Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης
1ον Καθὼς τὰ δένδρα, ὅπου μεταφυτεύονται συνεχῶς, δὲν μποροῦν νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὰ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι καὶ τὶς κακὲς συνήθειες καὶ ἕξεις τῆς ἁμαρτίας δὲν τὶς ἀφήνει ἡ συχνὴ ἐξομολόγηση νὰ πιάσουν ρίζες βαθιὲς εἰς τὴν καρδιὰ τοῦ συνεχῶς ἐξομολογούμενου·
ἢ μᾶλλον εἰπείν, καθὼς ἕνα παλαιὸ καὶ μεγάλο δένδρο δὲ μπορεῖ νὰ κοπεῖ μὲ μίαν βαρεματιὰ· ἔτσι καὶ μία παλαιὰ κακὴ συνήθεια, ἢ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἕνας μόνο πόνος τῆς καρδίας, καὶ αὐτὸς ἴσως ἀτελής, ὅπου ἔδειξε ὁ μετανοῶν στὴν ἐξομολόγηση, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἐκριζώσει, καὶ νὰ τὴν ἐξαλείψει τελείως.
2ον Ὅποιος συνεχῶς
ἐξομολογῆται, ἔχει μεγάλη εὐκολία εἰς τὸ νὰ ἐξετάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν συνείδησή
του, καὶ νὰ εὑρίσκει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ· ἐπειδὴ μὲ τὸ νὰ ξελαφρώνεται
συνεχῶς ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του μὲ τὴν συχνὴ ἐξομολόγηση, μένουν πάντα
αὐτὲς λιγότερες.
Διὰ τοῦτο καὶ εὐκολότερα δύναται αὐτὸς νὰ τὶς εὑρίσκει, καὶ νὰ τὶς θυμᾶται. Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, διὰ τὸ πολὺ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπου συμμαζεύεται εἰς αὐτόν, οὔτε μὲ ἀκρίβεια δύναται νὰ τὰς εὕρει, οὔτε νὰ τὰς ἐνθυμηθεῖ, ἀλλὰ ἀλησμονεῖ πολλὲς φορὲς πολλὲς καὶ βαριὲς ἁμαρτίες του, οἱ ὁποῖες μὲ τὸ νὰ μένουν ἀνεξομολόγητες, ἀκολούθως μένουν καὶ ἀσυγχώρητες.
Ὅθεν ὁ διάβολος ἔχει νὰ τοῦ τὶς ἐνθυμίσει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ τόσο θέλει νὰ τὸν στεναχωρήσει, ὅπου νὰ χύσει διὰ αὐτᾶς ἕνα θανατηφόρον ἱδρῶτα, καὶ νὰ κλαύσει ὁ ταλαίπωρος, ἀλλὰ χωρὶς καμία διαφορά, διατὶ τότε πλέον δὲν δύναται νὰ τὶς ἐξομολογηθεῖ.
3ον Ὅποιος ἐξομολογῆται συνεχῶς ἂν καὶ θανάσιμον ἁμαρτίαν πράξει ποτέ, εὐθὺς ὅμως ὅπου ἐξομολογηθεῖ, ἐμβαίνει εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, τοῦ γίνονται πλέον ἄξια ζωῆς αἰωνίου.
Ἐκεῖνος ὅπου δὲν ἐξομολογῆται συνεχῶς ἂν πράξει καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴ θανάσιμον ἁμαρτίαν, καὶ δὲν τρέξει παρευθὺς νὰ τὴν ἐξομολογηθεῖ, ἐν ὄσῳ καιρῶ εἶναι ἀνεξομολόγητος, ὄχι μόνο στερεῖται τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅσα καλὰ ἔργα κάνει, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες κι ἄλλα τέτοια, δὲν τοῦ γίνονται ἄξια μισθοῦ καὶ ζωῆς αἰωνίου, διατὶ εἶναι στερημένα ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν πρὸς σωτηρίαν ἔργων.
4ον Ἐκεῖνος ὅπου συνεχῶς ἐξομολογεῖται, εἶναι πλέον βέβαιος νὰ τὸν εὕρει ὁ θάνατος εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, καὶ οὕτω νὰ σωθεῖ.
Καὶ ὁ διάβολος ὅπου εἶναι πάντοτε συνηθισμένος νὰ πηγαίνει εἰς τοὺς θανάτους, ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων, νὰ δεῖ ἂν εὕρει τίποτε, θὰ ὑπάγει καὶ σὲ αὐτόν, ἀλλὰ δὲν θέλει εὕρει τίποτε, διατὶ αὐτὸς ἐπρόλαβε, καὶ ἔχει καθαρούς τους λογαριασμούς του καὶ ἐξισωμένα τὰ καταστιχὰ τοῦ διὰ τῆς συχνῆς ἐξομολογήσεως.
Ὁ δὲ μὴ συνεχῶς ἐξομολογούμενος εἶναι πιθανώτατον, ὅτι θέλει ἀποθάνει ἀνεξομολόγητος καὶ οὕτω νὰ ἀπολεσθεῖ αἰωνίως, μὲ τὸ νὰ μεταπίπτει εὐκόλως εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ μὴ ἐξομολογῆται καὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ὁ θάνατος ἄδηλος.
5ον δὲ καὶ τελευταῖον καλὸν ποὺ προξενεῖ ἡ συνεχὴς ἐξομολόγηση, εἶναι τὸ νὰ ἐμποδίζει καὶ νὰ χαλινώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν· διατὶ ὁ συνεχῶς ἐξομολογούμενος, ὅταν ἐνθυμιθεῖ, πὼς μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἔχει νὰ ἐξομολογηθεῖ, ἂν ἔχει καὶ γνώμη νὰ ἁμαρτήσει, ἐμποδίζεται, συλλογιζόμενος τὴν ἐντροπὴν ὅπου ἔχει νὰ λάβει, ὅταν τὴν ἐξομολογηθεῖ καὶ τὸν ἐλεγμὸν ὅπου μέλει νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Πνευματικόν.
(Εξομολογητάριον σελ. 212-214)