Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «ἐν αἷς ποτε περιεπατήσατε κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας·» (Ἐφ. β΄, 2). (: εἰς τὰς ὁποίας ἄλλοτε ἐπεριπατήσατε, ὅταν ἐζούσατε τὴν διεφθαρμένην ζωὴν τοῦ κόσμου αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἄρχοντος, ποὺ ἀπὸ τὰς ἐκτάσεις τοῦ ἀέρος ἐξουσιάζει τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους, τοῦ πονηροῦ δηλαδὴ πνεύματος, ποὺ τώρα ἐνεργεῖ εἰς τοὺς ἀπειθεῖς).
Ὅταν ἁμαρτάνουμε κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ μεγάλου μας ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου.
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «Πατᾶτε ἐπάνω στὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιοὺς καὶ ἐπάνω σ’ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκᾶ 10, 19). Γιατὶ δὲν γίνεται ἡ μάχη κατὰ φυσικὸ τρόπο, οὔτε οἱ ἀντίπαλοι εἶναι ἴσοι, ἀλλ’ ὁ μὲν διάβολος εἶναι κάτω πεσμένος ὕπτιος, ἐνῶ ἐσὺ στέκεσαι ὄρθιος, πολεμώντας τον ἀπὸ πάνω. Ἐκεῖνος μὲν εἶναι ἀποδυναμωμένος, ἐνῶ ἐσὺ ἰσχυρός. Πῶς λοιπὸν νικᾶ πολλὲς φορές; Ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μας ὀκνηρίας καὶ ραθυμίας ἐκείνων ποὺ κοιμοῦνται. Ὥστε ἄν θελήσης νὰ σταθῆς ἀντιμέτωπός του, δὲν τολμᾶ νὰ σὲ ἀντιμετωπίση. Ἄν σὲ νικᾶ, ἐνῶ κοιμᾶσαι, αὐτὸ ὀφείλεται ὄχι στὴ δύναμή του, ἀλλὰ στὴ δική σου ἀδιαφορία. Γιατὶ ποιὸς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ μὴ νικήση ἐκεῖνον ποὺ κοιμᾶται, κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἀσθενέστερος ἀπὸ ὅλους;».
- Στὸ Γεροντικὸ βλέπουμε τὸ πόσο ἀδύναμος εἶναι ὁ διάβολος:
Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης, ὅτι, ὅταν ἔμενε σὲ Σκήτη, ἦλθε σ’ αὐτὸν ὁ δαίμων, θέλοντας νὰ μπῆ στὸ κελλί του. Καὶ τὸν ἔδεσε ἔξω. Καὶ πάλι ἄλλος δαίμων ἦλθε, γιὰ νὰ μπῆ. Καὶ αὐτὸν τὸν ἔδεσε. Ἔρχεται κατόπιν καὶ ἕνας τρίτος καὶ βρίσκει δεμένους τοὺς ἄλλους δυό. Καὶ τοὺς λέγει: «Τί μένετε ἐδῶ ἔξω;». Καὶ τοῦ ἀπαντοῦν: «Κάποιος κάθεται μέσα καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ μποῦμε». Προσπαθεῖ τότε καὶ ὁ τρίτος νὰ εἰσέλθῃ. Ἀλλὰ ὁ γέρων τὸν ἔδεσε καὶ αὐτόν. Φοβισμένοι λοιπὸν ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν του, παρακαλοῦσαν τὸν γέροντα, λέγοντας: «Λύσε μας καὶ ἄφησέ μας νὰ φύγουμε». Καὶ τοὺς λέγει ὁ γέρων: «Πηγαίνετε». Καί ἔτσι, καταντροπιασμένοι, πῆραν δρόμο».
- Στὸν Εὐεργετινὸ διαβάζουμε πῶς ὁ διακριτικὸς Ὅσιος Παχώμιος ἀντιμετώπισε τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ.
«Μίαν ἄλλην φοράν, ἐνῶ ἀνεπαύετο ὀλίγον ὁ Ἅγιος, ἦλθε πλησίον του ὁ δαίμων καὶ ἀφοῦ ἐστάθη ἀπέναντί του, τοῦ εἶπε· «Χαῖρε, Παχώμιε· ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστὸς καὶ ἦλθον πρὸς σὲ τὸν φίλον μου». Ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὅμως, μὲ τὴν δύναμιν τοῦ διακριτικοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ἀντελήφθη τὰς μηχανὰς τοῦ πονηροῦ, ἐσκέπτετο καὶ ἔλεγε καθ’ ἑαυτόν· «Ἡ μυστικὴ καὶ ὑπὲρ φύσιν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἡ πλήρης ἁγιότητος, γεμίζει τὴν ψυχὴν ἀπὸ χαρὰν καὶ τὴν ἀπελευθερώνει ἀπὸ κάθε φόβον· συγχρόνως δὲ μὲ τὴν ὑπερφυσικὴν θεωρίαν τοῦ φαινομένου ἐξαφανίζονται ὅλοι οἱ ἀνθρώπινοι λογισμοί. Ἐγὼ ὅμως τώρα, ἀντιθέτως πρὸς ὅσα ἔπρεπε νὰ μοῦ συμβοῦν, ἐὰν ἡ ὀπτασία θὰ εἶχε θεϊκὸν χαρακτῆρα, ἔχω θορυβηθῆ καὶ ἡ διάνοιά μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀνθρωπίνας σκέψεις».
Ἀμέσως λοιπὸν ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ ἀναθαρρήσας μὲ τὴν δύναμιν τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ἐκινήθη, διὰ νὰ συλλάβῃ μὲ τὰς χεῖρας του τὸν ἐμφανισθέντα· φυσήσας δὲ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἔλεγε πρὸς αὐτόν:
– Φῦγε ἀπὸ ἐμέ, διάβολε, ἐπικατάρατος νὰ εἶσαι σὺ καὶ τὸ ὅραμά σου καὶ τὰ σατανικά σου σχέδια.
Μόλις εἶπε τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Ἅγιος, ἀμέσως ἔγινε σκόνη ὁ διάβολος, ποὺ ὑπεκρύπτετο εἰς τὴν ἐμφάνισιν τῆς ὀπτασίας, καὶ ἐγέμισε δυσοσμίαν τὸ κελλί, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμη. Συγχρόνως ἠκούσθη κραυγὴ τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔλεγε· «Ἄν ἠμποροῦσα νὰ σὲ κερδίσω, θὰ ἐσπάραζες τώρα εἰς τοὺς πόδας μου· ἀλλὰ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ εἶναι μεγάλη καὶ οὕτω ἐμπαίζομαι ἀπὸ σᾶς καθημερινῶς. Ὡς τόσον δὲν θὰ σταματήσω νὰ σᾶς πολεμῶ, διότι πρέπει νὰ ἐπιτελῶ τὴν ἐργασίαν μου».
Ὁ Ἅγιος ὅμως Παχώμιος ἐνισχυθεὶς μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος ηὐχαρίστει τὸν Θεὸν διὰ τὰς ἐξαιρετικάς Του δωρεάς».
Πόσο λοιπὸν ἀδύναμος εἶναι ὁ διάβολος, ὅταν ζοῦμε ἐν Χριστῷ.