων. Εἶμαι 35 ἐτῶν καὶ ἔχω πέντε (5) παιδιά, 3 ἀγόρια καὶ 2 κορίτσια, γεννημένα τὰ ἔτη 1979, 1981 καὶ 1993, 1995, 1998 καὶ ἔχει ὁ Θεός.

Ἐδῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια πρὶν τὸ εἶχα δεδομένο πῶς δὲν θὰ ἀποκτοῦσα ἄλλα παιδιά, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δύο πρῶτα. Βέβαια, ὄχι γιατί δὲν μποροῦσα, ἀλλὰ διότι δὲν ἤθελα, τόσο ἐγὼ ὅσο καὶ ὁ ἄνδρας μου. Γι’ αὐτὸ σὲ ὅποιον μοῦ ἔδινε τὴν εὐχή: «Ἄντε, καὶ σ’ ἄλλα παιδιά, μὲ ὑγεία», ἀπαντοῦσα: «Ὄχι, εὐχαριστῶ. Φθάνουν τὰ δύο». Καὶ ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1981 ἄρχισε ὁ «οἰκογενειακὸς προγραμματισμός». Μὲ ποιοὺς τρόπους; Μὲ τοὺς δύο γνωστοὺς (ἀλλὰ τώρα ἐξαιρετέους), τὴν ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας καὶ τὴν καταραμένη ἔκτρωση. Πόσες τὸν ἀριθμό; Δυστυχῶς, περισσότερες ἀπὸ 10! Ὁ ἔλεγχος συνειδήσεως; Ἀνύπαρκτος. Καὶ πῶς νὰ ἦταν ὑπαρκτός, ἀφοῦ ἤμουν μακριὰ ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας, τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου μας;

Ὡστόσο τὸ καλοκαίρι τοῦ 1992 ἔρχεται ἕνα γεγονός, ποὺ μὲ συγκλονίζει. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος τοῦ σεβαστοῦ καὶ ἀγαπημένου μου πατέρα. Βρίσκομαι στὸν τόπο καταγωγῆς μου καί, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἀποχαιρετήσει ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο ὁ καλός μου πατέρας, ἔρχεται στὸν ὕπνο μου τὴν 47η ἡμέρα ἀπὸ τὴν κοίμησή του, χαρούμενος καὶ γελαστὸς καὶ μοῦ λέει:

«Μπράβο, καλό μου κορίτσι, μοῦ ἔκαμες τὴ χάρη, πού σοῦ ζητοῦσα τόσα χρόνια.  Καὶ ὅπως σοῦ ἔχω πεῖ, Βασιλικούλα, τὴ μάνα σας νὰ βγάλετε. Ἔτσι;». Μοῦ χαϊδεύει τὸ κεφάλι καὶ φεύγει, χάνεται.

Ὁμολογῶ πώς δὲν ἔδωσα καμμιὰ σημασία. Μάλιστα καὶ ἡ μητέρα μου, ποὺ τὸ συζήτησα μαζί της, μὲ συμβούλεψε νὰ μὴ δίνω βάση στὰ ὄνειρα, διότι εἶναι τοῦ μισόκαλου. Καὶ τελικά, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἐγὼ ἤμουν ἔγκυος, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω.

Τὸ ὄνειρο αὐτὸ μὲ ἔκανε νὰ κρατήσω τὴ Βασούλα μου, ποὺ σήμερα εἶναι πεντέμισυ ἐτῶν, ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι, μὲ τὸ σκεπτικό: «Κάποιος φεύγει, κάποιος ἔρχεται». Πατέρα μου καλέ, σ’ εὐχαριστῶ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά. Ὁ Θεὸς ἂς ἀναπαύει τὴν ψυχούλα σου. Καλὴ ἀντάμωση.

Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πατέρα μου στὸν ὕπνο μου, ἐξηγῶ τώρα καὶ κάποια ἄλλη ἐπίσκεψη, ποὺ γινόταν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, 2-3 χρόνια πρὶν τὴ σύλληψη τοῦ τρίτου μου παιδιοῦ, τῆς Βασιλικῆς. Ἡ ἐπίσκεψη- ἐμφάνιση αὐτὴ γινόταν μὲ συχνότητα 2-3 φορὲς μηνιαίως καί, ὅπως προεῖπα, γιὰ 2-3 ἔτη.

Βρισκόμουν, λέει, μὲ τὰ παιδιά μου, τὰ πρῶτα, σὲ κάποιο πανηγύρι στὴν ἐπαρχία καί, ὅπως ὑπῆρχε πολὺς κόσμος, ξαφνικὰ ἕνα τσοῦρμο μικρὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ἦσαν ρακένδυτα, ματωμένα, γδαρμένα, κλαίγοντας μὲ περικύκλωσαν, μὲ τραβοῦσαν ἀπὸ τὰ ροῦχα καὶ μοῦ φώναζαν: «Μαμά, μαμά, μανούλα»! Τίποτε ἄλλο. Καὶ ἐγὼ συνέχεια νὰ τοὺς λέγω: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ἡ μάνα σας. Ποῦ εἶναι ἡ μάνα σας; Ποῦ μένετε; Ποιὸ εἶναι τὸ σπίτι σας; Χαθήκατε; Ἐκεῖνα τὸ βιολί τους: «Μαμά, μαμά, μανούλα». Καὶ νὰ ἔρχωνται καταπάνω μου καὶ νὰ μὲ τραβοῦν. Μὲ τὰ πολλά, ἐγὼ νὰ νευριάζω καὶ νὰ τὰ σπρώχνω λέγοντας: «Φύγετε, δὲν εἶμαι ἐγὼ ἡ μάνα σας, φύγετε σᾶς λέω»! Καὶ νὰ ἔχω καὶ τὰ δύο δικά μου τὰ παιδιὰ νὰ μὲ παροτρύνουν: «Ἔλα καλὲ μαμά, νὰ τὰ πάρουμε σπίτι μας, ἀφοῦ δὲν ἔχουν μανούλα, νὰ τὰ πλύνουμε. Εἶναι βρώμικα. Καὶ νὰ δῆς τί ὀμορφούλικα ποὺ θὰ εἶναι. Δὲν τὰ λυπᾶσαι τὰ καημενούλια;». Καὶ ξάφνου νὰ ἔρχεται καταπάνω μου, βγαλμένη ἀπὸ τὸ πλῆθος, μία χωριάτισσα, μὲ τὸ τσεμπέρι καὶ τὴ μαντήλα στὸ κεφάλι, καὶ νὰ μὲ φοβερίζει: «Τί μάνα εἶσαι σύ, ποὺ δὲν θέλεις τὰ παιδιά σου; Πᾶς νὰ τ’ ἀφήσης στὴν ἀλάνα, ἔ; Τώρα θὰ δῆς τί θὰ πάθης. Πάω νὰ φωνάξω τὸ χωροφύλακα». Καὶ ἔπαιρνε τὰ παιδάκια κι ἐξαφανιζόταν. Αὐτὸ τὸ σκηνικὸ ἐπαναλαμβανόταν, ὅπως προεῖπα, 2-3 φορὲς μηνιαίως γιὰ 2-3 ἔτη.

Τότε δὲν ἤξερα. Τώρα ὅμως ξέρω τίνος ἦσαν αὐτὰ τὰ παιδάκια καὶ ποιὰ ἦταν ἡ μανούλα τους.

Συγχωρῆστε με, ψυχοῦλες μου. Ποτὲ πιά!…

Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου».