Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Γαστριμαργία: Ὁ ἀόρατος λέων

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Μᾶς λέγει ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν ὅτι χορτασθήσεσθε» (Λουκ. στ΄, 21) καὶ παρακάτω: «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε» (Λουκ. στ΄, 25).

Τί ἐννοεῖ λοιπὸν ὁ Κύριος; Πρέπει νὰ προσέχουμε ἀκόμη καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τρῶμε, μὴ πέσουμε στὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας. Μεγάλο τὸ πάθος αὐτό. Θανάσιμο ἁμάρτημα.

  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἐπισημαίνει:

«Ἂς συλλάβωμε καὶ ἂς ἀνακρίνωμε καὶ αὐτὸν τὸν ἐχθρὸν -προπαντὸς αὐτόν- ποὺ εὑρίσκεται ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν ἐπικινδύνων ἐχθρῶν μας. Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ θύρα τῶν παθῶν, ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδάμ, ἡ ἀπώλεια τοῦ Ἡσαῦ, ὁ ὄλεθρος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἡ ἀσχημοσύνη τοῦ Νῶε, ἡ προδοσία τῶν Γομόρρων, ἡ κατηγορία τοῦ Λώτ, ἡ ἐξολόθρευσις τῶν υἱῶν τοῦ ἱερέως Ἠλεί, ὁ καθοδηγητὴς πρὸς τοὺς μολυσμούς. Ἂς τὴν ἀνακρίνωμε -τὴν γαστριμαργία- ἀπὸ ποῦ γεννᾶται, ποιοὶ εἶναι οἱ ἀπόγονοί της, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὴν συντρίβει καὶ ποιὸς αὐτὸς ποὺ τὴν ἐξολοθρεύει τελείως.

«Λέγε μας, ὦ τύραννε ὅλων τῶν ἀνθρώπων, σὺ ποὺ τοὺς ἐξαγοράζεις ὅλους μὲ τὸ χρυσάφι τῆς ἀπληστίας, ἀπὸ ποῦ εἰσέρχεσαι μέσα μας; Καὶ τί ἐν συνεχείᾳ συνηθίζεις νὰ γεννᾶς ἐκεῖ; Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ ἐπιτύχωμε τὴν ἔξοδό σου καὶ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ ἐμᾶς»;

Ἐκείνη δὲ ταλαιπωρημένη ἀπὸ τὶς ὕβρεις αὐτές, γεμάτη μανία καὶ ἀγριότητα μᾶς ἀποκρίθηκε τυραννικά:

«Γιατί μὲ ὀνειδίζετε σεῖς πού εἶσθε ὑπόλογοι ἀπέναντί μου; Καὶ πῶς φροντίζετε νὰ μὲ ἀποχωρισθῆτε, ἐνῷ ἐγὼ εἶμαι ἐκ φύσεως συνδεδεμένη μαζὶ σας; Θύρα γιὰ μένα εἶναι ἡ φύσις τῶν φαγητῶν. Αἰτία τῆς ἀπληστίας μου εἶναι ἡ συνεχὴς χρῆσις. Ἀφορμὴ δὲ τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ πάθους μου εἶναι ἡ προϋπάρχουσα συνήθεια, ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ λησμοσύνη τοῦ θανάτου».

  • Μᾶς συμβουλεύει ὁ θεῖος Χρυσόστομος:

«Δὲν ὑπάρχει χειρότερο, οὔτε αἰσχρότερο ἀπ’ τή λαιμαργία. Αὐτή κάνει βαρὺ τὸ πνεῦμα, αὐτὴ κάνει σαρκικὴ τὴν ψυχή, αὐτὴ τυφλώνει καὶ δὲν ἀφήνει νὰ βλέπουμε καθαρά».

«Αὐτὸς ποὺ δὲν παραδίδεται σὲ γαστριμαργία κάθεται σὲ λιμάνι καὶ βλέπει τὰ ναυάγια τῶν ἄλλων κι ἀπολαμβάνει καθαρὰ καὶ διαρκῆ εὐχαρίστηση καὶ ζεῖ τὴ ζωή, ποὺ ἁρμόζει σ’ ἐλεύθερο ἄνθρωπο. Ἄς ἀποφεύγουμε τὰ πονηρὰ συμπόσια μὲ τὶς ἀπολαύσεις κι ἄς προτιμοῦμε ἁπλὴ καὶ μετρημένη τροφή, ὥστε, ἔχοντας καλὴ διάθεση καὶ ψυχικὴ καὶ σωματική, νὰ καλλιεργήσουμε κάθε ἀρετή».

(Ἀπ’ τὴν ΛΘ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ Α΄ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ»).

  • Στὸν Εὐεργετινὸ διαβάζουμε μὲ τὶ ἀγώνα οἱ Πατέρες ἀπέφευγαν τὴν γαστριμαργία.

«Ὅταν ὁ Δαβὶδ ἐπάλαισε μὲ τὸν λέοντα, τὸν ἔπιασεν ἀπὸ τὸν λάρυγγα καὶ ἀμέσως τὸν ἐσκότωσεν. Ἐὰν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς συγκρατήσωμεν τὸν λάρυγγα καὶ τὴν κοιλίαν μας, ἄν, δηλαδή, ἀποφύγωμεν τὴν φιληδονίαν καὶ τὴν γαστριμαργίαν, τότε νικῶμεν, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀόρατον λέοντα.

Εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Ἀββᾶς· δὲν ἠμπορῶ νὰ ἀποκόψω τελείως αὐτὰ τὰ τρία· τὸ φαγητόν, τὸ ἔνδυμα καὶ τὸν ὕπνον. Μόνον ἐν μέρει ἠμπορῶ νὰ τὰ ἀποκόψω.

Εἶπεν, πάλιν, ὁ ἴδιος· ἡ ψυχὴ μὲ τίποτε ἄλλο δὲν ταπεινώνεται, παρὰ ἄν τῆς ἐλαττώσῃς τὸν ἄρτον· ἄν δηλαδὴ τὴν περιορίσῃς μόνον εἰς τὴν ἀπολύτως ἀπαραίτητον τροφήν».

«Ἔλεγον διὰ τὸν Ἀββᾶν Μακάριον, ὅτι ἄν κάποτε τοῦ ἐδίδετο ἡ εὐκαιρία νὰ φάγῃ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἔθετε τὸν ἑξῆς ὅρον εἰς τὸν ἑαυτόν του· ἄν εὑρεθῇ κρασί, νὰ τὸ πίνῃς χάριν τῶν ἀδελφῶν· διὰ κάθε ὅμως ποτήριον οἴνου, δὲν θὰ πίνῃς μίαν ὁλόκληρον ἡμέραν νερόν. Οἱ ἀδελφοὶ λοιπὸν χάριν ἀναπαύσεως τοῦ ἔδιδαν οἶνον καὶ ὁ Γέροντας τὸν ἔπινε μὲ χαράν, διὰ νὰ βασανίσῃ τὸν ἑαυτόν του.

Ὁ μαθητής του ὅμως, ποὺ ἐγνώριζε τὴν περίπτωσιν, ἔλεγε εἰς τοὺς ἀδελφούς:

– Πρὸς Θεοῦ! Μὴ τοῦ δίνετε κρασί· διότι διαφορετικά, θὰ βασανίζῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸ κελλίον.

Μόλις ἔμαθαν αὐτὸ οἱ ἀδελφοί, οὐδέποτε πλέον τοῦ προσέφεραν οἶνον».

«Διὰ τὸν Ἀββᾶν Μᾶρκον τὸν ἀναχωρητὴν ἔλεγον ὅτι ἐπὶ ἑξήκοντα τρία χρόνια ἔκανε τὴν ἑξῆς πνευματικὴν ἐργασίαν: ὅλην τὴν ἑβδομάδα ἐνήστευεν, ὥστε νὰ νομίζουν μερικοί, ὅτι ἦτο ὑπερ­άνθρωπος· εἰργάζετο νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ὅσα ἐκέρδιζε ἀπὸ τὴν ἐργασίαν του τὰ ἔδιδεν εἰς τοὺς πτωχούς· οὐδέποτε δὲν ἐπῆρεν ἀπὸ κάποιον κάτι. Εἰς αὐτούς, ποὺ τοῦ ἔδιδαν, ἔλεγε· δὲν ἔχω ἀνάγκην νὰ πάρω τίποτε, μὲ τρέφει τὸ ἐργόχειρόν μου, καθὼς καὶ ἐκείνους, ποὺ ἔρχονται κοντά μου διὰ τὸν Θεόν».