Θα αναφερθούμε σε μια επίσκεψη του Καζαντζάκη, όταν ήταν νέος, στο Άγιον Όρος. Είναι πολύ ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά όσα γράφει ο ίδιος στο γνωστό έργο του «Αναφορά στο Γκρέκο», σχετικά με αυτή την επίσκεψη «προσκύνημα», όπως τη λέει. Ανάμεσα στα άλλα περιγράφει και το διάλογο που είχε μ' έναν «ξακουστό για την αγιοσύνη του» ερημίτη, τον Μακάριο τον Σπηλαιώτη, που ζούσε σε μίαν απόκρημνη σπηλιά στα άγρια Καρούλια.
ΓΡΑΦΕΙ ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας:
«Από τη στιγμή που πάτησα στο ιερό βουνό είχα πάρει την απόφαση να πάω να τον δω, να σκύψω να του φιλήσω το χέρι και να του εξομολογηθώ. Όχι τα κρίματα μου, δεν πίστευα να είχα κάμει ως τότε πολλά, παρά την εωσφορική αλαζονεία που συχνά μ΄ έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και να θέλω να χαράξω δικό μου δεκάλογο».
ΒΡΗΚΕ τη σπηλιά του ερημίτη και πλησίασε. Περιγράφει ο Καζαντζάκης: «Ένα πρόσωπο χλωμό, δυο χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπεσμένη φωνή: -Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στη σπηλιά. -Ευλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα να του φιλήσω το κοκαλιασμένο χέρι. Δεν ήξερα τι να πω, από που ν' αρχίσω. Αποκότησα τέλος:
-Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
-Όχι πια, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου· δεν έχει δύναμη· παλεύω με το Θεό.
-Με το Θεό! έκαμα ξαφνιασμένος· κι ελπίζεις να νικήσεις;
-Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου· μου απόμειναν ακόμα τα κόκαλα· αυτά αντιστέκονται.
-Βαριά η ζωή σου, γέροντα μου· θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
-Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια.
-Πιο ανθρώπινος γέροντά μου.
-Ένας μονάχα δρόμος.
-Πως τον λέν;
-Ανήφορο».
O Καζαντζάκης σε κάποια στιγμή, σκέφτηκε να ρωτήσει τον ασκητή, γιατί στο τέλος να μη σωθεί κι ο σατανάς; Χρησιμοποίησε ένα πλάγιο τρόπο για να το πει. Ο συγγραφέας περιγράφει την αντίδραση του γέροντα, όταν τον άκουσε:
«Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού, τα χέρια του έτρεμαν. - Ποιος είσαι; έκαμε με φωνή ξεψυχισμένη· ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Έκαμε πάλι το σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα· -Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, και η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Άγγιξα το γόνατό του που γυάλιζε γυμνό στο μεσόφωτο· το χέρι μου πάγωσε . -Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός· είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης· θέλω, μα δεν μπορώ.
-Αλλοίμονό σου, αλλοίμονό σου, δυστυχισμένε· το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει. Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στη Κόλαση; Όταν στράφηκε στον Θεό και είπε: Εγώ. Ναι, ναι, άκου, νεαρέ, και βαλ’ το καλά στο νου σου : Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στη κόλαση το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το!
-Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος : -Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
-Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. Πρώτα από όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στο κόρφο του. Δεν υπήρχε εγώ και εσύ και εκείνος· δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δύο, υπήρχε ένα· το Ένα, ο Ένας. Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος· από εκεί ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει, βλογημένος ο θάνατος!»
-Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ κλείνει τη συζήτηση του με τον Αγιορείτη ασκητή ως εξής :
«Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να εξομολογηθώ, μα είδα ήταν ακόμη πολύ νωρίς. Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο. Έλαμπε ο Εωσφόρος, στο μυαλό μου, δεν είχε ακόμα αφανιστεί μέσα στη τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, στα γεράματα, σαν ξεθυμάνει μέσα μου ο Εωσφόρος». Σηκώθηκα.
-«Φεύγεις; έκαμε ο γέροντας, άε στο καλό, ο Θεός μαζί σου».
ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.
Το ομολογεί ο ίδιος ο Καζαντζάκης. Είχε εωσφορική (διαβολική) αλαζονεία. Και έλαμπε μέσα του ο Εωσφόρος! Γι’ αυτό και δεν μπορούσε να πιστέψει.
Περιοδικό «Σύνδεσμος»