«Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. Καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; Τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. Οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;».
(: Καὶ ὅταν αὐτὸς ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, τὸν ἠκολούθησαν οἱ μαθηταί του.
Καὶ ἰδοὺ ἔγινε τρικυμία μεγάλη εἰς τὴν θάλασσαν, ἡ ὁποία ἔσειεν ἀπὸ τὸ βάθος τὰ νερά της μέχρι σημείου, ὥστε τὸ πλοῖον νὰ σκεπάζεται ἀπὸ τὰ κύματα· αὐτὸς δὲ ἐκοιμᾶτο.
Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν κοντά του οἱ μαθηταί του, τὸν ἐξύπνησαν λέγοντες· Κύριε, σῶσε μας· χανόμεθα.
Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Διατὶ εἶσθε δειλοί, ὦ ὀλιγόπιστοι; Τότε, ἀφοῦ ἐσηκώθη ὄρθιος, διέταξε μὲ αὐστηρότητα τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἔγινεν ἀμέσως μεγάλη γαλήνη.
Οἱ ἄνθρωποι δέ, ὅσοι εἶδαν καὶ ὅσοι ἤκουσαν τὸ θαῦμα, ἐθαύμασαν λέγοντες· Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός; Εἶναι πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐθεωρούσαμεν ἕως τώρα, διότι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουν εἰς αὐτόν.) (Ματθ. η΄ 23-27).
Ναὶ ἔτσι εἶναι στὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας πολλὲς φορὲς εἶναι μεγάλες οἱ τρικυμίες καὶ ὅμως ὁ Κύριος εὑρίσκεται μέσα. Πρέπει λοιπὸν νὰ φοβώμαστε τὴν τρικυμία; Πρέπει νὰ δειλιάζουμε; Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς δίνει θάρρος καὶ μᾶς λέγει:
«Τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι;»
Μᾶς λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος:
- Ἡ δειλία εἶναι νηπιακὴ συμπεριφορὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἐγήρασε στὴν κενοδοξία. Ἡ δειλία εἶναι ἀπομάκρυνσις τῆς πίστεως, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀναμένονται ἀπροσδόκητα κακά.
- Ὅποιος ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὲ Κοινόβιο ἤ σὲ συνοδεία, δὲν εἶναι συνηθισμένο νὰ πολεμῆται ἀπὸ τὴν δειλία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἡσυχαστικώτερους τόπους, ἄς ἀγωνίζεται μήπως καὶ τὸν κυριεύση τὸ γέννημα τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, δηλαδὴ ἡ δειλία.
Ὅποιος νίκησε τὴν δειλία, εἶναι φενερὸ ὅτι ἀνέθεσε στὸν Θεὸ καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ψυχή του.
* * *
Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται γιὰ τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο:
- Πῆγε κάποτε ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος μ’ ἕνα ἀδελφὸ νὰ βγάλουν νερό. Καὶ φθάνοντας ὁ ἀδελφὸς πρῶτος στὴν πηγή, εἶδε ἕνα μεγάλο φίδι. Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων: «Πήγαινε, πάτησέ του τὸ κεφάλι». Ἀλλὰ φοβήθηκε καὶ δὲν πῆγε. Ἦλθε ὁ γέρων. Καὶ βλέποντάς τον τὸ ἑρπετό, πῆρε δρόμο γιὰ τὴν ἔρημο, καταντροπιασμένο.
- Ρώτησε κάποιος τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο: «Ἄν ξαφνικὰ γίνη σεισμός, θὰ φοβηθῆς καὶ σύ, Ἀββᾶ;». Τοῦ λέγει ὁ γέρων: «Καὶ ὁ οὐρανὸς νὰ πέση στὴ γῆ, ὁ Θεόδωρος δὲν φοβᾶται». Γιατὶ εἶχε παρακαλέσει τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ δειλία. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ρώτησε».
* * *
Διαβάζουμε στὸ «Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν» τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου:
Ὅταν σταμάτησαν οἱ ἀστραπές, οἱ κεραυνοὶ καὶ ἡ βροχή, πῆγα στὸ κελλὶ τοῦ Παππούλη καὶ διαπίστωσα, ὅτι μόλις εἶχε ξυπνήσει καὶ ἦταν φρέσκος, ξεκούραστος καὶ εὐδιάθετος! Ὁπότε τὸν ρώτησα: Πῶς μπορέσατε, Παππούλη, καὶ κοιμηθήκατε μὲ τέτοια θεομηνία;
– Γιατί;
– Ἐδῶ, οἱ περισσότεροι κινδύνεψαν νὰ πάθουν καρδιακὴ προσβολή, καὶ ἐσεῖς ρωτᾶτε γιατί;
– Γιὰ ποιὸ λόγο, παιδί μου;
– Ἀπὸ τὸ φόβο τῶν κεραυνῶν!
- Ρωτούσαμε τὸ Γέροντα Πορφύριο, μετὰ τὴν εἰσβολή, τί θὰ γίνη μὲ τὴν Κύπρο κι ἔλεγε: Ἄς κάνη ὁ Θεὸς τὴ δουλειά Του. Τὸ ἴδιο ἔλεγε, ὅταν γίνονταν οἱ μεγάλοι σεισμοὶ στὴν Ἑλλάδα κι ἔμενε ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὴν κατάσταση. Ἔλεγε: Ἐμεῖς νὰ γίνουμε καλοὶ κι ὁ Θεὸς ἄς κάνη ὅ,τι θέλει. [Πορ. 62].
- «Σοῦ ἔρχονται φοβίες μερικὲς φορές, ὅπως μοῦ λές, γιατὶ δὲν ἀγαπᾶς πολὺ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Ἄντε πήγαινε τώρα, γιατὶ δὲν μπορῶ» [Τζ. 121].